Μεγίστη λάβρα
Γλυκερία Μπασδέκη
Η πόλη ήταν η Λάρισα. Το καλοκαίρι ήταν το πρώτο που ήξερα ότι η μάνα μου δεν θα ζούσε για πολύ ακόμα. Είχε ξαναμπεί στο νοσοκομείο, το πάλευε και δεν το πάλευε εκείνον το βαθύ Αύγουστο. Στην πτέρυγα είχα δει ήδη πεντέξι να τους βγάζουν με το σεντόνι, ζούσα στα χαρντ κορ της παθολογικής, τίποτε δεν κυλούσε και τίποτε δεν κελαηδούσε. Μεγίστη λάβρα όλα. Πήγαινα μεσημεράκι, έφευγα κατά τις δέκα το βράδυ. Τα γερμανικά νούμερα τα έκανε ο μπαμπάς. Γυρνούσα σπίτι με το τελευταίο αστικό, έφτιαχνα φραπέ, κάπνιζα. Δεν μου κολλούσε ύπνος κι άρχιζα τα τηλέφωνα. Έπαιρνα νούμερα στην τύχη, τα περισσότερα απ' τον Χρυσό Οδηγό. Διάλεγα γεωπόνους, φαρμακοποιούς, εμπορικούς αντιπροσώπους. Τους έλεγα ότι είμαι πολύ άρρωστη από μια μυστηριώδη νόσο και μάλλον πεθαίνω την επόμενη βδομάδα και θέλω να κάνουμε τηλεφωνικό σεξ, γιατί είμαι καθηλωμένη με τους ορούς σε μια υπόγεια κλινική κι αυτοί είναι η τελευταία μου ελπίδα. Κάποιοι μου το έκλειναν, κάποιοι με παρηγορούσαν, κάποιοι (κυρίως γεωπόνοι) έμπαιναν ζεστά στο παιχνίδι. Τους ζητούσα να βγάλουν τα ρούχα τους και να μου λένε ερωτόλογα. Οι περισσότερο βογκούσαν και σταματούσαν να μου μιλούν, ένας-δυο επέμεναν να τους δώσω τη διεύθυνση της υπόγειας κλινικής για να μου φέρουν λαδάκια και αγιασμούς να γίνω καλά, ένας ήθελε να αρραβωνιαστούμε. Μας είχε χτυπήσει ο Αύγουστος στην πόλη κατακέφαλα, κανείς δεν ήταν στα καλά του – ούτε εγώ, ούτε η μάνα μου, ούτε οι γεωπόνοι που αναστέναζαν με τα σώβρακα στο ακουστικό. Όλο το θλιβερό σεξ σόου κράτησε μέχρι της Παναγίας. Τότε βγήκε απ' το νοσοκομείο η μάνα μου, σταμάτησαν τα μεταμεσονύχτια τσιτσιδώματα, έκλαιγα πλέον ανοιχτά και μπροστά της για όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι.
Η Γλυκερία Μπασδέκη είναι ποιήτρια και συγγραφέας. Η καινούργια της ποιητική συλλογή «Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bibliotheque.
Σφαίρες το καλοκαίρι
Ευτυχία Γιαννάκη
Το αμάξι έβραζε κάτω από τον ήλιο και το αμάξι ήταν κλειδωμένο με τα παράθυρα κλειστά. Δεν θα έκανε πάνω από δύο λεπτά, αλλιώς θα είχε αφήσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό. Ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη μου και τα μαλλιά μου είχαν κολλήσει στο μέτωπό μου.
Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και τον περίμενα να επιστρέψει από τον φούρνο παίζοντας ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι μ' έναν καουμπόι που πυροβολούσε μπουκάλια και ποτήρια σ' ένα μπαρ. Δεν έπρεπε να σκοτώσω τον μπάρμαν και τους πελάτες. Δύο πελάτες είχαν σκοτωθεί ήδη, βγάζοντας έναν πνιχτό ήχο. Τα καπέλα των πεθαμένων στόλιζαν την μπάρα. Ο μπάρμαν την είχε γλιτώσει και είχα μόνο μια ζωή ακόμη.
Με αυτήν τη μία ζωή προσπαθούσα να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα κι έτσι δεν τον είδα που χειρονομούσε ελάχιστα μέτρα μακριά από το παρμπρίζ. Ούτε τον άκουσα που φώναζε. Ούτε τον παρακολούθησα να τρέχει πίσω από τον μικροκαμωμένο τύπο που του είχε αρπάξει το πορτοφόλι και τα κλειδιά κι ένα μικρό μαύρο τσαντάκι που είχε κρεμάσει στον ώμο του όταν βγήκε από το αμάξι.
Χρειάστηκε μια αστοχία, μια σφαίρα στο κούτελο του μπάρμαν, για να σηκώσω τα μάτια και να τον αναζητήσω. Είδα τότε το αναστατωμένο πρόσωπό του κολλημένο στο τζάμι να στάζει από τον ιδρώτα, ενώ η μελωδία του game over γέμιζε την καμπίνα. Ήταν κόκκινος και προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα. Η πόρτα δεν άνοιγε και δεν υπήρχε τρόπος να κατέβουν τα ηλεκτρικά παράθυρα. Μόλις είχα χάσει την τελευταία ζωή μου και είχα εγκλωβιστεί στο αμάξι-φούρνο. Αναρωτήθηκα αν μπορούσε να γίνει χειρότερο. Μπορούσε. Εμφανίστηκε ο φούρναρης με μάτια γουρλωμένα, σαν τρομαγμένου ζώου, κι άρχισε να μου δίνει οδηγίες πώς να κάνω υπομονή και να παίρνω βαθιές ανάσες μέχρι να επιστρέψει ο πατέρας μου με κάποιον κλειδαρά. Αν μπορούσα, θα τον πυροβολούσα ευχαρίστως.
Όταν επέστρεψε, είχα χάσει άλλες δέκα ζωές, είχα σκοτώσει τριάντα πελάτες, ζαλιζόμουν και έμοιαζα με αιμοσταγή δολοφόνο που σε λίγο θα έχανε τις αισθήσεις της.
Το πρώτο που μου είπε όταν βγήκα από το αυτοκίνητο ήταν ότι τα χρήματα για τις διακοπές είχαν κάνει φτερά και ότι θα περνούσαμε το καλοκαίρι στην πόλη.
Καλοκαίρι στην πόλη; Τι πείραζε; Αρκεί να είχα μπαταρίες. Όσο είχα μπαταρίες, είχα ζωές. Και όσο είχα ζωές, είχα σφαίρες. Και όσο είχα σφαίρες, μπορούσα να πυροβολώ ασταμάτητα. Και όσο πυροβολούσα, δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο.
Εκείνο το καλοκαίρι πέρασε σφαίρα, ξοδεύοντας χιλιάδες ζωές. Από τα επόμενα είχα παρατήσει πια τα ηλεκτρονικά και μου έμενε μόνο μια ζωή, που κυλούσε βαρετά κοντά στη θάλασσα. Για να περνάει κάπως η ώρα σκεφτόμουν πάντοτε ιστορίες με φόνους.
Η Ευτυχία Γιαννάκη είναι συγγραφέας. Το καινούργιο της μυθιστόρημα «Αλκυονίδες Μέρες» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
Ένα καλοκαίρι στην Αθήνα
Ούρσουλα Φωσκόλου
Τα καλοκαίρια στην Αθήνα μοιάζουν μ' εκείνα τα χρυσόψαρα που κρέμονταν απ' τις χειρολαβές του λεωφορείου στα Φτηνά Τσιγάρα: ελεύθερα να τριγυρνούν στη διάφανη σακούλα τους, μα με μια νοσταλγία σπαρακτική για θάλασσα. Τα καλοκαίρια στην Αθήνα συμβαίνουν κυρίως τα βράδια ή το ξημέρωμα. Με θέλουν ερωτευμένη, στενοχωρημένη ελαφρά ή έστω μελαγχολική. Να βγαίνω για μια βόλτα τα μεσάνυχτα απ' το Παγκράτι με το πρόσχημα μιας μπίρας, να φτάνω περπατώντας ως το Μετς κι έπειτα, ανηφορίζοντας την Ηρώδου Αττικού, να επιστρέφω από τη Βασιλίσσης Σοφίας μ' ένα παγωτό στο χέρι. Θέλουν το δέρμα μου υγρό απ' τον ιδρώτα, κολλώδες απ' την έξαψη κι έπειτα, προς το βράδυ, δροσερό, ν' αποζητάει –αν είμαι τυχερή– ένα ελαφρύ πουλόβερ. Στην παλαιότερη φωτογραφία μου απ' την καλοκαιρινή Αθήνα, ιδρώνω επάνω σ' ένα ροζ εξωτικό λουλούδι στον '80s καναπέ του πατρικού σπιτιού. Αναμαλλιασμένη, ξέπνοη, κοιτώ την κάμερα με απόγνωση, βιώνοντας τον καύσωνα του 1987. Στην αγκαλιά της γιαγιάς Ούρσουλας έκανα τον πρώτο μου βραδινό καλοκαιρινό περίπατο, που μύριζε γιασεμί και νυχτολούλουδο, φρεσκοπλυμένα ρούχα και κατόλ. Σ' ένα μικρό στενό στο πλάι του Κάραβελ: εκεί όπου ο άνεμος, γλείφοντας τα τοιχώματα του ξενοδοχείου, συναντά τη διπλανή πολυκατοικία, κι αν τύχει να περνάς, έρχεται επάνω σου με ορμή, δροσιστικός και φρέσκος, σαν βουνίσιος. Με οδηγό αυτή την πρώτη ανάμνηση του αβάσταχτου αθηναϊκού θέρους, γυρνώ, μόλις ζεσταίνει ο καιρός, τους δρόμους. Σπανίως με παρέα, πολύ συχνά με μουσική, πολλές φορές μ' ένα διήγημα πλεγμένο σαν περικοκλάδα ανάμεσα στα σπλάχνα μου, να ψάχνει τρόπους για ν' ανθίσει. Και τώρα που το σκέφτομαι, πάντοτε μ' ένα βάδισμα αλλόκοτο, πότε ταχύ και πότε βασανιστικά αργό, σαν νοσταλγία. Η Αθήνα το καλοκαίρι γίνεται γυάλα που βράζει, κι όλοι εμείς χρυσόψαρα, που κολυμπάμε λησμονώντας διαρκώς αυτό που, σαν πτερύγιο, μας ωθεί: τη θάλασσα ή την επιθυμία για έναν ύπνο ιδρωμένο –μα κυρίως ξέγνοιαστο– στην πρώτη εκείνη αγκαλιά.
Η Ούρσουλα Φωσκόλου είναι συγγραφέας. Το πρώτο της βιβλίο «Το Κήτος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
Δεκατέσσερις Αυγούστου
Παναγιώτης Κεχαγιάς
Δεν ξέρω αν όλοι έχουμε μια παρόμοια εμπειρία να διηγηθούμε, η οποία εκ των υστέρων να μοιάζει τόσο απίθανη, που δεν μπορούμε με σιγουριά να πούμε αν συνέβη στ' αλήθεια ή αν ήταν όνειρο, φαντασίωση ή απόσπασμα από ένα βιβλίο που διαβάζαμε εκείνη την εποχή – δηλαδή το 1996 ή το 1997. Είχα γυρίσει από ένα νησί και έφευγα για κάποιο άλλο, και ήταν πρωί Κυριακής, τριήμερο Δεκαπενταύγουστου, όταν πήρα το τρένο και κατέβηκα στον σταθμό της Ομόνοιας. Αφηρημένος, δεν κατάλαβα ότι ήμουν ο μοναδικός επιβάτης που κατέβηκε και ότι από τις αποβάθρες ανέβηκα τις σκάλες μόνος, και ότι τα γκισέ των εισιτηρίων ήταν όλα κλειστά, και ότι περπατούσα ολομόναχος. Όταν βγήκα στην εκτυφλωτική πλατεία, και άρχισα να περπατάω προς τη Θεμιστοκλέους, μια αίσθηση λεπτή και γρήγορη σαν φίδι, και το ίδιο δροσερή, γλίστρησε μέσα στο μυαλό μου: βρισκόμουν στο κέντρο της Αθήνας και γύρω μου δεν υπήρχε κανείς. Σε παρόμοιες περιπτώσεις συνήθως αρχίζουμε να πατάμε στις μύτες, η πόλη γίνεται το δωμάτιο κάποιου ξένου, κάποιου που κοιμάται ή κάποιου που δεν ξέρουμε αν έχει μόλις πεθάνει.
Μια πόλη, και ειδικά η Αθήνα, έχει πολλά παράθυρα, πολλές εισόδους, αμέτρητες εσοχές. Η Πανεπιστημίου ήταν εντελώς άδεια. Στάθηκα στη μέση της λεωφόρου. Τα πεζοδρόμια ήταν έρημα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, μέχρι την Εθνική Βιβλιοθήκη, την Πρυτανεία, την Ακαδημία. Έψαξα με το βλέμμα κάθε παράθυρο, κάθε είσοδο, κάθε εσοχή, αλλά δεν είδα κανέναν. Διστακτικά, ήσυχα, ξάπλωσα ανάσκελα στη μέση της Πανεπιστημίου, με το βλέμμα να σκαρφαλώνει στο ξεπλυμένο γαλάζιο που έρεε σαν ποτάμι ανάμεσα στις δύο γωνιώδεις όχθες που σχημάτιζαν οι ανισόπεδες οροφές των κτιρίων. Αν ποτέ σας παρουσιαστεί μια παρόμοια ευκαιρία –κάτι που είναι βέβαιο–, μη διστάσετε, γιατί τα κτίρια θα γείρουν από πάνω σας σαν στοργικές γκουβερνάντες, η Πανεπιστημίου θα γίνει ένα ατελείωτο φαρδύ κρεβάτι –όμως ποτέ η Σταδίου, ποτέ η Ακαδημίας–, η Ομόνοια και το Σύνταγμα θα ξεμακρύνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις και θα χαθούν.
Είμαι της άποψης ότι όλες οι πόλεις αποκαλύπτουν την αληθινή τους φύση όταν τις περπατάς μόνος.
Μπορεί όμως αυτή η ανάμνηση να είναι, όπως υποψιάζομαι, μια περασμένη ή μελλοντική ανάμνηση όλων των κατοίκων των Αθηνών. Ίσως όλοι να έχουμε περπατήσει κάποια στιγμή έκθαμβοι στους ηλιόλουστους διαδρόμους του λαβυρινθώδους Λεκανοπεδίου και να έχουμε ξαπλώσει στη μέση της Πανεπιστημίου. Αν η δική σας σειρά δεν έχει έρθει ακόμη, μην ανησυχείτε. Θα έρθει η ώρα που θα ξαπλώσετε στη λεωφόρο, και μετά, αφού σηκωθείτε, αν έχετε την οποιαδήποτε αμφιβολία, μπείτε στη Θεμιστοκλέους, περνώντας μπροστά από κλειστά παπουτσάδικα, σουβλατζίδικα, καφέ, και το γεωμετρικό παραλήρημα του άδειου κέντρου θα ξεθωριάσει πίσω σας.
Πιο πάνω, στα Εξάρχεια, σας υπόσχομαι ότι η πλατεία θα είναι, όπως πάντα, γεμάτη.
Ο Παναγιώτης Κεχαγιάς είναι συγγραφέας. Το βιβλίο του «Τελευταία Προειδοποίηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Με ανοιγμένα τα σκέλη στη θάλασσα
Βαγγέλης Μπέκας
Μεγάλωσες στην Πρέβεζα. Από μικρός τα καλοκαίρια όλη μέρα στη θάλασσα παρέα με τα δελφίνια του Αμβρακικού. Θυμάσαι τον ψαροντουφεκά που σε πέρασε για συναγρίδα; Φτηνά τη γλίτωσες.
Όμως πέρασε ο καιρός και είσαι πρώτη χρονιά στην Αθήνα, καλοκαίρι χωρίς άδεια, καλοκαίρι του 2004. Και παίρνει φόρα ο Καραγκούνης με την γκλίτσα και γκοοολ! Ξανά και πάλι. Ο Θεός τρελάθηκε. Κι ύστερα ο Ζαγοράκης σηκώνει το κύπελλο και η Πατησίων μπλοκαρισμένη απ' τα αυτοκίνητα, κόρνες, ζητωκραυγές, πανζουρλισμός, κι ορμάνε οι τύποι ανάμεσα στους προφυλακτήρες, ακουμπούν τη γαλανόλευκη στην άσφαλτο και προσκυνάνε. Ακόμα δεν ξέρεις ότι οι χρυσαυγίτες μαχαιρώνουν για ψύλλου πήδημα.
Περνούν οι μέρες καυτές και συ διαβάζεις ένα βιβλίο του Ιζζό. Πόσο θα 'θελες να είσαι στη Μασσαλία. Μα η Μασσαλία είναι εκτός κάδρου. Έρχονται μυριάδες απ' όλο τον κόσμο να δουν τους Ολυμπιακούς, που θα διαφημίσουν την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου, λένε στην TV. «Προπαγάνδα ψευδαισθήσεων», ουρλιάζει ο φίλος σου ο ανάρχας, «ξύπνα, είναι παιχνιδάκι των πολυεθνικών». Όμως βλέπεις την τελετή έναρξης του Παπαϊωάννου και μαγεύεσαι. Ένα ζευγάρι χορευτών ερωτοτροπεί στα νερά. Στη μέση του Ολυμπιακού Σταδίου.
Και την επομένη σκαρφαλώνεις στον λόφο του Φιλοπάππου να δεις στο βάθος τα πλοία που φεύγουν για το Αιγαίο, να ατενίσεις την Αίγινα. Εκεί που έγραψε ο Καζαντζάκης τον Ζορμπά. Μα εσύ ανοίγεις το βιβλίο του Τάιμπο 2 και διαβάζεις: «Βάλε το διπλό δυάρι, αξιότιμε ποιητή μου. Ένας άντρας με το δικό σου πνευματικό μεγαλείο δεν πάει να 'ναι χέστης». Δεν είσαι ποιητής. Δεν έχεις ξεχωριστό πνευματικό μεγαλείο, αλλά ούτε χέστης είσαι. Είσαι νέος. Αποφασισμένος να γράφεις μυθιστορήματα. Πρώτα ζούμε, μετά γράφουμε, το 'χεις ορκιστεί.
Και τώρα, δεκατρία χρόνια μετά, η Αθήνα σφύζει πάλι απ' όλες τις λαλιές του κόσμου, θυμίζοντας «περασμένα μεγαλεία». Μπορεί να ξεμείναμε από ρευστό, αλλά εκείνη η τελετή έναρξης (το μόνο που αξίζει να θυμάμαι από τους Ολυμπιακούς) θαρρείς με το μαγικό της ραβδάκι μάγεψε την πόλη της Κρίσης και γέννησε θέατρα σε κάθε σοκάκι και Λάνθιμους και μπάντες παντού. Και οι Βερολινέζοι βολτάρουν Μεταξουργείο. Κι εκείνο που δεν κατάφερε η ολυμπιακή φλόγα να φέρει, παρά τα πεταμένα δισ., το έφερε η ανθρωπιά στους πρόσφυγες. Τελικά, οι Έλληνες δεν είναι και τόσο τομάρια, ψιθυρίζουν πια στην Ευρώπη. Το διαισθάνομαι, είναι αλήθεια. Αυτό το καλοκαίρι η Αθήνα μεταμορφώνεται σε μια νουάρ μητρόπολη του κόσμου. Με ανοιγμένα τα σκέλη στη θάλασσα.
Ο Βαγγέλης Μπέκας είναι συγγραφέας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Μαύρο Φυλαχτό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Στους 43 βαθμούς
Κυριάκος Γιαλένιος
Τα καλοκαίρια στη Θεσσαλονίκη είναι ζόρικα. Κατά γενική ομολογία, αλλά και πιο ειδικά για τύπους σαν εμένα, που νιώθουν πολύ πιο άνετα με τη θερμοκρασία σε μονοψήφια νούμερα και μολυβένιους ουρανούς. Έχει κάτι το βαρύ και αναποφάσιστο το θέρος σ' αυτή την πόλη. Κυριαρχεί εκείνη η αποπνικτική αίσθηση, από τις πρώτες πρωινές ώρες κιόλας, ότι κυκλοφορείς στον δρόμο με μια ζεστή βρεγμένη πετσέτα κολλημένη πάνω σου. Η πηχτή υγρασία του Θερμαϊκού, καθώς εισχωρεί ύπουλα και μεθοδικά στο κυρίως σώμα της πόλης, σε συνδυασμό με τους θερμούς καταβάτες ανέμους που μπουκάρουν από τις ξερές πεδιάδες του Αξιού, δημιουργούν ένα αβάσταχτο κράμα δύσπνοιας και κατατονίας.
Το μακρινό 2007 με βρήκε να ζω σ' ένα υπέροχο ανακαινισμένο σπίτι του 1933 στο κέντρο. Στο οποίο όμως δεν υπήρχε κλιματιστικό. Ούτε επαρκής φυσικός αερισμός. Κι επίσης, λόγω μιας σειράς επαγγελματικών και προσωπικών υποχρεώσεων, δεν μπορούσα να αποδράσω ούτε ένα Σ/Κ μακριά από το πυρπολημένο άστυ. Απ' ό,τι φάνηκε εκ των υστέρων, όλα συνωμότησαν στο να μη χάσω το ραντεβού με την ιστορία. Εκεί, γύρω στις 20 Ιουλίου, η θερμοκρασία ξεκίνησε ν' ανεβαίνει επικίνδυνα. Αναμενόμενο, σκέφτηκα, η εποχή του είναι. Τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν όταν πιάσαμε το σαραντάρι. Από κει κι έπειτα και για πέντε μέρες περίπου, έζησα παγιδευμένος σε μια κατάσταση αποχαύνωσης, ασταμάτητης εφίδρωσης και συμπιεσμένης οργής για το στραβό το ριζικό μου. Το αποκορύφωμα ήρθε στις 24-25 του μήνα, όταν τα τσιμέντα της Αριστοτέλους έβραζαν στους 43 βαθμούς κι εγώ προσπαθούσα να ξεγελάσω τη μιζέρια μου με τη συντροφιά ενός ανεμιστήρα. Ένιωθα σαν να ζούσα σε μια φούσκα ατμού από την οποία δεν έβγαινα καμιά στιγμή της ημέρας.
Ήταν μια εβδομάδα κόλασης. Οι στατιστικές και οι μελέτες έγραψαν πως ήταν ο θερμότερος μήνας της τελευταίας εικοσαετίας. Οι συνεχιζόμενες νύχτες αϋπνίας μού χάρισαν μια μεγαλοπρεπέστατη σωματική εξάντληση. Αλλά καθώς ο καιρός περνούσε και οι αναμνήσεις καταστάλαζαν μέσα μου, συνειδητοποίησα ότι υπήρξε και κάτι ακόμα, κάτι πίσω απ' όλο εκείνο το βασανιστικό και ατελεύτητο για τις αισθήσεις μου πενθήμερο. Ήταν οι εικόνες μιας πόλης που πάλευε να προσαρμοστεί σε συνθήκες πρωτόγνωρες: αγόρια και κορίτσια, φορώντας τα απολύτως απαραίτητα, ξενυχτούσαν στα πίσω μπαλκόνια των πολυκατοικιών πίνοντας και γελώντας μέχρι η ατμόσφαιρα να αραιώσει κάπως, ηλικιωμένοι έμεναν μέσα σε τράπεζες για ώρες ώστε να δροσίζονται, τα λεωφορεία άφηναν τις πόρτες λίγο παραπάνω ανοιχτές απ' όσο συνήθως, ενώ τα μεσημέρια στην έρημη Τσιμισκή, αν κοιτούσες λίγο πιο προσεκτικά, μπορούσες να διακρίνεις τους θυσάνους και τη σκόνη να στροβιλίζονται ανάμεσα στους λιγοστούς διαβάτες.
Ο Κυριάκος Γιαλένιος είναι συγγραφέας. Το καινούργιο του μυθιστόρημα «Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια