Καθέναν από 'μας τον έχουν σημαδέψει μερικές ταινίες. Κάποια φιλμ μέσα στα χρόνια, που μπορούν και ξεκλειδώνουν άφατα αισθήματα, που, ποιος ξέρει πώς, κρύφτηκαν βαθιά μέσα μας και ξεμυτίζουν όποτε δίνεται ευκαιρία. Έτσι κάπως ένοιωσα πρόσφατα, ξανά, μια ανάταση ψυχής και στο τέλος ένα καθαρτήριο άδειασμα, βλέποντας για τέταρτη φορά αυτή την εκπληκτική ταινία του Τζον Μπούρμαν (ζει, στα ογδόντα τέσσερά του – να 'ναι καλά ο άνθρωπος), που 45 χρόνια μετά δεν έχει χάσει ούτε ίχνος από τη λυτρωτική δύναμή της.
Το Όταν Ξέσπασε η Βία –ωραία αν και κάπως πεζή, μα πραγματική, ελληνική απόδοση του πρωτότυπου Deliverance (δηλ. Απελευθέρωση, Απολύτρωση)– το είδα για πρώτη φορά, στα μέσα του '80 στην τηλεόραση, λίγο πιο μετά σε βίντεο, στις αρχές του 2002 στο σινεμά, στο Τριανόν και πριν λίγο καιρό, ξανά, σ' ένα Blu-ray της Warner Home Video. Κάθε φορά και κάτι διαφορετικό, αλλά πάντα το ίδιο συναρπαστικό!
Το Deliverance βγήκε στην Αμερική (ήταν μια παραγωγή της Warner Bros) τον Ιούλιο του '72, ενώ τη σεζόν 1972-73 προβλήθηκε και στην Ελλάδα, με μεγάλη εμπορική επιτυχία. Ήταν εξάλλου μια ταινία που έδωσε στίγμα σ' εκείνη την εποχή (μαζί με άλλες φυσικά), καθώς είχε προταθεί για τρία Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Μοντάζ), ασχέτως αν τελικά δεν της δόθηκε κανένα – κάτι, μάλλον, αναμενόμενο...
Η ταινία προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην εποχή της, όχι μόνο για την αγριότητά της, τη συγκλονιστική «θριλερική» δομή της, τα απίστευτα γυρίσματά της, αλλά κυρίως για την ιδεολογική συγκρότησή της.
Ο Μπούρμαν ήταν ένας κλασικός βρετανός σκηνοθέτης, που είχε γυρίσει το 1965 μια ταινία μέσα στο πνεύμα της Μπητλμάνιας, το Catch Us If You Can με πρωταγωνιστές όχι τους Beatles (αυτούς τους είχε παραλάβει ο Ρίτσαρντ Λέστερ), αλλά τους Dave Clark Five. Το φιλμ αν και δεν ήταν κακό, πιθανώς μάλιστα να ήταν καλύτερο και από το Help!, δεν στάθηκε ικανό να κρατήσει τον Μπούρμαν στην πατρίδα του. Και καλύτερα δηλαδή, γιατί το βρετανικό σινεμά στο δεύτερο μισό του '60, μετά την επανάσταση του free cinema, είχε αρχίσει να παραπαίει και κινηματογραφιστές με αληθινό ταλέντο δεν είχαν άλλη επιλογή από το να την κάνουν για το Χόλιγουντ. Ο Μπούρμαν δεν ήταν ο μόνος.
Οι δύο επόμενες ταινίες του Ο Επαναστάτης του Αλκατράζ (με τον Λη Μάρβιν) και το Δυο Λιοντάρια στον Ειρηνικό (φοβερή ταινία, πάλι με τον Μάρβιν και τον Τοσίρο Μιφούνε) του έδωσαν πολλά καλλιτεχνικά bonus, παρότι εισπρακτικά η δεύτερη πάτωσε. Πίσω στην Αγγλία, γυρίζει τον Λέοντα τον Έσχατο (1970) με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και ξανά στο Χόλιγουντ, το 1972 για το απίστευτο Όταν Ξέσπασε η Βία, που θα γνωρίσει παγκόσμια και τεράστια επιτυχία. Και καλλιτεχνική και εμπορική, αφού κόστισε 2 εκατομμύρια δολάρια κι έφερε πίσω 46(!), όπως διαβάζουμε στη wiki.
Η ταινία
Το σενάριο ήταν δανεισμένο/εμπνευσμένο από τη νουβέλα του James Dickey "Deliverance" (1970), ενός αμερικανού ποιητή (κυρίως) και διηγηματογράφου από τον Νότο των ΗΠΑ –δεν έγινε καθόλου γνωστός στην πατρίδα μας (εννοώ πως δεν έχω δει κάτι δικό του μεταφρασμένο)– ενώ για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ο Μπούρμαν διάλεξε τέσσερις ηθοποιούς με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ο καθένας τους. Τον Γιόν Βόιτ (Εντ), τον Μπαρτ Ρέινολντς (Λιούις), τον Νεντ Μπίτι (Μπόμπι) και τον Ρόνι Κοξ (Ντριού).
Ο Βόιτ είχε ήδη κάποιο όνομα (βασικά μέσα από τον Καουμπόι του Μεσονυχτίου), τον Ρέινολντς τον ήξεραν οι Αμερικάνοι από την τηλεόραση και όλοι οι υπόλοιποι από κάτι «δεύτερα» γούεστερν, περιπέτειες και τέτοια, ο Νεντ Μπίτι ήταν πρωτοεμφανιζόμενος, ενώ και ο Ρόνι Κοξ (που ήταν και μουσικός της country, με επίσημη καριέρα που ξεκίνησε αργότερα) πρώτη φορά, και αυτός, θα εμφανιζόταν στο πανί. Βασικά, μιλάμε για μιαν «άφθαρτη» πρωταγωνιστική τετράδα, που αποδείχθηκε σοφή επιλογή – γιατί οι ερμηνείες και των τεσσάρων υπήρξαν εντυπωσιακές σε μια όντως δύσκολη (με δύσκολα γυρίσματα) και πολύ απαιτητική ταινία.
Το βιβλίο του Dickey, που κακώς παραμένει αμετάφραστο στη χώρα μας τόσες δεκαετίες (θα μπορούσε να είχε βγει στα σέβεντις έστω σε «τσέπης»), δεν το έχω διαβάσει, αλλά τώρα, έστω και αργά, θα το αναζητήσω – αν και, όπως πληροφορήθηκα από το δίκτυο, ο Μπούρμαν έχει βαστήξει όλα τα σκληρά στοιχεία του, ακόμη και τα σκληρότερα εξ αυτών, όπως ο σοδομισμός τού ενός της τετράδας από τους αυτόχθονες, οπότε ίσως να μη χάνουμε και πολλά. Και μάλλον δεν χάνουμε, αν κρίνω από το γεγονός πως το βιβλίο δεν ξεπέρασε ποτέ τη φήμη της ταινίας.
Τέσσερις καλοπιασμένοι λευκοί μεσοαστοί ξεκινούν για κανό στα ψηλά ενός ποταμιού, στο Νότο, σε μια περιοχή, που σε λίγο θα εξαφανισθεί από το χάρτη, όταν όλα θα σκεπαστούν από τα νερά ενός φράγματος. Η φύση είναι αμόλυντη, εκπληκτικής ομορφιάς και οι ελάχιστοι άνθρωποι που ζουν εκεί, ζουν ως αναπόσπαστο κομμάτι του φυσικού τοπίου, χαμένοι μέσα στο παρθένο περιβάλλον και στιγματισμένοι από τη γενετική ιδιαιτερότητά τους. Είναι ο παλιός κόσμος, που αντιδρά στο βιασμό της φυσικής ζωής του, πληρώνοντας με το ίδιο νόμισμα, βιάζοντας δηλαδή στην κυριολεξία εκείνους που θέλουν να τον διασαλεύσουν. Καθώς οι σωματικές και οι ψυχικές αντοχές της παρέας έχουν ήδη δοκιμαστεί αγρίως, κατά τη διάρκεια της κατάβασης του ποταμιού, είναι ο σοδομισμός του Νεντ Μπίτι από έναν άνθρωπο των βουνών εκείνος που ορίζει το τέλος της ιστορίας. Όσοι θα κατορθώσουν τελικά να επιβιώσουν, αν δεν στοιχειώσουν τη ζωή τους σίγουρα έχουν στοιχειώσει τα όνειρά τους.
Η ταινία προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην εποχή της, όχι μόνο για την αγριότητά της, τη συγκλονιστική «θριλερική» δομή της, τα απίστευτα γυρίσματά της, αλλά κυρίως για την ιδεολογική συγκρότησή της. Για το τι ακριβώς κρυβόταν πίσω απ' αυτή την άριστα στημένη ιστορία, που κουβαλούσε αρχέγονα και προαιώνια μηνύματα γύρω από τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό στοιχείο και την εφιαλτική διασύνδεση τού σύγχρονου πολιτισμού, με την οικολογική καταστροφή και την ύβρι.
Στο βιβλίο του Κινηματογράφος και Πολιτική [Εξάντας, 1976] ο γερμανός θεωρητικός Christian Zimmer εντάσσει την ταινία μέσα στο hippy δόγμα της εποχής περί «επιστροφής στη φύση» (για να το πούμε κάπως απλοϊκά), εμφανίζοντας τους hippies σαν τους Ινδιάνους του σήμερα (του τότε δηλαδή), που έχουν κορδέλες στα μαλλιά και χαϊμαλιά στο λαιμό, γυρίζοντας πλάτη στη Δύση, και ψάχνοντας την αρχαϊκή και αρχέτυπη Αμερική. Εντάσσει, δε, την ταινία στο είδος του συνειδησιακού γουέστερν (η αντι-γουέστερν). Όπως χαρακτηριστικά γράφει:
«Όλα πράγματι, σ' αυτή τη δραματική περιπέτεια μερικών σημερινών Αμερικανών, που θέλουν να αφιερώσουν το Σαββατοκύριακό τους κοντά στη φύση κατασκηνώνοντας, ταξιδεύοντας με κανό, μας οδηγούν μ' έναν απόλυτα καθαρό τρόπο στη μυθολογία του γουέστερν και σε μια ιστορία που 'χει γίνει μυθική. Αυτή η επιστροφή στο παρελθόν, στην αγνότητα των ηρώων της εποποιίας (που συμβολίζεται φυσικά με το μπάντζο), στην καλή συνείδηση των κυνηγών και των πιονιέρων, στην υγιή και αντρίκια συνείδηση του "μεγάλου παιχνιδιού" της κατάκτησης, και του αγώνα ενάντια στον Ινδιάνο. Αλλά όλα έχουν αλλάξει, όλα έχουν εκφυλιστεί, όλα έχουν γίνει αδύνατα. Δεν σκοτώνεται πια ο Ινδιάνος, αλλά ο Λευκός, δεν κινδυνεύουν πια να τους γδάρουν το κρανίο, αλλά μόνο να τους πηδήξουν φτωχά, καθυστερημένα και αλκοολικά όντα. Δεν ξέρει κανείς πια αν έχει απέναντί του έναν πραγματικό εχθρό ή έναν αθώο. Η αβεβαιότητα και η ανησυχία αντικαθιστούν την ειλικρίνεια και τον ενθουσιασμό της μάχης, καταφέρονται ενάντια στον αμερικανό πολίτη, γιατί η Αμερική έχει γίνει μια μοντέρνα χώρα, διαιρεμένη και αστικοποιημένη. Και αν ακόμα οι Λευκοί μπορούν να παίξουν με τα τόξα και τα βέλη δεν ξέρουν να τα μεταχειριστούν πια καλά και αυτοτραυματίζονται. Ακόμα και αυτή η φύση έχει ολοκληρωτικά μεταμορφωθεί: οι μηχανές τής έδωσαν ένα καινούριο πρόσωπο, αγνώριστο. Η σημερινή Αμερική δεν είναι πια παρά η καρικατούρα του Μύθου της».
Αυτό το έξοχο φιλμ, που σαν περιπέτεια παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα και που σαν δοκίμιο οικολογικού και ακόμη πιο πέρα κοινωνικού προβληματισμού μένει καρφωμένο στη σκέψη σου για μέρες, έτυχε να επενδυθεί με μια εξαιρετική bluegrass μουσική. Όχι απλώς country, αλλά... country on overdrive, όπως λένε και οι Αμερικάνοι.
Η μουσική
Μία από τις σκηνές, που μένουν χαραγμένες στην ψυχή όσων παρακολουθήσουν την ταινία, εξελίσσεται στην αρχή, όταν οι τέσσερις φίλοι ετοιμάζονται να ξεκινήσουν την κατάβασή τους στα νερά, θέλοντας όμως να βρουν πιο πριν κάποιον ντόπιο, που θα μεταφέρει το αυτοκίνητό τους εκεί όπου υπολογίζουν να βγουν – σ' ένα χωριό χαμηλότερα στον ποταμό. Σ' εκείνο ακριβώς το σημείο φιλμάρεται ένα φοβερό... jam session.
Ένα παιδί των ορεσίβιων, χτυπημένο από κάποια γενετική ασθένεια, παίζει λίγο μπάντζο. Ο Ρόνι Κοξ, ο ένας από τους τέσσερις φίλους φέρνει την κιθάρα του από το αυτοκίνητο και αρχίζει να παίζει μερικές μικρές φράσεις, τις οποίες το παιδί «αντιγράφει» απαντώντας με το μπάντζο. Ο Κοξ (ο Ντριού δηλαδή), ο πιο σκεπτόμενος της παρέας, ένας άνθρωπος με κάποιες ζωντανές ηθικές αρχές –δεν είναι τυχαίο, πως αυτός, ένας μουσικός, μπορεί και επικοινωνεί με το παιδί, ούτε φυσικά ότι χάνεται, εν τέλει, στα νερά του ποταμιού– αρχίζει σταδιακά να ολοκληρώνει το κομμάτι με την κιθάρα του, μπαίνοντας την ίδια ώρα το παιδί και «ξεσκίζοντας» το μπάντζο του. Πραγματική μονομαχία! Η σκηνή έχει απίστευτη δύναμη και είναι απορίας άξιο πώς γίνεται να την παρακολουθείς βαθιά χωμένος στην πολυθρόνα σου.
Φυσικά, πίσω από την ταινία κρύβεται η πραγματική μουσική ιστορία. Μπάντζο και κιθάρα δεν παίζουν βεβαίως οι πρωταγωνιστές, αλλά οι Eric Weissberg και Steve Mandell, δύο μουσικοί με μεγάλη ιστορία στο χώρο του progressive bluegrass και με συνεργασίες με Bob Dylan, Art Garfunkel, Judy Collins, John Denver κ.ά. Το κομμάτι, μάλιστα, που τιτλοφορήθηκε "Dueling banjos" είχε τεράστια επιτυχία, αφού ανέβηκε μέχρι το νούμερο 2 του Billboard Hot 100, το 1973, πιάνοντας κορυφή στο Billboard Easy Listening.
Και όμως πίσω απ' αυτό το φοβερό ορχηστρικό κρύβεται κι άλλη μία ιστορία.
Το "Dueling banjos" (τίτλος καταχρηστικός, αφού δεν μονομάχησαν δύο μπάντζα, αλλά ένα μπάντζο και μια κιθάρα) ήταν βαθύτατα επηρεασμένο από ένα παλαιότερο κομμάτι, που είχε τίτλο "Feudin' banjos" και ήταν σύνθεση ενός μεγάλου κιθαρίστα, βιολιστή και μπαντζοΐστα της country, του Arthur Smith. Ο Smith ηχογράφησε το "Feudin' banjos" το 1955, παίζοντας ο ίδιος τετράχορδο μπάντζο και ο συνοδοιπόρος του Don Reno πεντάχορδο. Κι εδώ είχαμε μιαν αληθινή μονομαχία μπάντζων.
Να πούμε λοιπόν πως ο Smith έδωσε αγώνες στο δικαστήριο, όταν κυκλοφόρησε το Deliverance (ταινία και σάουντρακ), προκειμένου να του αναγνωρισθούν κάποια δικαιώματα για το "Dueling banjos". Έτσι κι έγινε. Ενώ στις πρώτες εκδόσεις του άλμπουμ, που βγήκε στην Αμερική από την Warner Bros το 1973, το κομμάτι παρουσιαζόταν ως traditional διασκευασμένο από τον Eric Weissberg, αργότερα, σε επόμενες εκδόσεις γράφτηκε στα credits: "based on 'Feudin' banjos' written by Arthur Smith".
Και κάτι ακόμη. Όλα τα υπόλοιπα tracks του original soundtrack δεν γράφτηκαν για την ταινία του Τζον Μπούρμαν, καθώς αποτελούσαν επί της ουσίας την επανέκδοση ενός άλμπουμ, που είχαν τυπώσει οι Eric Weissberg / Marshall Brickman & Company στην Elektra, υπό τον τίτλο "New Dimensions In Banjo and Bluegrass", πίσω στο 1963. Τότε που ξέσπασε η αληθινή βία...
σχόλια