Ακούγοντας το νέο εξαιρετικό άλμπουμ του Caretaker Everywhere at the End of Time είναι αδύνατο να μην κάνεις για άλλη μια φορά τη σύνδεση με τον ήχο των μεγάλων ορχηστρών των ’30s -ο χορευτικός ήχος της εποχής που σήμερα δημιουργεί ανατριχίλες νοσταλγίας σε μια γενιά που τον γνώρισε κυρίως μέσα από ταινίες (όλες σχεδόν του Terence Davies, η Λάμψη του Κιούμπρικ και η σειρά The Singing Detective είναι κάποιες από αυτές). Από τη Λάμψη και τον Caretaker ανακάλυψα τον Al Bowlly, έναν από τους πιο σημαντικούς μουσικούς και τραγουδιστές της δεκαετίας του ’30 που άφησε πίσω του περισσότερες από 1000 ηχογραφήσεις σε δίσκους 78 στροφών και μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια της προπολεμικής Αγγλίας. Ο Caretaker ασχολείται με τον ήχο του Bowlly εδώ και χρόνια, πριν ακόμα φτιάξει το αριστουργηματικό Persistent Repetition of Phrases το 2008 (το οποίο είχε παρουσιάσει στις LIFO nights στο Bios, σε μια εμφάνιση που ελάχιστοι εκτίμησαν πραγματικά) και το An Empty Bliss Beyond This World το 2011, έναν από τους πιο συναισθηματικούς δίσκους της δεκαετίας που διανύουμε. Και τώρα που ξεκίνησε να φτιάχνει την «εποποιία της άνοιας» ως κύκνειο άσμα του (διαγνώστηκε με άνοια σε αρχικό στάδιο αλλά με τον καιρό η κατάστασή του αναμένεται να χειροτερέψει), πάλι στον Al Bowlly καταφεύγει.
Ο Al Bowlly υπήρξε δημοφιλής και στην Βρετανία και στην Αμερική και πολύ παραγωγικός ως μουσικός, αλλά δεν ήταν ποτέ τόσο διάσημος όσο ο Sam Browne ή ο Chick Henderson, δύο από τους Άγγλους τραγουδιστές της ίδιας περιόδου που ήταν πασίγνωστοι. Ήταν όμως ένα μοναδικό φαινόμενο, ο μύθος του δυνάμωνε όσο περνούσε ο καιρός και σήμερα είναι ίσως η πιο σημαντική φωνή εκείνης της εποχής (αντιθέτως, ο Sam Browne και ο Chick Henderson τα επόμενα χρόνια εξαφανίστηκαν εντελώς από την ποπ μυθοποιία).
Εμφανίστηκε την δεκαετία πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν η φράση "ποπ τραγουδιστής" επινοηθεί, και τώρα έχει γίνει η φωνή των '30s, κάτι που αποδεικνύεται από την χρήση των τραγουδιών του σε ταινίες και τηλεοπτικά δράματα που διαδραματίζονται σε εκείνη την δεκαετία.
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια ελάχιστα ήταν γνωστά για την καταγωγή του και τον τρόπο που έζησε και για καιρό μετά την πρώτη προβολή της Λάμψης ήταν ένας μυστηριώδης «άγνωστος». Χρειάστηκε καιρός και εξαντλητική έρευνα από τον ορκισμένο οπαδό του Ray Pallett για να βγει μια αξιοπρεπής βιογραφία του και να καταγραφεί όλο το δισκογραφημένο έργο του. Δεν ήταν καθόλου εύκολο, οι άνθρωποι της γενιάς του είχαν πεθάνει και ήταν αδύνατο να υπάρχουν μαρτυρίες, οι εφημερίδες δεν πολυασχολούνταν μαζί του και το χειρότερο: στις συνεντεύξεις έλεγε πάντα ψέματα, δίνοντας κάθε φορά άλλη εκδοχή για το ίδιο γεγονός (είχε πει τέσσερις διαφορετικές ημερομηνίες γέννησης και κάθε φορά που τον ρωτούσαν έλεγε και διαφορετική ιστορία για το πώς γνώρισε τον Edgar Adeler –όλες φανταστικές).
«Ο Al Bowlly ήταν ο πρώτος ποπ τραγουδιστής της Βρετανίας, κάποιοι λένε ότι ήταν ο πρώτος ποπ τραγουδιστής του κόσμου, -εάν ορίσεις τον τραγουδιστή ως κάποιον που στέκεται μπροστά από μια μπάντα και τραγουδάει τις επιτυχίες της εποχής, γρατζουνώντας μια κιθάρα» γράφει ο Pallett στο βιβλίο του They Called Him Al, The Musical Life of Al Bowlly. «Εμφανίστηκε την δεκαετία πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν η φράση "ποπ τραγουδιστής" επινοηθεί, και τώρα έχει γίνει η φωνή των ’30s, κάτι που αποδεικνύεται από την χρήση των τραγουδιών του σε ταινίες και τηλεοπτικά δράματα που διαδραματίζονται σε εκείνη την δεκαετία. Στην ουσία, όταν αναφέρεται κανείς στην βρετανική νοσταλγία των ’30s, το πιο μεγάλο όνομα παγκοσμίως είναι ο Al Bowlly. Σήμερα, γιατί κατά τη διάρκεια της καριέρας του ο Al δεν γνώρισε ποτέ την δόξα που του άξιζε και δεν έφτασε ποτέ τα νούμερα των ανταγωνιστών του, παρόλο που οχτώ δεκαετίες μετά στέκεται ψηλότερα από όλους όσον αφορά την καλλιτεχνική αξία και την αυθεντικότητα.
Παρόλο που αρκετοί τραγουδιστές είπαν ρομαντικά τραγούδια πριν τον Bowlly και ξεχώρισαν ως crooners, ο Al ήταν ο πρώτος που τραγούδησε σόλο στο βαριετέ, ο πρώτος δημοφιλής τραγουδιστής που τραγούδησε ζωντανά σόλο στο BBC και ο πρώτος Βρετανός δημοφιλής τραγουδιστής που προσκλήθηκε για να δουλέψει στην Αμερική. Επίσης, ήταν ο πρώτος άντρας στη Βρετανία που χρησιμοποίησε το μικρόφωνο και τον ενισχυτή για εντυπωσιασμό και με ένα στυλ που τόνιζε την προσωπικότητά του (πρότυπο για ένα σωρό μετέπειτα καλλιτέχνες).
Η ποπ μουσική, ή "η χορευτική μουσική" όπως ονομαζόταν τότε, δεν είχε την τεράστια απήχηση και τον μηχανισμό προβολής που έχει σήμερα, εξαιτίας όμως των όμορφων τραγουδιών που γράφτηκαν εκείνη τη δεκαετία, η συγκεκριμένη περίοδος ονομάζεται "χρυσή εποχή" (golden era). Κι ο Al Bowlly, o "νομάς τραγουδιστής" εξαιτίας των πολλών ταξιδιών που έκανε σε όλο τον κόσμο, ήταν ένα σημαντικό μέρος της».
Το 1934 που έφυγε για την Αμερική, ένας τραγουδιστής ή μια ορχήστρα δεν γίνονταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, -η πρόσκληση στην ορχήστρα του Ray Noble (με τον Al Bowlly στη φωνή) να εμφανιστούν στην Αμερική έγινε ένα μικρό μονόστηλο στην Daily Herald. Την εποχή που μεσουρανούσε ο Bowlly η Αγγλία δεν είχε τραγουδιστές-σταρ, δεν είχε δηλαδή κανέναν σούπερ-σταρ όπως ήταν στην Αμερική ο Bing Crosby ή ο Φρανκ Σινάτρα, και παρόλο που σε πολλά μετέπειτα δημοσιεύματα για τη ζωή και το έργο του αναφέρεται ως «διασημότητα», αυτό δεν ήταν εντελώς πραγματικό, σύμφωνα με τον Ray Pallette. «Υπάρχουν κείμενα που αναφέρουν ότι ήταν ‘τόσο διάσημος όσο κι ο Bing Crosby’ αλλά ήταν υπερβολές, όπως είναι και όσα πρόσφατα γράφονται για ‘τρελή δημοτικότητα στην Αμερική και τη Βρετανία’. Η πραγματική εκτίμηση για το Bowlly ήρθε μετά τον θάνατό του, για την ακρίβεια μία γενιά αργότερα. Οι τεχνικές που επινόησε και καλλιέργησε και τον έκαναν ‘στυλίστα του τραγουδιού’, ήταν αυτές που τον έκαναν να διαφέρει από οποιονδήποτε άλλον τραγουδιστή της εποχής. Ήταν μπροστά από όλους τους σύγχρονούς του τουλάχιστον 20 ή 30 χρόνια και πιστεύω ότι τη δεκαετία του ’30 το μεγάλο βρετανικό κοινό δεν ήταν έτοιμο για τον Al Bowlly! Οι τεχνικές του και ο άκρατος συναισθηματισμός του όταν τραγουδούσε ήταν αυτά που τον έκαναν τραγουδιστή μικρότερου βεληνεκούς (ενώ ο ψυχρός τρόπος που τραγουδούσε ο Sam Browne π.χ. ήταν πολύ περισσότερο αποδεκτός από το κοινό). Ο Ray Noble (ένας από τους κορυφαίους συνθέτες και μαέστρους της Βρετανίας) προφανώς εκτίμησε τον Al περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο τραγουδιστή και συνεργάστηκε για χρόνια μαζί του, ενώ και οι κριτικές σε περιοδικά της εποχής για τις εμφανίσεις του είναι ενθουσιώδεις. Tο μοδάτο λονδρέζικο περιοδικό Ideas περιέγραφε μία εμφάνισή του Bowlly το 1933 ως εξής: «με τα χείλια του σχεδόν τρεις ίντσες από το μικρόφωνο, τραγουδάει απαλά, με σιγουριά και περισσότεροι άνθρωποι ανατριχιάζουν με τη φωνή του από όσους ανατριχιάζουν με τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ μαζί». Και η Melody Maker έγραφε διθυράμβους για τις εμφανίσεις του. Πέρασε όμως και περιόδους δύσκολες, που αναγκάστηκε να ζήσει παίζοντας μουσική στο δρόμο».
Τέλος πάντων, η αξία του είναι αναμφισβήτητη και είναι όντως από τις πιο μεγάλες μορφές στη μουσική ιστορία της Βρετανίας. Αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από μία ακόμα ανάλυση για την αξία του ως καλλιτέχνης είναι η ιστορία της ζωής του και το γεγονός ότι ήταν ελληνικής καταγωγής! Την πρώτη φορά που έμαθα ότι ο πατέρας του ήταν Έλληνας ήταν στη συνέντευξη με τον ανιψιό του Τζίμι Μεσίνα (κολλητό φίλο, κουμπάρο και συνεργάτη του Al Bowlly, με τον οποίο ήταν αχώριστοι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έπαιζαν παντού μαζί και εμφανίζονταν ως δίδυμο) και στο βιβλίο του ο Pallett το επιβεβαιώνει:
Ο Albert Alick Bowlly γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου του 1899 στο Maputo της Μοζαμβίκης στην Ανατολική Αφρική -το οποίο τότε ονομαζόταν Laurenco Marques. Ο πατέρας του, Alick Pauli (Αλέκος Παυλής ή Παύλου), ήταν Έλληνας και είχε γεννηθεί στη Ρόδο το 1867, Με τη μητέρα του, Miriam Ayoub-Neejame, γεννημένη το 1874 και Λιβανέζα, γνωρίστηκαν στο πλοίο για την Αυστραλία όπου ταξίδευαν και οι δύο ως μετανάστες. Η Miriam πήγαινε να συναντήσει τον αδερφό της που είχε ήδη εγκατασταθεί εκεί, αλλά ο έρωτας την πρόλαβε και της άλλαξε τη ζωή. Παρ’ όλες τις αντιρρήσεις του αδερφού της, παντρεύτηκε τον Pauli στις 6 Απριλίου του 1892 και τα δύο πρώτα παιδιά τους γεννήθηκαν στην Αυστραλία. Μετά μετακόμισαν όλοι μαζί στην Αφρική. Ο Al ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Η οικογένεια πολιτογραφήθηκε το 1903 και τότε, από λάθος, άλλαξε το επώνυμό τους γιατί ο αγράμματος Alick Pauli (ο οποίος δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει αγγλικά) πρόφερε βαριά το «p» ως «b» και ο υπάλληλος τον έγραψε Bowlly. Έτσι, όλη η οικογένεια απέκτησε νέο επώνυμο και μετακόμισε στο Γιοχάνεσμπουργκ όπου γεννήθηκαν και άλλα έξι παιδιά. Ο Alick στο Γιοχάνεσμπουργκ πρόκοψε, γιατί εκτός από της ασχολία του με αγορές-πωλήσεις κοσμημάτων, πουλούσε και φρούτα στο κέντρο της πόλης. Δεν ήταν πλούσιοι, ήταν όμως μια οικογένεια ευκατάστατη, με όλα τα παιδιά βαφτισμένα χριστιανοί ορθόδοξοι και έντονο θρησκευτικό συναίσθημα (που ακολούθησε τον Al σε όλη του τη ζωή).
Ο Al δεν τα πήγαινε άσχημα στο σχολείο αλλά από τα 9 του ξεκίνησε να βοηθάει στο μπαρμπέρικο του θείου του Χρήστου και στα 14 παράτησε το σχολείο για να γίνει κουρέας, όπως και τα δυο από τα αδέρφια του, ο Mish και ο Gus. Πριν κλείσει τα 18 ο πατέρας του τού έκανε δώρο ένα δικό του κουρείο, αλλά είχε ήδη αποφασίσει να γίνει διασκεδαστής. Λάτρευε τη μουσική και έπαιζε μπάντζο, γιουκαλίλι και προσπαθούσε να τραγουδήσει όπως τα Αφρικάνικα αγόρια που δούλευαν στα ορυχεία. Άρχισε να τραγουδάει τα βράδια στα μαγαζιά και σιγά-σιγά έγινε ο «τραγουδιστής-μπαρμπέρης» με φήμη σε όλη την περιοχή. Έτσι έφυγε από το πατρικό του, νοίκιασε ένα δικό του διαμέρισμα και έγινε μουσικός των βαριετέ, κερδίζοντας μάλιστα και ένα βραβείο επειδή μιμήθηκε πετυχημένα τον Τσάρλι Τσάπλιν. Το 1921 έκανε αίτηση για Βρετανικό διαβατήριο κι έγινε επίσημα Βρετανός. Εκείνη την εποχή έκανε εντατικά μαθήματα μουσικής και έμαθε να παίζει και concertina. Και παρόλο που υπάρχει ένας μύθος που λέει ότι δεν έκανε ποτέ μαθήματα τραγουδιού στη ζωή του, η αλήθεια είναι ότι διδάχτηκε πολλά από τον Letty Campell, έναν επαγγελματία τραγουδιστή στο Γιοχάνεσμπουργκ. Η πρώτη του επαγγελματική του δουλειά στην Αγγλία ήταν με την ορχήστρα του Edgar Adeler –ένα από τα στόρι για τον τρόπο που γνωρίστηκαν λέει ότι ο Adeler πήγε στο κουρείο του στο Γιοχάνεσμπουργκ να κόψει τα μαλλιά του και τον άκουσε να τραγουδάει κι έτσι του πρόσφερε δουλειά. Με τον Adeler τα ’σπασε γρήγορα, αλλά δούλεψε στην Ινδία, στο Βερολίνο και κατέληξε στο Λονδίνο όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία με τη δικιά του εκτέλεση στο If I Had You, ένα από τα πολύ δημοφιλή τραγούδια του 1930. Αυτή η επιτυχία του έφερε δύο συμβόλαια, ένα με την ορχήστρα του Ray Noble με την οποία ηχογράφησε μερικά από τα πιο ωραία τραγούδια του και με τον Roy Fox, με την μπάντα του οποίου τραγουδούσε σε ένα εστιατόριο του Λονδίνου. Από το 1930 μέχρι το 1934 ηχογράφησε περισσότερα από 500 τραγούδια, τραγουδούσε στο ραδιόφωνο και έκανε ένα σωρό περιοδείες. Η φήμη του έφτασε στην Αμερική και το 1934 έφυγε με την ορχήστρα του Noble, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, τραγούδησε μάλιστα και με την ορχήστρα του Glenn Miller, έκανε δικές του ραδιοφωνικές εκπομπές στο NBC, ενώ έφτασε μέχρι το Χόλιγουντ όπου πρωταγωνίστησε στο The Big Broadcast δίπλα σε έναν από τους πιο μεγάλους ανταγωνιστές του, τον Bing Crosby. Η καλπάζουσα πορεία προς το σταριλίκι διακόπηκε απότομα από έναν κάλο στον λάρυγγα που παραλίγο να του στοιχίσει τη φωνή. Άνεργος και χωρίς λεφτά, αναγκάστηκε να δανειστεί χρήματα από φίλους για το ταξίδι στη Νέα Υόρκη για την εγχείρηση και το 1938 επέστρεψε χειρουργημένος στην Αγγλία. Τα χρόνια της απουσίας του, όμως, είχαν κάνει μεγάλο κακό στη φήμη του γιατί είχε σχεδόν ξεχαστεί, ηχογραφούσε πολύ σποραδικά και στράφηκε στο σινεμά όπου έπαιζε μικρούς ρόλους σε ταινίες (οι οποίοι συνήθως κόβονταν στο τελικό μοντάζ). Και στην προσωπική του ζωή δεν στάθηκε ιδιαίτερα τυχερός. Την πρώτη του γυναίκα, την Constance Freda Roberts, την παντρεύτηκε επιπόλαια χωρίς να τη γνωρίζει καλά και την έπιασε να τον απατάει την πρώτη νύχτα του γάμου τους και την χώρισε αμέσως. Με τη δεύτερη γυναίκα του, την Marjie Fairless παντρεύτηκε τρία χρόνια μετά και έμειναν παντρεμένοι μέχρι το θάνατό του –αν και ήταν σε διάσταση.
Με την καριέρα του σε πτώση μετά το 1937, περιόδευε σε τοπικά θέατρα και ηχογραφούσε όποτε του δινόταν η ευκαιρία για να βγάλει μεροκάματο, αλλά από το 1940 που έγινε ντουέτο με τον Jimmy Mesene (τον επίσης Έλληνα και κουμπάρο του Τζίμη Μεσίνα) έζησε πάλι καλές μέρες, παρόλο που ήταν μέσα στον πόλεμο. Έκαναν ένα σόου ως κωμικό ντουέτο στις σκηνές του Λονδίνου που ονομαζόταν Radio Stars with Two Guitars, και μέχρι το θάνατό του το 1941 ξαναέζησε μέρες δόξας. Το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε δύο εβδομάδες πριν σκοτωθεί από τους βομβαρδισμούς, ήταν ένα ντουέτο με τον Mesene, το When That Man is Dead and Gone στο οποίο σατίριζαν τον Χίτλερ. Τη βραδιά που σκοτώθηκε είχαν εμφανιστεί στο σινεμά Ρεξ στην Όξφορντ Στριτ και ενώ ο ιδιοκτήτης του χώρου τους πρόσφερε φιλοξενία, ο Bowlly προτίμησε να πάρει το τελευταίο τρένο και να πάει στο διαμέρισμά του στην Duke Street, στο St James του Λονδίνου. Αργά το βράδυ έγιναν βομβαρδισμοί και μια βόμβα έσκασε έξω από το σπίτι του. Το πτώμα του βρέθηκε άθικτο, είχε πεθάνει από το ωστικό κύμα. Τον έθαψαν στις 17 Απριλίου 1943 σε έναν ομαδικό τάφο μαζί με τα υπόλοιπα θύματα της γειτονιάς. Ήταν 43 χρονών.