Φτάνει πια με τα άσκοπα βιβλία που είναι γραμμένα από προβλέψιμη πρώτη ύλη και φτιαγμένα για να ξεχαστούν, όταν περάσει η ημερομηνία λήξης, σε κάποιο ράφι. Αντίθετα με τα στοχοπροσηλωμένα μπεστ-σέλερ ή τα καμωμένα να πουν μια ιστορία, εξαντλώντας την αποστολή τους, κάποια βιβλία ήρθαν για να μας κάνουν να δούμε τη ζωή αλλιώς: τι θα γινόταν αν δεν είχαμε γνωρίσει τον κόσμο τους; Πόσο εύκολα θα περνούσε από δίπλα μας η ζωή, αν δεν την κοιτούσαμε μέσα από το δικό τους βλέμμα; Τα Ανατρεπτικά Βιβλία του Ισπανού Πάμπλο Γκουτιέρεθ, το μεγάλο του πόνημα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε ωραία μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου, πραγματοποιεί αυτό ακριβώς που υπόσχεται ο τίτλος: με πυξίδα τα βιβλία προσπαθεί να ορίσει εκ νέου την Ιστορία, αλλά και την ίδια τη ζωή. Αρκεί να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της 70χρονης ηρωίδας Ρεμέ, η οποία, χάρη σε μια κούτα από βιβλία που έφτασε απρόσμενα στο σπίτι της, αποκτάει όλη τη δύναμη που της έλειπε για να αποδομήσει ακόμα και την ίδια της τη δυστυχία και να αποσπάσει όλα τα πρότυπα της ισπανικής κοινωνίας από την αρχική τους λειτουργία. Αντέχει στωικά τον καταπιεσμένο βίο της, τις περιπέτειες της Αννίτας, μιας υιοθετημένης κόρης που αγαπάει περισσότερο από τα παιδιά της, τις μοιραίες πράξεις του δήθεν επαναστάτη γιου της Αννίτας, Ρόμπε, και όλων των εκπροσώπων κάθε κοινωνικής τάξης και κάστας. Ερμηνεύει διαφορετικά κάθε ιστορική λεπτομέρεια και αναθεωρεί τη γνώμη της για τους ηγέτες και τους ανατροπείς από τη μέρα που «ένα κιβώτιο απρόσμενα βιβλία έφτασε τυχαία για να της διηγηθεί όλα όσα δεν ήξερε: πως είχαν σφετεριστεί τη μισή της ζωή, πως ποτέ δεν έπρεπε να μετανιώσει, κάθε απόφαση είναι μια κάψουλα που περιέχει ένα σύμπαν». Είναι όμως και αυτή σε μεγάλο βαθμό κομμάτι της ισπανικής κληρονομιάς, μια γυναίκα που έμαθε να θυσιάζει την προσωπική της απόλαυση στον βωμό της κοινωνικής τάξης και ευπρέπειας, που δεν άφησε να ακουστεί η ζωή της μέσα στον οικογενειακό ορυμαγδό, σκοτώνοντας ό,τι αγαπούσε από νωρίς. Μέχρι που ήρθαν τα βιβλία, τα οποία διάβαζε επιδεικτικά παντού, ακόμα και μπροστά στις έκθαμβες γειτόνισσες, και τα οποία έγιναν «η καύσιμη ύλη που την έκαναν να ονειρεύεται μια μεγάλη ζωή, για την οποία δεν είχαν πάρει είδηση όσοι την περιτριγύριζαν». Διαβάζοντας η Ρεμέ ένιωσε, έστω και αργά, πως η λογοτεχνία «συνωμοτούσε εναντίον της για να της πει πόσο ηλίθια υπήρξες, Ρεμέδιος, αφήνοντας να σε καταπιέσει αυτό που ποτέ δεν επιθύμησες και δεν έχεις καν το καταφύγιο ενός παρελθόντος με περιπέτειες για παρηγοριά, είσαι ένα παλιό έπιπλο που κανείς δεν χρησιμοποίησε, σκεπασμένο μ' ένα σεντόνι και φυλαγμένο σε μια σοφίτα, ένα εντυπωσιακό κι ανέπαφο σκαρί που δεν βγήκε ποτέ απ' το καρνάγιο, χωρίς όστρακα ούτε πεταλίδες κολλημένες στην καρίνα κι όταν το σαράκι θα ροκανίσει τα σωθικά σου, δεν θα έχεις πια κανέναν στο πλάι σου για να τον αποχαιρετήσεις και θα πεθάνεις, όπως πεθαίνουν τα πουλιά και τα άγρια ζώα».
Παρ' ότι το βιβλίο δεν ξεφεύγει από τη μοίρα που έχουν τα ανατρεπτικά βιβλία να τελειώνουν δραματικά, ουσιαστικά αποθεώνει την κατάφαση στη μοίρα και αναδεικνύει την ελπιδοφόρα οπτική που δίνει η ανάγνωση στους ανθρώπους, ακόμα και τις στιγμές του πιο ολέθριου λάθους.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO