Περιπετειώδες παιχνίδι. Ολοένα και πιο στενές είναι οι σχέσεις των εικαστικών καλλιτεχνών με τη λογοτεχνία, όπως και των λογοτεχνών με τις εικαστικές τέχνες. Λαμπρές επικολλήσεις δημιούργησε ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ενώ πεζογράφοι όπως ο Χένρι Μίλερ και ο Τσαρλς Μπουκόφσκι ζωγράφιζαν μανιωδώς. Ο νομπελίστας Γκίντερ Γκρας δημιουργούσε θαυμαστές μινιατούρες σμιλεύοντας το μέταλλο, ενώ ο Γιάννης Τσαρούχης έγραψε ποίηση. Ο ζωγράφος Δημήτρης Αληθεινός (Αθήνα, 1945) ερωτοτροπεί με την πεζογραφία, με τον ίδιο αιρετικό, επινοητικό, τολμηρό τρόπο με τον οποίο σταδιοδρομεί στο εικαστικό σύμπαν. Ήδη από το 1976 εκδίδει τα ηχητικά του ποιήματα με τίτλο Λο-Λόγος Ήχος, Ήχος και εν συνεχεία, από το 1993, μετακινείται στο διήγημα και στο μυθιστόρημα με τα βιβλία Μυστικό Ξόρκι (εκδ. Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 1993), Ιστορίες ενός ρευστού έργου (εκδ. Εστία, 1997), Αν δεις το χρόνο πες του ότι πέρασα (εκδ. Εστία, 2008), Στη ράχη μιας λεοπάρδαλης (εκδ. Αιγαίον, 2010), Στους μυημένους (εκδ. Αιγαίον, 2011), Ποτέ χωρίς τον ξενοδόχο (Αιγαίον, 2012) και, τέλος, Χίλιες εικόνες, ούτε μία λέξη (εκδ. Εστία, 2016). Αυτό το τελευταίο είναι ένα μυθιστόρημα μεγάλων εντάσεων, καλπάζουσας φαντασίας, γείωσης στη σκληρή πραγματικότητα, απογείωσης στο εξωπραγματικό, αδυσώπητης κριτικής στα όσα συμβαίνουν γύρω μας και καταβύθισης στη διττή φύση των ανθρώπων. Ένα περιπετειώδες παιχνίδι σχετικά με το καλό και το κακό, μια πραγματεία (πάντα μυθιστορηματική) για το ποιοι είμαστε και πού πάμε στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές συνθήκες, ένα πεζογράφημα/εγκατάσταση και ένα δίχως διδακτισμό δοκίμιο πάνω στην έννοια του «διπλού», του «σωσία», ιδού τι είναι το Χίλιες εικόνες, ούτε μία λέξη. Και όλα αυτά να συνθέτουν μια ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας σε αρνητικό, σαν ένα φιλμικό κείμενο δουλεμένο με επικαλύψεις, παρεμβάσεις στο σελιλόιντ, τυπώματα σε αρνητικό, και διαλεκτικό μοντάζ.
Άνοδος και πτώση. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, κάποιος Κ.Τ., ετών εξήντα το 2004, συνοψίζει με εξωφρενικό τρόπο τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά του λεγόμενου Νεοέλληνα: έρχεται από χαμηλά για να ανέβει ψηλά, είναι ακαλλιέργητος, αλλά φιλοδοξεί να γίνει φωτεινός φιλόσοφος, πάει να γίνει ηθοποιός, αλλά ένα λαχείο τον οδηγεί στην επιχειρηματική δραστηριότητα, κομπορρημονεί ασύστολα και γίνεται κάτι σαν σούπερ ζιγκολό για να ζήσει ζωή χαρισάμενη, ζωή των ολίγων, ζωή των εκλεκτών, χωρίς «μπίζνες, ούτε σκοτούρες», αγοράζοντας ένα διαμέρισμα στη Φωκυλίδου και ένα αμάξι περιωπής, ένα Shelby Cobra. Συχνάζει άσωτα στη Λυκόβρυση και στον Απότσο, στο 17 και στο Κόρονετ, ζει μποέμικα όπως ο θρυλικός Τάκης Βόγλης –ας σημειώσω ότι πρέπει να πρόκειται για την πρώτη αναφορά του Βόγλη σε ελληνικό πεζογράφημα–, αλλά η πτώση δεν θα αργήσει να έρθει και θα είναι ραγδαία, όπως και η άνοδος. Με μια δεξιοτεχνική παρήχηση του λάμδα, ο Αληθεινός περιγράφει τη μανιακή αντίδραση του ήρωά του, του Κ.Τ., στην κατρακύλα: «Δεκάδες φανατικοί πρόβαλλαν στο πρόσωπό μου τον Διάβολο που έπρεπε να εξορκίσουν, να τιμωρήσουν, να λιανίσουν, να λιθοβολήσουν, να λογχίσουν, να λεηλατήσουν, να λιντσάρουν και τέλος να λαμπαδιάσουν στο όνομα της αγίας ελληνικής Τριάδος, ήτοι... πατρίς, θρησκεία, οικογένεια... με δυο λόγια συντηρητισμός και υποκρισία». Ο Κ.Τ. θα μείνει προφυλακισμένος ένα εξάμηνο, αλλά μέσω της παρηχητικής νυμφομανούς Λίζας Λάμδα θα φύγει για το Βελγικό Κονγκό, όπου, όντας «ένας φιλόδοξος, πολυμήχανος και αδίστακτος νέος», θα ζήσει ό,τι αλλόκοτη περιπέτεια βάζει ο νους του ανθρώπου: θα ερωτευτεί μια μοιραία γυναίκα η οποία θα αποδειχτεί ότι είναι άντρας και την οποία θα εγχειρίσει ερασιτεχνικότατα και θρασύτατα για να την ξανακάνει γυναίκα, θα διωχθεί, θα κυνηγηθεί ανελέητα, θα σωθεί, θα καταφύγει στην Ουγκάντα, θα γίνει ένοπλος αντάρτης, μισθοφόρος, ακόμα και... ηγέτης, ιδρυτής και Γενικός Αρχηγός του Αντιστασιακού Στρατού του Βορρά!
Ψηφιακός ίλιγγος. Ο Κ.Τ., «πότε ζητιάνος, πότε μεγιστάνας» και νυν έτοιμος «να τινάξει τα ξεχαρβαλωμένα του πέταλα», μπαίνει στην ψηφιακή εποχή και σκαλίζει το Διαδίκτυο, ανακαλύπτει παράλληλα σύμπαντα και συναντά νέους τρόπους επικοινωνίας. Φιλοσοφεί σαν ημίτρελος για όλα αυτά. Τα καταγράφει σε δεκαέξι κασέτες μαγνητοφώνου διάρκειας 90 λεπτών η μία και, το 2005, στα εξηκοστά του γενέθλια, κλείνει τις κασέτες σε δύο πακέτα τα οποία στέλνει, συνοδευόμενα από μια αδιανόητα ανορθόγραφη επιστολή, στον ζωγράφο Δημήτρη Αληθεινό σαν αναπάντεχο δώρο! Ο Αληθεινός απομαγνητοφωνεί τις κασέτες και, το 2014, συνθέτει το βιβλίο Χίλιες εικόνες, ούτε μία λέξη, για να μας παρασύρει σε ένα δημιουργικό δίλημμα: πού είναι η αλήθεια στην τέχνη και πού το ψέμα, πού είναι το τεκμήριο και πού η επινόηση, πού είναι το νόημα και πού η ανοησία; Και τέλος: πού το φως και πού το σκοτάδι;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια