Είναι τέτοια η αγωνία να κατακτήσει κανείς τα πράγματα που δεν έχει δει και που δεν έχει ποτέ γνωρίσει, που μπορεί να τα φτιάξει από την αρχή, σαν τον Δημιουργό.
Κάτι τέτοιο έκανε η Κολομβιανή καλλιτέχνις Έμμα Ρέγιες, η οποία, αποκλεισμένη καθώς ήταν από τον έξω κόσμο, εγκαταλελειμμένη για χρόνια μαζί με την αδελφή της σε μοναστήρι, άρχισε να φαντάζεσαι πως είναι τα λουλούδια στα πανέρια, οι ελεύθεροι άνθρωποι, τα χρώματα, τα φιλιά.
Όταν, επιτέλους, το έσκασε, και χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως καμία παιδεία, άρχισε να ζωγραφίζει, απελευθερώνοντας απέραντες δόσεις ταλέντου και δημιουργίας, που έκαναν ακόμα και τον Ντιέγκο Ριβέρα να της υποταχθεί και τον Πικάσο να της χαρίσει την πιο θερμή του αφιέρωση.
«Βγήκα με την ποδιά που φορούσα, κι όλο αυτό περνάει σαν όνειρο από το μυαλό μου, ώσπου έφτασα σ' ένα τρένο στο οποίο ουσιαστικά με σπρώχνουν ν' ανέβω και όλα ήταν τόσο εξωπραγματικά γιατί δεν είχα δει ποτέ μου τρένο, τραμ, αυτοκίνητο, καταλαβαίνεις την ιδέα που είχα γι' αυτά τα πράγματα» έλεγε η ίδια σε συνέντευξή της στην τηλεόραση για την απόδρασή της από το μοναστήρι.
Αυτό το απόσπασμα παρατίθεται στην εκπληκτική αυτοβιογραφία της που ξεδιπλώνεται μέσα από τα γράμματα που έστελνε στον καλό της φίλο Χερμάν Αρσινέγας και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση Μαρίας Παλαιολόγου.
Η αφήγησή της ξεκινάει από τις ημέρες που ζούσαν μαζί με την αδελφή της στην Μπογκοτά, σε ένα σπίτι χωρίς τουαλέτα, χωρίς φως και παράθυρα, και κατέληξαν, ύστερα από τις αυλές διαφόρων σπιτιών με αγνώστους που τους φέρνονταν βίαια, σε ένα μοναστήρι. Στα πέντε της είχε ήδη υποφέρει πράγματα που δεν αντέχει ούτε ενήλικας.
Για την ακρίβεια, οι «Αναμνήσεις δι' αλληλογραφίας» της Έμμα Ρέγιες είναι από τα πιο συγκλονιστικά αυτοβιογραφικά κείμενα της πρόσφατης λατινοαμερικανικής πεζογραφίας, σύμφωνα με την εφημερίδα «Semana», το καλύτερο βιβλίο των τελευταίων ετών στην Κολομβία και η αφήγηση μιας ζωής πέρα από τα όρια, πέρα από κάθε φαντασία.
Μια γυναίκα που δεν είχε ούτε παρελθόν ούτε ζωή, χωρίς γονείς και χωρίς καμία ελπίδα, μεγαλωμένη σε ακραίες συνθήκες φτώχειας, ξαφνικά βρέθηκε να ζει όλα όσα δεν μπορεί να καταγράψει ούτε και το πιο ακραίο κινηματογραφικό σενάριο.
Γυρνάει τον κόσμο: πάει στο Παρίσι, όπου συναναστρέφεται τους πιο διάσημους ζωγράφους του πλανήτη, στο Μεξικό, στη Ρώμη, στην Ιερουσαλήμ, στην Ουάσινγκτον, αναγκάζοντας ακόμα και τους δύσκολους Αμερικανούς να αναγνωρίσουν το ταλέντο της, και γίνεται μία από τις πιο σημαντικές εικαστικούς της πατρίδας της.
«Έφυγε από την Μπογκοτά με την εμπειρία της κοπέλας που περιμάζεψε το άσυλο, ειδική πια στο κέντημα. Κι άρχισε ένα ταξίδι που σταμάτησε στο Μπουένος Άιρες, με τα πόδια, με λεωφορεία, τρένα ή ό,τι να 'ναι, πουλώντας μουρουνέλαιο. Από το Μπουένος Άιρες πήγε στο Μοντεβιδέο, με τον Πόλεμο του Τσάκο σε πλήρη εξέλιξη, πέρασε τον μήνα του μέλιτος σ' ένα γκαράζ, πήγε να ζήσει στη ζούγκλα της Παραγουάης και οι αντάρτες σκότωσαν τον γιο της σε μια πράξη απίστευτης σκληρότητας. Στο Μπουένος Άιρες, ζωγραφίζοντας, κέρδισε ένα διεθνήν διαγωνισμό και κατέληξε στο Παρίσι. Έχω έναν πίνακά της από εκείνη την εποχή, ζωγραφισμένο όπως χρυσώνει ο ήλιος τις ζωγραφιές του Γκογκέν στην Ταϊτή (εδώ συναντιούνται η Έμμα και η Φλόρα), κι όταν κάνει την έκθεσή της στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, ο τελευταίος που βγαίνει από την αίθουσα βάζει την υπογραφή του στο βιβλίο επισκεπτών, που κατά πάσα πιθανότητα η Έμμα θα φυλάξει σε κάποιο σεντούκι. Η υπογραφή ήταν διάσημη: Πικάσο» γράφει ο Χέρμαν Αρσινιέγας σε κείμενό του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «El Tiempo» στις 9 Αυγούστου του 1993 και δημοσιεύεται στο τελευταίο μέρος του «Αναμνήσεις δι' αλληλογραφίας».
Από το Παρίσι θα βρεθεί στο Μεξικό, όπου θα γνωρίσει τον πολύ Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος θα γίνει θαυμαστής της. Τα λουλουδια του τα είχε πάντα στο μυαλό και της τα φύλαξε σαν θησαυρό έως ότου έγιναν τεράστια, απέκτησαν το δικό της στυλ και την υπογραφή της.
Δικά της γιγάντια λουλούδια δεσπόζουν ακόμα και σήμερα στα δημόσια κτίρια του Περιγκέ, σε τοιχογραφίες, και, όπως γράφει Αρσινιέγας, κατέληξαν να είναι «λουλούδια που μένουν αναμνηστικά στο πέτο ενός λαού».
Λίγοι, άλλωστε, ήταν οι καλλιτέχνες που έμειναν ασυγκίνητοι μπροστά στο έργο της.
Ο γλύπτης Μποτέρο στην αυτοβιογραφία του αναφέρεται στην Έμμα Ρέγιες, στην πρώτη τους γνωριμία και στο πώς την παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο «σ' ένα χωριουδάκι με αγελάδες και τυριά». Μαζί βρέθηκαν στην εμπόλεμη Παραγουάη και κατόπιν ήρθαν αντιμέτωποι με τα επεισόδια στο Μπουένος Άιρες.
Έχοντας ήδη χάσει τον γιο της, το μόνο που της έμεινε ήταν η ζωγραφική: πήρε μια υποτροφία κι ένα πλοίο για το Παρίσι και χωρίσανε. Προφανώς, είχε μάθει στους αποχωρισμούς από μικρή.
Πράγματα και πρόσωπα που αγαπάει τα αφήνει πάντα πίσω –από τότε που γεννήθηκε, το 1919, έως λίγο πριν πεθάνει, το 2003–, ωστόσο συγκρατεί περιστατικά και ακραία γεγονότα από μικρή.
Θυμάται πως στα τέσσερά της άφησε πίσω τον φίλο της Εδουάρδο και πως αποχωρίστηκε ένα άγνωστο μικρό βρέφος που της είχαν δώσει να το φροντίζει και κατόπιν το εγκατέλειψαν στην είσοδο ενός σπιτιού.
Αυτή ήταν, όπως θα πει σε κάποιο από τα γράμματα, «η χειρότερη μέρα της ζωής μου».
Η αφήγησή της ξεκινάει από τις ημέρες που ζούσαν μαζί με την αδελφή της στην Μπογκοτά σε ένα σπίτι χωρίς τουαλέτα, χωρίς φως και παράθυρα, και κατέληξαν, ύστερα από τις αυλές διαφόρων σπιτιών με αγνώστους που τους φέρνονταν βίαια, σε ένα μοναστήρι.
Στα πέντε της είχε ήδη υποφέρει πράγματα που δεν αντέχει ούτε ενήλικας.
«Εσένα θα σου φαίνεται παράξενο που μπορώ να διηγούμαι λεπτομερώς και με τόση ακρίβεια τα γεγονότα εκείνης της τόσο μακρινής εποχής. Σκέφτομαι, όπως εσύ, πως ένα παιδί πέντε ετών που ζει μια κανονική ζωή δεν θα αναπαραστήσει με τόση πιστότητα την παιδική του ηλικία. Εμείς, τόσο η Έλενα όσο κι εγώ, τη θυμόμαστε σαν να είναι σήμερα και δεν μπορώ να σου εξηγήσω τον λόγο. Δεν μας ξέφευγε τίποτα, ούτε οι χειρονομίες, ούτε οι λέξεις, ούτε οι θόρυβοι, ούτε τα χρώματα, ήταν όλα ξεκάθαρα για μας» γράφει σε κάποιο από τα γράμματά της προς τον Χερμάν Αρσινέγιας.
Στο μοναστήρι γίνεται ειδική στο κέντημα, καθώς, μαζί με άλλα εσώκλειστα κορίτσια, κεντάνε την προεδρική κορδέλα στο εργαστήριο «Παναγία η Βοήθεια».
Τις μαθαίνουν να ζουν με τον φόβο της Κόλασης και την ενοχή, να μην εκφράζονται, παρά μόνο να εξομολογούνται: εκείνη, όμως, πάντοτε ανυπόταχτη, στην προσευχή της παρακαλούσε τον Ιησού να της στείλει φορέματα και επειδή εκείνος δεν το έκανε, αρνιόταν να λάβει τη μετάληψη χωρίς το φόρεμα.
Τιμωρούνταν και πάλι γιατί η φαντασία της δεν της επέτρεπε την αποδοχή των ιερών δογμάτων.
Είναι, άλλωστε, προφανής, μέσα από αυτές τις συγκρούσεις, η απίστευτη ικανότητα της Ρέγιες να δημιουργεί κόσμους και να μεταμορφώνει ακόμα και τα εσωτερικά αδιέξοδα, αυτές τις τόσο δύσκολες συνθήκες, σε αφορμές για μία ακόμα συναρπαστική αφήγηση.
Εξού και το ότι οι καταγραφές της στις επιστολές συνιστούν ένα ολοκληρωμένο λογοτέχνημα, κάτι που επισήμανε ο ίδιος ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες όταν τα διάβασε και συνέστησε να δημοσιευτούν.
Μια ολοκληρωμένη λογοτέχνις είχε γεννηθεί από το πουθενά, με μοναδικό της όπλο την ανθρώπινη δύναμη και την αίσθηση ότι η φαντασία και η ελπίδα σώζουν.
Εκπληκτικής τρυφερότητας είναι το περιστατικό της γνωριμίας της με μια καινούργια, μικρή κοπέλα που είχε έρθει στο εργαστήριο, όπου περιγράφει πώς συνδέθηκε μαζί της με βαθιά φιλία στο μοναστήρι.
Ήταν ένα βράδυ γεμάτο βροντές και αστραπές και, όπως γράφει η ίδια χαρακτηριστικά στην επιστολή της:
Καθώς ήμασταν διαπαιδαγωγημένες με τον ζόφο της Κόλασης, του θανάτου, της αμαρτίας, του Διαβόλου, οι καταιγίδες μάς γέμιζαν τρόμο.
Προσευχόμενες φωναχτά κι ευλογώντας η μία την άλλη σε κάθε κεραυνό, τρέξαμε να καταφύγουμε στο μοναδικό σκεπαστό αίθριο που υπήρχε. Ήταν μια πολύ μικρή αυλή κάτω από την αίθουσα του κεντήματος. Εκεί βρίσκονταν τα ντουλάπια όπου φυλάγαμε τα σακούλια της toilette. Κάθε σακούλι είχε το όνομα του κοριτσιού και κρεμόταν από ένα καρφί, και πάνω στις τάβλες υπήρχαν κάτι ελεεινές τσίγκινες λεκάνες όπου πλέναμε το πρόσωπο και τα πόδια μας.
Εγώ είχα τρομάξει τόσο πολύ με τους κεραυνούς, που πέρασα τρέχοντας μέσα απ' τα πόδια όλων τους και χώθηκα σε ένα από τα ντουλάπια. Προς μεγάλη μου έκπληξη, μέσα στο ντουλάπι βρήκα την Καινούργια που ήταν ήδη χωμένη εκεί, χωρίς ν' ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα, με τα μάτια ορθάνοιχτα και να της τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα. Ενστικτωδώς άρχισα να της χαϊδεύω το κεφάλι και με μια άκρη της ποδιάς μου της σκούπιζα τα δάκρυα. Εκείνη τη στιγμή έπεσε μια αστραπή στον ακάλυπτο του μοναστηριού, όλες το νιώσαμε να τρέμει και μια φλόγα κόκκινη, πράσινη, γαλάζια, κίτρινη τα φώτισε όλα: η Καινούργια κι εγώ αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, τα πρόσωπά μας κολλημένα το ένα στο άλλο. Τα δάκρυά μας ανακατεύτηκαν, δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι, ίσως πολλή, γιατί η κακοκαιρία συνεχιζόταν με την ίδια βιαιότητα. Σιγά-σιγά καλμάρισε ο καιρός, αλλά οι αυλές είχαν μεταμορφωθεί σε λίμνες, οι καλόγριες μας είπαν να περιμένουμε να κατέβει το νερό. Εγώ άρχισα να μιλάω με την Καινούργια. Τη ρώτησα τ' όνομά της. Την έλεγαν Μαρία, μου είπε πως δεν είχε μπαμπά, αλλά είχε μαμά και αδελφή πολύ μεγαλύτερη που ήταν παντρεμένη και είχε δύο παιδιά κι εκείνη είχε ένα αδελφάκι. Όταν τη ρώτησα πού είναι το αδελφάκι της, έβαλε τα κλάματα. Της ξαναχάιδεψα το κεφάλι, μου άρεσε ν' αγγίζω τις μπούκλες της. Ξαφνικά σοβάρεψε και με πολύ σταθερή φωνή με ρώτησε:
– Είσαι φίλη μου;
– Ναι, είμαι φίλη σου και σ' αγαπάω, της απάντησα εγώ.
– Αν σου πω κάτι, μου ορκίζεσαι να μην το πεις σε κανέναν;
– Ναι, σου τ' ορκίζομαι.
– Πού ορκίζεσαι;
– Δεν ξέρω, ορκίζομαι στην Παναγία. Ναι, στην Παναγία, ορκίζομαι πως αυτό που θα μου πει η Καινούργια...
Η Καινούργια με διέκοψε:
– Όχι, Μαρία.
– Ορκίζομαι στην Παναγία πως αυτό που θα μου πει η Μαρία δεν θα το πω σε κανέναν.
– Φίλα σταυρό, μου είπε.
Έκανα σταυρό με τα δάχτυλά μου και τον φίλησα.
– Πλησίασε καλά... Εδώ... Κι άλλο... Έτσι, και βάλε καλά τ' αυτί σου κοντά στο πρόσωπό μου. Έτσι: τώρα θα σου πω. Σου είπα ότι έχω ένα αδελφάκι: ναι, λοιπόν, το αδελφάκι εγώ το έφερα στο μοναστήρι, είναι μαζί μου.
– Και που το έχεις κρυμμένο;
– Περίμενε, θα σου πω. Όταν γεννήθηκε το αδελφάκι μου, γεννήθηκε τόσο μικρό, που η μαμά μου δεν το είδε που γεννήθηκε και της το 'κλεψα. Από τότε το έχω πάντα μαζί μου, αλλά τώρα, από τότε που είμαι στο μοναστήρι, το κακόμοιρο πεινάει πάντα, γιατί αυτό που μας δίνουν δεν φτάνει και για τους δυο, κι όταν δεν του δίνω φαγητό, δεν πάει στον κόσμο, κι αν δεν πάει στον κόσμο, δεν μαθαίνω τίποτα για τη μαμά, ούτε για την αδελφή μου την παντρεμένη, ούτε για τους φίλους που είχα στον κόσμο. Θα με βοηθήσεις; Πες μου, θα με βοηθήσεις να ταΐσουμε τον Ταραρούρα;
– Ποιος είναι ο Ταραρούρα;
– Έτσι λένε το αδελφάκι μου.
– Θέλω να τον δω. Πού είναι;
– Έδώ, εδώ, περίμενε.
Κι άρχισε να σηκώνει την ποδιά της, δεμένο στη μέση της είχε ένα πουγκάκι από κόκκινο βελούδο, έβγαλε το πουγκάκι, το άνοιξε πολύ αργά και από μέσα έβγαλε ένα μικρό κουκλάκι, όχι πάνω από πέντε πόντους, από λευκή πορσελάνη, με τα χέρια κολλημένα στο σώμα και τα πόδια κοντά το ένα στο άλλο και κολλημένα κι αυτά. Ήταν τόσο φθαρμένο, που δεν είχε πια μύτη ούτε στόμα, και τα μάτια είχαν μια τελίτσα μαύρη στο κέντρο.
– Κοίτα τον, άγγιξέ τον, αλλά σιγά, για να μην του κάνεις κακό. Εγώ θα τον ρωτήσω αν θέλει να είσαι φίλη μας.
Πολύ απαλά έβαλε τον Ταραρούρα στο αυτί της, κάτω από τα όμορφα μαλλιά της, κι άρχισε να χαμογελάει: το πρόσωπό της είχε μεταμορφωθεί εντελώς, ακτινοβολούσε, τα μάτια της έλαμπαν κι έμοιαζαν να κοιτάζουν πιο πέρα από τους τοίχους, μια στο τόσο έγερνε το κεφάλι και έλεγε:
– Ναι, ναι, σίγουρα, θα της πω, αλλά με έναν όρο: εσύ θα μας υποσχεθείς ότι κάθε βράδυ, όσο εμείς κοιμόμαστε, θα βγαίνεις από το παράθυρο και θα πηγαίνεις στον κόσμο και θα μας φέρνεις πολλά νέα. Ναι, εσύ θα μας διηγείσαι όλα όσα γίνονται στον κόσμο, Τι; Θες να πας για πιπί; Αφού βρέχει, δεν μπορώ να σε πάω, γιατί δεν μ' αφήνουν να περάσω την αυλή. Ναι, σου υπόσχομαι να σε πάω αμέσως μόλις μπορέσω, ναι. Τώρα, θα σε φυλάξω κι εσύ κοιμήσου, μέχρι να μπορέσω να σε πάω για πιπί.
Ο διάλογος τελείωσε: με την ίδια ηρεμία, με τις ίδιες αργές κινήσεις, φύλαξε τον Ταραρούρα στο πουγκάκι, το ξανάδεσε στη μέση και κατέβασε την ποδιά της μία-μία πιέτα. Εγώ είχα μείνει καταγοητευμένη, σαγηνεμένη, ο θαυμασμός μου και η αγάπη μου για την Καινούργια και το αδελφάκι της είχαν αρχίσει να κυριεύουν όλες μου τις σκέψεις, δεν ήθελα να τους χάσω όπως είχα χάσει τον Εδουάρδο, το Βρέφος, την μπετζαμπέ και την κυρία Μαρία. Είχα αποφασίσει ότι θα τους προστάτευα και θα τους κράταγα για μένα.
Δείτε 10 έργα της Έμμα Ρέγιες:
Διαβάστε τη 13η επιστολή της Έμμα Ρέγιες από το βιβλίο «Αναμνήσεις δι'αλληλογραφίας»
Αγαπημένε μου Χερμάν,
εμείς προερχόμασταν από έναν κόσμο τόσο ξένο σ' εκείνον του μοναστηριού, ώστε η προσαρμογή μας ήταν πολύ αργή και δύσκολη. Υπακούαμε, ακούγαμε, αλλά καταλαβαίναμε πολύ λίγα απ' όλ' αυτά που συνέβαιναν γύρω μας. Αυτή η έλλειψη προσαρμοστικότητας και κατανόησης μας εμπόδιζε να επικοινωνούμε με τις άλλες κοπέλες, που μας ενέπνεαν περισσότερο φόβο παρά αγάπη. Εμείς έπρεπε να τα μάθουμε όλα κι εκείνες επωφελούνταν από την άγνοιά μας για να γίνουν σκληρές μαζί μας. Κανείς δεν μας φώναζε με τ' όνομά μας, όλες απευθύνονταν σ' εμάς φωνάζοντάς μας «Καινούργιες». «Να πλύνουν οι Καινούργιες τα πιάτα, το έσπασαν οι Καινούργιες, το έκλεψαν οι Καινούργιες»... Και δεν λέω τίποτα για κείνες που περνώντας δίπλα μας μάς πατούσαν τα πόδια, μας τσιμπούσαν, μας τραβούσαν τα μαλλιά ή απλά μας έβγαζαν τη γλώσσα. Είχαν περάσει πια πολλές μέρες που βρισκόμασταν εκεί, και μια μέρα, την ώρα του διαλείμματος, η αδελφή Τερέζα έστειλε την Ελένα να σκουπίσει το αρτοποιείο και να βοηθήσει να μαζέψουν ένα σακί αλεύρι που είχε ανοίξει. Εγώ ήμουν μόνη μου, πολύ κοντά, ακουμπισμένη στον τοίχο να την περιμένω. Υπήρχε μια παρέα που έπαιζε ένα παιχνίδι σε κύκλο, όλες πιασμένες χέρι χέρι. Εγώ δεν ξέρω πώς βρέθηκα ξαφνικά μέσα στον κύκλο, που άρχισε να στενεύει, να κλείνει πάνω μου, την ίδια στιγμή που μου φώναζαν όλες:
«Βρομιάρα, χεσμένη, χεσμένη, βρομιάρα!...»
Ο κύκλος έκλεισε και με πέταξαν κάτω και μου έβγαλαν το μοναδικό βρακάκι που είχα. Ασφαλώς και ήταν βρόμικο, φορούσα ακόμη εκείνο που μου είχε βάλει η κυρία Μαρία όταν φύγαμε από τη Φουσαγασουγά. Μια πολύ χοντρή κι αλλήθωρη, όπως εγώ, κρέμασε το βρακί μου σ' ένα σκουπόξυλο και, μ' εκείνη μπροστά με υψωμένη τη σκούπα, σχημάτισαν μια μεγάλη σειρά που παρέλασε απ' όλα τα προαύλια φωνάζοντας εν χορώ:
«Τα χεσμένα βρακιά της Καινούργιας, τα χεσμένα βρακιά της Καινού...»
Η Ελένα πρόλαβε ν' ακούσει την τελευταία φράση και βγήκε έξω σαν τρελή, με φώναζε τρέχοντας παντού, εγώ ήμουν κρυμμένη σε μια από τις τουαλέτες τρέμοντας από φόβο. Για καλή μας τύχη, χτύπησε η καμπάνα και τελείωσε το διάλειμμα. Η αδελφή Τερέζα ρώτησε τι ήταν εκείνο το τσόλι στη σκούπα και της απάντησαν με μια φωνή:
«Τα χεσμένα βρακιά της Καινούργιας».
Η αδελφή Τερέζα θύμωσε πολύ γιατί ήταν ντροπή ν' αφήνεις ένα κοριτσάκι χωρίς το βρακάκι του. Την ίδια μέρα διέταξαν την αδελφή Μαρία να μου φτιάξει δυο ζευγάρια.
Το πρόγραμμα ήταν πολύ σκληρό, κάθε ώρα της ημέρας αντιστοιχούσε σε μια καθορισμένη δράση, συγκεκριμένη, απαράλλαχτη. Στις πέντε και μισή το πρωί χτυπούσαν την καμπάνα για να σηκωθούμε· καθισμένες στο κρεβάτι, το πρώτο που κάναμε ήταν να προσφέρουμε στο Θεό και στην Παναγιά Παρθένα όλες και κάθε μία χωριστά τις πράξεις της ημέρας που άρχιζε, για να μας συγχωρήσουν, με την απέραντη ευσπλαχνία τους, τις αμαρτίες μας, να μας φυλάξουν απ' το να πεθάνουμε έχοντας διαπράξει θανάσιμα αμαρτήματα και να μας δώσουν φώτιση και δύναμη να διαβούμε μονάχες το μονοπάτι της αρετής, για ν' αξιωθούμε να μπούμε μαζί τους στη Βασιλεία των Ουρανών. Χριστέ μου!... Πόσες και πόσες λέξεις δεν είχαν για μας κανένα νόημα. Η Ελένα κι εγώ κοιταζόμασταν, ανασηκώναμε τους ώμους και γελούσαμε.
Οι προσευχές που λέγαμε ήταν όλες στα λατινικά και τις μαθαίναμε απέξω χωρίς κανείς να μας έχει εξηγήσει ποτέ το νόημα αυτών που λέγαμε, το σημαντικό ήταν να τις απαγγέλλουμε με αφοσίωση, σε τόνο δυνατό ή γλυκό παρακλητικό ή δραματικό που μας είχαν διδάξει εκείνες.
Για να ντυθούμε, να στρώσουμε το κρεβάτι, να κάνουμε την toilette μας και, αυτό που ήταν το πιο δύσκολο, να κάνουμε πιπί, είχαμε μονάχα μισή ώρα. Να κάνουμε πιπί ήταν πια ένα tour de force. Όταν μας άνοιγαν τις πόρτες των κοιτώνων, βγαίναμε σαν αληθινές φοράδες, ολοταχώς για να φτάσουμε πρώτες στις μοναδικές πέντε τουαλέτες που υπήρχαν. Κανείς δεν σεβόταν κανέναν, στις σκάλες ρίχνονταν η μια πάνω στην άλλη για να κερδίσουν την πρωτιά. Φυσικά, αυτές που έφταναν τελευταίες δεν προλάβαιναν να κάνουν την toilette· περνούσαν τη μισή ώρα στην ουρά, ήταν σχεδόν κωμικό να τις βλέπεις ν' αναπηδούν στο ένα πόδι, να κάνουν κουτσό, όπως λέγαμε, για να συγκρατήσουν την ανάγκη τους καθώς έφτανε η σειρά τους. Ασφαλώς εγώ, με όλ' αυτά και με το φόβο που τους είχα, δεν μπορούσα να περιμένω και κατέληγα να κάνω πιπί στο πάτωμα μπροστά σε όλες, που μ' έλεγαν βρομιάρα, γουρούνα... πρωτόγονη Ινδιάνα. Θεωρούνταν προσβολή να σε λένε Ινδιάνα.
Στις έξι η καμπάνα χτυπούσε μονάχα μία φορά για να σχηματίσουμε γραμμή και να μπούμε στο παρεκκλήσι. Μπαίναμε δυο δυο και περνώντας μπροστά από την Αγία Τράπεζα, στη μέση του παρεκκλησιού, έπρεπε να κάνουμε τη γονυκλισία, ακουμπώντας στο πάτωμα με το δεξί γόνατο ενώ ταυτόχρονα κάναμε το σταυρό μας. Στημένη σαν στρατιώτης πίσω μας βρισκόταν πάντα η αδελφή Τερέζα, η πιο σκληρή κι απάνθρωπη απ' όλες τις καλόγριες, με τρομερά ξεσπάσματα θυμού. Ήταν η προϊσταμένη του πλυσταριού, του ιματιοφυλακίου, νοσοκόμα και υπεύθυνη για τις γραμμές μας, και ως τέτοια έπρεπε να φροντίζει για την εμφάνιση της καθεμιάς χωριστά. Εκείνη έλεγχε αν είχαμε χτενιστεί, αν τα πόδια μας ήταν καθαρά (όλες, με εξαίρεση κάποια ηλικιωμένη, ζούσαμε ξυπόλυτες) κι αν η ποδιά που φορούσαμε στη λειτουργία δεν ήταν βρόμικη, σκισμένη ή κακοσιδερωμένη. Έλεγχε επίσης αν η γονυκλισία γινόταν σωστά· αν κάποια δεν έκλινε το γόνατο ώσπου ν' ακουμπήσει στο έδαφος, τη σήκωνε απ' τις κοτσίδες και την ανάγκαζε να την επαναλάβει τρεις και τέσσερις φορές. Στο παρεκκλήσι, όπως και στην τραπεζαρία, οι θέσεις ήταν καθορισμένες, οι μικρότερες ήμασταν πιο κοντά στην Αγία Τράπεζα. Οι καλόγριες είχαν από ένα γονατιστήριο κι ένα στασίδι η καθεμιά, τοποθετημένα στρατηγικά στο πέρασμα της εισόδου, έτσι ώστε να μπορούν να εποπτεύουν όλες τις κινήσεις και τις χειρονομίες μας.
Οι προσευχές που λέγαμε ήταν όλες στα λατινικά και τις μαθαίναμε απέξω χωρίς κανείς να μας έχει εξηγήσει ποτέ το νόημα αυτών που λέγαμε, το σημαντικό ήταν να τις απαγγέλλουμε με αφοσίωση, σε τόνο δυνατό ή γλυκό παρακλητικό ή δραματικό που μας είχαν διδάξει εκείνες.
Όλες τις μέρες χωρίς εξαίρεση ερχόταν ένας ιερέας για να τελέσει τη λειτουργία, συνήθως ήταν ο ίδιος. Όταν φτάσαμε, ιερέας ήταν ο πάτερ Μπακάους, έτσι το προφέραμε εμείς, αλλά ήταν Γερμανός. Ψηλόλιγνος σαν βελόνι, πάντα βρόμικος κι αναμαλλιασμένος, το σώμα του ανάδινε μια δυνατή οσμή από βάμμα ιωδίου, Μενθολάτουμ ανακατεμένο με λιβάνι και καμένο κερί. Εκείνος ήταν ο μοναδικός άντρας κι ο μοναδικός άνθρωπος που ερχόταν από τον κόσμο και είχαμε δικαίωμα να δούμε. Ο πάτερ Μπακάους τελούσε τη λειτουργία με ταχύτητα ανεμοστρόβιλου, έτρεχε τόσο γρήγορα απ' τη μια μεριά της Αγίας Τράπεζας στην άλλη, ώστε όταν γύριζε για να πει το dominus bobiscum ή για να δώσει την ευλογία του, οι μικρούλες που ήμασταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα ακούγαμε το θόρυβο που έκαναν το φαιλόνιο και το στιχάριο σκίζοντας τον αέρα. Δεν έλεγε μόνο τη λειτουργία με μεγάλη ταχύτητα, αλλά ήταν και τόσο ατσούμπαλος που δεν υπήρχε μέρα που να μη ρίξει ή ένα βάζο ή ένα κηροπήγιο ή το Μισάλ απ' το αναλόγιο, ή ν' αναποδογυρίσει τα κανατάκια με το κρασί και το νερό πάνω στην Αγία Τράπεζα. Η σόλα στο ένα του παπούτσι ήταν πάντα ξεκολλημένη και πιανόταν στο χαλί, ανελλιπώς, κάθε φορά που έμπαινε μέσα· κρατώντας και με τα δυο χέρια το Δισκοπότηρο, τον βλέπαμε να πέφτει μπροστά, σχεδόν μέχρι ν' ακουμπήσει κάτω, αλλά πάντα την τελευταία στιγμή κατάφερνε να ισιώσει το κορμί και να βρει την ισορροπία του, και φυσικά εμείς πεθαίναμε απ' τα γέλια. Εκείνος, ναι, έκανε τις γονυκλισίες ακουμπώντας το γόνατο στο πάτωμα τόσο βίαια, που η Αγία Τράπεζα και τα φωτοστέφανα των αγίων δονούνταν για κάμποση ώρα. Οι καλόγριες είχαν ζητήσει πολλές φορές να τον αλλάξουν, αλλά τους απαντούσαν πως υπήρχε έλλειψη κληρικών.
Τις Κυριακές μας εξηγούσε το Ευαγγέλιο σε ισπανοποιημένα γερμανικά, μιλούσε με την ταχύτητα που κινούνταν.
Μετά τη λειτουργία μάς έδινε την Ευχαριστιακή ευχή· όταν χρησιμοποιούσε το θυμιατό, το έστελνε σχεδόν ως το ταβάνι, εμείς κλείναμε τα μάτια και κατεβάζαμε το κεφάλι περιμένοντας το χτύπημα.
Κατά τη διάρκεια της Ευχής, τα κορίτσια που ανήκαν στη χορωδία σηκώνονταν και στεκόντουσαν γύρω από το αρμόνιο που έπαιζε η διευθύντρια, η αδελφή Ντολόρες. Οι ύμνοι ήταν κι αυτοί στα λατινικά, εκείνη ήταν η στιγμή που μου άρεσε περισσότερο και δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάζω πίσω για να βλέπω πώς τραγουδούσαν. Φυσικά, η αδελφή Τερέζα μου γέμιζε τα χέρια τσιμπιές. Αφού ήμουν η πιο μικρή, η θέση μου ήταν δίπλα της για να μου μαθαίνει όλα όσα έπρεπε να κάνω.
Όταν ηχούσε το όργανο, δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά μου κι έπεφταν πάνω στα χέρια μου, που έπρεπε να τα έχω σταυρωμένα πάνω στον πάγκο. Εκείνο το αρμόνιο μου θύμιζε πάντα την πιανόλα του θεάτρου στη Φουσαγασουγά και μου φαινόταν πως εκείνη η εποχή ήταν η πιο ευτυχισμένη απ' όλες γιατί ήμουν ελεύθερη κι έκανα ό,τι ήθελα, το μοναστήρι μού φαινόταν φοβερά θλιβερό και τα υπόλοιπα κορίτσια δεν μ' ενδιέφεραν καθόλου.
Βγαίναμε από το παρεκκλήσι στις επτά, αλλάζαμε τις ποδιές της λειτουργίας μ' εκείνες της δουλειάς και κάναμε σειρά για να μπούμε στην τραπεζαρία. Για πρωινό μάς έδιναν μια κούπα ζαχαρόνερο, που συνήθως ήταν κρύο, κι ένα μαύρο ψωμάκι στην καθεμιά. Τελειώνοντας μία μία, έβγαινε για ν' αρχίσει τις δουλειές, την καθαριότητα του οίκου δηλαδή.
Την πρώτη κάθε μήνα διάβαζαν τη λίστα με τις δουλειές για ολόκληρο το μήνα. Όσες είχαν συμπεριφερθεί καλά όλο το μήνα, τις αντάμειβαν δίνοντάς τους τις πιο εύκολες δουλειές: το σκούπισμα κάποιου διαδρόμου ή μιας από τις τέσσερις σκάλες, να καθαρίσουν τα κάγκελα, τα τζάμια, να σκουπίσουν την αίθουσα του κεντήματος ή τους κοιτώνες. Σ' αυτές που κεντούσαν καλά έδιναν επίσης εύκολες δουλειές για να μην καταστρέφουν τα χέρια τους. Η εργασία που ήταν το μεγαλύτερο βραβείο ήταν η απασχόληση στο σκευοφυλάκιο και το παρεκκλήσι, σ' εκείνο το πόστο έφταναν μονάχα οι μεγαλύτερες και με την προϋπόθεση της άψογης συμπεριφοράς. Οι δουλειές της τιμωρίας ήταν η κουζίνα, να πλύνουμε τις τεράστιες κατσαρόλες του φαγητού, να πλύνουμε τους κάδους των σκουπιδιών, να σφουγγαρίσουμε γονατιστές τις αυλές και τους διαδρόμους, αλλά το χειρότερο απ' όλα, που το φύλαγαν για τις πιο ατίθασες, ήταν το καθάρισμα των καμπινέδων. Όπως σου έλεγα, υπήρχαν μονάχα πέντε για σχεδόν διακόσια άτομα, που επιπλέον μπορούσαν να τους χρησιμοποιήσουν μόνο την ίδια ώρα, εκείνο το θέαμα δεν μπορώ να στο περιγράψω. Ήταν πολύ μικροί, χωρίς τρεχούμενο νερό, τρύπες στο δάπεδο, τσιμεντένιο το δάπεδο πάνω από τις τρύπες, και κολλημένα στο τσιμέντο κάτι κιβώτια τετράγωνα με μια στρογγυλή τρύπα στο κέντρο. Τα περισσότερα κορίτσια προέρχονταν από την ύπαιθρο και συμπεριφέρονταν όπως στην ύπαιθρο. Οι καλόγριες, σίγουρα από ντροπή, δεν έκαναν τίποτα για να μας εκπαιδεύσουν σ' αυτό τον τομέα, οπότε εκτός από τ' αποπατήματα υπήρχαν και στοίβες πανιών σε όλα τα χρώματα. Σε διαβεβαιώ πως είναι ό,τι πιο αηδιαστικό έχω δει στη ζωή μου. Και κάθε μέρα φυσικά έπρεπε να μαζεύουμε όλα εκείνα τα πανιά και τις ακαθαρσίες και να πλένουμε με πολύ νερό και με τη σκούπα και να στέλνουμε όλη τη βρομιά ως το σιφόνι της κοντινής αυλής, ύστερα να ετοιμάζουμε ζεστό νερό με κρεολίνη μέσα για ν' απολυμάνουμε τους καμπινέδες και την αυλή. Οι δουλειές, με εξαίρεση τις τουαλέτες, έπρεπε να έχουν τελειώσει στις οκτώ, που ήταν η ώρα που μπαίναμε στα εργαστήρια. Τα εργαστήρια ήταν τέσσερα, το πιο σημαντικό κι εκείνο που έφερνε τα περισσότερα χρήματα στο μοναστήρι ήταν το εργαστήριο των χειροποίητων κεντημάτων. Το δεύτερο, της μοδιστρικής και κοπτοραπτικής, βρισκόταν επίσης, όπως και του κεντήματος, στο δεύτερο όροφο. Στο ισόγειο, μοιρασμένες σε διαφορετικές αυλές, βρίσκονταν η αίθουσα μανταρίσματος και πλεκτικής και το ιματιοφυλάκιο, και στην τέταρτη αυλή, κοντά στο αίθριο, το πλυσταριό με το σιδερωτήριο.
Οι δικές μας οι ζωές δεν είχαν μέλλον και η μοναδική μας φιλοδοξία ήταν να περάσουμε από το μοναστήρι κατευθείαν στον Παράδεισο χωρίς ν' ακουμπήσουμε τον κόσμο.
Οι ζωές μας ήταν προσανατολισμένες σε δυο μοναδικούς παράλληλους στόχους: δουλειά στο μέγιστο για να κερδίσουμε αυτό που τρώγαμε και, σύμφωνα με τις μοναχές, να σώσουμε τις ψυχές μας, προστατεύοντάς τες από τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά το αντίτιμο που πληρώναμε για να σώσουμε τις ψυχές μας αντιπροσώπευε για μας δέκα ώρες δουλειάς καθημερινά. Δεν είχαν σημασία ούτε η ηλικία ούτε οι ικανότητες, για όλες υπήρχε πάντα μια δουλειά. Εμείς δεν βλέπαμε ποτέ τους ανθρώπους που αγόραζαν τον καρπό της δουλειάς μας, οι καλόγριες ήταν εκείνες που μιλούσαν μαζί τους. Γνωρίζαμε εξ ονόματος κάποιες πελάτισσες, επειδή οι καλόγριες μας μιλούσαν για κείνες για να μας πουν πως ήταν πολύ απαιτητικές και πως εξέταζαν λεπτομερώς κάθε προϊόν. Υπήρχε μια κυρία Σιέρρα που παράγγελνε σεντόνια και κεντητά τραπεζομάντιλα, αλλά οι καλύτερες πελάτισσες ήταν κάποιες κυρίες που τις ονόμαζαν «οι Τουρκάλες»· εκείνες έφερναν ατελείωτα μέτρα από τα ομορφότερα λινά για να τους κάνουμε τραπεζομάντιλα και σεντόνια. Οι δουλειές για τις Τουρκάλες ήταν οι πιο σημαντικές, έφερναν οι ίδιες τα σχέδια, που ήταν πάντα πολύπλοκα· στα τραπεζομάντιλα δεν έμενε ούτε ένα εκατοστό λινού που να μην ήταν δουλεμένο. Παράγγελναν επίσης μεταξωτά εσώρουχα και νυχτικά κεντημένα ως τα νύχια. Για τους κοσμικούς γάμους της Μπογκοτά, του Κάλι και του Μεδεγίν, μας ανέθεταν όλο το προικιό, το ίδιο και τα βαφτιστικά για τις κοσμικές βαφτίσεις. Από τις εκκλησίες κι από άλλα μοναστήρια μάς ανέθεταν φαιλόνια, μανδύες, στιχάρια, επιμανίκια, καλύμματα για την Αγία Τράπεζα. Μία από τις ειδικότητες του μοναστηριού ήταν τα χρυσά μπροκάρ. Στο κέντημα με χρυσό, όχι μονάχα ο χειρισμός της κλωστής και του καρουλιού είναι πολύ δύσκολος και λεπτός, αλλά και πολύ λίγες είχαν καλό χέρι... Δηλαδή, σε πολλές η χρυσοκλωστή μαύριζε στα χέρια τους. Οι μοναχές το έλεγαν αυτό δυσκρασία· εκείνη που είχε δυσκρασία δεν μπορούσε ν' ακουμπήσει τον χρυσό, παρότι ήξερε να τον χειριστεί, γιατί έχανε όλη του τη λάμψη. Ο στρατός μάς έστελνε πολλή δουλειά για σημαίες και εμβλήματα για τις γιορτές και τις παρελάσεις, κάθε σύνταγμα χρειαζόταν μια σημαία με το όνομα του τάγματος κεντημένο με χρυσό και τα αντίστοιχα διακριτικά. Οι καθολικές οργανώσεις του Σαν Βισέντε, του Σαν Αντόνιο, οι Καρμελίτας, οι Θυγατέρες της Καρδιάς του Ιησού, οι Θυγατέρες της Καρδιάς της Μαρίας, κτλ. κτλ., όλες μάς ανέθεταν λάβαρα για τις λιτανείες. Είχαμε επίσης δουλειές από το Προεδρικό Μέγαρο.
Σ' εσένα, αγαπημένε Χερμάν, όλα αυτά μπορεί να φαίνονται πολύ κατανοητά, αλλά για μας, που ποτέ δεν είδαμε ούτε την άκρη της μύτης των ανθρώπων που έπαιρναν τη δουλειά μας και αγνοούσαμε τα πάντα για τα πάντα, εκείνο το συνονθύλευμα, η δουλειά, οι Τουρκάλες, οι αξιωματικοί του πεζικού, οι Θυγατέρες της Καρδιάς της Μαρίας, η μπάντα για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η μίτρα του Επισκόπου, οι κεντημένες πιτζάμες των διπλωματών, όλη εκείνη η πολυλογία μαζί με τις δεήσεις στα λατινικά και τη μόνιμη φράση σαν μουσική στο βάθος, «στον κόσμο», «για τον κόσμο», «έρχεται ο κόσμος», επειδή όλα όσα συνέβαιναν στο μοναστήρι δεν συνέβαιναν στον κόσμο... όχι, δεν ήταν. Τα πάντα ήταν του κόσμου εκτός από μας... Δεν είχαμε δικαίωμα να ζητήσουμε εξηγήσεις για τίποτα, ο κόσμος ήταν αμαρτία, τελεία και παύλα· γι' αυτό στις προσευχές μας, τόσο πριν αρχίσει η δουλειά όσο και το βράδυ, πάντα λέγαμε μερικά πατερημών για τους αμαρτωλούς πελάτες μας που μας ευεργετούσαν με τις δουλειές τους για να μπορούμε εμείς να τρώμε και να σώνουμε τις ψυχές μας.
Φυσικά, εκείνη η επιμονή πάνω στο ίδιο θέμα είχε καταφέρει να μας πείσει πως ήμασταν τα πιο τυχερά και ευτυχή πλάσματα. Γι' αυτό το λόγο δεν μας πέρασε από το μυαλό ποτέ ούτε να διαμαρτυρηθούμε ούτε ν' απαιτήσουμε δικαιοσύνη. Οι δικές μας οι ζωές δεν είχαν μέλλον και η μοναδική μας φιλοδοξία ήταν να περάσουμε από το μοναστήρι κατευθείαν στον Παράδεισο χωρίς ν' ακουμπήσουμε τον κόσμο. Στον Παράδεισο μας περίμεναν, με ανοιχτές αγκάλες και ουράνιες ψαλμωδίες, οι άγιοι, οι άγγελοι, οι αρχάγγελοι και τα χερουβείμ, που θα μας οδηγούσαν μέσ' από τα σύννεφα στους αιώνες των αιώνων προς τη Βασιλεία του Θεού και της Παναγιάς Παρθένας.
Ο μοναδικός μας εχθρός ήταν ο Διάβολος. Για το Διάβολο τα ξέραμε όλα, ξέραμε περισσότερα για το Διάβολο παρά για το Θεό. Γνωρίζαμε όλα του τα τεχνάσματα, όλα τα μέσα που χρησιμοποιούσε για να μας ρίξει στην αμαρτία. Την Κόλαση τη γνωρίζαμε επίσης ως την τελευταία της γωνιά. Είχαμε την εντύπωση ότι μπορούσαμε να τη διασχίσουμε με κλειστά τα μάτια, γνωρίζαμε πώς ήταν τα καζάνια με το βραστό λάδι όπου ο Διάβολος έριχνε τους αμαρτωλούς γυμνούς κι ύστερα τους έβγαζε και τους έγδερνε κομμάτι κομμάτι. Είχε τεράστιες σιδερένιες τρίαινες με τις οποίες ανακάτευε τις ψυχές στα καμίνια της φωτιάς, σαν να ήταν κομματάκια κρέας μέσα στην κατσαρόλα. Διέθετε εκατομμύρια αλυσίδες με τις οποίες σε έδενε για να σε σύρει σε δρόμους και βουνά που ήταν σπαρμένα με σπασμένα γυαλιά κι αγκάθια. Ο Διάβολος ήταν σπουδαίος, πολύ ευέλικτος, μπορούσε να κάνει διασκελισμούς πολλών μέτρων, ήταν πάντα ντυμένος στα κόκκινα ή με φωσφοριζέ πράσινα, τα μαλλιά του ήταν πάντα ανασηκωμένα προς τα πάνω κι είχε και κέρατα όπως οι ταύροι, τα μάτια του ήταν κίτρινα και πετούσαν φωτιές, τα νύχια του πολύ μακριά και πράσινα, τα δόντια μεγάλα όπως των γαϊδουριών κι όταν άνοιγε το στόμα του έβγαιναν φρικτές οσμές από θειάφι. Η Κόλαση ήταν γεμάτη σκοτεινές σπηλιές όπου κρατούσε κλεισμένα τρομερά ζώα που εμείς δεν γνωρίζαμε αλλά που τα έλεγαν λιοντάρια, ερπετά, κροκόδειλους και πολλά άλλα, μεγάλα και μικρά, όλα όμως τρομερά. Αν κάποιος είχε αμαρτήσει με τα μάτια, ο Διάβολος του τα έβγαζε με κάτι πυρωμένες βελόνες, κι αν είχε αμαρτήσει με το στόμα, εκείνος του έκοβε τη γλώσσα κομματάκια. Τίποτα δεν αγνοούσαμε για το Διάβολο, και δεν μας άφηναν να τον ξεχάσουμε κιόλας... Αν τραβούσαμε τις ίνες από τις κλωστές, μας έλεγαν πως ο Διάβολος θα τις έπαιρνε για να μας βασανίσει μ' αυτές στην Κόλαση, το ίδιο κι αν πετούσαμε κάτι φαγώσιμο. Αν δεν εξομολογιόμαστε και κοινωνούσαμε εν αμαρτία, το κορμί μας θα γέμιζε απαίσιες πληγές όπου ο Διάβολος θα έβαζε πράσινα, κόκκινα και κίτρινα σκουλήκια που θα μας καταβρόχθιζαν.
Η αδελφή Ντολόρες Καστανιέδα ήταν η Ηγουμένη. Ψηλή, πολύ ντελικάτη, με λευκό δέρμα, σχεδόν διάφανο, κάτι θεϊκά χέρια που τα είχε πάντα σταυρωμένα πάνω στο στήθος σφίγγοντας τον Εσταυρωμένο που κρεμόταν απ' το λαιμό της με μια αλυσίδα, ήταν αυτή που έπαιζε αρμόνιο στο παρεκκλήσι. Δεν μας χτύπησε ποτέ, δεν μας φώναξε ποτέ, δεν μας ταπείνωσε ποτέ, στα χείλη της υπήρχε πάντα ένα αγγελικό χαμόγελο γεμάτο καλοσύνη. Εμείς τη λατρεύαμε. Εκείνο το αγγελικό πλάσμα μάς έδινε κάθε βράδυ (πριν μπούμε στο παρεκκλήσι για τις τελευταίες νυχτερινές προσευχές) ένα είδος ομιλίας ή διάλεξης, εμείς το λέγαμε «η καληνύχτα της διευθύντριας».
Ευθυτενής, με την κομψή της περπατησιά και το αιώνιο χαμόγελό της, έβγαινε από το γραφείο της στο διάδρομο όπου, σε σειρές των έξι, την περιμέναμε κάθε βράδυ. «Καλησπέρα, αδελφή Ηγουμένη», φωνάζαμε όλες μαζί· εκείνη ύψωνε το πανέμορφο λευκό της χέρι και μας ευλογούσε. Περίμενε να κάνουμε απόλυτη ησυχία κι άρχιζε τη διάλεξή της. Αν κατά τη διάρκεια της ημέρας κάποια ή κάποιες είχαν διαπράξει κάποιο σοβαρό ατόπημα, μιλούσε γι' αυτό, μαλώνοντάς μας την ίδια στιγμή που μας συμβούλευε, και μας ορμήνευε με μια εκπληκτική καλοσύνη. Αν την επόμενη μέρα ήταν η γιορτή κάποιου σημαντικού αγίου, του Σαν Χοσέ, του Σαν Αντόνιο, του Σαν Ιγνάσιο ή του Σαν Χουάν Μπόσκο, τότε μας μιλούσε για κείνους τους αγίους και μας αφηγούνταν περιστατικά από τους βίους τους. Αν ήταν ο μήνας της Παναγίας, μας μιλούσε για την Παρθένο· αν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, μας μιλούσε για το πώς είχε γεννηθεί ο μικρός Ιησούς· αν ήταν Πάσχα, για τα πάθη του Χριστού. Αλλά όταν δεν ήταν τίποτα, πράγμα που συνέβαινε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, τότε μας μιλούσε για το αγαπημένο της θέμα: το Διάβολο.
Τι εκπληκτική φαντασία! Για είκοσι λεπτά κάθε φορά μας μιλούσε για κείνον χωρίς να επαναλαμβάνεται ποτέ· πάντα έβρισκε καινούργια παραδείγματα, καινούργια σχήματα και χρώματα για να μας εξηγήσει πώς ήταν η Κόλαση. Κάθε φορά μας αποκάλυπτε όλο και περισσότερους τρόπους βασανισμού, τον ένα χειρότερο απ' τον άλλο. Αναμφίβολα ο Διάβολος ήταν ο αγαπημένος της χαρακτήρας και ρόλος. Οι ικανότητες της μεγάλης δραματικής ηθοποιού έφταναν στην υπέρβαση στο ρόλο της ως Διαβόλου· το στόμα της στράβωνε σε χίλιες κατευθύνσεις για να μιμηθεί τα πιο μακάβρια μουγκρητά και βρυχηθμούς· τα μάτια της, συνήθως γλυκά, εκτροχιάζονταν και γυρνούσαν γύρω γύρω· η φωνή της έπαιρνε κάθε δυνατό τόνο, οι παύσεις ήταν μεγάλες, τα όμορφα χέρια της μεταμορφώνονταν σε αποτρόπαια εργαλεία βασανισμού κι εμείς την ακούγαμε χωρίς ν' ανοιγοκλείνουμε τα βλέφαρα και σχεδόν χωρίς ν' αναπνέουμε, με το καρδιοχτύπι του τρόμου. Θυμάμαι πως ένα βράδυ, κατά τη διάρκεια μιας από τις περίφημες περιγραφές της του Διαβόλου και της Κόλασής του, ακριβώς στο πιο μακάβριο σημείο της αφήγησης, τα δυο γατιά που είχαν πάντα κλειδωμένα στο αρτοποιείο το έσκασαν, και με φοβερή ταχύτητα, κυνηγώντας το ένα το άλλο, πέρασαν σαν τρελά ανάμεσα στα πόδια μας. Φυσικά, κανείς μας δεν είδε τα γατιά ούτε τα σκέφτηκε, όλες σκεφτήκαμε το Διάβολο κι άρχισε ο πανικός· πέσαμε όλες πάνω στην Ηγουμένη σαν χιονοστιβάδα, η οποία έπεσε κάτω, πάει το βέλο κι ο Εσταυρωμένος, κομμάτια τα μανίκια της, αφού καθεμιά από μας της είχε σκίσει ένα κομματάκι από κάτι για ν' αμυνθεί απέναντι στο Διάβολο. Εκείνη ήταν για μας η ίδια η αγιοσύνη και ο μοναδικός τρόπος να σωθούμε ήταν να πάρουμε ένα κομμάτι της, όλα αυτά μέσα σε κραυγές, φωνές κι αποσπάσματα από διάφορες προσευχές. Όταν οι άλλες μοναχές ήρθαν να την τραβήξουν κάτω από τα πόδια μας, η καημένη ήταν περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή. Δεν την ξαναείδαμε για τρεις μέρες.
Και μη με μαλώνεις, γιατί αν εσύ νομίζεις πως αρκεί κάποιος να έχει τις ιδέες, εγώ σου λέω πως αν δεν ξέρει πώς να τις γράψει για να γίνουν κατανοητές, είναι σαν να μην είχε καθόλου ιδέες. Το κεφάλι μου είναι σαν δωμάτιο γεμάτο με παλιά πράγματα όπου δεν ξέρει κανείς πια τι υπάρχει και σε τι κατάσταση βρίσκεται. Αν δεν είχα κατά νου την απολαβή του ταξιδιού με την εξοχότητά σας στη Ρωσία, σου ορκίζομαι πως δεν θα συνέχιζα. Μη θλίβεσαι όμως, γιατί από τους θλιμμένους ανθρώπους επίσης επωφελείται ο Διάβολος.
Φιλιά στις Γκαμπριέλες σου και μια μεγάλη αγκαλιά.
ΕΜΜΑ, Παρίσι, 28/2/70
Ευχαριστούμε τις Εκδόσεις Ίκαρος για την άδεια αναδημοσίευσης
Info
Η ηθοποιός Μαρία Πρωτόπαππα διασκευάζει και ερμηνεύει θεατρικά το βιβλίο «Αναμνήσεις δι' αλληλογραφίας» στην παράσταση «ΕΜΜΑ».
Θέατρο οδού Κεφαλληνίας, Β' Σκηνή (Κεφαλληνίας 16, 210 8838727)
20/2-26/3, Δευ.-Τρ. 21:00
Εισ.: 10-15 €