«Το παρόν βιβλίο αποτελεί την καταγραφή ενός ταξιδιού αναψυχής. Αν ήταν η καταγραφή μιας σοβαρής επιστημονικής αποστολής, θα διέθετε το βαρύγδουπο ύφος, την εμβρίθεια και την εντυπωσιακή ακατανοησία που αρμόζουν σε ανάλογα έργα, και θα ήταν ανάλογα ελκυστικό. Ωστόσο, παρόλο που είναι η καταγραφή ενός πικ-νικ, έχει έναν στόχο: θέλει να δείξει στον αναγνώστη πώς, πιθανώς, θα "έβλεπε" ο ίδιος την Ευρώπη και την Ανατολή, αν την έβλεπε με τα δικά του μάτια και όχι με τα μάτια εκείνων που έχουν ταξιδέψει σε αυτές τις χώρες πριν απ' αυτόν».
Αυτά σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου του «Οι αφελείς ταξιδεύουν», που κυκλοφόρησε το 1869, ο Μαρκ Τουέιν – για την ακρίβεια ο δημοσιογράφος Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα. Ο μετέπειτα διάσημος συγγραφέας πήρε μέρος το 1867 σε ένα από τα πρώτα μεγάλα οργανωμένα τουριστικά ταξίδια με τη χρηματοδότηση της εφημερίδας «Alta California», ώστε να καταγράψει ό,τι θα συναντούσε κατά τη διάρκεια της πεντάμηνης κρουαζιέρας. Το βιβλίο αυτό τον έκανε διάσημο ως συγγραφέα, ενώ υπήρξε το πιο δημοφιλές της συγγραφικής του καριέρας. Ανάμεσα στις χώρες που επισκέφτηκε ήταν η Ελλάδα, όπου η παρουσία του αποδείχτηκε επεισοδιακή.
«Οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απατεώνες και καταπατητές ολκής, αν ισχύουν τα κουτσομπολιά που ακούγονται, κι εγώ πιστεύω πως ισχύουν».
Όταν το καράβι έφτασε στον Πειραιά, γεμάτο επιβάτες που ανυπομονούσαν να δουν την Ακρόπολη από κοντά, ο διοικητής του Πειραιά τούς ενημέρωσε ότι θα έπρεπε ή να αποπλεύσουν ή να παραμείνουν σε καραντίνα έξω από το λιμάνι για έντεκα ολόκληρες μέρες. Τελικά, αποφασίστηκε να μείνουν μόνο μερικές ώρες για ανεφοδιασμό και την επομένη το πρωί να ξεκινήσουν για Κωνσταντινούπολη. Ο συγγραφέας, αφού προσπαθεί από μακριά να «μαντέψει» την ταυτότητα τον ναών πάνω στον Ιερό Βράχο, τελικά το βράδυ αποφασίζει να το σκάσει με άλλους τρεις από το πλοίο με μια μικρή βάρκα για να επισκεφτούν το αντικείμενο του πόθου τους. Μετά από εξαντλητικό περπάτημα και κυνηγημένοι από τα σκυλιά, οι τέσσερις άντρες εν τέλει τα καταφέρνουν.
«Σύντομα φτάσαμε σε μια σειρά ανοιχτών τάφων, σκαμμένων στον συμπαγή βράχο –(για ένα διάστημα κάποιος από αυτούς έκανε χρέη φυλακής για τον Σωκράτη)–, κάναμε τον γύρο της πλαγιάς και η Ακρόπολη, και όλο το αρχαίο μεγαλείο της, εμφανίστηκε απρόσμενα μπροστά μας! Διασχίσαμε βιαστικά το φαράγγι, ανεβήκαμε ένα ανεμοδαρμένο μονοπάτι και βρεθήκαμε στην αρχαία Ακρόπολη, με τα τείχη του περίφημου οχυρού της να υψώνονται πάνω από το κεφάλι μας. Δεν σταθήκαμε να επιθεωρήσουμε τους συμπαγείς όγκους μαρμάρου, ή να μετρήσουμε το ύψος τους, ή να κάνουμε υποθέσεις για το ασυνήθιστο πάχος τους, αλλά διασχίσαμε αμέσως έναν θολωτό διάδρομο που θύμιζε σιδηροδρομικό τούνελ και κατευθυνθήκαμε προς την πύλη που οδηγεί στους αρχαίους ναούς. Ήταν κλειδωμένη! Οπότε, μετά απ' όλα αυτά, φαίνεται πως δεν ήταν γραφτό να σταθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με τον μεγάλο Παρθενώνα. Καθίσαμε κάτω και συγκαλέσαμε πολεμικό συμβούλιο. Αποτέλεσμα: η πύλη ήταν μια φτηνή ξύλινη κατασκευή – θα την σπάγαμε. Έμοιαζε με ιεροσυλία, αλλά είχαμε έρθει από μακριά και η κατάσταση ήταν επείγουσα. Δεν μπορούσαμε να ψάχνουμε για ξεναγούς και φύλακες – έπρεπε να επιστρέψουμε στο πλοίο πριν από το ξημέρωμα. Οπότε καταστρώσαμε το σχέδιό μας. Η απόφαση ήταν εύκολη, αλλά όταν ήρθε η ώρα να σπάσουμε την πύλη, δεν τα καταφέρναμε. Στρίψαμε σε μια γωνία του τοίχου και ανακαλύψαμε έναν χαμηλό προμαχώνα –γύρω στα οκτώ πόδια ύψος απέξω– γύρω στα δέκα με δώδεκα πόδια ύψος στο εσωτερικό. Ο Ντένι ετοιμάστηκε να σκαρφαλώσει κι εμείς ήμασταν έτοιμοι να ακολουθήσουμε. Με μεγάλες προσπάθειες κατάφερε τελικά να ανέβει στην κορυφή, αλλά μερικές πέτρες ξεκόλλησαν και έπεσαν με θόρυβο στον εσωτερικό αυλόγυρο. Αμέσως ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα και μία φωνή. Ο Ντένι πήδηξε από τον τοίχο και υποχωρήσαμε ατάκτως προς την πύλη. Ο Ξέρξης κατέλαβε τη φοβερή Ακρόπολη τετρακόσια ογδόντα χρόνια πριν από την έλευση του Χριστού, όταν ένα στράτευμα πέντε εκατομμυρίων στρατιωτών τον ακολούθησε στην Ελλάδα, κι αν εμείς, οι τέσσερις Αμερικανοί είχαμε καταφέρει να μην κάνουμε φασαρία πέντε λεπτά ακόμα, θα την είχαμε καταλάβει επίσης. Η φρουρά έκανε την εμφάνισή της – τέσσερις Έλληνες. Μαζευτήκαμε στην πύλη και μας επέτρεψαν την είσοδο [Δωροδοκία και διαφθορά]».
Οι εντυπωσιασμένοι Αμερικανοί μπαινοβγαίνουν μέσα στους ναούς, θαυμάζουν τον επιβλητικό Παρθενώνα, «συνομιλούν» με τα διάσπαρτα αγάλματα και κάποια στιγμή φτάνουν στις επάλξεις της Ακρόπολης:
«Η πανσέληνος είχε αρχίσει πια να ανεβαίνει ψηλά. Προχωρήσαμε απρόσεκτα και χωρίς δεύτερη σκέψη μέχρι τις αιωρούμενες στο κενό επάλξεις της Ακρόπολης και κοιτάξαμε κάτω – τι θέαμα! Τι υπέροχο θέαμα! Η Αθήνα υπό το σεληνόφως! Ο προφήτης που νόμισε ότι του αποκαλύφθηκε το μεγαλείο της Ιερουσαλήμ είναι σίγουρο πως στην πραγματικότητα είδε την Αθήνα! Απλωνόταν σε μια επίπεδη πεδιάδα κάτω από τα πόδια μας –σαν ένας τεράστιος πίνακας– κι εμείς την κοιτούσαμε σαν να βρισκόμαστε σε αερόστατο. Δεν είδαμε κάτι που να θυμίζει δρόμο, αλλά κάθε σπίτι, κάθε παράθυρο, κάθε στριφογυριστό αμπέλι, κάθε προεξοχή διακρινόταν τόσο καθαρά, λες και ήταν καταμεσήμερο, ενώ ταυτόχρονα δεν υπήρχε καμία αντανάκλαση, καμία λάμψη, τίποτα τραχύ ή απωθητικό – η σιωπηλή πόλη κολυμπούσε στο πιο γλυκό φως που έριξε ποτέ η σελήνη κι έμοιαζε με ζωντανό πλάσμα που έχει βυθιστεί στον πιο γαλήνιο ύπνο. Στην πιο μακρινή άκρη της πόλης υπήρχε ένας μικρός ναός, του οποίου οι ντελικάτοι κίονες και η διακοσμημένη πρόσοψη αιχμαλώτιζε το μάτι σαν να το μάγευε με τη στιλπνότητά της, και εκεί κοντά οι κρεμώδεις τοίχοι του παλατιού του βασιλιά συνόρευαν με τη ζούγκλα ενός μεγαλοπρεπούς κήπου που λαμπύριζε κάτω από μια βροχή από σκόρπια κεχριμπαρένια φώτα – μια βροχή από χρυσές σπίθες που έχαναν τη φωτεινότητά τους μπροστά στη λάμψη της σελήνης και αστραποβολούσαν πάνω σε μια θάλασσα σκουρόχρωμου φυλλώματος, όπως τα χλωμά αστέρια πάνω στο γαλαξία. Από πάνω μας οι επιβλητικοί κίονες, μεγαλοπρεπείς ακόμα μέσα στη φθορά τους –κάτω από τα πόδια μας η ονειρεμένη πόλη, στο βάθος η ασημένια θάλασσα–, σε ολόκληρη τη γη δεν υπάρχει πουθενά πιο όμορφη εικόνα!»
Με σκοπό να προλάβουν να επιστρέψουν πριν από το ξημέρωμα στο πλοίο, οι άντρες παίρνουν βιαστικά τον δρόμο της επιστροφής μέσα από τα αμπέλια, τα οποία αποδεικνύονται μεγάλος πειρασμός:
«Καθώς προχωρούσαμε, αρχίσαμε να ξεπερνάμε τους φόβους μας και έπαψε να μας απασχολεί η αστυνομία και οποιοσδήποτε άλλος. Γίναμε τολμηροί και ριψοκίνδυνοι και μια φορά, σ' ένα απρόσμενο ξέσπασμα θάρρους, έφτασα να πετάξω μια πέτρα σ' έναν σκύλο. Το ευχάριστο, βέβαια, ήταν πως δεν τον χτύπησα, γιατί το αφεντικό του μπορεί να ήταν αστυνομικός. Παίρνοντας κουράγιο από αυτή την ευτυχή αποτυχία μου, το θράσος μου ξεπέρασε τα όρια και κατά διαστήματα άρχισα να σφυρίζω, αν και σε αρκετά χαμηλό τόνο. Αλλά το θράσος τρέφει κι άλλο θράσος και πολύ σύντομα εισέβαλα σ' έναν αμπελώνα –κάτω από το δυνατό φως του φεγγαριού– και έκοψα ένα γαλόνι υπέροχα σταφύλια, χωρίς να δώσω καν σημασία στην παρουσία ενός χωρικού που περνούσε καβάλα στο μουλάρι του. Ο Ντένι και ο Μπιρτς ακολούθησαν το παράδειγμά μου. Τώρα πια είχα στη διάθεσή μου σταφύλια για μια ντουζίνα άτομα, αλλά ο Τζάκσον είχε κι αυτός ξεσηκωθεί κι ένιωσε υποχρεωμένος να μπει κι εκείνος σ' έναν αμπελώνα. Το πρώτο τσαμπί που έκοψε του έφερε μπελάδες. Ένας βρόμικος, γενειοφόρος αγριάνθρωπος εμφανίστηκε φωνάζοντας στον δρόμο, κουνώντας ένα μουσκέτο υπό το φως του φεγγαριού. Το σκάσαμε προς την κατεύθυνση του Πειραιά – όχι τρέχοντας, βέβαια, απλώς περπατώντας πιο γρήγορα».
Η παρουσία τους έχει γίνει αντιληπτή και η επιστροφή τους επιτηρείται πλέον από τους αγροφύλακες, οι οποίοι προβαίνουν σε μια ιδιότυπη «σκυταλοδρομία», ώστε να προστατέψουν τη σοδειά. Ο συγγραφέας δεν θα διστάσει, αν και κλέφτης ο ίδιος στη συγκεκριμένη περίπτωση, να βγάλει τα ανάλογα συμπεράσματα και για τους Έλληνες:
«Κάθε αγρός στη μακριά διαδρομή μας φυλασσόταν από έναν οπλισμένο φρουρό, μερικοί εκ των οποίων είχαν αποκοιμηθεί, αναμφίβολα, αλλά ήταν διαθέσιμοι σε πρώτη ζήτηση. Αυτό δείχνει τι είδους χώρα είναι η σύγχρονη Αττική – μια κοινωνία με πολύ αμφίβολους χαρακτήρες. Αυτοί οι άντρες δεν βρίσκονταν εκεί για να προστατέψουν την ιδιοκτησία τους από τους ξένους αλλά για να προστατευτούν ο ένας από τον άλλο – γιατί οι ξένοι σπάνια επισκέπτονται την Αθήνα και τον Πειραιά, κι όταν το κάνουν, το κάνουν μέρα και μπορούν να αγοράσουν όσα σταφύλια θέλουν σχεδόν τσάμπα. Οι σύγχρονοι Έλληνες είναι απατεώνες και καταπατητές ολκής, αν ισχύουν τα κουτσομπολιά που ακούγονται, κι εγώ πιστεύω πως ισχύουν».
Φτάνοντας στο πλοίο, ενημερώνονται ότι και άλλοι επιβάτες επιδίωξαν να το σκάσουν – κάποιοι με ιδιαίτερη επιτυχία, και μάλιστα χωρίς περπάτημα. Ο συγγραφέας σημειώνει, κλείνοντας, το κεφάλαιο «Ελλάδα»:
«Σήμερα αποπλεύσαμε για Κωνσταντινούπολη, αλλά μερικοί από εμάς δεν ενδιαφέρονταν καθόλου πια. Είχαμε δει όλα όσα ήταν να δούμε στην αρχαία πόλη που χτίστηκε χίλια εξακόσια χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού και ήταν ήδη παλιά πριν καν χτιστούν τα θεμέλια της Τροίας – και είχαμε δει την πιο γοητευτική εικόνα της. Οπότε, γιατί να ενδιαφερόμαστε;»
Tα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Μαρκ Τουέιν «Καν-καν, γάτες και πόλεις από στάχτη», εκδόσεις Ασβός (2009), μετάφραση: Αγορίτσα Μπακοδήμου
σχόλια