Ποια ήταν η Παναγία, πέρα και μακριά από την άχραντη γυναικεία μορφή που αναπαράγει η ορθόδοξη αγιογραφία ή από την λεπτοκαμωμένη φιγούρα των καθολικών αγαλμάτων; Τι παραπάνω είναι γνωστό για ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της χριστιανικής αφήγησης, πέρα από το καλόγνωμο της ύπαρξης που έφερε στον κόσμο τον Θεάνθρωπο;
Πώς ήταν ως άνθρωπος; Πώς μιλούσε; Τι σκεφτόταν στην ενήλικη πια ζωή της η γυναίκα που επιφορτίστηκε με το μεγαλύτερο πόνο που θα μπορούσε να ζήσει μάνα; Πόσο περίεργο να μη σώζεται καμιά συνήθεια της, κανένα αίσθημα και καμιά μνήμη στην Καινή Διαθήκη και τα γνωστικά Ευαγγέλια, πόσο παράξενο –αν όχι από θρησκευτικής, τουλάχιστον από ιστορικής άποψης- το κεντρικό πρόσωπο της θεωρίας και της πράξης του χριστιανικού δόγματος να εμφανίζεται άφωνο, σχεδόν βουβό, ιστορικά αποσιωπημένο, να υπάρχει μόνο εντός του πέπλου της αγιοσύνης του.
Πόσο παράξενο –αν όχι από θρησκευτικής, τουλάχιστον από ιστορικής άποψης- το κεντρικό πρόσωπο της θεωρίας και της πράξης του χριστιανικού δόγματος να εμφανίζεται άφωνο, σχεδόν βουβό, ιστορικά αποσιωπημένο, να υπάρχει μόνο εντός του πέπλου της αγιοσύνης του.
Τεκμηριωμένες απαντήσεις γι’ αυτή τη σιωπή δεν υπάρχουν και με κόπο αποφεύγει κανείς τον πειρασμό να μη σκεφτεί ότι συνάδουν απολύτως με το επίμονο αγιοποιητικό marketing, που το σύνολο των θρησκειών ακολουθεί για να περιβάλλει τους ήρωες της εκάστοτε αφήγησης. Η Αγία Γραφή και η Καινή Διαθήκη δεν περιέχει πολλά στοιχεία για εκείνην, καθώς επικεντρώνεται –λένε οι επίσημες αιτιολογίες- στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού.
Όμως, στην χριστιανική ιστορία, από τη φύση της γεμάτη τρόμους και θαύματα, ανεξήγητα γεγονότα και καλοσύνη, γεμάτη από τις μαρτυρίες και τις εκδοχές των 12 Αποστολών, η απουσία μαρτυρίας και θέσεων της μοναδικής πανάχραντης γυναίκας της υπόθεσης, μοιάζει σχεδόν σπαρακτική · το ίδιο σπαρακτική με την ιστορία της, που αφηγήθηκαν άλλοι αντί αυτής. Πόσω μάλλον, όταν στο πρόσωπο της συγκεντρώνεται ο σεβασμός και το δέος πιστών απ’ όλο το φάσμα των θρησκευτικών δογμάτων: στους προσκυνηματικούς της Παναγίας τόπους συγκεντρώνονται για να προσευχηθούν όχι μόνο Χριστιανοί, αλλά και Μουσουλμάνοι, Βουδιστές, Εβραίοι, οι πάντες, δηλαδή, κάτω από μία Μητέρα.
Ποια ήταν, λοιπόν, αυτή η γυναίκα πέρα από το κορίτσι που μόλις 3 χρονών οδηγήθηκε στον Ναό και από εκεί θα έβγαινε μόνο μετά την εμφάνιση του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, έτοιμη να φέρει εις πέρας την ευθύνη της στην ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού, πάλι εν μέσω θαυμάτων και αφηγηματικών κενών, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μέγα –για τους χρόνους της- σκάνδαλο, αλλά τελικά οδήγησαν σε ένα νέο κεφάλαιο τον μέχρι τότε γνωστό κόσμο;
Κι αν δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες ιστορικά, δεν υπάρχουν καν πειστικές απαντήσεις για τον άνθρωπο, πέρα από τον θρησκευτικό θρύλο, για τη γήινη μορφή πριν την Πλατυτέρα των Ουρανών, για τη γυναίκα πριν την αιωνίως πάναγνη φιγούρα, απαντήσεις ιστορικά τεκμηριωμένες που να μην πολύ-ενοχλούν τη θρησκευτική αφοσίωση, δεν θα υπάρξουν.
Ό,τι πιο κοντά υπάρχει ως απάντηση σ’ αυτές τις απορίες –ανθρώπινες, καθόλου βλάσφημες- πιστών ή μη δίνονται από δυο πίνακες, μία ταινία και έναν λιτό πλην απολύτως ρεαλιστικό λογοτεχνικό μονόλογο. Στα τρία πρώτα –στους πίνακες του Τιντορέτο και του Τιτσιάνο, Η Σταύρωση και η Ανάληψη της Παναγίας, αντιστοίχως- και στην αναπαράσταση της Μαρίας στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Πιερ Πάολο Παζολίνι- βασίστηκε "Η Διαθήκη της Μαρίας", το μυθιστόρημα του τολμηρού, φιλοπερίεργου, σχεδόν γενναίου ιρλανδού συγγραφέα, Κολμ Τομπίν.
Η Μαρία θυμωμένη, τρομοκρατημένη, έξαλλη με τα καμώματα του γιου της, η Μαρία εξοργισμένη με την επιμονή των αποστόλων να της αποσπάσουν κάτι παραπάνω απ' όσα μπορεί να θυμόταν από τις μέρες της με τον Ιησού μετά τον τρόμο της Ανάστασης, η Μαρία αποκαρδιωμένη, αλλά διαυγής και αντιμέτωπη με τις δικές της ευθύνες να αφουγκράζεται τις (και πολιτικές) αλλαγές που έφερε ο γιος της στον κόσμο.
Δεν παρεκκλίνει ο Τομπίν από τον αφηγηματικό ρυθμό των Ευαγγελίων που φαίνεται να έχει μελετήσει διεξοδικά, δεν ψεύδεται. Απλώς μοιάζει να συναρμολογεί όσα παραλείπονται από την καταγραφή της σχέσης ανάμεσα σ’ αυτή τη μητέρα με τον γιο της: ο γάμος στην Κανά, με όλη την αξία των γεγονότων του για την οικονομία της εξέλιξης του Ιησού, φαντάζει ως μία τέτοια επεξηγηματική συναρμολόγηση. Η σχεδόν αυτούσια μεταφορά της βιβλικής αποστροφής του Ιησού προς την Παναγία, του ενήλικου πια προς τη μάνα που δεν τον ορίζει, -«…καὶ λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς Τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου / Κατά Ιωάννην, 2:4» (σ.σ.: «Τι δουλειά έχω εγώ με ‘σένα , γυναίκα; Δεν έχει έρθει ακόμη η ώρα μου»), αποτυπώνει και προαναγγέλλει τη μητρική, ανθρώπινη απόγνωση που κρύβει η απομάκρυνση τους, η απόσταση ενός Ιησού που ενημερώνει αυστηρά τη μητέρα του να μην εμπλέκεται στις υποθέσεις του.
Και απλώς, ο Τομπίν δίνει φωνή σ’ εκείνην που νιώθει αυτή την απόγνωση (και αισθήματα άλλα, καθόλου θεϊκά, αλλά απολύτως ανθρώπινα), ακριβώς όπως ο Τιντορέτο τη φαντάστηκε κάτω από τον Σταυρό, ο Τιτσιάνο την οραματίστηκε στη μετάβαση της στην άλλη ζωή, και ο Παζολίνι την έκανε να μοιάζει, όπως πραγματικά θα ήταν, μια γυναίκα ανήμπορη, καμένη από την τραγωδία, απογυμνωμένη από κάθε ωραιοποιημένη, εξιδανικευμένη εκδοχή της.
Είναι η ειλικρινής προσπάθεια να κατανοήσει κανείς όσα ιστορικώς δεν ανασυντίθεται και αναμετρώνται με την επίμονη, επαγγελματική σχεδόν αποσιώπηση των ανθρώπων πριν τα θεία, των γεγονότων πριν την εξιδανικευμένη, τελική τους μορφή, των πραγματικών αισθημάτων σε μία εποχή σκοτεινή, πέρα για πέρα βάρβαρη, όπου το παράλογο, το αδιανόητο, το απίστευτο έπρεπε να γίνει άνευ όρων αποδεκτό, ως δήλωση απόλυτης, ανιδιοτελούς πίστης.
Υπό αυτή την έννοια θα έχει πάντα αξία η ματιά της Τέχνης -είτε πρόκειται για τη ζωγραφική, είτε για τη λογοτεχνία, είτε για τον κινηματογράφο- στην ανθρώπινη προέλευση τέτοιων προσώπων, ως αναγκαία και για την κατανόηση και για τον μηχανισμό της ταύτισης, πάντως όχι ως βλασφημία...
* "Η Διαθήκη της Μαρίας" του Κολμ Τομπιν κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις "Ικαρος" σε εξαιρετικό επίμετρο της Αθηνάς Δημητριάδου.