Ανάμεσα στα καλύτερα ελληνικά μέλια, η παραγωγή των Κυκλάδων έχει ξεχωριστή θέση. Η ιδιότυπη μορφολογία και το ξεχωριστό μικροκλίμα της περιοχής −με τον ήλιο, τον άνεμο, τα βράχια και την αλμύρα της θάλασσας να έχουν τον πρώτο λόγο− συναντούν μυρωδικά φυτά που έχουν επιβιώσει στο πέρασμα του χρόνου κάτω από δύσκολες συνθήκες. Έτσι, τα αρωματικά τους χαρακτηριστικά έχουν συμπυκνωθεί, έχουν λάβει εκρηκτικές διαστάσεις και αναδύονται όλα στην παραγωγή του θυμαρίσιου μελιού της περιοχής που δεν μπορεί να δώσει κάτι περισσότερο από μια συγκομιδή ανά έτος. Η μικρή και περιζήτητη παραγωγή κάνει το κυκλαδίτικο θυμαρίσιο μέλι πραγματικό διατροφικό χρυσάφι. Για πολλά χρόνια οι παραδόσεις ξεχάστηκαν από τα πρότυπα ανάπτυξης που ακολούθησαν τα περισσότερα από τα κυκλαδονήσια και η Πάρος ήταν ένα από τα πρώτα νησιά που γνώρισαν τα ευεργετήματα αλλά και τις παρενέργειες της στενής επαφής τους με το τουριστικό κύμα. Όμως τα τελευταία χρόνια νέοι άνθρωποι επιστρέφουν στη γη, αναζητώντας τα ίχνη μιας παράδοσης που μπορεί να οδηγήσει τα βήματά τους στο μέλλον.
Μέλι Πάρου «Εκ Πακτίας»
Άγγελος Πιτσικάλης και Ελισάβετ Μπογιατζή
Ο Άγγελος Πιτσικάλης και η Ελισάβετ Μπογιατζή είναι πλέον οι μεγαλύτεροι παραγωγοί μελιού στην Πάρο. Αν και ξεκίνησαν τη μελισσοκομία πριν από 4 χρόνια, διαθέτουν τώρα 350 μελίσσια και δύο βραβεία, το 2016 και 2017, από το Great Taste Awards για το θυμαρίσιο μέλι τους «Εκ Πακτίας». Δεν γεννήθηκαν «μέσα στο μέλι», το αντίθετο. Ο Άγγελος σπούδασε Ειδικός Εφαρμογών Πληροφορικής και εργαζόταν στην Τράπεζα Κύπρου, ενώ η Ελισάβετ, με σπουδές στα Εφαρμοσμένα Μαθηματικά και στις Φυσικές Επιστήμες, δεν φανταζόταν ποτέ τη σημερινή εξέλιξη. «Όταν ξεκίνησα τις σπουδές μου, δεν πίστευα ότι τελικά θα ασχολιόμουν με το μελίσσι στο νησί μου. Νόμιζα ότι δεν θα επέστρεφα ποτέ στην Πάρο» λέει η Ελισάβετ και συνεχίζει με χαμόγελο: «Σήμερα αισθάνομαι πολύ όμορφα που είμαι τρίτης γενιάς μελισσοκόμος, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον πατέρα μου, ο οποίος, αν και πολιτικός μηχανικός, διευθυντής στη ΔΕΗ της Πάρου, συνέχιζε την οικογενειακή παράδοση της μελισσοκομίας».
Το 2012 επέλεξαν να αφήσουν την Αθήνα. Ο Άγγελος παραιτήθηκε από τη δουλειά του και μαζί με την Ελισάβετ αποφάσισαν να ζήσουν στο κυκλαδονήσι και να αναλάβουν το οικογενειακό μελίσσι στον Κώστο, ένα από τα όμορφα ορεινά χωριά της Πάρου και τόπο καταγωγής της Ελισάβετ. «Η ζωή μάς έλεγε ότι εκεί έπρεπε να πάμε» προσθέτει ο Άγγελος, ο οποίος αγαπούσε τη δουλειά του στην τράπεζα, από την οποία έφυγε με εθελουσία έξοδο. Θεωρεί ότι η μελισσοκομία τον έχει κερδίσει απόλυτα και δεν θα την άλλαζε με κάτι άλλο. Σήμερα είναι ο Πρόεδρος της Ένωσης Μελισσοκόμων Πάρου, η οποία αριθμεί 47 εγγεγραμμένα μέλη. «Δεν έχει οροφή η μελισσοκομία. Εκτός από την παραγωγή μελιού, υπάρχει και μια σειρά από εναλλακτικά προϊόντα που έχουμε προσθέσει στην γκάμα των προϊόντων μας, όπως παστέλι με μπαχαρικά, κρέμες προσώπου και σώματος και λίπστικ. Στόχος μας είναι να μεγαλώσει η παραγωγή και τα εναλλακτικά προϊόντα. Γι' αυτό η Ελισάβετ σπουδάζει στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Μάρκετινγκ και Παραγωγή Καλλυντικών. Επιπλέον, αναζητούμε νέους τρόπους δραστηριοποίησης γύρω από το μέλι, πιθανώς με κάποια μορφή αγροτουρισμού που θα δίνει την ευκαιρία σε όσους το επιθυμούν να γνωρίσουν τον κόσμο της μέλισσας και την παραγωγή μελιού».
«Τη μελισσοκομία ή θα την λατρέψεις ή θα την μισήσεις» λέει η Ελισάβετ. «Η μέλισσα είναι σαν παιδί. Ζει σε μια κοινωνία που μεγαλώνει και οφείλεις να δώσεις εσύ τους ρυθμούς και το μέγεθος της ανάπτυξης. Ο μελισσοκόμος οφείλει να κατευθύνει το μελίσσι. Ορισμένες περιόδους του χρόνου οφείλουμε να ελέγχουμε την ανάπτυξη για να προστατεύσουμε την υγεία του μελισσιού, ενώ από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο προσπαθούμε να μεγαλώσουμε τον πληθυσμό του, ώστε να εκμεταλλευτεί την ανθοφορία του θυμαριού και να δώσει παραγωγή». Ο Άγγελος προσθέτει: «Το μελίσσι είναι η πιο τέλεια οργανωμένη μορφή κοινωνίας που υπάρχει στον πλανήτη. Ορισμένες φορές, όμως, χρειάζεται να παρατηρούμε τα μελίσσια για να τα εξισορροπούμε σε ό,τι αφορά την παραγωγική τους ικανότητα». Η μελισσοκομία δεν έχει μόνο φωτεινές πλευρές. «Ορισμένες φορές αντιμετωπίζουμε την άγνοια σχετικά με τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, π.χ. χαρακτηριστική είναι η αντίδραση απέναντι στο γεγονός ότι το θυμαρίσιο μέλι κρυσταλλώνει από τους 12 μέχρι τους 18 μήνες. Είναι η φυσική πορεία της ζωής του μελιού. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε. Αν θέλουμε, το θερμαίνουμε σε ζεστό νερό μέχρι να ρευστοποιηθεί» λέει ο Άγγελος και προσθέτει: «Ακόμα πιο σημαντική και ιδιαίτερα επίπονη είναι η επίδραση των στοιχείων της φύσης, στα οποία είμαστε εκτεθειμένοι, όπως όλοι οι αγρότες. Η φετινή χρονιά μάς έβγαλε εκτός προγραμματισμού λόγω του απρόσμενου καύσωνα του Ιουνίου που έκαψε τα θυμάρια και περιόρισε στο ελάχιστο την παραγωγή μας». Ακούγοντας για τα προβλήματα της παραγωγής, ετοιμάζεσαι να τους ρωτήσεις αν έχουν νοσταλγήσει τον τρόπο ζωής τους στην Αθήνα, όπου είχαν διαφορετική απασχόληση. Όμως, βλέποντάς τους να μιλούν με πάθος για τη δουλειά τους με τις μέλισσες, να απολαμβάνουν τους ρυθμούς της ζωής στο νησί και να χαίρονται που μεγαλώνουν τα δυο μικρά παιδιά τους κοντά στη φύση, καταλαβαίνεις ότι μια τέτοια ερώτηση είναι περιττή.
Μέλι Πάρου
Αργύρης Λουκής
Ο Αργύρης Λουκής έχει ιδιαίτερη σχέση με τις μέλισσες, εντυπωμένη προφανώς πολύ βαθιά στα γονίδιά του, αφού από την ηλικία των 8 ετών αισθάνθηκε ότι είχε «ερωτευτεί» τη μελισσοκομία αμέσως μετά την πρώτη γνωριμία του με τα μελίσσια στην Πάρο. «Είχα εντυπωσιαστεί από το μελίσσι» λέει ο Αργύρης και προσθέτει: «Έμαθα πώς λειτουργεί μια κυψέλη και πώς οι μέλισσες συλλέγουν το μέλι. Γοητεύτηκα από τα μυστικά που σου αποκαλύπτει το μελίσσι και όταν έφτασα στα 15 μου πήγα στην Αγροτική Σχολή και εκπαιδεύτηκα στο επάγγελμα του μελισσοκόμου. Στη συνέχεια, ξεκίνησα να ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη μελισσοκομία και αποτελεί πλέον την επαγγελματική μου απασχόληση τα τελευταία δύο χρόνια». Ο Αργύρης θεωρεί ότι ο καλός μελισσοκόμος έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. «Για να μπορείς να ελέγχεις τα μελίσσια πρέπει να είσαι συναισθηματικά δεμένος μαζί τους. Θέλουν να είσαι ήρεμος και να τους αφοσιωθείς. Προσπαθώ να γνωρίσω καλύτερα τις μέλισσες, αλλά, καθώς ο κύκλος ζωής τους είναι μόλις 50 ημέρες, δεν προλαβαίνω να τις μάθω» λέει γελώντας. Παρ' ότι είναι μόλις 22 χρονών και ζει σε νησί με έντονη τουριστική ανάπτυξη, θεωρεί απολύτως συνειδητή την επιλογή του να βιοπορίζεται από τη μελισσοκομία. «Μου ταιριάζει γιατί απαιτεί ηρεμία και υπομονή. Μπορεί η σοδειά να είναι μικρή, όμως είναι εξαιρετικής ποιότητας, αφού το παριανό θυμαρίσιο μέλι έχει περιεκτικότητα 50%-80% θυμαρίσιο γυρεόκοκκο και αυτό το κάνει ξεχωριστό. Η Πάρος είναι τόπος άνυδρος, με δυνατούς αέρηδες και μικρή ανθοφορία. Έτσι, μπορείς να κάνεις μόνο έναν τρύγο, τον Αύγουστο, με θυμαρίσιο μέλι. Η μελισσοκομία δεν εξαρτάται μόνο από τους δικούς σου χειρισμούς αλλά και από τις καιρικές συνθήκες και από τον αριθμό των μελισσών που μπορείς να διαχειριστείς. Το μελίσσι μπορεί να σου δώσει χρήματα για να συμπληρώσεις το εισόδημά σου, αλλά είναι δύσκολο να στηριχτείς οικονομικά μόνο σε αυτό». Όταν τον ρωτάς πώς μπορεί να ξεχωρίσει κανείς το αγνό μέλι, σου δείχνει αμέσως την παραδοσιακή προσέγγιση. Βυθίζει ένα κουτάλι στο μέλι και το αφήνει να τρέξει. «Η συνεχής ροή του μελιού δείχνει ότι το μέλι είναι αγνό ή, όπως λένε οι παλιοί, το μέλι φαίνεται από τη βρύση του» εξηγεί ο Αργύρης, ανοίγοντας ένα βάζο «Μέλι Πάρου» με χρυσό χρώμα και έντονο άρωμα θυμαριού που φιγουράρει στα ράφια του delicatessen «Το Μελίσσι» στη Νάουσα.
«Μέλι Μπαναγιάννης»
Γιάννης Χανιώτης
«Εραστής της τέχνης της μελισσοκομίας» δηλώνει ο Γιάννης Χανιώτης που εγκατέλειψε τις σπουδές Ιατρικής στην Ιταλία και αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής των γονιών του, την Πάρο, όπου ερχόταν για διακοπές τα καλοκαίρια. «Ο κύκλος δημιουργίας του μελιού πραγματικά με κέντρισε και ξεκίνησα με μια κυψέλη για να μάθω την τέχνη» λέει ο Γιάννης και προσθέτει: «Αγάπησα το μελίσσι, με κέρδισε αμέσως. Άρχισα να παράγω μέλι για τις ανάγκες του σπιτιού μου και αργότερα άρχισα να διαθέτω την παραγωγή μου στο εμπόριο». Ο Γιάννης δεν αρκέστηκε μόνο στην υλοποίηση μιας ποιοτικής, ανώνυμης παραγωγής αλλά, όπως εξηγεί, θέλησε να δώσει ταυτότητα και χαρακτήρα στο προϊόν του. Έτσι προέκυψε το «Μέλι Μπαναγιάννη» − «Μπαναγιάννης» ήταν το παρατσούκλι του παππού του στο χωριό του, τις Λεύκες, εκεί όπου έχει επιστρέψει και διατηρεί τα μελίσσια του. «Ακολουθώ αυστηρούς κανόνες διαχείρισης και διανομής και επειδή βάζω την ψυχή μου στο προϊόν μου, διαθέτω το μέλι μου σε καταστήματα στην Πάρο που θεωρώ ότι είναι συνεργάτες μου και πιστεύουν σε αυτό. Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο τη μεθοδολογία παρουσίασης και διάθεσης του προϊόντος σου στην αγορά και επενδύω σε αυτό τον τομέα. Το μέλι που παράγεται στο κυκλαδίτικο νησί κάτω από δύσκολες συνθήκες είναι μονοποικιλιακό, εξαιρετικό λόγω μικροκλίματος και θεωρείται η ελίτ του μελιού. Ακολουθώ τους κανόνες τυποποίησης και παίρνω μέρος σε εκθέσεις προϊόντων, συστήνοντας το προϊόν μου στο κοινό. Το ενδιαφέρον και τα καλά λόγια των αγοραστών τροφοδοτούν το όραμά μου». Αξιολογώντας την αγορά του νησιού, σημειώνει: «Οι ξένοι επισκέπτες του νησιού διψούν για τα τοπικά προϊόντα και πιστεύω ότι η αγορά του μελιού μπορεί να είναι ακόρεστη. Ασχολούμαι με το μέλι εδώ και πέντε χρόνια και φιλοδοξώ, στη διάρκεια της επόμενης πενταετίας, η επιχείρηση της μελισσοκομίας να είναι η κύρια δραστηριότητά μου».
σχόλια