Το Downsizing είναι μεγάλη ταινία, ένα σχεδόν άριστο έργο, φιλόδοξο και πρωτότυπο, επεισοδιακό στην ανέλιξη της πλοκής και σταθερά γοητευτικό μέσα στις ατέλειές του, όπως η ίδια η ζωή- τυπικό χαρακτηριστικό στο πλούσιο έργο του Αλεξάντερ Πέιν, και ταυτόχρονα μια υπέρβαση στην κλίμακα, με εύρος και εκπλήξεις. Ωστόσο, η πιο συνεκτική, διασκεδαστική, συγκινητική, και απολαυστική ταινία που έχω μέχρι στιγμής δει στο 74ο Φεστιβάλ Βενετίας, είναι χωρίς φόβο, αλλά με πολύ πάθος, το Three Billboards outside Ebbing, Missouri, του Μάρτιν Μακντόνα, αυτού του ευφάνταστου γλωσσοπλάστη που μας κατέπληξε στον θεατρικό Πουπουλένιο και μας παρέσυρε στην κινηματογραφική Αποστολή στην Μπριζ, και που εδώ βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις, τις πιο αληθινές αντιδράσεις και τις πιο αβίαστες εικόνες για να καταδείξει τον ρατσισμό σε μια ιστορία προσωπικής, από καρδιάς εκδίκησης, στην προσπάθεια μιας μητέρας να αποκαλυφθεί ο βιαστής και δολοφόνος της κόρης της. Η ιδέα της είναι να πληρώσει μια ασήμαντη διαφημιστική εταιρεία για να αναρτηθούν τρεις γιγαντοαφίσες, κοντά στο σημείο που βρέθηκε το απανθρακωμένο πτώμα του παιδιού της στην κωμόπολη που ζει, ουσιαστικά υπενθυμίζοντας με το περιεχόμενό τους, στον "σερίφη" πως δεν έχει κάνει τη δουλειά του, επτά μήνες μετά το τραγικό περιστατικό, και ο δολοφόνος κυκλοφορεί προκλητικά ασύλληπτος και, φυσικά, ατιμώρητος. Οι αλυσιδωτές παρενέργειες των κατακόκκινων πόστερ στη μέση ενός επαρχιακού δρόμου πυροδοτούν μια σειρά από εκρήξεις χαρακτήρων, που τόσο καιρό λουφάζουν στην αδράνεια, αλλά δεν παύουν να σωρεύονται, την ίδια στιγμή που η μάνα, η Μίλντρεντ Χέιζ, επελαύνει αποφασισμένη να βγάλει από το οπτικό της πεδίο τον οίκτο, τη σακατεμένη σχέση με το θυμωμένο γιό και τον πρώην σύζυγο που την έδερνε και τώρα τα έχει με μια άσχετη 19χρονη, για να συγκεντρωθεί αποκλειστικά στον σκοπό της- και να ησυχάσει, ή τουλάχιστον έτσι ελπίζει. Η Φράνσις Μακντόρμαντ είναι μια δύναμη της φύσης: υιοθετεί την τραγικοκωμική, no nonsense ευθύτητα της εγκύου από το Φάργκο και μια μαγευτική ανθρωπιά, που ξεπερνά τα στεγανά του αμερικάνικου χωριού, αλλά και τα κλισέ της γυναίκας που δρα ανδρικά και παίρνει τον νόμο στα χέρια της (όπως είχαμε δει να το κάνει η Τζόντι Φόστερ) και γίνεται μια μοντέρνα, μπρούτα τιμωρός σε συνεχή επικοινωνία με τα αισθήματα της, αν δεν τολμά να ξεμπροστιάσει κανένα από αυτά. Εκτός από μερικές στιγμές, που διαρκούν ελάχιστα και δείχνουν την αυθεντική της εκτίμηση στους ανθρώπους που έχει απέναντί της, και που περιμένει να γίνουν από απλά υποκείμενα, πλάσματα με κατανόηση σε μια τραγική εκκρεμότητα. Ο Μακντόνα μεταμορφώνει την Χέιζ σε ένα ασυνήθιστο στοιχείο, και μάλιστα το κάνει με το καλημέρα, όταν βάζει τη γυναίκα αυτή, που δεν δείχνει κάτι ιδιαίτερα ξεχωριστό στο ισοπεδωμένο περιβάλλον της ανώνυμης, με το όνομα Έμπινγκ, κωμόπολης, να χρησιμοποιεί λέξεις όπως betwixt, και να εμμένει στη σημασία του ρήματος beget, μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί πόση γνώση έχει αυτή που προφανώς το παπαγάλισε.
Η ηθελημένη προσποίηση του Μακντόνα του βγαίνει σε καλό, μιας και οικοδομεί δραματική ρήξη, μια κατάμαυρα κωμική κόντρα στο βαρύ πέπλο σωματικής βίας που ελλοχεύει σε μια περιοχή παραδοσιακά και αμετάκλητα βουτηγμένη στις φυλετικές και σεξιστικές διακρίσεις και τον πνευματικό σκοταδισμό. Κανένας χαρακτήρας δεν μένει αναλλοίωτος στην ξεχωριστή, καυτή σάτιρα του Ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέα και σκηνοθέτη. Όλοι αδειάζουν τα μπαγκάζια τους, ακόμη κι αυτός που ακούει το Τσικιτίτα (;) των Άμπα στα ακουστικά του, και καταλήγουν σε έναν απρόσμενα αίσιο προορισμό, που αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι, το μελό και τον διδακτισμό. Ο Μακντόνα εφευρίσκει μια δική του αίσθηση του κυνισμού, σε μια ζώνη ανάμεσα στο επιθανάτιο χιούμορ και το αστυνομικό δράμα, παίρνοντας τις αποστάσεις του από τις πρώιμες δόσεις ταραντινισμού, και διατηρώντας το πνεύμα ενός θεατρικού ιδιώματος, αλλά άπλετα τοποθετημένο σε κινηματογραφικές διαστάσεις χώρου και χρόνου. Υπολογίστε τη μέγιστη Φράνσις Μακντόρμαντ για πάσης φύσεως βραβεία στη συνέχεια της χρονιάς.