–στον Γιάννη Μακριδάκη-
Με φύτεψαν αιώνες πριν αλογάριαστους χθόνιοι θεοί. Ούτε από πατρικό χάδι ξέρω, ούτε από μητρική στοργή. Έτσι ορφανό κι ολομόναχο πορεύτηκα μέσα στο χρόνο. Πάντα περήφανο κι αγέρωχο και φορτωμένο μπερεκέτια ατέλειωτα που χόρτασαν λαούς και λαούς.
Οι πιο κοντινοί μου γείτονες είναι οι ουράνιοι θεοί. Εκείνοι ορίζανε παλιά τα πεπρωμένα μου. Όποτε μου ’κλειναν το μάτι, με φώτιζαν ολόκορμο και μ’ έκαναν ν’ αστράφτω. Όταν είχαν σεκλέτια, με φυλάκιζαν σε καταχνιά απροσπέλαστη. Άλλοτε μ’ έλουζαν με καταρράκτες νερού κι άλλοτε ξεφλούδιζε τη σάρκα μου ο ήλιος κι έμενα φαλακρό κι ολοτσίτσιδο να με δέρνουν τα ξεροβόρια.
Προτού να φτιάξουν τις πολιτείες οι άνθρωποι, δεν κοτούσαν να με ζυγώσουν, γιατί με λογάριαζαν κι εμένα σαν ένα μικρό αυτεξούσιο και κραταιό θεό. Κι επειδή τους κερνούσα σπάταλα τα δώρα μου, έδιναν ισόβιους όρκους πίστης και σεβασμού ότι ποτέ δε θα με πειράξουν και θα με προστατεύουν σαν ό, τι πιο ιερό στον κόσμο.
Με τον καιρό, όταν ξεκίνησαν οι μεγάλες φατρίες να μάχονται για την κυριαρχία της γης, οι ταπεινές φυλές εύρισκαν καταφύγιο στις κατωφέρειες, σε απόκρημνες σπηλιές, σε ευρύχωρα λαγούμια και σε απρόσιτες σκάφες στα ριζά μου. Άρχισαν να χτίζουν κατοικίες με πρώτη ύλη απ’ τις δεντρόφυτες πλαγιές μου και φερτή ύλη απ’ τα αστείρευτα ποτάμια μου.
Τα λημέρια μου πατήθηκαν, οι στέρνες μου μαγαρίστηκαν, οι χείμαρροί μου πήραν να στερεύουν. Οι δρακόλιμνες που βασίλευαν στα οροπέδιά μου φαρμακώθηκαν. Οι καστανιές μου έγιναν έπιπλα για τα σπίτια, τα πλατάνια μου μαδέρια για πλωτά σκάφη
Οι κρυστάλλινες πηγές μου, γάργαρες και κελαρυστές, μιλούσαν και τραγουδούσαν πιο όμορφα απ’ τους ανθρώπους. Σε μια τέτοια πηγή βάφτισε η Θέτις τον μοναχογιό της, στο νερό της τ’ αθάνατο, κρατώντας τον αψήφιστα απ’ τη φτέρνα. Τα ξωτικά κι οι νεράιδες δε μ’ άφησαν ποτέ τις νύχτες της ερημιάς μου ασυντρόφιαστο και τα φεγγάρια, πότε στη χάση, πότε στη φέξη τους, μου ’στελναν στα όνειρά μου τα φιλιά τους και με κρατούσαν σ’ έναν οίστρο ερωτικό.
Σιγά σιγά κάποιες φυλές που τις κουμαντάριζαν η αψάδα κι η αχορταγιά μπήκαν στον πειρασμό ν’ ανεβούν πιο ψηλά, να ανακαλύψουν όλα μου τα μυστήρια και να με φτάσουν ως την κορφή. Στην αρχή τρυγούσαν τα φρούτα και ξερίζωναν τα χόρτα μου. Κυνηγούσαν τα ωραία μου ζαρκάδια, τις αλεπούδες και τους σκαντζόχοιρους. Οι αρκούδες μου χτυπήθηκαν στις νεροφαγιές σκύβοντας να ξεδιψάσουν, τα τομάρια τους γδάρθηκαν για να γίνουν ζεστές φορεσιές. Ύστερα τους μιμήθηκαν κι άλλοι, που απέκτησαν τα χούγια τους κι αποθρασύνθηκαν. Τα λημέρια μου πατήθηκαν, οι στέρνες μου μαγαρίστηκαν, οι χείμαρροί μου πήραν να στερεύουν. Οι δρακόλιμνες που βασίλευαν στα οροπέδιά μου φαρμακώθηκαν. Οι καστανιές μου έγιναν έπιπλα για τα σπίτια, τα πλατάνια μου μαδέρια για πλωτά σκάφη, οι οξιές μου μανίκια για κιθαρομπούζουκα. Τα τορνευτά πλευρά μου πελεκήθηκαν, λαξεύτηκαν άτσαλα και μεταμορφώθηκαν σε άγαρμπα νταμάρια. Έχωναν μπαρούτι σε φουρνέλα και τρυπούσαν την ραχοκοκαλιά μου ως το μεδούλι μου. Ποτέ τους δεν αναρωτήθηκαν πως άντεξα σε τόσο πόνο! Όλες αυτές οι πηγές που στάζουν απ’ το σώμα μου είναι οι παλιές μου πληγές που δεν κλείνουν!
Έβαλα μεράκι βαθύ και μ’ έπαιρνε κάθε τόσο το παράπονο. Πώς να τα βγάλω πέρα με τις άπληστες ορδές των απογόνων εκείνων των πρωτανθρώπων που οι καινούριοι τους έλεγαν άγριους, οι αγριάνθρωποι, και που όταν έκαναν και καμιά ζημιά οι καψεροί, την έκαναν για να παλέψουν με τις μάστιγες των καιρών εκείνων, των τόσο μακρινών, που οι νέοι άνθρωποι με τα εξελιγμένα εργαλεία τους, όσο και να μελετούν, δε θα μπορέσουν να φτάσουν ποτέ στην αρχική φύτρα της γέννησής τους.
Είμαι ένα απροστάτευτο κι ανυπεράσπιστο βουνό· ένας πανάρχαιος θεός που του έκλεψαν τη δύναμη. Εγώ, που δε με βούλιαξε ούτε ο πιο άγριος κατακλυσμός, δε με γκρέμισε ο πιο θυμωμένος σεισμός, δε μ’ έλιωσε η πιο καυτή ηλιαχτίδα, δε με πλάνεψε το πιο ωραίο φεγγάρι, πάντα κρατούσα βαθιά στα σωθικά μου κάποιο μυστικό αφανέρωτο: το χρυσάφι της γης, σ’ αδιάβατα μονοπάτια. Μα τα πατήσανε κι αυτά, έσκαψαν κι έφτασαν μέσα στα έγκατά μου και βάλθηκαν να ξεπατώσουν τη μαλαματένια μου μήτρα, ν’ αρπάξουν το χρυσάφι μου, που είναι για μένα ίδιο, όπως η λάσπη στον πυθμένα των ποταμών μου.
Δε ζητώ να εκδικηθώ τον άνθρωπο, ούτε εύχομαι να γυρίσει σ’ εκείνα τα πρώτα πρώτα χρόνια που ροβολούσε τις καταρραχιές μου ολόγυμνος και λυσσασμένος απ’ την πείνα. Μα ας σταθεί ως εδώ και ας μ’ αφήσει στη γαλήνη μου, να ξαναγεμίσω δώρα κι ομορφιές, να ζήσω όπως μου έλαχε, όπως μου δόθηκε απ’ τη φύση. Αλλιώς, -ποιος ξέρει!- ίσως και να ήρθε η ώρα της ιερής αράς! Η ώρα του γδικιωμού λόγω της υψίστης Ύβρεως! Όχι από μένα, η μάνα-φύση είναι πιο δυνατή κι από μένα κι απ’ όλα τα πλάσματα. Ο άνθρωπος, που αποδείχτηκε αχάριστος, μπορεί και να ’ναι μόνο ένα καπρίτσιο της κι εκείνη τώρα πια, με τον πόλεμο που της άνοιξε, να το ’ χει μετανιώσει και να τον τσακίσει για πάντα.
Από την συλλογή αφηγημάτων μου Τι πάθος ατελείωτο, εκδ. ΑΓΡΑ
σχόλια