Πριν ξεκινήσει την τρανή σταδιοδρομία του ως φονέας των γιγάντων στα Όσκαρ, με ιλιγγιωδώς ζηλευτό ρεκόρ υποψηφιοτήτων από τη δεκαετία του '90 κι έπειτα, και ως ο ικανότερος διαφημιστής της κινηματογραφικής πραμάτειας του στο Χόλιγουντ, ο Χάρβεϊ Γουάινσταϊν είχε τη διορατικότητα να επιλέξει το «Σεξ, ψέματα και βιντεοταινίες» ως φιλμ αιχμής για να αφήσει το αποτύπωμά του στο ανεξάρτητο σινεμά. Η δημιουργία του Στίβεν Σόντερμπεργκ απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, έβγαλε πολλαπλά κέρδη σε σχέση με τον ταπεινό της προϋπολογισμό και έβαλε στον χάρτη την εταιρεία Miramax, που μέχρι τότε είχε στο pedigree της μουσικά ντοκιμαντέρ και τη διανομή του σημαντικού ντοκιμαντέρ του κορυφαίου Έρολ Μόρις «Thin blue line».
Ψαλιδισμένος, απολυμένος από την ίδια του την εταιρεία, απολογητικός αλλά όχι ακόμα ηττημένος, ο Γουάινσταϊν προσέλαβε ποινικολόγους γιατί δεν δέχεται πως όλα αυτά είναι αλήθεια, αν και παραδέχτηκε ήδη πως έχει προκαλέσει πόνο σε κάποιες γυναίκες με τη συμπεριφορά του.
Πριν ιδρύσει, μαζί με τον νεότερο αδελφό του Μπομπ, την πρώτη του εταιρεία, τη Miramax, που βάφτισε από τα ονόματα των γονιών του (Μαξ και Μίριαμ), ο εβραϊκής καταγωγής Νεοϋορκέζος Χάρβεϊ έκανε την παραγωγή σε ροκ συναυλίες στο Μπάφαλο, όπου και σπούδασε. Μετά το «μπαμ» του Σόντερμπεργκ και την υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία του σεναρίου, την ίδια χρονιά η Miramax ανέλαβε τη διανομή του «Δέσε με» του Πέδρο Αλμοδόβαρ και εκείνος κέρδισε την πρώτη του μάχη με το σύστημα λογοκρισίας, όταν επέμεινε να μη χαρακτηριστεί αυστηρώς ακατάλληλη και, αντ' αυτής, επινοήθηκε η νέα κατηγορία, «κατάλληλη από 17 ετών», που ισχύει μέχρι σήμερα και διαχωρίζει δικαιότερα τις καλλιτεχνικώς ενήλικες από τις απλώς πορνογραφικές ταινίες.
Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ενδιαφέρθηκε η Disney και η Miramax πέρασε στα χέρια του κολοσσού έναντι 80 εκατομμυρίων δολαρίων, το 1993. Με το «Παιχνίδι των Λυγμών» του Νιλ Τζόρνταν να ισχυροποιεί την αποτελεσματικότητα του Γουάινσταϊν στο να μετατρέπει ένα ενδιαφέρον indie σε υπολογίσιμο οσκαρικό άτι, ήρθε το μεγάλο «μπαμ» του «Pulp Fiction», με τον Χάρβεϊ να ασχολείται ενεργά, σθεναρά, ακόμη και επιθετικά με τη διαδικασία της ταινίας, αποσκοπώντας, όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος, στην εμπορική βιωσιμότητα και στην εν γένει θετική πορεία στο box office – «ο αφέντης μου είναι ένας, το φιλμ, αγαπώ τις ταινίες», όπως είχε πει χαρακτηριστικά, υπενθυμίζοντας πως ξεκίνησε ως ένα παθιασμένος εραστής του σινεμά.
Ο θρίαμβος του «Pulp Fiction» θεμελίωσε μια στενή φιλική και επαγγελματική σχέση ανάμεσα στον παραγωγό, διανομέα και ιμπρεσάριο και τον Κουέντιν Ταραντίνο, που διαρκεί αλώβητη μέχρι σήμερα και διαπερνά ολόκληρη τη φιλμογραφία του απαιτητικότατου σκηνοθέτη, χωρίς διακοπές και επιφυλάξεις. Με τον Μάικλ Μουρ, ο οποίος, όπως και ο Ταραντίνο, κέρδισε Όσκαρ και Χρυσό Φοίνικα επί ημερών Miramax, ο Γουάινσταϊν συνεργάστηκε χωρίς εμφανή προβλήματα, αντίθετα με άλλους σκηνοθέτες που στέναξαν από τις απόπειρές του να παρεμβαίνει δραστικά στη διάρκεια και στη ροή των ταινιών τους.
Παραδείγματα υπάρχουν πολλά, από την Τζούλι Τέιμορ, την οποία σκυλόβρισε, μαζί με τον σύζυγό της, σε μια μέτρια δοκιμαστική προβολή του «Φρίντα», τον Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος τσακώθηκε πολλές φορές μαζί του κατά τη διαδικασία του μοντάζ των «Συμμοριών της Νέας Υόρκης», και τον Φίλιπ Νόις, ο οποίος αποφάσισε να στείλει μόνος του, με την υποστήριξη του πρωταγωνιστή του Μάικλ Κέιν τον «Ήσυχο Αμερικανό» στο Φεστιβάλ του Τορόντο, μόλις ο Γουάινσταϊν τον ειδοποίησε πως δεν είναι σωστό να βγάλει το φιλμ στις αίθουσες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, μέχρι τον Χαγιάο Μιγιαζάκι, ο οποίος, ξέροντας το αγνώριστο μοντάζ που είχαν υποστεί από το «αφεντικό» άλλες ασιατικές ταινίες ομολόγων του, έστειλε στον παραγωγό ένα σπαθί σαμουράι με σημείωμα «όχι κοψίματα»!
Η χειρότερη περίπτωση, πάντως, πρέπει να είναι η παρενόχληση που λέγεται πως υπέστη ο ετοιμοθάνατος Σίντνεϊ Πόλακ, παραγωγός του «Reader», για να αλλάξει το μοντάζ της ταινίας, με τον Χάρβεϊ να επιμένει με τηλέφωνα και επισκέψεις όσο ο Πόλακ υπέφερε από τις μεταστάσεις του καρκίνου και προσπαθούσε να ξεκουραστεί στο σπίτι του. Ο Γουάινσταϊν πρόσφερε ένα εκατομμύριο δολάρια αμοιβή σε όποιον αποδείκνυε πως έστεκε η κατηγορία και η δημοσιογράφος Νίκι Φινκ δημοσίευσε ένα e-mail του παραγωγού Σκοτ Ρούντιν που πιστοποιούσε πως ο Χάρβεϊ παρενοχλούσε τη χήρα του Άντονι Μινγκέλα και τον Πόλακ, ώσπου η οικογένεια του τελευταίου τού ζήτησε επιτακτικά να σταματήσει.
Μετά τα σαρωτικά 90s, με το προσωπικό του Όσκαρ για τον «Ερωτευμένο Σαίξπηρ» και τα 9 αγαλματίδια στον «Άγγλο Ασθενή», την αλλαγή στη ζωή του με τον δεύτερο γάμο του με την Τζορτζίνα Τσάπμαν και δύο ακόμη παιδιά να προστίθενται στα τρία που είχε αποκτήσει με την πρώτη του γυναίκα, ο Χάρβεϊ αποδεσμεύτηκε από τον ζυγό της Disney, παραδεχόμενος πως ο γάμος εκείνος δεν κυλούσε ακριβώς αρμονικά, και ίδρυσε τη Weinstein Company.
Παρότι παραμένει υπολογίσιμος αντίπαλος των στούντιο στα Όσκαρ (έχει μεγάλο μερίδιο στο τρίτο Όσκαρ της Μέριλ Στριπ), με τεχνικές προώθησης για σεμινάριο, που κλασικά και θρυλικά πολλές φορές ξεπερνούσαν τα εσκαμμένα, αν και ο ίδιος πάντα έβρισκε τρόπους να δικαιολογεί τα υπερβολικά του τρικ, τηρώντας οριακά τους κανονισμούς, η μπογιά του έδειχνε να ξεφτίζει και η συγκομιδή δολαρίων και επάθλων να μειώνεται αισθητά. Όλοι τον παραδέχονται, κάποιοι δεν τον ανέχονται, λίγοι τον αγαπούν και πολλοί τον έχουν ακόμη ανάγκη, ειδικά όταν αποφασίζει να σπρώξει ένα underdog από την αφάνεια στο προσκήνιο, με ό,τι (μοντάζ) συνεπάγεται αυτό.
Στιβαρή φιγούρα σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ, από το Τορόντο και τα αμερικανικά venues μέχρι τη Βενετία και φυσικά τις Κάννες, που αποτέλεσαν το χαλί για την άνοδό του, τον τελευταίο καιρό είχε αραιώσει τις εμφανίσεις του ή, τουλάχιστον, δεν επιβαλλόταν με τον αέρα που απέπνεε στο παρελθόν. Το εκτόπισμά του δεν είναι το ίδιο και μια ατυχής άποψή του, όταν δήλωσε πως ο Πολάνσκι, για τη ζωή του οποίου διένειμε ένα ντοκιμαντέρ, δεν θα έπρεπε να εκδοθεί από την Ελβετία στις ΗΠΑ, γιατί δεν διέπραξε κανένα έγκλημα, αμαύρωσε την ήδη γκρίζα εικόνα του.
Ώσπου έσκασε το σκάνδαλο από την εφημερίδα που παινεύεται για τα περισσότερα Pulitzer δημοσιογραφίας, για να ακολουθήσουν αμέσως κι άλλα έντυπα και δηλώσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όταν οι «New York Times» δημοσίευσαν το πρώτο «κατηγορώ» της Άσλεϊ Τζαντ για σεξουαλική παρενόχληση που είχε δεχτεί στο παρελθόν, κανείς δεν πίστευε πως η ιστορία θα λάμβανε διαστάσεις ανάλογες με το μαζικό κατηγορητήριο ενάντια στον κωμικό και οικογενειακό είδωλο Μπιλ Κόσμπι, αν και όχι σε τόσο βαριά κλίμακα.
Από εξαναγκασμό σε στοματικό σεξ (Άζια Αρτζέντο, η οποία το υπέστη, δεν το εκτέλεσε) μέχρι απρεπείς προτάσεις, όπως δηλώνουν η Αντζελίνα Τζολί, η Ροζάνα Αρκέτ και το πάλαι ποτέ πουλέν του, η Γκουίνεθ Πάλτροου, από Αμερικανίδες ηθοποιούς στα νιάτα τους, όπως η Χέδερ Γκρέιαμ, μέχρι πολύ γνωστές Γαλλίδες, όπως η Λέα Σεϊντού και η Ζιντίτ Γκοντρές, ο Χάρβεϊ εμφανίζεται στις περιγραφές ως ένας σάτυρος με ρόμπα και απαιτήσεις για μασάζ σε ωραία μπαρ και δωμάτια πολυτελών ξενοδοχείων, που έχει μπερδέψει τη δουλειά με το σεξ και εκμεταλλεύεται κατάφωρα τη θέση του για να την πέσει λάγνα και τσουβαλάτα, και ό,τι ήθελε προκύψει, σε νόστιμες ως επί το πλείστον ηθοποιούς με την κλισέ υπόσχεση να τις βάλει να παίξουν σε ταινίες που είχε υπ' όψιν του.
Ούτως η άλλως, ο επιδραστικότερος διανομέας της μετα-στούντιο περιόδου του Χόλιγουντ είχε ανέκαθεν το ανάστημα και την πόζα μεγαλοπαραγωγού παλιάς κοπής, με τα πούρα, τον όγκο, το τρανταχτό του γέλιο και τις μάτσο, «no bullshit» συνήθειες να θυμίζουν παραδοσιακό δυνάστη με σύγχρονες επαγγελματικές τεχνικές. Κι ενώ τότε, τις δεκαετίες του '30 και του 40 κυρίως, καμιά δεν έμπαινε στον κόπο να καρφώσει αυτά που γίνονταν εξακολουθητικά στα καμαρίνια και στα γραφεία (παρομοιάστε τις ανήθικες προτάσεις σκηνοθετών και παραγωγών με έναν μαιευτήρα που κάπνιζε αρειμανίως πάνω από την ετοιμόγεννη και κανείς δεν το έβρισκε απαράδεκτο), οι αναδρομικές κατηγορίες εναντίον του Χάρβεϊ Γουάινσταϊν μοιάζουν με χιονοστιβάδα που δεν παίρνει αναβολή, ακριβώς επειδή «ήγγικεν η ώρα» που οι γυναίκες του Χόλιγουντ διεκδικούν όχι μόνο ίσες απολαβές αλλά δίκαιη μεταχείριση και τη θέση που θεωρούν πως τους άξιζε εδώ και πολύ καιρό. Και είναι αποφασισμένες να καταθέσουν για να το πετύχουν, έτσι ώστε να μην ξαναβρεθεί καμία από τις νεότερες στη θέση τους.
Όλες οι δηλώσεις των τελευταίων ετών, τα συμπόσια και οι εκδηλώσεις που έμοιαζαν με μετα-φεμινιστικές εφαρμογές των νόμων που οι άνδρες δεν τηρούσαν δεν ήταν τελικά ακροαματική διαδικασία αλλά μια επείγουσα κραυγή για ισονομία, έστω και αν προέρχονται από την τάξη των προνομιούχων ή την ελίτ των τυχερών, αν προτιμάτε. Και για να μη θεωρηθεί ενορχηστρωμένη γυναικεία υστερία όλη αυτή η ξαφνική και συγχρονισμένη ανάκληση παλιών αμαρτιών, πολλοί άνδρες έσπευσαν να συμπαρασταθούν, και εμπράκτως, το ανατολικό παράρτημα της Ένωσης Σεναριογράφων καταδίκασε απερίφραστα τις πράξεις του Γουάινσταϊν, καλώντας τα μέλη να συναποφασίσουν τι είδους δράση θα αναλάβουν επί του θέματος και πώς θα διευρύνουν τη βάση τους (εννοώντας, προφανώς, το γυναικείο δυναμικό, που πάντα υπολείπεται) προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ψαλιδισμένος, απολυμένος από την ίδια του την εταιρεία, απολογητικός αλλά όχι ακόμα ηττημένος, ο Γουάινσταϊν προσέλαβε ποινικολόγους γιατί δεν δέχεται πως όλα αυτά είναι αλήθεια, αν και παραδέχτηκε ήδη πως έχει προκαλέσει πόνο σε κάποιες γυναίκες με τη συμπεριφορά του. Οι πληροφορίες λένε πως γνώριζε το άρθρο που ετοίμαζαν οι «Times» από τον Φεβρουάριο και είχε προσπαθήσει να το παγώσει. Το μοντάζ μπορεί να έπιασε προσωρινά, αλλά σε αυτή την υπόθεση είναι βέβαιο πως δεν έχει το final cut.