Τον 19ο αιώνα, μια δασύτριχη ιθαγενής από το Μεξικό ονόματι Χούλια Παστράνα περιφερόταν στα πανηγύρια με ανθρώπους-τέρατα ως «η ασχημότερη γυναίκα στον κόσμο». Οι υπεύθυνοι του απάνθρωπου αυτού τσίρκου τη μετέφεραν στην Ευρώπη και την ανάγκαζαν να τραγουδά, να χορεύει, να μιλά ξένες γλώσσες, να υφίσταται ιατρικές εξετάσεις δημοσίως καθώς και άλλες ταπεινώσεις. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής της αλλά και μετά θάνατον κουβαλούσε πάντοτε την ταμπέλα της άσχημης.
Η λέξη άσχημος συνοδεύεται σταθερά και από άλλα κοσμητικά αλλά ποτέ κολακευτικά επίθετα: τερατώδης, παραμορφωμένος, γκροτέσκος, αηδιαστικός, έκτρωμα, τρομερός κ.ο.κ. Η έννοιας της ασχήμιας απαντάται ανά την υφήλιο και συνοδεύει την ανθρωπότητα ήδη από τις απαρχές της ιστορίας μας, καθορίζοντας όχι μόνο την αντίληψη μας περί αισθητικής αλλά και τις ψυχικές αρετές του είδους μας: ο Αριστοτέλης έλεγε πως οι γυναίκες με χονδρά σφυρά είναι μοχθηρές, ο Μεσαίωνας έβριθε ιστοριών με λάμιες που μεταμορφώθηκαν σε καλλονές, τον 18ο αιώνα οι καρικατούρες ήταν πανταχού παρούσες, τον 19ο αιώνα τα μπουλούκια με ανθρώπους-τέρατα διασκέδαζαν τις λαϊκές μάζες ανά την Ευρώπη και την Αμερική, τον 20ό αιώνα πολλές μορφές τέχνης χαρακτηρίστηκαν «εκφυλισμένες».
Στην αρχαία Ελλάδα το κάλλος είχε μεν θεοποιηθεί και η δυσμορφία συνδεόταν με το αισχρό, ωστόσο η ίδια κοινωνία αδιαφόρησε για τη μορφή του άσχημου Σωκράτη και του παραμορφωμένου σκλάβου Αισώπου.
Στη δυτική παράδοση η ασχήμια συνήθως ορίζεται σε αντιδιαστολή με την ομορφιά ως κάτι κακό, όμως σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια δεν έχει πάντα αρνητικό πρόσημο. Η ιαπωνική έννοια του wabi-sabi αξιολογεί την ατέλεια και την παροδικότητα, στοιχεία που σε άλλες κουλτούρες θεωρούνται «άσχημα». Η ασχήμια και η ομορφιά για τον δυτικό κυρίως κόσμο φαίνεται πως λειτουργούν ως δίδυμα αστέρια, το ένα εμπίπτει στο πεδίο βαρύτητας του άλλου και παγιδεύεται στην τροχιά του.
Συνήθως όταν αποκαλούμε κάποιον άσχημο οι προθέσεις μας δεν είναι αγαθές. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο οι αισθητικές κατηγορίες έχουν αρχίσει και αντιμετωπίζονται με κάποια καχυποψία. Καθώς ζούμε σε έναν ολοένα μεταβαλλόμενο κόσμο όπου έχει αυξηθεί κατακόρυφα η πιθανότητα η εικόνα εκείνου που παρατηρούμε να μην ανταποκρίνεται στην αλήθεια του, οι έννοιες της ομορφιάς και της ασχήμιας έχουν αρχίσει να επανεξετάζονται ριζικά.
Το 2007 έγινε viral ένα βίντεο με τίτλο «Η Ασχημότερη Γυναίκα του Κόσμου». Η διαδικτυακή κοινή γνώμη είχε απονείμει τον τίτλο της Χούλια Παστράνα σε μία άλλη γυναίκα, την Λίζι Βελάσκες από το Τέξας, η οποία εξαιτίας μιας σπάνιας γονιδιακής διαταραχής δεν μπορεί να πάρει βάρος. Τα δημόσια σχόλια την παρότρυναν να «ψοφήσει» και την αποκαλούσαν «τέρας». Η εμπειρία αυτή οδήγησε την Βελάσκες να δημιουργήσει ένα ντοκιμαντέρ για τον διαδικτυακό εκφοβισμό (cyberbullying), το οποίο κυκλοφόρησε το 2015 και έθετε το ερώτημα αν η ίδια ή οι υβριστές της ήταν στ' αλήθεια οι άσχημοι.
Εκείνο που αποκαλούμε «ασχήμια» διαχρονικά έχει τοποθετήσει αμέτρητους ανθρώπους στο περιθώριο, αλλά έχει αποτελέσει και στοιχείο συσπείρωσης όσων τόλμησαν να υψώσουν τη μορφή τους (που άλλοι θεωρούσαν αισχρή) ως παντιέρα διεκδίκησης. Εξάλλου σε διαφορετικές εποχές και τόπους όλοι μας θα μπορούσαμε να θεωρούμαστε άσχημοι. Τα ψηλόλιγνα μοντέλα που κυριαρχούν στις πασαρέλες και τα περιοδικά σήμερα στην Αναγέννηση θα θεωρούνταν άχαρα σκιάχτρα, στο Σάλεμ του 17ου αιώνα οι φλογερές κοκκινομάλλες θα ήταν αισχρές μάγισσες και το ίδιο ισχύει και για τους αριστερόχειρες. Ο κατάλογος αυτός δεν έχει τέλος και αποδεικνύει πως η ομορφιά είναι μία άκρως σχετική έννοια.
Στην αρχαία Ελλάδα το κάλλος είχε μεν θεοποιηθεί και η δυσμορφία συνδεόταν με το αισχρό, ωστόσο η ίδια κοινωνία αδιαφόρησε για τη μορφή του άσχημου Σωκράτη και του παραμορφωμένου σκλάβου Αισώπου. Οι Ευρωπαίοι εξερευνητές που ταξίδεψαν στη Νέα Γη, στις Ινδίες και την Αυστραλία ερμήνευσαν, βασιζόμενοι στη χριστιανική θεώρησή τους τα «άσχημα» γλυπτά και τα τοτέμ των ιθαγενών ως κακούς οιωνούς, όμως η ανάγνωση αυτή ήταν όχι μόνο υποκειμενική αλλά και λανθασμένη.
Ο 18ος και ο 19ος αιώνας συνέχισαν να ορθώνουν τείχη μεταξύ του κάλλους και της ασχήμιας, όπως περίτρανα αποδεικνύει η άνθηση και η λαϊκή απήχηση της καρικατούρας, μιας μορφής τέχνης που βασιζόταν στην παραμορφωτική υπερβολή για να αποδώσει ηθική υπόσταση στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Μάλιστα ο Βρετανός, μέλος του κοινοβουλίου, Γουίλιαμ Χέι που ήταν καμπούρης είχε αναγκαστεί να επιχειρηματολογήσει για να πείσει τον κόσμο πως η σωματική του διάπλαση δεν καθρεπτίζει ψυχική και ηθική ειδέχθεια.
Την ίδια περίοδο τα freak shows μαζί με τα «μουσεία ανατομίας» και οι παγκόσμιες εκθέσεις άγγιζαν νέα επίπεδα αήθους επίδειξης με την έκθεση ανθρώπων που έσερναν από τις αποικίες για να διαλαλήσουν την ανωτερότητα της λευκής φυλής.
Εκείνο που διατάραξε όμως για πρώτη φορά τα θεμέλια της απόλυτης βεβαιότητας περί αισθητικής υπεροχής των Ευρωπαίων και των επιγόνων τους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού ήταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο πόλεμος που θα τερμάτιζε όλους τους πολέμους έμελλε να αναιρέσει για πρώτη φορά την καθεστηκυία αντίληψη περί ωραιότητας, υπογραμμίζοντας την αποκρουστικότητα των κραταιών.
Οι νέες πολεμικές τακτικές, οι χειροβομβίδες, τα αέρια μουστάρδας και τα χαρακώματα μετέτρεψαν όμορφα παλικάρια σε διαλυμένους και παραμορφωμένους άνδρες. Κάποιοι στρατιώτες, όπως οι Γάλλοι «les Gueules Cassées» (τα Σπασμένα Μούτρα) συνασπίστηκαν ώστε, όπως έλεγαν, «τα φρικτά μας πρόσωπα να αποτελέσουν ηθικό παιδαγωγό» για να τους επιστραφεί η αξιοπρέπεια τους.
Παρότι οι περισσότεροι πέθαναν σύντομα μετά τον πόλεμο λόγω των τραυμάτων τους ή αποσύρθηκαν από την κοινωνική ζωή, ο οπτικός κλονισμός της κοινωνίας επηρέασε την αντίληψη περί ομορφιάς καθώς και τους καλλιτέχνες που προσπάθησαν να αξιολογήσουν και να τοποθετήσουν εντός της νέας τάξης πραγμάτων τις συνέπειες του πολέμου.
Το γεγονός αυτό εξηγεί ακόμα περισσότερο γιατί με την άνοδο τους στην εξουσία τη δεκαετία του 1930, οι ιμπεριαλιστές Ναζί προσπάθησαν με πλείστα μέσα να εδραιώσουν μία εθνικοποιημένη αισθητική που στόχευε στην πλήρη εξάλειψη όσων θεωρούσαν «εκφυλισμένους» συσχετίζοντας έργα τέχνης, καλλιτεχνικά κινήματα, εθνοτικές και πολιτισμικές ομάδες ως φορείς κακοπλασίας και κάρφους οφθαλμών.
Φυσικά οι Ναζί δεν διεκδικούν δάφνες καινοτομίας σε αυτή την πρακτική. Πάντα σε καιρούς εντάσεων και συρράξεων, ο εχθρός παρουσιάζεται ως εξάμβλωμα, ως παρέκκλιση από τις ημέτερες και συνεπώς ανώτερες αξίες. Αποτελεί μια απειλή που αντιλαμβανόμαστε ως τερατώδη, και ταυτοποιείται από κάποιο αυθαίρετο χαρακτηριστικό όπως η γαμψή μύτη ή μια μαύρη μαντίλα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 δύο αφροαμερικανοί ψυχολόγοι, ο Κένεθ και η Μέιμι Κλαρκ πραγματοποίησαν ένα ταξίδι στον αμερικανικό νότο για να μελετήσουν την ψυχολογική επίδραση των φυλετικών διακρίσεων και του διαχωρισμού. Έδειχναν στα παιδιά λευκές και μαύρες κούκλες και τους ζητούσαν να επιλέξουν την πιο όμορφη. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα παιδάκια χαρακτήριζαν τη λευκή κούκλα ως ωραία ενώ αποκαλούσαν τη μαύρη κούκλα άσχημη, ενώ τα άλλα επίθετα που τις συνόδευαν αντίστοιχα ήταν «καλή» και «κακή», «καθαρή» και «βρόμικη».
Είναι αρκετά εμφανές ότι η ταμπέλα του άσχημου μπορεί να επικολληθεί σε οτιδήποτε αυθαίρετα, και το τι επιλέγουμε να αποκαλέσουμε άσχημο μάλλον αποκαλύπτει περισσότερο τις δικές μας ελλείψεις παρά το αντικείμενο της αισθητικής αξιολόγησης.
Η τέχνη είναι εκείνη που συνήθως σηματοδοτεί τις αλλαγές στη νοοτροπία και οι αρχικές αρνητικές αξιολογήσεις ξεχνιούνται καθώς εκείνο που κάποτε χλευάστηκε αποκτά αξία. Τα έργα των ιμπρεσιονιστών για παράδειγμα στις αρχές του 19ου αιώνα συγκρίνονταν από το κοινό και τους κριτικούς με πατημένο φαγητό και σάπιο κρέας και τώρα πωλούνται για εκατομμύρια. Όταν εκτέθηκαν τα έργα του Ανρί Ματίς στις ΗΠΑ το 1913 οι κριτικοί αποκάλεσαν την τέχνη του άσχημη ενώ σπουδαστές Καλών Τεχνών έκαψαν ένα ομοίωμα έργου του μπροστά από το Art Institute. Εκατό χρόνια μετά στο ίδιο ίδρυμα οργανώθηκε μία μεγάλη ρετροσπεκτίβα του καλλιτέχνη.
Αλλά ας μη μένουμε μόνο στα εικαστικά. Πιο πρόσφατα παραδείγματα είναι η τζαζ και το rock'n'roll που αρχικά θεωρούνταν επίσης κακή μουσική που θα διέφθειρε τη νεολαία.
Το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι πως υπήρξαν αρκετοί καλλιτέχνες που αποδέχθηκαν και εγκόλπωσαν τον χαρακτηρισμό του «άσχημου» στο έργο τους. Ο ζωγράφος Πολ Γκογκέν είχε αποκαλέσει την ασχήμια «ακρογωνιαίο λίθο» της σύγχρονης τέχνης. Ο Έζρα Πάουντ είχε ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας λατρείας της ασχήμιας ενώ ο συνθέτης Τσαρλς Πάρι επαινούσε την ασχήμια στη μουσική θεωρώντας πως χωρίς αυτή δεν θα σημειώνονταν ποτέ καμία πρόοδος, είτε κοινωνική είτε καλλιτεχνική.
Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα κινήθηκε και η κριτική του Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ για τον αφαιρετικό εξπρεσιονισμό του Πόλοκ ο οποίος επαίνεσε το έργο του λέγοντας πως «δεν φοβάται να φανεί άσχημο, η πραγματικά πρωτότυπη τέχνη αρχικά μοιάζει άσχημη».
Η οικειοποίηση της λέξης επίσης βοήθησε να αποφορτιστεί η αρνητική της χροιά σε κάποιον βαθμό. Ο Κινέζος ζωγράφος του 17ου αιώνα Σιτάο ήταν πρωτοπόρος σε αυτό καθώς είχε ονομάσει ένα έργο του «Δέκα Χιλιάδες Άσχημες Κηλίδες Μελανιού». Οι Γάλλοι χρησιμοποιούν την έκφραση jolie laide που σημαίνει «όμορφη άσχημη», ενώ τον 18ο αιώνα στη Βρετανία και τις ΗΠΑ δημιουργήθηκαν οι «λέσχες ασχήμιας» όπου τα μέλη τους αυτοσαρκάζονταν για τις στραβές μύτες, τα προγναθικά πηγούνια και τα αλλήθωρα μάτια τους.
Μπορεί με το πέρασμα του χρόνου οι περισσότερες από τις λέσχες αυτές να διαλύθηκαν αλλά άλλες, όπως η ιταλική Festa dei Brutti επιβίωσαν και ακόμα και σήμερα μάχονται για την κατάλυση των στερεοτύπων που συνοδεύουν όσους δεν ανήκουν στην κατηγορία των καλλονών και φαίνεται πως πράγματι συν τω χρόνω οι νοοτροπίες αλλάζουν.
Ακόμα και παιδικά παιχνίδια ή οι πιο λαϊκές μορφές διασκέδασης όπως ο κινηματογράφος έχουν να επιδείξουν παραδείγματα που ενθαρρύνουν τα παιδιά να κοιτάξουν πέρα από την εικόνα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η ταινία Shrek ή οι κούκλες Uglydolls. Μια οργάνωση κατά του διαδικτυακού εκφοβισμού έχει επιλέξει μάλιστα το ακρώνυμο της να σχηματίζει την αγγλική λέξη UGLY ενώ τα επιμέρους τμήματα της έχουν θετική χροιά: «Unique - Μοναδικός, Gifted - Ταλαντούχος, Loveable - Αξιαγάπητος, You - Εσύ». Εδώ η λέξη αυτή αντί να απομονώνει, χρησιμοποιείται ως δούρειος ίππος για να αλώσει τις εδραιωμένες αντιλήψεις και αδικίες.
Συνήθως όταν αποκαλούμε κάτι άσχημο στην πραγματικότητα αποκαλύπτουμε κάτι για τον εαυτό μας, όσα φοβόμαστε και μας αγχώνουν. Εκείνοι που περιέφεραν την Παστράνα εξευτελίζοντας την ήταν οι ίδιοι αισχροί, ίσως όχι στην όψη αλλά στην ουσία τους. Πέρα όμως από τη θεωρητική ανάλυση όπου αποτυπώνει κανείς με νηφαλιότητα και αποστασιοποίηση τις διαπιστώσεις αυτές το ερώτημα παραμένει: αντιλαμβανόμαστε παρόμοιες καταστάσεις όταν συμβαίνουν γύρω μας; Και αν ναι πώς αντιδρούμε; Και τι κάνουμε ώστε εκείνοι που μελλοντικά θα θεωρούνται δυσειδείς να μην υποφέρουν από διακριτική μεταχείριση;
Ίσως μια καλή απάντηση να είναι πως πρέπει να πάψουμε να εστιάζουμε στα δίδυμα αστέρια της ομορφιάς και της ασχήμιας και να αρχίζουμε να ατενίζουμε το σύνολο του έναστρου ουρανού και των συνδυασμών που προσφέρει η ανθρώπινη μορφή.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 2.12.2017
σχόλια