Τα οφέλη της ερευνητικής δημοσιογραφίας, που συχνά διεξάγεται με ανορθόδοξες μεθόδους, λόγου χάριν με δημοσιογράφους να καλύπτουν ένα γεγονός, χωρίς να αποκαλύπτουν την πραγματική τους ταυτότητα, είναι γνωστά εδώ και χρόνια. Ωστόσο, δεν είναι ευρέως γνωστό ότι αυτού του είδους την κάλυψη και τα ρεπορτάζ, η δημοσιογραφία τα χρωστά σε μια γυναίκα. Το όνομα της Elizabeth Cochran, ωστόσο, το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας New York World, πίσω στα 1887, θα τη γνωρίσει μέσα από το ψευδώνυμο Nelly Bly.
Ήταν τέτοιος καιρός, Δεκέμβριος εκείνου του έτους, όταν η Cochran θα ζητήσει από τον εκδότη και τον διευθυντή της εφημερίδας να κλειστεί οικειοθελώς και για 10 ολόκληρες μέρες σε ένα άσυλο ανιάτων που φιλοξενούσε άστεγες γυναίκες που αντιμετώπιζαν σοβαρά διανοητικά ή ψυχολογικά προβλήματα. Πρόθεση της ήταν να ζήσει και μετά να γράψει όσα ζούσαν οι έγκλειστες στο συγκεκριμένο άσυλο.
Για μια γυναίκα που μπήκε στη δημοσιογραφία στα 18 της και κέρδιζε το ψωμί της οικογένειας από τα ρεπορτάζ και τις καθημερινές ιστορίες που δημοσίευε -ακόμη και εκείνη την εποχή που μόνος επαγγελματικός προορισμός για τις γυναίκες ήταν τα οικοκυρικά- ήταν προφανές ότι κάτι περίεργο που αφορούσε αποκλειστικά τον γυναικείο πληθυσμό συνέβαινε πίσω από τις πύλες αυτού του ασύλου.
Το βιβλίο της ήταν που πρακτικά ανάγκασε την αμερικανική κυβέρνηση να επανεξετάσει τις συνθήκες λειτουργίας των ασύλων και των νοσοκομειακών μονάδων γενικότερα.
H Cochran βρέθηκε στο Blackwells Island και πέρασε με θάρρος τις πόρτες ενός τρομακτικού μέρους, στο οποίο κανείς που είχε σώας τας φρένας δεν είχε τολμήσει να βρεθεί ποτέ πριν. Προσποιήθηκε την ασθενή και πολύ σύντομα άρχισε να διαπιστώνει ότι η κατάσταση που επικρατούσε στο άσυλο ήταν απείρως χειρότερη από τις φήμες που αρχικά την είχαν κινητοποιήσει να βρεθεί εκεί. Τα κορίτσια που βρίσκονταν εκεί ζούσαν ένα ολοήμερο μαρτύριο: τα έδεναν, τα χτυπούσαν, τα τάιζαν με σαπισμένο φαγητό, κάποτε τα χρησιμοποιούσαν ως πειραματόζωα. Πολλές γυναίκες ξεψύχησαν στα κρεβάτια του Blackwell.
Ακόμη κι αν δεν αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα ψυχιατρικής φύσης, ήταν απολύτως σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα νοσούσαν, λόγω των άθλιων συνθηκών νοσηλείας τους. Το ακόμη χειρότερο; Βάσει του ρεπορτάζ της τολμηρής δημοσιογράφου, ελάχιστες από αυτές τις γυναίκες ήταν ψυχικά ασθενείς. Οι περισσότερες ήταν ή ξένες που δεν μιλούσαν τη γλώσσα και δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν τότε με τις αμερικανικές αρχές για να καθοδηγηθούν στη νέα πατρίδα που βρέθηκαν ή κορίτσια διαλυμένων οικογενειών ή απλώς φτωχές γυναίκες που οδηγήθηκαν εκεί από τις αρχές.
Όσο για τις πραγματικά άρρωστες ασθενείς προέκυψε ότι απλώς δεν λάμβαναν την κλινική φροντίδα που χρειάζονταν. Μετά από 10 μέρες, ο δικηγόρος της εφημερίδας χτύπησε την πόρτα του ασύλου και ακολουθώντας όλες τις νομικές διαδικασίες της εποχής πήρε μαζί του τη δημοσιογράφο που στη συνέχεια έγραψε το περίφημο "Ten Days in a Mad-House": είχε προηγηθεί η δημοσίευση του αποκαλυπτικού ρεπορτάζ της σε συνέχειες και μετά ακολούθησε το βιβλίο που έμελε να αλλάξει την ιστορία ψυχικής υγείας σε αμερικανικό έδαφος και μαζί τη ζωή χιλιάδων γυναικών και όχι μόνο.
Το βιβλίο της ήταν που πρακτικά ανάγκασε την αμερικανική κυβέρνηση να επανεξετάσει τις συνθήκες λειτουργίας των ασύλων και των νοσοκομειακών μονάδων γενικότερα, ενώ η ίδια μετά από αυτή την ανέλπιστη επιτυχία συνέχισε να γράφει -και να κάνει ρεπορτάζ- για τα γυναικεία δικαιώματα και την πολιτική υπέρ των απόρων. Ο βασικός της στόχος, ωστόσο, ήταν να γίνει η φωνή των γυναικών που κανείς άλλος δεν μιλούσε για εκείνες μέχρι το δικό της αποκαλυπτικό ρεπορτάζ.
Η μέθοδος που χρησιμοποίησε ενέπνευσε γενιές ολόκληρες δημοσιογράφων. Η Cochran θα πεθάνει το 1922 ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο στα 57 της χρόνια, όμως θα προλάβει να δει -δυο χρόνια νωρίτερα- να αναγνωρίζεται το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Πέρα από την πρώιμη φεμινιστική δράση της θεωρείται από τις πρώτες γυναίκες δημοσιογράφους που απέδειξαν ότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα, το οποίο οφείλει να υπηρετεί τους κοινωνικά αδύναμους.
σχόλια