Ο Νταλάρας είναι πολύ πάνω από σπουδαίος τραγουδιστής.
Πρόκειται κυριολεκτικά για καλλιτεχνικό φαινόμενο που διαρκεί περισσότερα από 50 χρόνια.
Ένα βαρύτιμο «μουσικό κουτί» με το πιο πλούσιο, γνήσιο και ειλικρινές απόσταγμα του βίου μας.
Αφοσιωμένος, φιλομαθής, χαλκέντερος και ακραία εμμονικός όπως όλοι οι μεγάλοι ερευνητές, επιστήμονες, διανοούμενοι και καλλιτέχνες, εννοεί να κατέχει και να δαμάζει το υλικό του.
Είvαι οριστικά και αμετάκλητα «ταγμέvoς» όπως εύστοχα είπε ο Βασιλικός.
Ο Θεοδωράκης αποκαλύπτει ότι ο Νταλάρας τού έμαθε τους «δρόμους» του λαϊκού τραγουδιού επειδή «ξέρει όλα τα όργανα, ακούει τα πάντα και θα μπορούσε να γίνει μαέστρος καλύτερος απ’ όλους». Τα ίδια κι ο Μούτσης, «τον είδα μια φορά να κουρδίζει την ορχήστρα του και γούρλωσα τα μάτια μου».
Ίσως η σκληρή αυτοπειθαρχία και η ένθεη τελειομανία του ενοχλούν τους χύμα και ρατέ του σιναφιού (που έχουν όμως κι αυτοί τη δική τους χάρη).
Άνθρωπος με βαθύτατο ένστικτο δεν υπέκυψε σε ευκολίες.
Με πολύ μόχθο και τεράστια επιμονή, έχει εισχωρήσει στο τραγούδι σε βάθος που δεν έφτασε ποτέ κανένας τραγουδιστής.
Σωματοποιεί απολύτως στίχο και μουσική και δημιουργεί την ξεχωριστή ατμόσφαιρα κάθε τραγουδιού που ερμηνεύει, πότε με σπάνιο τσαμπουκά, πότε με άφατη τρυφερότητα και πάντα με ασίγαστο πάθος
Το σπάνιο ηχόχρωμα της φωνής του έλκει από το Βυζαντινό μέλος, το δημοτικό τραγούδι, τους ρεμπέτες και τη λαϊκή φτωχογειτονιά.
Έχει μέσα του όλο το ελληνικό «ντουέντε» γι’ αυτό μπορεί να πει τα πάντα. Είναι δικά του γιατί είναι άνθρωπος δικός μας. Κουβαλάει την ψυχή και την ιστορία μας. Μας θυμίζει ποιοι είμαστε.
Ο Νταλάρας ακολούθησε περισσότερο τα ίχνη των μεγάλων της Γενιάς του ’30, παρά τους συγκαιρινούς του.
Στην τραγουδιστική κιβωτό του διασώζει τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό που αποτύπωσαν, Ελύτης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Σεφέρης, Θεοτοκάς, Τσαρούχης για καφενέδες, νησιώτικα σπίτια, καΐκια, προσφυγικές παράγκες, εργάτες, λιόδεντρα, αμπέλια, αγάλματα, αντάρτες, πόνο, αγάπες, διονυσιασμό και αιδημοσύνη.
Όταν πιάνει ένα τραγούδι το τελειοποιεί μουσικά και ερμηνευτικά σαν να κόβει από ένα ρούχο τις κλωστές που περισσεύουν και μας το παραδίδει αψεγάδιαστο.
Ίσως η σκληρή αυτοπειθαρχία και η ένθεη τελειομανία του ενοχλούν τους χύμα και ρατέ του σιναφιού (που έχουν όμως κι αυτοί τη δική τους χάρη).
Καμιά τέχνη δεν διαθέτει την αμεσότητα του τραγουδιού.
Σε τρία λεπτά σε κάνει κομμάτια.
Και ο Νταλάρας υπό το βάρος των αριστοκρατικών του επιλογών, είναι για μισό αιώνα η ψυχική παραμυθία των απλών ανθρώπων. Τραγουδήσαν, χάρηκαν, θυμήθηκαν, έκλαψαν, αγάπησαν μαζί του.
Του χρωστάμε.
σχόλια