Οι έγκυες που στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης παίρνουν ένα κοινό φάρμακο, το μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες, αναλγητικό και αντιπυρετικό «ιμπουπροφέν», μπορεί άθελά τους να μειώνουν τη γονιμότητα της κόρης τους που θα γεννηθεί.
Μια νέα γαλλο-δανική επιστημονική έρευνα συνδέει τη λήψη του εν λόγω φαρμάκου από τη μητέρα με αυξημένο κίνδυνο για μειωμένο αριθμό ωαρίων στην κόρη.
Είναι η πρώτη φορά που οι επιστήμονες συσχετίζουν τη χορήγηση ιβουπροφαίνης (ibuprofen) στην αρχή της εγκυμοσύνης με επιπτώσεις στον ιστό των ωοθηκών.
Η μελέτη δείχνει ότι κατά το πρώτο κρίσιμο τρίμηνο ανάπτυξης του εμβρύου η έκθεσή του στο συγκεκριμένο φάρμακο, μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε «δραματική απώλεια» των γυναικείων γεννητικών κυττάρων, από τα οποία θα δημιουργηθούν στη συνέχεια τα ωοθυλάκια, όπου αναπτύσσονται τα ωάρια.
Οι γυναίκες γεννιούνται πιθανότατα με ένα συγκεκριμένο αριθμό ωοθυλακίων στις ωοθήκες τους (αν και αυτό έχει αμφισβητεί τελευταία) και ο αριθμός αυτός επιδρά σημαντικά στη μελλοντική γονιμότητά τους.
Η νέα μελέτη εγείρει ανησυχίες για τις επιπτώσεις του ibuprofen στη γυναικεία γονιμότητα, καθώς η ανάπτυξη των ωοθυλακίων του εμβρύου δεν έχει ολοκληρωθεί πριν το τέλος του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης.
Εκτιμάται ότι περίπου το 30% των εγκύων παίρνουν το εν λόγω φάρμακο στο πρώτο τρίμηνο της κύησης. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν σαφείς ιατρικές οδηγίες κατά πόσο είναι ασφαλής η χορήγησή του κατά τις πρώτες εβδομάδες της εγκυμοσύνης.
Η ιβοπρουφαίνη είναι μια δραστική ουσία που περιέχεται σε πολλά σκευάσματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την δρα Σεβερίν Μαζό-Γκιτό του Ινστιτούτου Ιατρικών Ερευνών INSERM της Γαλλίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Human Reproduction" της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας, μελέτησαν δείγματα από 185 έμβρυα επτά έως 12 εβδομάδων, τα οποία προήλθαν από κυήσεις που είχαν τερματιστεί νομίμως και μετά από τη συναίνεση των μητέρων.
Οι επιστήμονες καλλιέργησαν ιστό ωοθηκών των εμβρύων στο εργαστήριο και εξέθεσαν ένα μέρος από αυτόν στο ιμπουπροφέν και ένα άλλο μέρος όχι.
Επιπλέον, μετρήθηκε η ποσότητα του φαρμάκου στον ομφάλιο λώρο, για να εκτιμηθεί αν και πόσο το έμβρυο είχε εκτεθεί κατά την εγκυμοσύνη στο εν λόγω φάρμακο που είχε πάρει η έγκυος.
Διαπιστώθηκε ότι το ιμπουπροφέν διαπερνά το φραγμό του πλακούντα κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, με συνέπεια το έμβρυο να εκτίθεται στην ίδια ποσότητα φαρμάκου με τη μητέρα.
Η μελέτη εξάλλου των εργαστηριακών καλλιεργειών έδειξε ότι ο εμβρυϊκός ιστός που είχε εκτεθεί στο ιμπουπροφέν επί μία εβδομάδα, είχε στη συνέχεια περίπου τον μισό αριθμό γεννητικών κυττάρων.
Οι ερευνητές εξέφρασαν την ανησυχία τους γι' αυτά τα ευρήματα και δήλωσαν πως, όπως και με κάθε άλλο φάρμακο, η χρήση του ιμπουπροφέν πρέπει να περιορίζεται στη μικρότερη δυνατή διάρκεια και στη χαμηλότερη δυνατή δόση, προκειμένου να ανακουφιστούν οι πόνοι ή ο πυρετός, ιδίως στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Πρόσθεσαν ότι «η πιο σοφή συμβουλή θα ήταν να ακολουθούνται οι τρέχουσες συστάσεις, δηλαδή να προτιμάται η παρακεταμόλη από κάθε άλλο αντιφλεγμονώδες φάρμακο έως την 24η εβδομάδα της κύησης».
Οι ερευνητές επεσήμαναν επίσης την ανάγκη να μελετηθεί περαιτέρω και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου η δράση του ιμπουπροφέν στις ωοθήκες των γυναικών, καθώς επίσης οι πιθανές επιπτώσεις από εναλλακτικά αναλγητικά.
Προς το παρόν πάντως, είναι αδύνατο να ειπωθεί με βεβαιότητα ότι η μείωση του αριθμού των ωοθυλακίων σε δείγματα ιστού από έμβρυα κοριτσιών όντως μπορεί να «μεταφρασθεί» σε μειωμένη γονιμότητα μιας γυναίκας μετά από 30 χρόνια.