Ένα περίτεχνο κεραμικό αγγείο, ηλικίας 2.400 ετών, που όπως αποδείχτηκε κλάπηκε από ιταλικό έδαφος, επιστρέφεται μετά από χρόνια στο ιταλικό κράτος από το Μουσείο Speed Art των ΗΠΑ.
Ο επαναπατρισμός αυτού του καλυκωτού κρατήρα είναι μέρος μίας πολυετούς συμφωνίας μεταξύ του Speed Art και του υπουργείου Πολιτισμού της Ιταλίας, στην οποία προβλέπεται πως το αγγείο θα παραμείνει στο μουσείο του Κεντάκι για ακόμη τέσσερα χρόνια, ενώ θα ακολουθήσουν μελλοντικά δάνεια άλλων αντικειμένων από το ιταλικό κράτος.
Το μουσείο αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση πως πρότεινε οικειοθελώς την επιστροφή του κρατήρα, αφότου έλαβε στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το αγγείο ήταν λαθρανασκαμμένο και είχε εξαχθεί παρανόμως από την Ιταλία.
Πίσω από την παραπάνω ανακάλυψη βρίσκεται ο αρχαιολόγος και ερευνητής διεθνών αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, δρ. Χρήστος Τσιρογιάννης, ο οποίος ενημέρωσε το μουσείο το 2015.
«Είχα ταυτίσει τον κρατήρα αυτόν ήδη από το 2009, αλλά ερευνώντας και άλλες παρόμοιες υποθέσεις μέσω άλλων ταυτίσεων που είχα τότε πραγματοποιήσει, για την έκδοση μιας ακαδημαϊκής μου εργασίας, ενημέρωσα το μουσείο σχετικά. Το προσωπικό και ο τότε διευθυντής του Speed Art Museum, αντέδρασαν σωστά στα νέα της ταύτισής μου και συνεργάστηκαν πολύ καλά μαζί μου, παρέχοντάς μου τις περισσότερες από τις πληροφορίες που ζήτησα από τον φάκελο του κρατήρα στο μουσείο», δηλώνει ο ίδιος στο Lifo.gr.
Ο καλυκωτός κρατήρας κατασκευάστηκε γύρω στο 350-340 π.Χ. στην Ποσειδωνία (Paestum), την αρχαία ελληνική αποικία στη νότια Ιταλία. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν κρατήρες σαν αυτόν, για να αναμιγνύουν κρασί με νερό. Το σχέδιο στο συγκεκριμένο αγγείο απεικονίζει τον θεό Διόνυσο, σε ένα ανάκλιντρο, να παίζει κότταβο. Αποδίδεται στον Έλληνα καλλιτέχνη Πύθωνα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωσή του, το Speed Art αγόρασε τον κρατήρα το 1990 «από την εταιρία "Robin Symes Limited", έναν έμπορο τέχνης με έδρα το Λονδίνο που ειδικευόταν στην αρχαία τέχνη. Τότε, ο Σάιμς ανέφερε ότι είχε αποκτήσει τον κρατήρα από έναν ιδιώτη συλλέκτη στο Παρίσι». [Σημειώνεται πως ο Σάιμς κατηγορήθηκε στη συνέχεια ως οργανωτής ενός μεγάλου κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας].
Όταν ο δρ. Τσιρογιάννης επικοινώνησε με το μουσείο το 2015, προσκόμισε αντίγραφα έγχρωμων φωτογραφιών που απεικονίζουν το αγγείο, μεταξύ των οποίων Polaroid από το κατασχεμένο αρχείο του Τζιάκομο Μέντιτσι, ενός Ιταλού εμπόρου τέχνης που είχε συλληφθεί το 1997 και καταδικαστεί το 2004 σχετικά με λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων.
Η συγκεκριμένη Polaroid είχε βρεθεί κατά την έφοδο των ιταλών καραμπινιέρων στην αποθήκη που διατηρούσε ο Μέντιτσι στο Φρίπορτ της Γενεύης.
Όπως επισημαίνει το Speed Art «η προέλευση των φωτογραφιών, το φορμάτ τους και η εμφάνιση του κρατήρα σε αυτές -είχε πάνω του χώμα- επιβεβαίωσαν στο προσωπικό του μουσείου την πιθανότητα να έχει ανασκαφεί το αγγείο κατά παράβαση των διεθνών και ιταλικών νόμων που διέπουν την κυριότητα και την ανασκαφή αρχαιολογικού υλικού».
Αφότου είδε τις φωτογραφίες, το μουσείο τονίζει πως επικοινώνησε με τον γενικό διευθυντή του ιταλικού υπουργείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς. «Το Speed ακολούθησε τις υπεύθυνες πρακτικές μουσείων όταν απέκτησε αυτό το έργο το 1990 και είμαστε περήφανοι που πρωτοστατούμε στις υπεύθυνες πρακτικές σήμερα, ξεκινώντας επαφές με την ιταλική κυβέρνηση για αυτό το θέμα και διαπραγματευόμενοι στη συνέχεια μία θετική επίλυση», δήλωσε ο διευθυντής του μουσείου, Stephen Reily.
«Όταν οι αρχαιολογικοί χώροι λεηλατούνται, οι δράστες μάς κλέβουν επίσης ανεκτίμητες και συχνά αναντικατάστατες πληροφορίες για τα αντικείμενα που ανακαλύπτουν», δήλωσε η Kim Spence, επιμελήτρια που επιβλέπει την συλλογή αρχαίων έργων τέχνης του Μουσείου Speed Art. «Το Speed υποστηρίζει πλήρως το έργο των επαγγελματιών αρχαιολόγων που ακολουθούν τον νόμο και συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση των αντικειμένων τέχνης και της σημασίας που αυτά τα αντικείμενα έπαιξαν στη ζωή των ιδιοκτητών τους», πρόσθεσε.
Από την πλευρά του, ο δρ. Τσιρογιάννης υπογραμμίζει ωστόσο πως «είναι λυπηρό ο σημερινός διευθυντής του Speed Art, και ειδικά με την ευκαιρία της ανακοίνωσης της επιστροφής αυτής της κλεμμένης σπουδαίας αρχαιότητας, να δηλώνει ότι κατά την απόκτηση του αγγείου από το μουσείο το 1990 είχαν ακολουθηθεί υπεύθυνες πρακτικές, χωρίς να δηλώνει ποιες ήταν αυτές και καλύπτοντας το τότε προσωπικό του μουσείου και την ηγεσία του. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι ειδικός για να διερωτηθεί λογικά, πώς είναι δυνατόν -ακολουθώντας υπεύθυνες πρακτικές απόκτησης αρχαιοτήτων- να καταλήξουν στην αγορά μίας λαθρανεσκαμμένης και λαθραίως εξαχθείσας αρχαιότητας, όπως περίτρανα αποδείχθηκε τώρα και διεθνώς».