Στα πιο ξακουστά καρναβάλια της Ελλάδας συγκαταλέγεται εκείνο του Τυρνάβου με το γνωστό έθιμο «Μπουρανί», μια κατεξοχήν αθυρόστομη και φαλλική τελετή που διατηρείται έως τις μέρες μας.
Το Μπουρανί, που είναι τουρκική λέξη, είναι το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας και σημαίνει «σπανακόρυζο». Είναι ένα έδεσμα σε μορφή σούπας, αποτελούμενο από σπανάκι, τσουκνίδα και ξίδι, χωρίς λάδι. Το μαγείρεμά της συνοδεύεται από άσεμνα πειράγματα και τραγούδια. Κεντρικό σύμβολο του εθίμου είναι ο φαλλός σε διάφορες μορφές, σύμβολο της αναπαραγωγής και της ευτεκνίας.
Στην Κοζάνη η Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς είναι ημέρα κατά την οποία η ευθυμία και η αισχρολογία βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους με τους Φανούς. Είναι μια γιορτή κι ένα ξεφάντωμα γύρω από τον βωμό της αποκριάτικης εορταστικής πυράς με φαγοπότι, τραγούδι, χορό και αθυροστομία χωρίς όρια. Προέρχεται από τη λέξη «φαίνω», που σημαίνει «φαίνομαι από μακριά».
Απαιτεί προετοιμασία και οργάνωση, συσπειρώνει καθεμιά γειτονιά τον δικό της φανό, δημιουργώντας σχέσεις ζεστές και πολύτιμες, και φυσικά στηρίζεται στη συμμετοχή και όχι στην ψυχρή παρατήρηση. Όταν σβήνει ο φανός, πολλοί μαζεύουν τη στάχτη και τη σκορπούν σε χωράφια, αμπέλια ή καλλιέργειες προκειμένου να αυγατίσει η σοδειά.
Σε απόσταση 52 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη βρίσκεται ο Σοχός Λαγκαδά, όπου το τριήμερο της Αποκριάς αναβιώνει το έθιμο των Κουδουνοφόρων, κατάλοιπο κι αυτό της διονυσιακής λατρείας, με τον επισκέπτη να αντικρίζει στους γεμάτους δρόμους και στις πλατείες τους κατοίκους ντυμένους με τραγόμορφες στολές και κουδούνια.
Η ιδιόρρυθμη φορεσιά των Κουδουνοφόρων αποτελείται από το παντελόνι (κουζιούφι) που φτιάχνεται από τομάρι μαύρου τράγου και το σακάκι από την προβιά του. Πάνω από αυτά φορούν χρωματιστή πλεκτή εσάρπα, το πρόσωπο καλύπτει προσωπίδα με ψηλό πολύχρωμο κεφαλοστόλισμα (καλπάκι), για μουστάκι χρησιμοποιούνται λευκές ή μαύρες τρίχες από ουρά αλόγου. Η στολή καλύπτεται από κουδούνια. Τα τσαρούχια που τη συμπληρώνουν προέρχονται από τομάρι αγελάδας ή γουρουνιού.
Στην όμορφη Σκύρο ο εορτασμός της Αποκριάς είναι μοναδικός και ασύγκριτος. Σημείο αναφοράς αποτελεί ο Γέρος και μαζί του η Κορέλα και ο Φράγκος. Στο νησί, από την αρχή του Τριωδίου και μέχρι να αρχίσει η περίοδος της νηστείας που οδηγεί στη Μεγάλη Εβδομάδα, το έθιμο απαιτεί ο Γέρος και η Κορέλα να βγαίνουν στους δρόμους κάθε Σαββατοκύριακο, δίνοντας ιδιαίτερο χρώμα στη γιορτή.
Ο Γέρος φορά μάσκα από προβιά, κάπα με κουκούλα, τσοπάνικο πανωβράκι, τροχαδόκαλτσες, τροχάδια και παραδοσιακά υποδήματα, κατασκευασμένα από δέρμα. Είναι ζωσμένος με δεκάδες κουδούνια προβάτων και κρατά τσοπάνικο ραβδί. Προχωρά με ρυθμικούς βηματισμούς, κάνοντας αισθητή την παρουσία του χάρη στα κουδούνια, το βάρος των οποίων μπορεί να φτάσει και τα 50 κιλά.
Οι Γέροι συναντιούνται στα σοκάκια της Χώρας, στο πλαίσιο ενός συμβολικού αγώνα δύναμης και αντοχής. Η Κορέλα είναι άνδρας ντυμένος με γυναικεία παραδοσιακά ρούχα και χορεύει γύρω από τον Γέρο, κουνώντας το μαντίλι. Όταν εκείνος θα σταματήσει για να ξεκουραστεί, εκείνη θα τραγουδήσει ένα μακρόσυρτο τραγούδι, το κορελίτικο.
Τέλος, τη συντροφιά συμπληρώνει ο Φράγκος που φορά ρούχα ευρωπαϊκά, αποκριάτικη μάσκα κι ένα κουδούνι στη μέση. Ονομάστηκε έτσι επειδή είναι ο μόνος που δεν φορά σκυριανά ρούχα αλλά φράγκικα. Το έθιμο έχει διονυσιακή προέλευση και συμβολίζει την υποδοχή της άνοιξης και τη γονιμότητα.
Το έθιμο του Καλόγερου τελείται κάθε χρόνο σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Η γιορτή ανοίγει με τους αναστενάρηδες και τους μίμους, οι οποίοι συνθέτουν έναν αλλόκοτο θίασο με μέλη τον βασιλιά, το βασιλόπουλο, τον καπιστρά, τον καλόγερο, τη νύφη, την μπάμπω και το εφταμηνίτικο, τους γύφτους με την αρκούδα και τους κουρούτζηδες (φύλακες).
Ο θίασος επισκέπτεται όλα τα σπίτια του χωριού και στη συνέχεια οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην πλατεία, όπου γίνεται η προετοιμασία του αγρού για τη σπορά. Ακολουθεί η σκηνή του θανάτου και της ανάστασης με πρωταγωνιστή τον καλόγερο.
Άλλο διονυσιακό έθιμο που έρχεται από τα βάθη των αιώνων είναι αυτό της Καμήλας που αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα στο χωριό Κάινα του Δήμου Αποκορώνου στον Νομό Χανίων. Για την κατασκευή της χρειάζεται μία ξύλινη σκάλα, δύο κοφίνια για τις καμπούρες, μία παλέτσα (είδος νάιλον πανιού που χρησιμοποιείται για τη συλλογή του ελαιοκάρπου) και το κρανίο ενός γαϊδάρου.
Στον ουρανίσκο του τοποθετείται ένα καρούλι για να ανοιγοκλείνει το στόμα με το τράβηγμα ενός σχοινιού και στη θέση των ματιών δύο μανταρίνια ζωγραφισμένα. Η καμήλα ντύνεται με προβιές κουνελιών.
Σε αυτήν μπαίνουν συνήθως τρεις άνθρωποι. Ένας κρατάει το κεφάλι στερεωμένο σε ένα ξύλο και οι άλλοι δύο, με τη βοήθεια των κοφινιών, σχηματίζουν τις καμπούρες. Όταν όλα ετοιμαστούν, η καμήλα ξεκινάει τη βόλτα της, περνώντας από κάθε σημείο του χωριού, για να καταλήξει στην κεντρική πλατεία.
Πολλοί ντόπιοι ντύνονται με πρωτότυπες αυτοσχέδιες στολές και την ακολουθούν. Οι μεταμφιεσμένοι έχουν κρεμασμένα επάνω τους κυρίως λέρια (κουδούνες) προβάτων και προβιές ζώων. Το γλέντι συνεχίζεται μέχρι το βράδυ με τη συνοδεία παραδοσιακών κρητικών οργάνων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια