ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Η Αμερική δεν υπήρξε ποτέ αθώα. Χάσαμε την παρθενιά μας στα μισά του δρόμου και μετά κοιτάζουμε το παρελθόν μας δίχως μετάνοια. Δεν μπορείς να αποδώσεις την πτώση μας από τον παράδεισο σε κανένα μεμονωμένο γεγονός ή σύνολο περιστάσεων» έγραφε ο Τζέιμς Ελρόι στο μυθιστόρημά του που έδινε το στίγμα της δεκαετίας του ’60 – και θαρρείς πως είχε τον Τζορτζ Λόις στο μυαλό του. Τον άνθρωπο, δηλαδή, που βγήκε από τα σπάργανα του αμερικανικού ονείρου και βάλθηκε να αποδομήσει την ευτυχισμένη αμερικανική εικόνα με ένα και μόνο όπλο: τη φαντασία. Πρόκληση, ανατροπή και επίθεση στην κοιλιά του πιο άτεγκτου κατεστημένου ήταν για τον Λόις η απόδειξη ότι οι Αμερικανοί επιτρέπουν ακόμα και στα πιο άγρια πλάσματα να κάνουν καριέρα και λεφτά. Αρκεί να μη βαριούνται. Ο ελληνικής καταγωγής art director και διαφημιστής Λόις είναι αυτός που παρουσίασε τον μαύρο μποξέρ και κατάδικο Σόνι Λίστον ως Άγιο Βασίλη –η αποδόμηση της ευτυχίας των εορτών–, που έβγαλε τον Πρόεδρο Νίξον καλυμμένο με πούδρα και κραγιόν και τόλμησε να κυκλοφορήσει ένα κατάμαυρο εξώφυλλο, απόλυτο μήνυμα θανάτου, από την άγρια ζούγκλα του Βιετνάμ με τη φράση ενός φαντάρου («Oh my Gog, we hit τον a girl!») την ώρα που σκότωνε ένα ανήλικο κορίτσι. Οι αυταπάτες είχαν πλέον τελειώσει. Σημασία είχε μόνο η παραφορά.
Αυτός είναι, λοιπόν, που ενέπνευσε τον Μπομπ Ντίλαν, γοήτευσε τον Τζακ Νίκολσον –πόσοι, αλήθεια, έχουν γοητεύσει τον Τζακ Νίκολσον;–, έσφιξε στην αγκαλιά του τον Μοχάμεντ Άλι, τα έβαλε με τον Νίξον, τα έκανε λαμπόγυαλο στα μεγαλύτερα γραφεία της Μάντισον Σκουέρ – όλα αυτά σκεφτόμουν καθώς ανηφόριζα το δρομάκι για το St George Lycabettus, για να τον συναντήσω από κοντά. Τον βρίσκω να με περιμένει στο λόμπι κι αγκαλιαζόμαστε χωρίς τις απαραίτητες συστάσεις – σημασία εδώ έχουν μόνο οι εξομολογήσεις. Του δείχνω το t-shirt μου από την καμπάνια που έκανε ο ίδιος λανσάροντας το μουσικό κανάλι MTV («I want My MTV») και αυτός προτάσσει το φυλακτό του Αγίου Γεωργίου που έχει κρεμασμένο στον λαιμό του από μικρός. Τώρα, στα 82, έτοιμος για μια ακόμα φορά να χτυπήσει και πάλι, αν χρειαστεί, τον δράκο, μου μιλάει ακατάπαυστα για όλη του την προσωπική διαδρομή.
Τον ρωτάω πώς στ’ αλήθεια ένα μικρό αγόρι που μεγάλωσε στο Μπρονξ και με καταγωγή από την ορεινή Ναυπακτία κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο της διαφήμισης – και ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο. «Ίσως να έχει να κάνει με τις μάχες που έμαθα να δίνω από μικρός. Δεν είναι και εύκολο να μεγαλώνεις σε μια γειτονιά όπου η πλειονότητα είναι Ιρλανδοί –Ιρλανδοί μπάτσοι, πυροσβέστες, μανάβηδες– και σε μια εποχή που ακόμη μαστιζόταν από τη φτώχεια και αγωνιούσε να συνέλθει από το κραχ. Όλοι με αντιμετώπιζαν ως μειονότητα: δεν ήμουν μαύρος, δεν ήμουν Ιρλανδός, ήμουν ορθόδοξος με παράξενη προφορά και με μπόλικο θράσος. Κι αυτό με έσωσε τελικά. Ο μόνος τρόπος για να επιβιώσω σε μια γειτονιά καλυμμένη με λάσπες και σκουπίδια ήταν να βγω νικητής στη μάχη του δρόμου: πραγματικά έριξα πολλά μπουνίδια και γύρισα πολλές φορές με τη μύτη σπασμένη στο σπίτι. Η κυρά Βασιλική –η μητέρα μου– με κυνηγούσε γιατί όλο έμπλεκα σε καβγάδες, αλλά κατά βάθος ήταν περήφανη που ο γιόκας της είχε μάθει να ξεκαθαρίζει μόνος του τους λογαριασμούς του».
Παράλληλα, όμως, ο υιός Λόης ήταν και εργατικός και δεν αρνιόταν, όπως μου λέει, να παραδίδει κατ’ οίκον ανθοδέσμες και λουλούδια από το ανθοπωλείο του πατέρα του – και μάλιστα σε άτομα που έτυχε να συναντήσει μετά, όταν έκανε τις πρώτες του επιτυχίες. Τα λουλούδια και οι γροθιές που μοίραζε αθρόα προφανώς κρύβουν έναν ρομαντισμό που ταιριάζουν σε έναν καλλιτέχνη που άρχιζε να κάνει τα πρώτα του βήματα. Δύναμη, φαντασία, τσαγανό και ένα ανεξήγητο πάθος συνθέτουν το προφίλ του πιτσιρικά που όταν δεν βριζόταν με τα γειτονόπουλα, ζωγράφιζε μετά μανίας. «Αυτές οι ζωγραφιές είναι που τράβηξαν την προσοχή της αγαπημένης μου δασκάλας και την έκαναν να τις φυλάει όλη τη σχολική χρονιά. Τις κρατούσε επιμελώς σε ένα ντοσιέ το οποίο παρέδωσε στους γονείς μου, ζητώντας τους να με παροτρύνουν να δώσω εξετάσεις στο High School of Music & Art. Είναι αυτή που τους πρωτοείπε ότι έχω στόφα καλλιτέχνη. Δεν ξέρω αν ο πατέρας μου χάρηκε ή του ήρθε νταμπλάς. Εγώ σε καλλιτεχνικό γυμνάσιο;».
Στο σχολείο ο Λόις νιώθει και πάλι αποσυνάγωγος. Άσκοπες θεωρίες και καθηγητές που ξεπατίκωναν τις κυρίαρχες καλλιτεχνικές τάσεις, χωρίς καμιά έμπνευση. «Κάποια στιγμή έφτασαν οι τελικές εξετάσεις και θυμάμαι την τελευταία μέρα που γράφαμε διαγώνισμα – από αυτό κρινόταν αν θα περνούσαμε τη χρονιά! Ο τότε διδάσκων στο σχέδιο κ. Πάτερσον μας ζήτησε να σχεδιάσουμε σε έναν λευκό καμβά 18x24 ένα σχέδιο με βάση διάφορα τρίγωνα, παραλληλόγραμμα. Ο ίδιος είχε μανία με τον Κλέε, τον Μπάγερ – άσε που ο κυβισμός ήταν κάτι που φοριόταν πολύ την εποχή εκείνη. Οι συμμαθητές μου άρχισαν να κόβουν τριγωνάκια, να κάνουν κολάζ σαν μανιακοί κι εγώ καθόμουν με σταυρωμένα χέρια, ακίνητος, μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Δεν κουνούσα καν το κεφάλι. Ο καθηγητής μου με κοίταζε αποσβολωμένος και μάλλον έξαλλος. Με τη λήξη του χρόνου, με πλησίασε και πήγε να τραβήξει τον λευκό μου καμβά, αλλά εγώ τον σταμάτησα βάζοντας απλώς στην άκρη την υπογραφή μου. Με κοίταξε έκπληκτος. Ήξερα ότι είχα δημιουργήσει το πρώτο μου ολοκληρωμένο έργο –ένα τέλειο παραλληλόγραμμο σχέδιο 18x24– και ότι είχα καταφέρει να κάνω κάτι που όχι μόνο ο καθηγητής μου αλλά ούτε κι εγώ δεν το περίμενα. Αυτό ήξερα ότι ήθελα να κάνω από τότε, να δημιουργώ πέρα από κάθε προσδοκία!».
Και το έκανε πραγματικά, υλοποιώντας ό,τι παρανοϊκό, υπέροχο και απρόβλεπτο τού κατέβαινε στο κεφάλι, χωρίς να δίνει βάση στις έρευνες. Γι’ αυτό και μου εξομολογείται ότι δεν ασπάζεται διόλου τις σημερινές διαφημιστικές εκστρατείες που βασίζονται στα ερωτηματολόγια. «Είναι απίστευτοι. Πάνε και ρωτάνε αν σας αρέσει ο τάδε ή ο δείνα και αν ασπάζεστε αυτό το μότο, αντί να πετάξουν τα μάτια έξω στον κόσμο. Κάποτε έλεγα ότι η διαφήμιση πρέπει να σε καίει σαν δηλητήριο, να σου κάθεται στο λαιμό, να σου προκαλεί δάκρυα στα μάτια – αλλιώς δεν είναι πετυχημένη. Δεν έχω κουνήσει ρούπι από αυτή την πεποίθηση». Εξάλλου, και στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από την Key Books με τον τίτλο Έξω από τα δόντια οι συμβουλές που δίνει είναι να μην υποχωρεί κανείς ούτε εκατοστό από τη δημιουργία. «Η δημιουργικότητα πρέπει να καταπλήσσει, όπως η μοντέρνα τέχνη υποτίθεται πως πρέπει να σοκάρει με το να παρουσιάζει στον θεατή μια ιδέα που κατά τα φαινόμενα ακυρώνει τις συμβάσεις της σκέψης. Σε αυτό το διάστημα μεταξύ του σοκ και της συνειδητοποίησης ότι αυτό που παρουσιάζεις δεν είναι όσο εξωφρενικό δείχνει κατακτάς το κοινό σου» γράφει στο βιβλίο, κάτι που έχει αποδείξει με κάθε τρόπο και στην πράξη.
Έχει φτιάξει εξώφυλλα για το «Esquire» –πραγματικά έργα τέχνης που εκτίθενται πλέον στη μόνιμη συλλογή του MoMa– παρασυρμένος από μια έκκεντρη πραγματικότητα που δεν δεχόταν τίποτε όπως είναι. Δεν μπορούσε, φερ’ ειπείν, να συμβιβαστεί με την απόφαση του δικαστηρίου που καταδίκαζε τον Μοχάμεντ Άλι, ούτε με την τρεις φορές ισόβια κάθειρξη του Ρούμπιν-«Τυφώνα»-Κάρτερ. «Γι’ αυτό και ξεκίνησα μια ολόκληρη καμπάνια με σκοπό την απελευθέρωσή του. Πρώτα επισκέφτηκα τον ίδιο στις φυλακές του Τρέντον Στέιτ και μετά έβαλα μπροστά το σχέδιό μου, ξέροντας ότι μόνο όταν επιστρατεύεις κι άλλους γνωστούς και διάσημους στο πλευρό σου μπορείς να έχεις αποτέλεσμα. Αλλιώς, πας ως πρόβατο επί σφαγήν. Μέσα σε μια εβδομάδα είχα επιστρατεύσει από τον Ντέιβ Άντερσον μέχρι τον Χάρι Μπελαφόντε, την Νταϊάν Κάνον, τον Τζόνι Κας, τον Μπαρτ Ρέινολτς, τον Άρθουρ Πεν και τον Γκέι Ταλίζ, ενώ τον όλο συντονισμό είχε αναλάβει ο Μοχάμεντ Άλι. Η εκστρατεία “τυφώνας”, όπως έμεινε γνωστή, ξεκίνησε τότε από την καρδιά των “New York Times”, όπου έκανα την πρώτη καταχώριση υπέρ του Κάρτερ. Το θέμα πήρε εξωφρενικές διαστάσεις, με δεκάδες χιλιάδες να συγκεντρώνονται έξω από το Τρέντον Στέιτ και όλο και περισσότερο κόσμο να συσπειρώνεται στο πλευρό μας στον αγώνα κατά του ρατσισμού: χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μπομπ Ντίλαν, που εμπνεύστηκε από την εκστρατεία μας το ομώνυμο τραγούδι “Hurricane”. Δέχτηκα τότε πολλές απειλές και συστάσεις ακόμα και από πελάτες, όπως ο τότε πρόεδρο της Cutty Sark, που μου έλεγαν να πάψω να ασχολούμαι με τον “αράπη”. Η δικαίωσή μας με την οριστική αθώωση του Κάρτερ –δυστυχώς, 22 χρόνια αργότερα– ήταν η απόδειξη ότι άξιζε τον κόπο. Ο ρατσισμός είναι ακόμα βαθιά φωλιασμένος στην αμερικανική ήπειρο».
Ο Κάρτερ πέθανε, τελικά, πριν από έναν μήνα, αλλά ο Τζορτζ Λόις θα εξακολουθεί να παλεύει ενάντια στον ρατσισμό, στην ανελευθερία και στις πεπαλαιωμένες αντιλήψεις πάντα με την ίδια θέρμη και το ίδιο τσαγανό. «Μεγάλο μέρος του ταλέντου σε αυτό τον κόσμο χάνεται ελλείψει θάρρους» λέει ο αγαπημένος του Βρετανός συγγραφέας Σίντνεϊ Σμιθ και αυτός τον ακολουθεί κατά γράμμα. Μου εξηγεί πως τόλμησε να λανσάρει ανεκδιήγητες καμπάνιες, όπως εκείνη για τη Xerox –είναι ο ίδιος που καθιέρωσε και το όνομα που συνιστά πια μέρος της συλλογικής μας γλώσσας–, χρησιμοποιώντας ένα κοριτσάκι και όταν του ζήτησαν να το αντικαταστήσει, έβαλε στη θέση του έναν χιμπατζή! Τίποτα δεν τον σταματούσε ακριβώς γιατί το δημιουργικό κύμα που είχε παρασύρει στο πέρασμά του τους διαφημιστές της Madison Avenue επέτρεπε τέτοιες παραφορές. Εκείνος, όμως, ήξερε ότι ήταν το Νο ένα, ο πρωταγωνιστής και ο πρωτοστάτης.
«Ωστόσο, θυμώνω πολύ όταν με παρομοιάζουν με τον Ντον Ντρέιπερ», δηλαδή τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του σίριαλ «Mad Men» που λένε ότι είχε ως πηγή έμπνευσης τον ίδιο. «Δεν είναι παρά μια σαπουνόπερα γυρισμένη σε καλογυαλισμένα γραφεία, με κάτι χαρτογιακάδες, αδιάφορους γυναικάδες που προσπαθούν να αποπλανήσουν τις στυλάτες γραμματείς τους. Δεν ξέρω, όμως, κανέναν που να πέτυχε σε ένα επάγγελμα που ήθελε απόλυτη προσοχή, ενώ σκεφτόταν την εικόνα του και το πήδημα. Αντίθετα, αυτοί οι αρρωστημένοι νάρκισσοι του “Mad Men”, αντί να κατεβάζουν ιδέες, περιφέρονται άσκοπα πίνοντας μαρτίνι και κάνοντας ανούσιες συζητήσεις για εξίσου ανούσιες διαφημιστικές καμπάνιες. Δεν ήταν, όμως, έτσι η διαφήμιση τότε: το σύμπαν φλεγόταν από γεγονότα, γύρω μας μαίνονταν ιδέες και ο πόλεμος του Βιετνάμ, τα πάντα ήταν στο κόκκινο. Άσε που στα νιάτα μου ήμουν πολύ πιο ωραίος από τον Ντον Ντρέιπερ».
Οι ιστορίες του για τα πρόσωπα και τα πράγματα που έχει συναντήσει είναι ατελείωτες, όπως και η ηλεκτρική ενέργεια που σου μεταδίδει ακόμα και σε αυτή την ηλικία – μετά την τρίωρη συζήτηση μας νιώθω τη φλέβα στο μέτωπο να πάλλεται και το μυαλό μου είναι έτοιμο να ανατιναχτεί από τις υπερβολικές ταχύτητες της σκέψης. Φεύγοντας του αποσπώ πολύτιμη αφιέρωση στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του Έξω από τα δόντια (Key Books): «To terrific Tina με αγάπη & with many thanks» (σημασία έχει ότι η αγάπη είναι ελληνική).
«Να μην προσέχεις ποτέ και τίποτε» μου λέει αντί για ξεπροβόδισμα. «Κανείς που πρόσεχε δεν πήγε ποτέ μπροστά. Αυτό είναι το αντι-μότο μου. Η μάνα μου έλεγε πάντα “George, be careful” κι εγώ έκανα το αντίθετο. Όποιος προσέχει θα μείνει μέτριος, προβλέψιμος και ίδιος». Κι όπως λέει και στο βιβλίο του: «Καλύτερα να είσαι ριψοκίνδυνος, παρά προσεκτικός. Καλύτερα να είσαι τολμηρός, παρά ασφαλής. Καλύτερα να δουν τη δουλειά σου και να σε θυμούνται – αλλιώς έχεις αστοχήσει. Δεν υπάρχει μέση οδός». Γι’ αυτό και μόνο δεν μπορείς να μην αγαπήσεις τον Τζορτζ Λόις.
ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ Ο GEORGE LOIS EΠΙΛΕΓΕΙ ΤΑ 10 ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗ LifO.
Ο George Lois επιλέγει τα 10 αγαπημένα του εξώφυλλα για τη LifO
1. Το πρώτο εξώφυλλο (με τον μοιραίο αγώνα)
Δεν μπορώ να μην επιλέξω το πρώτο μου εξώφυλλο στο «Esquire» ως το σημαντικότερο για μένα, καθώς με την αίσθηση που προκάλεσε το 1962, το περιοδικό (όπως έμαθα εκ των υστέρων) γλίτωσε το κλείσιμο – αφού τα χρέη του είχαν χτυπήσει κόκκινο. Το εξώφυλλο αναπαριστούσε με τον πλέον εξωφρενικό τρόπο τον παγκόσμιο πρωταθλητή στην πυγμαχία βαρέων βαρών Φλόιντ Πάτερσον και πιθανό νικητή απέναντι στον αντίπαλό του Σόνι Λίστον (με πιθανότητες 8 προς 1), πεσμένο στη μέση ενός άδειου ρινγκ, μόνο του, χωρίς κοινό, μίντια – κανέναν. Ήταν μια οπτικοποιημένη μεταφορά που έδειχνε τι σήμαινε μια τέτοιου είδους αντιπαράθεση στον σκληρό κόσμο μας: ο ηττημένος να εγκαταλείπεται νεκρός και μόνος. Όταν, τελικά, η πρόβλεψή μου επιβεβαιώθηκε με τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο, μια βδομάδα αφότου το εξώφυλλο κρεμόταν στα περίπτερα, το «Esquire» εξαντλούσε κάθε του τεύχος, φτάνοντας από τις 400.00 στις 2.000.000 πωλήσεις.
2. Σόνι Λίστον (Ο μαύρος Άι-Βασίλης)
Ο Σόνι Λίστον ήταν πυγμάχος βαρέων βαρών σε μια κρίσιμη εποχή ρατσισμού και αναταραχής. Οι Μαύροι Πάνθηρες είχαν ήδη αρχίσει να αναδεικνύονται, με την κυρίαρχη μορφή του Λιρόι Έλντριτζ Κλίβερ. Γι' αυτό και το εξώφυλλο με τον Σόνι Λίστον ήταν ο δικός μου τρόπος να επιβάλω έναν πολύ ζόρικο κατάδικο ως Άι-Βασίλη σε μια λευκή φυλή που τα είχε χαμένα. Όταν ο Κάσιους Κλέι (Μοχάμεντ Άλι) είδε το εξώφυλλο είπε: «Λοιπόν, Τζορτζ, αυτός είναι ο τελευταίος γαμημένος μαύρος που περιμένει η λευκή Αμερική να δει να κατεβαίνει από την καμινάδα!».
3. Ο αδάκρυτος Κένεντι
Το εξώφυλλο λίγο μετά τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι τον δείχνει να κλαίει για την τραγική του μοίρα (με τα δάκρυά του να ταυτίζονται, τελικά, με αυτά των αναγνωστών).
4. Ο Εντ Σάλιβαν ξεσηκώνει τα πλήθη (wigs out)
Με το που είδα τον Εντ Σάλιβαν να εισάγει την μπιτλομανία στην Αμερική μέσα από τη νυχτερινή του τηλεοπτική εκπομπή, κατάλαβα πως το «Esquire» έπρεπε να αναγνωρίσει αυτό τον παλαίμαχο της καθεστηκυίας διασκέδασης με τη μεταφυσική ικανότητα να βρίσκεται πάντα στην αιχμή της λαϊκής κουλτούρας (αν και κάποια χρόνια πριν είχε φροντίσει να κρατήσει επιμελώς την κάμερά του μακριά από τα μπούτια του Έλβις). Γι' αυτό κι έβαλα τον ιμπρεσάριο της διασκέδασης να ποζάρει με τη γνωστή περούκα των Μπιτλς. Τη φόρεσε με άνεση και χαμογέλασε αλά Ρίνγκο Σταρ.
5. Γυναίκα που ξυρίζεται
Εν έτει 1965 το γυναικείο κίνημα είχε μόλις αρχίσει να τραβάει την προσοχή του κοινού. Καμία, όμως, δεν τολμούσε να ποζάρει με τόλμη και για ένα τέτοιο ζήτημα. Τελικά, έπεισα την ασυναγώνιστη Βίρνα Λίζι να αλειφθεί με αφρό ξυρίσματος και να ξυριστεί για το εξώφυλλο του πιο εμβληματικού ανδρικού περιοδικού της εποχής.
6. Η εικόνα ενός ήρωα που εξαγρίωσε την Αμερική
Με αυτήν τη σύνθεση επέλεξα το πρόσωπο που εκπροσωπούσε τον ήρωα της αμερικανικής νεολαίας: Μάλκολμ Χ, Μπομπ Ντίλαν, Φιντέλ Κάστρο, Τζον Φ. Κένεντι ήταν αυτοί που εξόργιζαν το καθεστώς της εποχής.
7. Η πρόωρη καταδίκη του πολέμου του Βιετνάμ
Τα λόγια ενός Αμερικανού φαντάρου πάνω από το πτώμα μιας μικρής Βιετναμέζας που μόλις είχε σκοτώσει. Πρόκειται για την πρόωρη καταδίκη ενός, κατά τη γνώμη μου, σατανικού πολέμου. «Μόνο» 6.000 φαντάροι είχαν σκοτωθεί εκείνη τη μέρα και μέχρι την ώρα που αποχώρησε ο ηττημένος αμερικανικός στρατός οι νεκροί Αμερικανοί είχαν ξεπεράσει τους 58.000 – σε σύγκριση με τις κάποιες χιλιάδες σφαγιασμένων Βιετναμέζων.
8. Αποθέωση (Apotheosis!): Τζον Φ. Κένεντι, Ρόμπερτ Κένεντι και Ντόκτορ Κινγκ (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ)
Ο δικός μου τρόπος να αποτίσω φόρο τιμής στους δολοφονημένους ηγέτες μας, τους τρεις πιο πολυθρηνημένους νεκρούς μας από την εποχή του Φράνκλιν Ρούσβελτ. Ο JFK, ο Ρόμπερτ Κένεντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ατένιζαν με ανατριχιαστικό τρόπο το Εθνικό Κοιµητήριο Άρλινγκτον (το ιερό µνηµείο πεσόντων πολέµου των ΗΠΑ), βάζοντας την ταφόπλακα στη δολοφονία του καλού στην Αμερική και κάνοντας μια τελευταία προσευχή για τη διατήρηση των ιδανικών της χώρας.
9. Άντι Γουόρχολ στη σούπα Κάμπελ
Ο Άντι Γουόρχολ πνιγμένος στην ίδια του φήμη. Το εξώφυλλο αυτό έγινε το σύμβολο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αποθέωση της ποπ κουλτούρας και την αποδόμηση της διασημότητας.
10. Ο Μοχάμεντ Άλι ως Άγιος Σεβαστιανός
Σε μια επισκόπηση της μόνιμης έκθεσης των εξωφύλλων μου στο ΜοΜΑ το Associated Press έγραψε χαρακτηριστικά: «Η πιο εμβληματική εικόνα της δεκαετίας του '60 ήταν αυτή του Μοχάμεντ Άλι ως Αγίου Σεβαστιανού, καθώς συνένωνε φλέγοντα θέματα–φυλετικά, θρησκευτικά– με τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Η εικόνα είναι τόσο δυνατή, που κάποιοι θυμούνται πού ακριβώς βρίσκονταν όταν την πρωτοείδαν!».
Το βιβλίο του Τζορτζ Λόις «Εξω από τα δόντια (Συμβουλές για ανθρώπους με ταλέντο)», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.
σχόλια