Στον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ, ο ήρωας αδυνατεί να πει ψέματα ή να προσποιηθεί έστω και για λίγο, προκειμένου να σώσει τη ζωή του.
Αυτή είναι η τελευταία, γνωστή περίπτωση ανθρώπου που δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο και πάλι μιλάμε για έναν fiction χαρακτήρα. Πριν και μετά από αυτόν η ανθρωπότητα φαίνεται να τα πηγαίνει μια χαρά με τα ψέματα, να επιζεί, να τα πιστεύει, να τα αποθεώνει, να την ταλαιπωρούν.
Βέβαια, κάποτε –και επειδή το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, όπως λέει ο θυμόσοφος λαός- τα ψέματα έρχονται στην επιφάνεια και προκαλείται χάος.
Από μία απλή απιστία μέχρι τα fake news η απόσταση είναι τεράστια σε ό,τι αφορά το είδος και την αιτία που προκάλεσε το ψέμα, όμως και στις δύο περιπτώσεις (και σε όσες παρεμβάλλονται ενδιαμέσως), ο κοινός παρονομαστής είναι ότι στο τέλος –έστω και με δραματική καθυστέρηση- η αλήθεια αποκαλύπτεται.
Ο μυθομανής ζει για να προκαλέσει την αντίδραση του περίγυρου, διηγούμενος για το άτομό του στοιχεία που και ο ίδιος πιστεύει και πετυχαίνει τελικά να πείσει και τους γύρω του να τα πιστέψουν για εκείνον. Και όσο οι ιστορίες του γίνονται πιστευτές, τόσο πιο αληθινές τις αισθάνεται ο ίδιος.
Το χάος –στην καλύτερη περίπτωση- και η διαβολή –στη χειρότερη- που προκαλούνται από το ψέμα μοιραία γεννά δύο ερωτήματα: Κατ' αρχάς, γιατί λέμε ψέματα; Ποιος είναι ο λόγος που μας κρατά μακριά από την αλήθεια; Και κατά δεύτερον, υπάρχει ασφαλής τρόπος για να εντοπίσουμε άμεσα τον ψεύτη και τα παραμύθια του ή η επιστήμη δεν έχει κάτι να προσφέρει σ' αυτή την περίπτωση;
Η απόκρυψη, ο ελιγμός, η διπλωματία, η μισή αλήθεια για τους περισσότερους ανθρώπους είναι η καθημερινότητά τους και φυσικά αυτό δεν τους καθιστά ψεύτες. Τα «λευκά ψέματα» διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη επικοινωνία, παραμένουν, ωστόσο, ψέματα.
Και μετά είναι τα ψέματα της προσωπικής ωφέλειας. Στον αντίποδα του fiction χαρακτήρα του Μερσό, υπάρχει ο απολύτως αληθινός χαρακτήρας του Στίβεν Γκλας.
Μέχρι τα fake news να γίνουν καθεστώς, ο Γκλας διδασκόταν στις σχολές δημοσιογραφίας ως παράδειγμα προς αποφυγή. Από το 1995 έως το 1998, ο νεαρός τότε Γκλας είχε καταφέρει να δημοσιεύσει σε κραταιά ΜΜΕ 27 απολύτως κατασκευασμένα «ρεπορτάζ» που φυσικά τον οδήγησαν στον ντροπιαστικό τερματισμό της καριέράς του με τη ρετσινιά του επαγγελματία ψεύτη και μάλιστα επί θεμάτων που αφορούσαν το δημόσιο συμφέρον και ενδιαφέρον.
Κοιτώντας προς τα πίσω και ειδικά σε ό,τι αφορά τον κόσμο της δημοσιογραφίας και των σημερινών «ψευδών ειδήσεων», μπορεί να πει κανείς ότι ο Γκλας και η συνάδελφός του στο ψέμα και την ιδιότητα (καθ' ότι επίσης δημοσιογράφος) Τζάνετ Κουκ ήταν οι πρώτοι διδάξαντες στον απατηλό κόσμο των fake news.
Κι αν αυτές υπήρξαν κραυγαλέες περιπτώσεις, το ερώτημα επιμένει: γιατί λέμε ψέματα; Μία πρόχειρη καταγραφή απαντήσεων περιλαμβάνει την ανασφάλεια για το άτομό μας, την επιθυμία μας να εντυπωσιάσουμε, τον φόβο μας να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια ή ακόμη και την κακή μας προαίρεση.
«Όπως αποδεικνύεται από πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, κάθε άνθρωπος λέει τουλάχιστον ένα ψέμα τη μέρα κατά μέσο όρο», εξηγεί η ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια Μαργαρίτα Ζωγράφου.
«Συνήθως το ψέμα χρησιμοποιείται, προκειμένου να υπερασπιστεί ή να αναβαθμίσει κάποιος τον εαυτό του. Άλλοτε να φανεί καλύτερος και πιο αρεστός, άλλοτε να επιδειχθεί και να κριθεί ως πιο σημαντικός, άλλοτε για να μην αποκαλύψει τις αδυναμίες του και συχνά για να μην πληγωθεί. Κάποιες άλλες φορές, για να συγκαλύψει μια κατάσταση που αφορά τρίτα πρόσωπα, χωρίς να έχει το άτομο που ψεύδεται άμεσο ίδιον όφελος.
»Το ψέμα λοιπόν δημιουργεί ενίοτε στο άτομο μια περιοχή "ονειρική", μέσα στην οποία προεκτείνει τις φαντασιώσεις του για το ποιο είναι ή ποιο θα ήθελε να είναι και σκιαγραφεί κάποιες φορές μια ιδανική πραγματικότητα, την οποία θα ήθελε να ζει».
Πώς όμως συνεργάζεται ο εγκέφαλός μας σε όλο αυτό το παιχνίδι του ψέματος; Γίνεται ο εγκέφαλος ένας καλός υπηρέτης ή ένας επικίνδυνος αφέντης; Στην περίπτωση του ψεύδους, και τα δύο, εξηγεί η Ζωγράφου.
«Η γένεση της εξαπατητικής συμπεριφοράς προϋποθέτει την ενεργοποίηση δύο τουλάχιστον εγκεφαλικών περιοχών: του προμετωπιαίου φλοιού, περιοχή όπου εδράζουν εγκεφαλικές δομές που καταστέλλουν επιλεκτικά κάποιες εγκεφαλικές δραστηριότητες και την πρόσθια έλικα του προσαγωγίου, που επιλέγει τις πληροφορίες που θα φτάσουν στις ανώτερες φλοιϊκές δομές.
»Με απλά λόγια, όταν κάποιος ψεύδεται, ενεργοποιείται ο εγκεφαλικός μηχανισμός της απόρριψης ή και της απόκρυψης κάποιων πληροφοριών, ανάμεσα στις οποίες είναι και η αλήθεια (!). Σε όποιον τύχει να τον ρωτήσει, εφόσον ψεύδεται, δίνει αρχικά απαντήσεις με σχετική καθυστέρηση. Όμως, ο εγκέφαλός μας εξοικειώνεται και προσαρμόζεται γρήγορα σε απαγορευμένες και παραβατικές συμπεριφορές, αγνοώντας το αρνητικό συναίσθημα και περιορίζοντας την ψυχική ένταση, τόσο ώστε να επαναλάβει το ψέμα (T. Sharot)».
Αυτό το τελευταίο, περί προσαρμογής του εγκεφάλου και ανταπόκρισής του στα διάφορα ερεθίσματα ανοίγει την τεράστια συζήτηση που έχει να κάνει με τους ανιχνευτές ψεύδους. Να ένα κεφάλαιο που κυριολεκτικά μπορεί να εξοργίσει τους νευρολόγους. Ζητήσαμε την άποψη τριών επί του συγκεκριμένου – τώρα μάλιστα που στην Αμερική έχει προκληθεί σάλος με τις καταθέσεις της πορνοστάρ, Στόρμι Ντάνιελς...
Η τελευταία χρησιμοποιεί ως επιχείρημα αξιοπιστίας των όσων δηλώνει για τη σχέση της με τον Ντόναλντ Τραμπ το γεγονός ότι πέρασε τρεις φορές με επιτυχία τη διαδικασία του ανιχνευτή ψεύδους...
Υπάρχει, λοιπόν, από επιστημονικής άποψης τεκμηρίωση για το ότι κάποιο τμήμα του εγκεφάλου μας λειτουργεί διαφορετικά όταν λέμε ψέματα; Κάνοντας την ερώτηση σε πολύ καλό φίλο νευρολόγο, η απάντηση ήταν αυστηρότατη.
«Χριστίνα, τι ερώτηση. Δεν είναι ξεκάθαρο καθόλου. Οι σύγχρονοι ανιχνευτές ψεύδους χρησιμοποιούν δεδομένα από πολλά σημεία του εγκεφάλου. Κατά την ερώτηση, η απάντηση είναι όχι. Αλλά το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο για να εκτεθεί κάποιος επωνύμως να πάρει θέση υπέρ ή κατά!».
Ομολογουμένως, ζεματίστηκα, αλλά μετά την προσοχή μου τράβηξε ένα άρθρο του "The Atlantic" που ούτε λίγο ούτε πολύ περιγελούσε την αποτελεσματικότητα των ανιχνευτών ψεύδους στην εποχή των fake news.
Η διαδικασία εξέτασης από αυτό το μηχάνημα είναι γνωστή: αρχικά, ο εξεταστής συνδέει στο σώμα του υπόπτου ότι ψεύδεται μία σειρά αναπνευστικών σωλήνων, ένα μόνιτορ ποδιού και βραχίονα και ένα επίθεμα που καταγράφει την αρτηριακή πίεση. Έπειτα, και αφού έχουν γίνει οι πρώτες μετρήσεις ο υποβαλλόμενος στην εξέταση καλείται να απαντήσει σε μία σειρά ερωτήσεων που έχουν σχεδιαστεί για να μετρούν την αλήθεια.
«Είστε άνθρωπος;»
«Έχετε δύο μάτια;»
«Αυτή τη στιγμή αναπνέετε;».
Εννοείται πως από τη στιγμή που σε αυτές τις ερωτήσεις, οι λογικές απαντήσεις είναι «ναι», έχουν ληφθεί οι πρώτες στάθμες αλήθειας.
Όμως, το άρθρο του Atlantic κάνει λόγο για «λούστρο επιστημοσύνης» που αποτελεί το λευκό ψέμα της ίδιας της επιστήμης. Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Ψυχολόγων, «οι περισσότεροι ψυχολόγοι συμφωνούν ότι υπάρχουν λιγοστές ενδείξεις ότι αυτά τα τεστ μπορούν να ανιχνεύσουν με ακρίβεια τα ψέματα».
Επίσης, τα αποτελέσματα αυτών των τεστ δεν είναι αποδεκτά στις περισσότερες νομικές διαδικασίες που απαιτούν επαλήθευση, ενώ το νομικό σύστημα πολλών κρατών δεν τις λαμβάνει υπ' όψιν ως αξιόπιστες.
Η περίπτωση του Νταγκ Γουίλιαμς, ενός «εκπαιδευτή εξαπάτησης του ανιχνευτή ψεύδους» μόλις το 2015 αποδεικνύει ότι υπάρχουν τρόποι να ξεγελάσει κανείς το μηχάνημα με σχετική ευκολία...
Αντιλαμβάνεται κανείς το χάος, αν σε ένα τέτοιο τεστ υποβληθεί ένας επαγγελματίας ψεύτης ή ένας μυθομανής!
Πότε όμως περνάμε από το αποδεκτό όριο του απλού ψέματος στη μυθομανία;
«Μια πρόχειρη απάντηση θα περιλάμβανε τα κριτήρια της συχνότητας – επαναληψιμότητας του ψεύδους, το πόσο επηρεάζει το άτομο κοινωνικά και ψυχοσυναισθηματικά, στο αν ωφελείται το άτομο προσωπικά αλλά και στον βαθμό σοβαρότητας του ψέματος. Ωστόσο, δεν είναι απλό να τεθεί η διάγνωση», εξηγεί η κυρία Ζωγράφου.
Κατά την ίδια, παρά τα όσα μπορεί να πιστεύουμε, η μυθομανία δεν αποτελεί σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM) αυτόνομη ψυχική ασθένεια.
Η σωστή αντιμετώπιση ενός ανθρώπου που λέει ψέματα, είναι το να γελάς. Το να παρακολουθείς προσεκτικά το ανθρωπάκι που αναδύεται μέσα από τον άνθρωπο και προσπαθεί να δειχτεί ή ακόμη και να κάνει ζημιά.
Το άτομο λοιπόν δεν «πάσχει» από μυθομανία. Η μυθομανία μπορεί να αποτελεί και σύμπτωμα άλλης ψυχοπαθολογίας, όπως π.χ. της αντικοινωνικής, της ναρκισσιστικής προσωπικότητας, της διπολικής διαταραχής και της διαταραχής ελέγχου παρορμήσεων.
Ο μυθομανής ζει για να προκαλέσει την αντίδραση του περίγυρου, διηγούμενος για το άτομό του στοιχεία που και ο ίδιος πιστεύει και πετυχαίνει τελικά να πείσει και τους γύρω του να τα πιστέψουν για εκείνον. Και όσο οι ιστορίες του γίνονται πιστευτές, τόσο πιο αληθινές τις αισθάνεται ο ίδιος.
«Κατά κανόνα υφαίνει με τα ψεύδη του τρεις διαφορετικούς "ιστούς": 1. Προσποιείται τον ασθενή, προκειμένου να προκαλέσει συμπόνια και να θυματοποιηθεί (σύνδρομο Munchausen), 2. Επινοεί μια καινούργια ζωή από λύπη για αυτήν που δεν είχε ποτέ ή 3. Προσπαθεί να επαναφέρει ένα νεκρό πίσω στη ζωή, επειδή αρνείται να βιώσει το πένθος του (S. Tisseron).
»Η ουσιαστικότερη διαφορά του μυθομανούς από τον απλό ψεύτη είναι ότι ο πρώτος δεν ωφελείται άμεσα από τα ψέματά του, έχει ψυχοπαθολογικά στοιχεία προσωπικότητας, και όλη αυτή η κατάσταση έχει αντίκτυπο σε τομείς της προσωπικής και κοινωνικής ζωής του».
Παρακολουθώ κάπως προβληματισμένη αυτά που μου λέει κι αυτά που διαβάζω. Εδώ και καιρό υπάρχει η διάχυτη αίσθηση ότι στο παγκόσμιο περιβάλλον διαφάνειας που έχουν χτίσει τα social media, παρά τη λαίλαπα των fake news, στο πολύ κοντινό μέλλον, η μόνη απάντηση στο ψέμα θα είναι η αλήθεια του διαδικτύου.
Οξύμωρο και αν το καλοσκεφτεί κανείς ελαφρώς επικίνδυνο: για την ώρα τα μεγαλύτερα ψέματα που βασανίζουν τον πλανήτη έχουν ενισχυθεί αν όχι προκύψει από τις ανακρίβειες των sites και την τρομακτική προπαγάνδα των κοινωνικών δικτύων.
Το άνευ όρων «μαγείρεμα» των δεδομένων χιλιάδων χρηστών του Facebook, όπως έγινε γνωστό μέσα από το σκάνδαλο του Cambridge Analytica, δεν εγγυάται κάτι τέτοιο.
Παρ' όλα αυτά οι guru του διαδικτύου και τα τεχνολογικά geeks επιμένουν ότι στο εγγύς μέλλον –και μετά από μία γενναία αυτορρύθμιση- το διαδίκτυο θα γίνει πηγή απόλυτης αλήθειας.
Μου αρέσει αυτή η (επικείμενη) αλήθεια και την κρατώ, κυρίως γιατί στηρίζεται στην αλήθεια των αριθμών και των μη πειραγμένων αλγόριθμων. Μου αρέσει και η εξήγηση που μου έδωσε φίλη ψυχοθεραπεύτρια, όταν τη ρώτησα γιατί υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν περισσότερο από άλλους στο άκουσμα ενός ψέματος.
«Γιατί μιλάει το Υπερεγώ τους και τους υπενθυμίζει όλα εκείνα που δεν μπορούν να χειριστούν και να ελέγξουν», μου είπε και συνέχισε:
«Η σωστή αντιμετώπιση ενός ανθρώπου που λέει ψέματα, είναι το να γελάς. Το να παρακολουθείς προσεκτικά το ανθρωπάκι που αναδύεται μέσα από τον άνθρωπο και προσπαθεί να δειχτεί ή ακόμη και να κάνει ζημιά».