Βιωμένη, σαρκαστική, αυτοαναιρούμενη, άλλοτε εκκωφαντική σαν ακυρωμένος πόθος, άλλοτε ισοπεδωτική σαν πολιτικό μανιφέστο, η ποίηση του Κώστα Ταχτσή παρασύρεται από τα αντιφατικά μεγέθη του ίδιου του συγγραφέα.
Στήνοντας παγίδες ακόμα και στο υπερεγώ του –«Ταχτσή προχώρα!»–, ο συγγραφέας-ποιητής παίρνει ενίοτε το θάρρος να μιλήσει εκ μέρους των ομότεχνών του σαν ένας τυφλός μάντης που ανακτά το φως του, ξέροντας πως «στις στέγες των σπιτιών παραμονεύουνε / ώρα την ώρα οι Σειρήνες να περάσει / ο Οδυσσέας το αεροπλάνο του», ενώ άλλοτε, στο ίδιο κιόλας ποίημα «Καφενείο "Το Βυζάντιο"», δηλαδή το κατεξοχήν στέκι των πάσης φύσεως δημιουργών, αποφασίζει να αποσυρθεί και να σιωπήσει για πάντα: «σας το υπόσχομαι: ποτέ, ποτέ πια δε θα τραγουδήσω / θα κάτσω σ' ένα τραπεζάκι / και θα ζητήσω από τον Μπάμπη ένα νεράκι».
Σάμπως να προτιμάει τον νεκροζώντανο ρόλο του ποιητή, ο οποίος ξέρει πότε ακριβώς να ορίζει την Ανάσταση και την Επιστροφή του γιατί «Απόψε δεν υπάρχουν νεότερα απ' το μέτωπό μου / κανείς δεν έθεσ' επ' αυτού τα χείλη του / ίσως μεθαύριο γραφτεί ο θάνατός μου / εντός του στήθους φέρω βόμβα εγκαιροφλεγή / όπου να 'ναι θα εκραγεί».
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι η συγκεκριμένη φιλολογική τοποθέτηση παίρνει αποστάσεις από τη μέχρι τώρα κοινότοπη και άκρως ισοπεδωτική θεωρία που έβλεπε τον Ταχτσή ως τον κριτή του «μικροαστικού σύμπαντος και συγγραφέα του ενός και μόνο ονομαστού έργου που θεωρείται το Τρίτο Στεφάνι.
Η αυτοκτονία του ποιητή στο εσωτερικό του ποιήματος ή, τέλος πάντων, την ώρα που το στήνει συμβαίνει με τον αντίστοιχα εσωτερικό τρόπο που ο Πλάτωνας «σκοτώνει» τον ποιητικό του εαυτό, φορώντας το προσωπείο του Σωκράτη. Μόνο που ο Ταχτσής το περιμένει, και εν μέρει το επιδιώκει, πως «αν ξάφνου μ' αντικρίσουν ζωντανό θα εκπλαγούν», τολμώντας να κυκλοφορήσει μόλις το 1954 τη Συμφωνία του Μπραζίλιαν με εξώφυλλο ένα κηδειόχαρτο, φιλοτεχνημένο από τον Τσαρούχη.
Η αντιφατικότητα του ανθρώπου ο οποίος εμμονικά αναρωτιέται «η ποίηση / της ποίησης / την ποίηση / τη ζωή σας τι την κάνατε;» αναδεικνύεται με τρόπο επιτακτικό στη νέα αυτή συγκεντρωτική έκδοση-κόσμημα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης με τη φροντίδα του νεοελληνιστή Δημήτρη Παπανικολάου, ο οποίος υπογράφει την επιμέλεια και το επίμετρο. Για την ακρίβεια, ο αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αποφασίζει να μην ακολουθήσει τον δρόμο της γραμμικής αφήγησης, κατατάσσοντας τα ποιήματα του Κώστα Ταχτσή σε μια χρονολογική σειρά, αλλά να καταδείξει την πολυσήμαντη δυναμική τους.
Δίνοντας έμφαση στην ολόπλευρη προσέγγιση του έργου του, αναδεικνύει τη «συνεχή πολιτισμική χειρονομία» του, καθώς εκείνο επανασυστήνεται διαρκώς στο φιλολογικό σύμπαν, κρατώντας αποστάσεις από τους κήνσορες ή τους θεράποντές του. Εξού και το ότι ο επιμελητής αποκαθιστά τον Ταχτσή όχι αξιολογικά αλλά δίνοντάς του έναν νέο ρόλο, αυτόν του δημιουργού ο οποίος έχει το δικαίωμα να περιφέρεται στο ενιαίο φιλολογικό corpus όπως εκείνος θέλει, μέσα από διαφορετικούς ρόλους, ξέροντας πώς να συμβολοποιεί κάθε φορά τις κραυγές και τις ακυρώσεις. Επιπλέον, ο επιμελητής μάς καθιστά σαφές ότι ο Ταχτσής συνομιλεί εσκεμμένα στα ποιήματά του σχεδόν με τους πάντες, από τον Αναγνωστάκη έως τον Καβάφη και από τον Τένεσι Ουίλιαμς ως τον Τ.Σ. Έλιοτ, χωρίς καμία διάθεση να το αποκρύψει.
Είναι σημαντικό το ότι η πολυπρόσωπη, βοερή παρουσία του Ταχτσή ως του κατεξοχήν ποιητή των πολλαπλών προσωπείων επανέρχεται μέσα από μια συγκεντρωτική έκδοση που για πρώτη φορά περιλαμβάνει τις συλλογές Δέκα Ποιήματα, Μικρά Ποιήματα, Περί ώραν δωδεκάτην, Η συμφωνία του Μπραζίλιαν και Καφενείο το Βυζάντιο.
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι η συγκεκριμένη φιλολογική τοποθέτηση παίρνει αποστάσεις από τη μέχρι τώρα κοινότοπη και άκρως ισοπεδωτική θεωρία που έβλεπε τον Ταχτσή ως τον κριτή του «μικροαστικού σύμπαντος και συγγραφέα του ενός και μόνο ονομαστού έργου που θεωρείται το Τρίτο Στεφάνι.
Ακόμα και η ανάγκη του να αυτοαναιρείται διαρκώς, συνοδεύοντας τα ποιήματά του με σκωπτικά περιστατικά, όπως το γεγονός ότι ένας καλόγερος στον οποίο είχε δώσει ένα ποίημά του σε φέιγ βολάν το είχε χρησιμοποιήσει για να σκουπιστεί, έχει να κάνει με την ιδιότυπη και παράδοξη θέση του στο νεοελληνικό σύμπαν, πολύ οριοθετημένο τότε για να χωρέσει τον άβολο αγκιτάτορα ο οποίος βρισκόταν μακριά μεν από την οριοθετημένη πολιτικά "ποίηση της ήττας" αλλά και από τη μεγαλεπήβολη οπτική του Σεφέρη».
Η ποίησή του βρίσκει πιότερα τη θέση της στην πολυσήμαντη ποιητική σκηνή της δεκαετίας του '70, εξου και φέρνει πιο κοντά στον ελεύθερο θαλασσινό αέρα της συμπρωτεύουσας με τους ανοιχτούς στίχους του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου ή τους πολυσήμαντους διαύλους του Διονύση Σαββόπουλου.
«Ταυτόχρονα, οι διάφωνες ιστορίες του πόθου και της αντικανονικής σεξουαλικής ταυτότητας, που κείνται συχνά στα υπόγεια των κειμένων αυτών των μεγαλύτερων ομοφυλόφιλων συγγραφέων και απλώνονται σίγουρα στο περικείμενο της παρρησίας τους», γράφει ο επιμελητής στο επίμετρο της συλλογής, «κουμπώνουν αρκετά καλά εκείνη την εποχή με τις διάφορες και ριζοσπαστικές ιστορίες του έμφυλου εαυτού που μια καινούργια γενιά, κυρίως γυναικών συγγραφέων, είναι έτοιμη να διηγηθεί με πρόσημο πιο αποφασισμένα πολιτικό».
Εν ολίγοις, ένα νέο ποιητικό-συγγραφικό αμάλγαμα γεννιέται άλλοτε ως διαρκής ανάκτηση του χαμένου εαυτού και άλλοτε ως βιοσοφική πρόταση-δωρεά ενός κόσμου που καλούμαστε να αποθησαυρίσουμε με άλλη ματιά, περισσότερη ανοιχτοσύνη, πέρα από τις ταμπέλες της νεοελληνικής κανονικότητας. Σάμπως όντως ο ποιητής Ταχτσής να παραδίδει τη σκυτάλη στους μεγάλους είρωνες που κατοικούν διαρκώς στο μεταίχμιο, όπως ο Σαββόπουλος, επιμένοντας στο Καφενείο το Βυζάντιο: «Τίποτα πια μη με ρωτάτε / δεν ξέρω αν θα ξαναβγεί το φεγγάρι / έχω κομμάρα – κι είναι αργά / θα φύγουν ένα-ένα τα γκαρσόνια / ο ιδιοκτήτης έμεινε να κατεβάσει τα ρολά».