Δεν υπάρχει περιοχή και σημείο της Αθήνας που να μη σχετίζεται με προλήψεις, δοξασίες και δεισιδαιμονίες, θρύλους και παράδοξες ιστορίες που διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα και ξεχάστηκαν με τα χρόνια. Διηγήσεις και παράδοξα συμβάντα που συνδέονται με την ιστορία της πόλης σε χρόνους αλλιώτικους, «τότε που μεταξύ θεών και ανθρώπων δεν υπήρχε τόσο χαώδης απόσταση», όπως γράφει και ο Βαγγέλης Ζήσης στο βιβλίο του «Η μαγική τοπογραφία της Αθήνας».
Ακολουθούν πέντε ιστορίες από σημεία του κέντρου της Αθήνας που, αν τα επισκεφτείς ξανά, θα τα δεις σίγουρα με διαφορετικό μάτι!
Όταν μία από τις κολόνες του ναού του Ολυμπίου Διός που είχαν απομείνει γκρεμίστηκε, οι ραγιάδες που είχαν τριγύρω τις καλύβες τους πίστευαν ότι άκουγαν κάθε βράδυ έναν μακρόσυρτο θρήνο να βγαίνει από αυτά τα μάρμαρα. Αυτό το ποιητικό παράπονο έγινε τόσο έντονο ώστε οι τουρκικές Αρχές υποχρεώθηκαν να θυσιάσουν σ' αυτήν τον βοεβόδα (αρχηγό του στρατού) που είχε επιτρέψει να ανατραπεί αυτή η κολόνα.
Η Καμαρότρυπα του Παναθηναϊκού Σταδίου
Αυτό που κάποτε οι Αθηναίοι ονόμαζαν «Καμαρότρυπα» είναι μια θολωτή στοά στην ανατολική πλευρά του ημικυκλίου του Παναθηναϊκού Σταδίου που σήμερα οδηγεί στο Μουσείο των Ολυμπιακών Αγώνων και στα αποδυτήρια των αθλητών τα οποία βρίσκονται πλάι στην οδό Αρχιμήδους.
Στην αρχαιότητα, από αυτό το υπόγειο πέρασμα έμπαιναν στο στάδιο τα ζώα που προορίζονταν για θυσία αλλά και οι διαγωνιζόμενοι αθλητές και οι κριτές, ανάλογα με το αν το στάδιο χρησίμευε για πομπές προς τιμήν των θεών ή για τέλεση αγωνισμάτων.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, από κει εισέρχονταν τα ζώα και οι μονομάχοι που πρωταγωνιστούσαν στα βάρβαρα θεάματα, τους αιματηρούς διαγωνισμούς και τις θηριομαχίες. Μάλιστα, σε μία από αυτές, η οποία οργανώθηκε επί Αδριανού, συμμετείχαν περισσότερα από χίλια άγρια θηρία.
Τα επόμενα χρόνια ήταν ο ιδιωτικός δρόμος απ' όπου έμπαιναν στο στάδιο οι άρχοντες των αγώνων, οι ειρηνοδίκες και οι ιερείς, μόλις τακτοποιούνταν στις θέσεις τους οι θεατές. Ωστόσο, μόλις ο Θεοδόσιος Α' απαγόρευσε να γίνονται στο στάδιο αγώνες, το Καλλιμάρμαρο καταστράφηκε ολοσχερώς κι έχασε τη μαρμάρινη επένδυσή του (που χρησιμοποιήθηκε για κατασκευαστούν νεότερα κτίρια).
Σταδιακά επιχωματώθηκε αφήνοντας ένα κενό ανάμεσα σε δύο λόφους, μέχρι που ο Γερμανός αρχιτέκτονας Ernst Ziller άρχισε τις ανασκαφές το 1869. Τότε ξεκίνησε η αποκατάσταση του σταδίου και αποκαλύφθηκε και το στόμιο της «σπηλιάς», μιας διαμπερούς στοάς με μήκος 57 μέτρα και πλάτος 4.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων που μεσολάβησαν από τη ρωμαϊκή περίοδο μέχρι και τις ανασκαφές του Ziller, η πρωταρχική χρήση της σήραγγας ξεχάστηκε και ο χώρος συνδέθηκε με δεισιδαιμονίες κάθε είδους. Οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι εκεί εισέβαλαν και εγκαταστάθηκαν οι τρεις Μοίρες και άλλα πλάσματα του υπερφυσικού βασιλείου και για χρόνια γίνονταν εκεί τα «μαντολόγια», μαγικές τελετουργίες και προσφορές κυρίως από γυναίκες, για να έχουν τη βοήθεια των αόρατων δυνάμεων.
Η υπόγεια σήραγγα ονομάστηκε «Τρύπα της Μοίρας», «Καμαρότρυπα» αλλά και «Τρύπιο Λιθάρι» και μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα συναθροίζονταν εκεί γερόντισσες των Αθηνών, οι «μάγισσες», για να εξασκήσουν την απόκρυφη τέχνη τους. Αφού επικαλούνταν τις Μοίρες και ζητούσαν να έχει μια γυναίκα ευτυχισμένο γάμο, να επιστρέψει ο σύζυγός της, να καταφέρει να κάνει ένα παιδί ή να είναι υγιές αυτό που έχει, άφηναν αφιερώματα για να εξευμενίσουν τα πονηρά πνεύματα: τεμάχια από ράκη διαφόρων χρωμάτων, σπασμένα γυαλιά, αλεύρι, μέλι, αμύγδαλα, ξερά μπιζέλια, νομίσματα δεμένα με κόκκινη κλωστή μέσα σε κεντημένα μαντίλια.
Ο Ιταλός ζωγράφος Simone Pomardi που περιηγήθηκε στην Ελλάδα μαζί με τον Άγγλο Edward Dodwell από το 1804 μέχρι το 1806 αναφέρει ότι «οι παρευρισκόμενες, χωρίς φόβο, έκαναν τις κατάλληλες προσφορές και ύστερα έστηναν χορό γυμνές, πιασμένες χέρι-χέρι γύρω από μία μεγάλη φωτιά που φώτιζε το μεγαλύτερο μέρος της σπηλιάς. Προς διαφύλαξη της μυστικότητας της ιεροπραξίας, οι δύο είσοδοι της σπηλιάς φυλάσσονταν από δύο ηλικιωμένα μέλη της ομάδας, τα οποία ειδοποιούσαν στην περίπτωση που εμφανιζόταν κάποιος περαστικός».
Οι στυλίτες του Ολυμπιείου
Μεγάλος υπήρξε ο αριθμός των θρύλων και των παράξενων θεωριών που συνδέθηκαν με το Ολυμπιείο (τους Στύλους του Ολυμπίου Διός). Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας πίστευαν ότι σε ένα εσωτερικό επιστύλιο του ναού του Διός σκαρφάλωσε και έστησε το κατάλυμά του ένας ερημίτης, αφού θεώρησε ότι στη γη δεν μπορούσε να νεκρώσει αρκετά το αμαρτωλό του σώμα.
Μιμούμενος, λοιπόν, τον βίο του Αγίου Συμεών του Στυλίτη, ο εναερίτης ασκητής «δεν κατέβηκε ούτε μία φορά επί είκοσι ολόκληρα χρόνια», όπως πληροφορήθηκε το 1786 η Αγγλίδα συγγραφέας Elizabeth Craven! Λεγόταν ότι ανεβοκατέβαζε μονάχα ένα καλαθάκι δεμένο με σχοινί δύο φορές την ημέρα, μέσα στο οποίο οι ευλαβείς Χριστιανοί εναπόθεταν όσα τρόφιμα προαιρούνταν. Με αυτά τα λιγοστά αγαθά ο ασκητής κατάφερνε να επιβιώνει.
Ο Γάλλος ταξιδιώτης Louis Jacques Lacour αναφέρει ότι ο ερημίτης είχε ζήσει για δεκαοκτώ χρόνια στο επιστύλιο του πέμπτου και του έκτου από τους κίονες του ανατολικού μετώπου. Σύμφωνα με τον Lacour, ο ασκητής χρησιμοποιούσε μια ανεμόσκαλα από την οποία του έστελναν τις προμήθειες της εβδομάδας, δίχως ο ίδιος να έχει χρειαστεί να κατέβει για έξι συνεχόμενα χρόνια. Υπήρξαν αρκετοί στυλίτες, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον μέχρι το τέλος των οθωμανικών χρόνων και δεν ήταν μόνο Χριστιανοί αλλά και μουσουλμάνοι.
Κάποιος Τούρκος μιμήθηκε τους Έλληνες στυλίτες κατά την περίοδο του ελληνικού ξεσηκωμού. Πολύ γρήγορα όμως ήρθε το τέλος του, οι Έλληνες επαναστάτες τον δολοφόνησαν, γιατί θεώρησαν ότι κατασκόπευε τις κινήσεις τους και τις πρόδιδε στους ομοεθνείς του. Ο Proust Antonin, στο Ένας χειμώνας στην Αθήνα του 1857, γράφει τη μαρτυρία ενός στυλίτη για τις συνθήκες εκεί πάνω: «Ήμουν τόσο καμένος από το φοβερό ψύχος, ώστε πολύ συχνά έπεφταν τα νύχια των ποδιών και το κρυσταλλιασμένο νερό κρεμόταν από τα γένια σαν σταλακτίτες».
Ο «θρήνος των στύλων» και ο «καιρός της Κολόνας»
Όταν μία από τις κολόνες του ναού του Ολυμπίου Διός που είχαν απομείνει γκρεμίστηκε, οι ραγιάδες που είχαν τριγύρω τις καλύβες τους πίστευαν ότι άκουγαν κάθε βράδυ έναν μακρόσυρτο θρήνο να βγαίνει από αυτά τα μάρμαρα. Αυτό το ποιητικό παράπονο έγινε τόσο έντονο ώστε οι τουρκικές Αρχές υποχρεώθηκαν να θυσιάσουν σ' αυτήν τον βοεβόδα (αρχηγό του στρατού) που είχε επιτρέψει να ανατραπεί αυτή η κολόνα.
Στη Νεότερη Ιστορία έχει καταγραφεί η πτώση του 16ου στύλου στις 14 Οκτωβρίου 1852 από σφοδρό τυφώνα που έπληξε την Αθήνα. Τις τρομακτικές καταστροφές που έφερε το ακραίο καιρικό φαινόμενο περιγράφει στο ημερολόγιό του ο Φινλανδός ακαδημαϊκός Wilhelm Lagus: «Έτριζαν τα πάντα, ακόμα και στο διαμέρισμά μας, που ήταν εσωτερικό. Ο άερας έπαιρνε τις καμινάδες, τα παράθυρα γίνονταν θρύψαλα και η φοβερή καταιγίδα μαινόταν όλα τη νύχτα με όλη της τη δύναμη».
Το επόμενο πρωινό η καταιγίδα είχε κοπάσει, όμως οι πληγές που είχε προκαλέσει ήταν έκδηλες: «Και τι δεν είδα πηγαίνοντας στο ταχυδρομείο. Σπίτια χωρίς σκεπές, μεγάλα δέντρα πεσμένα το ένα πάνω στο άλλο, όλος ο Βασιλικός Κήπος διαλυμένος, τα κιόσκια, τα ωραιότερα κυπαρίσσια, οι ακακίες. Απερίγραπτος θρήνος και οδυρμός στην πόλη ολόκληρη. Και το θλιβερότερο απ' όλα, ένας κίονας του Ολυμπιείου είχε πέσει!».
Μαζί του έπεσαν και δύο στύλοι του Ερεχθείου. Όπως ιστορεί ο Γεώργιος Τσοκόπουλος, όλος ο αθηναϊκός λαός μετέβη στο Ολυμπιείο και έκλαψε για το δυσάρεστο γεγονός. Μάλιστα τις επόμενες μέρες ενέσκυψε ένα δίλημμα, αν δηλαδή θα έπρεπε να αποκατασταθεί ο πεσμένος στύλος του Ολυμπιείου. Η βασίλισσα Αμαλία ρώτησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία τι ήταν καλύτερο να γίνει, όμως οι αρχαιολόγοι Πιττάκης και Ραγκαβής θεώρησαν πως θα ήταν προτιμότερο να μην ανεγερθεί κι έτσι η βασίλισσα δεν επέμεινε.
Πάντως, παρόλες τις φοβερές καταστροφές, μονάχα το ατυχές συμβάν της πτώσης της κολόνας του Ολυμπιείου παρέμεινε ως ανάμνηση για τις επόμενες γενιές. Η αίσθηση που προκάλεσε στο αθηναϊκό κοινό ήταν τόσο μεγάλη που αποτέλεσε ένα ιστορικό ορόσημο για τη συλλογική μνήμη.
Τον «Καιρό της Κολόνας», συνήθιζαν να λένε οι παλιοί Αθηναίοι. Και, όπως και κατά το παρελθόν, οι κάτοικοι απέδωσαν στην πτώση του κίονα όποιο δυσμενές γεγονός και κακοτυχία συνέβη στην περιοχή. Ζωντάνεψε, λοιπόν, η ανάμνηση μιας παλιάς δοξασίας, πως κάθε κολόνα που γκρεμίζεται ξεσκεπάζει θαμμένα «θανατικά» τα οποία ξεχύνονται ελεύθερα στην πόλη. Δύο χρόνια αργότερα μια επιδημία χολέρας απλώθηκε στην Αθήνα...
Η ευγονική «κυλίστρα» ή «ξουλιάστρα»
Στο πέρασμα των αιώνων, οι Αθηναίοι έδωσαν ιδιαίτερα τοπωνύμια στις γειτονιές που περιβάλλουν τον ιστορικό Λόφο των Νυμφών. Γνωστή είναι η ονομασία «τα σκαλάκια των Πετραλώνων» που σηματοδοτούσε τη βόρεια, προς την Αγία Μαρίνα, κλιτύ του λόφου και προήλθε από τις λαψευμένες πάνω στον βράχο βαθμίδες προς την κορυφή του. Βέβαια, στην πετρώδη περιοχή στα ανατολικά του Αστεροσκοπείου δεν διακρίνονται μόνο σκαλάκια αλλά και πολλοί λείοι βράχοι.
Ένας από αυτούς, επικλινής και ιδιαίτερα στιλπνός, στάθηκε ικανός να ονοματίσει μια συγκεκριμένη θέση της γειτονιάς του Θησείου. Τον αποκαλούσαν «κυλίστρα» ή «ξουλιάστρα», ενώ σε μεταγενέστερες πηγές συναντάμε τα «τσουλίθρια», «τσουλίστρα» ή «τσουλιάστρα». «Τσουλήθρες» αποκαλούνταν γενικότερα όλοι οι ολισθηροί βράχοι των Αθηνών πάνω στους οποίους η νεολαία κυλούσε χάριν παιδιάς, δηλαδή για διασκέδαση. Όμως, συνεχίζει, μονάχα ο συγκεκριμένος ονομάστηκε «ξουλιάστρα» και σχετίστηκε με μια πρωτόγονη ιερουργία της γονιμότητας.
Εκεί ακριβώς, από τους μεσαιωνικούς χρόνους, ή ακόμα παλαιότερα, έως τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, συνέβαινε ένα παράξενο μαγικό δρώμενο. Κατά τη διάρκεια κάποιων συγκεκριμένων νυχτών, οι στείρες γυναίκες της πόλης, Χριστιανές αλλά και Μουσουλμάνες, σαν να ήταν μέλη μιας αρχαίας, άρρητης λατρείας, μετάβαιναν μυστικά και ολομόναχες στον συγκεκριμένο βράχο. Κάθονταν στην κορυφή και τσουλούσαν μέχρι τη βάση του, συνοδεύοντας την ιεροπραξία με λόγια μαγικά, γητειές που χάθηκαν στη δίνη του χρόνου.
Κρυφή τους επιθυμία ήταν να τεκνοποιήσουν και, αληθινά, πίστευαν πως σε λίγες μόνο ημέρες ο βράχος θα έκανε το θαύμα του, χαρίζοντάς τους την ευτυχία να γίνουν μητέρες. Από αυτή την εθιμική πράξη, που σίγουρα επαναλήφθηκε εκατοντάδες φορές ανά τους αιώνες, προήλθε και η έντονη λείανση της κατηφορικής πέτρας.
Η Δανέζα Christiana Lüth, σύζυγος του ιερέα του βασιλιά Όθωνα, περιγράφει στο ημερολόγιό της αυτό που γινόταν σε κάποιον βράχο στην Πνύκα: «Σύμφωνα με μια παλιά συνήθεια, το κάθε κορίτσι που πρόκειται να παντρευτεί πρέπει το προηγούμενο βράδυ του γάμου του να πάει να καθίσει πάνω σε αυτόν τον βράχο, φορώντας λιγοστά ρούχα, και να τσουλήσει μέχρι κάτω. Με αυτό τον τρόπο θα αποκτήσει πολλούς απογόνους. Η γυαλάδα της τσουλήθρας δείχνει ότι η χρήση της είναι συχνή. Φαίνεται ότι μπορεί να φέρει καλύτερο αποτέλεσμα όταν είναι πιο τραχιά, γι' αυτό έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται μια άλλη, δίπλα σε αυτή. Το μέρος αυτό του λόφου λέγεται Νυμφαίον».
Στους νεότερους αιώνες, η κατολίσθηση στη μαγική «ξουλιάστρα» δεν εξασφάλιζε μόνο γονιμότητα αλλά ήταν ο χώρος όπου απευθύνονταν οι έγκυες γυναίκες, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα διευκόλυναν τον τοκετό τους. Όταν, δε, το κύλισμα της εγκύου γινόταν Μεγάλη Τρίτη, θεωρούνταν ιδανική συνθήκη.
Ο Άγιος Ιωάννης της Κολόνας, ο Θερμαστής
Σε ένα απόμερο σημείο της Αθήνας, στην οδό Ευριπίδου, υπάρχει μια παλιά εκκλησία, απλή μονόκλιτη βασιλική, πλαισιωμένη από έναν μικρό, αλλά όμορφο κήπο. Αν και στριμωγμένος ανάμεσα σε πολυώροφες πολυκατοικίες, είναι ένας ναός ξεχωριστός, στον οποίο συνυπάρχουν με έναν ιδιόρρυθμο τρόπο η αρχαιότητα με την παλαιότητα, αφού ένα στοιχείο του αρχαίου κόσμου ξεφυτρώνει με τον πιο κυριολεκτικό τρόπο μέσα από χριστιανικό οικοδόμημα.
Στο εσωτερικό του ναού βρίσκεται ένας επιβλητικός μονολιθικός κίονας που διαπερνάει όλο το ιερό και εξέχει μερικά μέτρα από τα κεραμίδια της στέγης. Το κορινθιακό κιονόκρανο που τον στέφει συμπληρώνει την αναπάντεχη εικόνα της Αθήνας. Παρόλο που ήταν κοινή πρακτική, η προσθήκη της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη της Κολόνας γύρω από τα κατάλοιπα ενός αρχαίου οικοδομήματος υποκρύπτει μεταφυσικά αίτια, τα οποία ανάγονται σε μια παλιά λαϊκή λατρεία που επιβίωσε αδιάπτωτη και ντυμένη με χριστιανικό μανδύα.
Σε αυτό το εκκλησάκι προσέρχονταν οι χριστιανοί για να αναρρώσουν οι ίδιοι ή άλλα οικεία τους πρόσωπα, τα οποία βασανίζονταν από τη θέρμη ή τον πυρετό (η ελονοσία, κατά τους προηγούμενους αιώνες αποτελούσε πανελλήνια μάστιγα). Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες υποβάλλονταν οι απλοί άνθρωποι, ο συνδυασμός μαγείας και θρησκείας ερχόταν να υποκαταστήσει τη δυσεύρετη, τότε, ιατρική βοήθεια. Βέβαια, στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννη της Κολόνας η θεραπεία δεν επιτυγχανόταν με μια απλή δέηση στον θαυματουργό άγιο αλλά απαιτούσε το μαγικό «δέσιμο» της ασθένειας, το οποίο περιλάμβανε μια σειρά ιδιαίτερων γητειών που κινούνταν στις παρυφές της ορθόδοξης θρησκείας.
Συγκεκριμένα, οι παλιοί Αθηναίοι έκαναν τάμα στον άγιο κι έδεναν συμβολικά πάνω στον θαυματουργό αρχαίο κίονα της εκκλησίας την αρρώστια τους, χρησιμοποιώντας τρίχες από τα μαλλιά τους, κορδέλες ή νήματα, τα οποία στη συνέχεια κέρωναν. Λόγω αυτής της πρακτικής ο κίονας «ήταν καλυμμένος από νήματα βαμβακερά ή επίχρυσα», όπως επισημαίνει το 1902 ο Θεμιστοκλής Φιλαδελφεύς
Μάλιστα, κάποιοι πιστοί περιέζωναν με νήμα ολόκληρη την εκκλησία. Άλλοι, πάλι, έφερναν μια στάμνα γεμάτη νερό κάθε 29η Αυγούστου, ημέρα που γιόρταζε ο Άγιος Ιωάννης της Κολόνας, το οποίο, αφού το ευλογούσε ιερέας, φυλασσόταν ως φάρμακο σε περίπτωση που κάποιο μέλος της οικογένειας ασθενούσε.
Η συνήθεια αυτή τηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Εκτός των γητειών, ο αρχαίος στύλος του Άι-Γιάννη λειτουργούσε και ως ένα είδος ιδιότυπου μαντείου. Ο ενδιαφερόμενος εφάρμοζε ένα νόμισμα πάνω του, συλλογιζόμενος ταυτόχρονα το πρόσωπο που ασθενούσε. Το νόμισμα έμενε προσκολλημένο, αν ο άρρωστος επρόκειτο να θεραπευτεί, αλλιώς έπεφτε.
Το βιβλίο του Βαγγέλη Ζήση «Η μαγική τοπογραφία των Αθηνών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Mundus.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.8.2018