Μοναξιές. Ελευθεροτυπία, 1993
Η γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι με στρίμωξε τις προάλλες στην κουζίνα: «Να παντρευτείς, αγόρι μου. Τα άτιμα τα χρόνια φεύγουν σαν πυρετός — να παντρευτείς, να ’χεις έναν άνθρωπο να σε προσέχει, να κάνεις οικογένεια, ν’ ακουστεί κλάμα εδώ μέσα…».
Την άκουγα και σκεφτόμουν ότι, δεν έχει ιδέα oυτε τι ζω ούτε τι είμαι. Άλλ’ ως προς το κλάμα, δόξα τω θεώ, έχει ακουστεί άφθονο εδώ μέσα. Τώρα τελευταία βέβαια ακούγονται και διάφοροι δίσκοι, τηλεφωνήματα, πού και πού κανένα χάχανο και αργά τις νύχτες, ο βόμβος της τηλεόρασης — αλλά κι αυτά ένα είδος κλάψας είναι.
Της είπα να μου φτιάξει λαχανοντολμάδες και βγήκα. Ήταν ένα ζεστό απόγευμα. Οι δρόμοι έβραζαν, και χάζεψα τα ζευγάρια. Άλλα σέρνονταν κουρασμένα με μια ήσυχη απόγνωση στο πρόσωπο, άλλα ήταν ναρκωμένα — φιλιόντουσαν και έσφιγγαν το μπράτσο του φίλου τους, σαν άνθρωποι που πιάνονται από έπιπλα για να μην πέσουν, σε ώρα θαλασσοταραχής.
Κοίταζα τις βιτρίνες —αμέριμνος και μόνος— και σκεφτόμουν τα παλιά. Τις οικογένειες-στρατούς στη γειτονιά μου —ένα ιλιγγιώδες πλέγμα από συγγενείς, θείους, ξαδέλφια, καλοκαίρια, απομεσήμερα και μπάνια— σαν γαλλικό μυθιστόρημα! Και τη δική μου οικογένεια, που από τη στιγμή που φτιάχτηκε προσπαθούσε να διαλυθεί.
Και τελικά, διέλυσε εμένα.
Εννοώ μ’ έκανε να λουφάξω μόνος. Και να εξιδανικεύσω, σε βαθμό απαγορευτικό, ένα θεσμό που ούτως ή άλλως δεν είναι για μένα. Το θεσμό της οικογένειας.
Βλέπω και τους φίλους μου! Οι περισσότεροι (ρέστα των eighties) σαν κάτι να πενθούν — σχέσεις που έληξαν, όνειρα που βγήκαν πλάνες, καουμποϊλίκια που βρηκαν τοίχο, τα χαμένα τους μαλλιά, το γεγονός ότι ΚΑΠΟΤΕ υπήρξαν ευτυχισμένοι... — παράξενα πράγματα!
Τα εργένικα δωμάτια συνήθως δεν μυρίζουν Egoiste, αλλά κλεισούρα — και δεν υπάρχει πιο θλιβερή εικόνα από ένα μαντράχαλο που φτιάχνει ομελέτα για βραδινό. Η μοίρα του είναι ήδη προγραμμένη: Σαν τον Εξάδελφο Πονς, κάποια μέρα θα χαρίσει όλους τους θησαυρούς του, για ένα πιάτο σπιτική σούπα.
Τους βλέπω κλεισμένους στα έρμα τους — να βηματίζουν από το βίντεο στο cd κι από το cd στο βίντεο, προφυλαγμένοι δήθεν από τις εχθροπραξίες του έρωτα, από το πληκτικό σεξ του γάμου, από τη συμβατική στοργή των συζύγων. Σκλάβοι κάποιας μνησικακίας, σκαλωμένοι σε κάποια εικόνα — κατά βάθος αρνούνται τη συνθήκη του γάμου, επειδή είναι εγωιστές και καλοπερασάκηδες, επειδή δεν πιστεύουν σε τίποτα εκτός από τον εαυτό τους.
Εκεί ανήκουν όλο και περισσότεροι. Προχθές διάβαζα στον Economist ότι το 55% των παιδιών στη Σουηδία γεννιούνται από ανύπαντρες μητέρες και το 25% των οικογενειών στις ΗΠΑ έχει μόνο ένα γονέα. Όλο και περισσότερα ζευγάρια συγκατοικούν χωρίς γάμο ή κάνουν παιδιά χωρίς καν να συγκατοικούν. Φαίνεται σαν η οικογένεια να έχει γίνει φύλλο και φτερό- — περίπου μοιάζει με φευγαλέα συνάντηση για ψώνια και κανά παιδί.
Αυτό, όμως, είναι η μια όψη του νομίσματος. Βλέπω π.χ. πόσο αυτοματικά μεταμορφώνονται σε σύζυγοι μερικές φίλες στον δεύτερο μήνα της νέας σχέσης τους. Όταν μεθάνε τα tough guys μιλάνε (αφού εξαντλήσουν τη μεταφυσική των οπών) για εξοχικά που θέλουν να χτίσουν, για παιδιά που θέλουν να κάνουν, για το μπάφιασμα της μοναξιάς τους. Πανέξυπνες γυναίκες που έχουν ζυγίσει τη ζωή τους με το βαρόμετρο της χρηματοπιστωτικής αγοράς μιλάνε, στο πρώτο μπουκάλι σαν ρομαντικές ηρωίδες — και εγώ πιάνω στο δρόμο τον εαυτό μου να ζηλεύει τον άντρα που σκύβει γελώντας στη βιτρίνα, με τη γυναίκα του στο μπράτσο και το παιδί του στην αγκαλιά — ένας κρίκος κλειστός, αρχαίος, αυτάρκης.
Τι τρέχει; Είναι καλή η μοναξιά ή όλοι ζούμε μέσα σε μια σαπουνόπερα απωθημένων;
Θα σας πουν πολλές θεωρίες, για τη γοητεία των εργένηδων, την ανεξαρτησία της ανύπαντρης μητέρας, τον ηδονισμό και τη δημιουργικότητα των gay, το ωραίο αληταριό των γεροντοπαλλήκαρων. Ακούστε κι εμένα. Όλες αυτές οι στρατιές από μοναχικούς, όλες αυτές οι στοίβες από μονά σεντόνια και σπουδαίες επιδόσεις, το λιωσίδι night clubbing και τα εύκαιρα προφυλακτικά, — είναι επιδόσεις δίχως πάτο και περίπου αχόρταγες γιατί δεν απευθύνονται πουθενά συγκεκριμένα. Και οι εργένηδες (όσο γλεντζέδες κι αν φαίνονται) είναι κατά βάθος ρομαντικοί μέχρις εξουθενώσεως, οι τελευταίοι πιστοί του ιδανικού έρωτα, οι τελευταίοι νοσταλγοί του τέλειου γάμου!
Είναι, επίσης, losers — τελικά. Όσο κι αν αυτογοητεύονται από τις αυτονομημένες τρέλες τους, όσο κι αν κάνει νόστιμο το κρέας τους η ελευθέρα βοσκή τους μένουν επαναληπτικά εκτός νυμφώνος, αφού σαν μωρές παρθένες σπατάλησαν το λάδι τους σε άχρηστες φαντασμαγορίες.
Ξέρω τους μύθους που κυκλοφορούν γι’ αυτούς. Αφορούν όμως περισσότερο τη διαφημιστική εικόνα τους, παρά την πραγματικότητά τους. Τα εργένικα δωμάτια συνήθως δεν μυρίζουν Egoiste, αλλά κλεισούρα — και δεν υπάρχει πιο θλιβερή εικόνα από ένα μαντράχαλο που φτιάχνει ομελέτα για βραδινό. Η μοίρα του είναι ήδη προγραμμένη: Σαν τον Εξάδελφο Πονς, κάποια μέρα θα χαρίσει όλους τους θησαυρούς του, για ένα πιάτο σπιτική σούπα.
Με αυτές τις σκέψεις γύρισα στο σπίτι — μέσα από τον πολτό του πλήθους. Η γυναίκα είχε φύγει, έβαλα ένα ποτό και άρχισα να ψάχνω μηνυμάτα στον τηλεφωνητή, το σχήμα της γάτας στο μισοσκόταδο, την ανάμνηση ανθρώπων που πέρασαν απ’ αυτά τα δωμάτια, μέχρι που οι «υποθεσούλες» μου άρχισαν να μπερδεύονται -μισοξεχασμένα πρόσωπα που κάτι με ρωτάνε — να με τυφλώνουν με το φως τους τα καλοκαίρια σαν μυθιστορήματα, με το τεράστιο οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι του παππού.
Cheesy, ίσως… Αλλά έχει τα δίκια της και η κυρία Νίκη! Καταλαβαίνω ότι το περίφημο «παρόν» μου είναι διάστικτο από βιοτικές αυταπάτες και ότι ποτέ δεν έβαλα κάτω τον εαυτό μου να απαντήσει: τελικά, αυτά τα πράγματα τα τετριμμένα και παλιομοδίτικα —άσε το γάμο, αλλά το μονοπώλιο ενός ανθρώπου, την «ολοκληρωτική» κι «αιώνια» κατοχή ενός σώματος, το «τραπέζι» ένα μεσημέρι καλοκαιριού στον κήπο, μια σταθερή σχέση βρε αδερφέ― εγώ, τα θέλω; Είναι κάτι που το θέλω στην ζωή;
Βάζω φαΐ στη γάτα και ήδη έχω πονοκέφαλο απ' τα ξίδια.
Η ουρά της τυλίγεται στο πόδι μου σαν μαντικός κισσός.
Ελευθεροτυπία, 1993, Στήλη «Επιλογές»