Αναπληρώτρια καθηγήτρια Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σουόνσι στην Ουαλία μέχρι πρότινος, συνταξιούχος πλέον σήμερα, πρωτοπήγε στην Ανάφη αρχές της δεκαετίας του '60 για μια μεταπτυχιακή έρευνα αναφορικά με τους νησιώτες, τα ήθη, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής τους. Ξεκίνησε να μελετά τόσο τους ντόπιους όσο και τους Αναφιώτες μετανάστες της Αθήνας, όμως στην πορεία η σχέση της με το «αντικείμενο» της δουλειάς της έγινε βαθιά αγαπητική - το νησί και οι άνθρωποί του τη μάγεψαν, βλέπεις, κυριολεκτικά!
Η ανακάλυψη από την ίδια και την οικογένεια που τη φιλοξενούσε ενός κρυμμένου φωτογραφικού αρχείου με εικόνες από τη ζωή των πολιτικών εξόριστων στο νησί (ανάμεσα 1935-42) τριάντα χρόνια πριν, ήταν ένα πράγματι σπουδαίο εύρημα που έκανε και βιβλίο στα αγγλικά και τα ελληνικά (Η Κοινωνική Οργάνωση της Εξορίας, εκδ. Αλεξάνδρεια), μολονότι δεν είδαν όλοι οι Αναφιώτες με καλό μάτι την «αναβίωση» ενός παρελθόντος που θα προτιμούσαν να ξεχαστεί. Όλο αυτό το αρχείο συν αρκετό δικό της φωτογραφικό υλικό έχει παραχωρηθεί στο Μουσείο Μπενάκη.
Η Ανάφη σήμερα δεν είναι ένα «στιγματισμένο» μουράγιο της άγονης γραμμής αλλά ένας ολοένα δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός, με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια τέτοια εξέλιξη για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, αν η ανάπτυξη αυτή εξελιχθεί σε «οδοστρωτήρα». Βλέπει, εντούτοις, πολύ θετικά έναν ήπιο, αειφόρο τουρισμό.
Φτάνοντας πρώτη φορά στο νησί τον Μάιο του '66, η μεγάλη έγνοια μου ήτανε αν θα μπορούσα να μάθω αρκετά για τους νησιώτες και τον τρόπο ζωής τους για τις ανάγκες μιας διατριβής. Είχα όμως την τύχη να εξασφαλίσω ένα δωμάτιο με θέα στο μικρό λιμάνι ακριβώς πάνω από ένα καφενείο, απέναντι από το όρος Κάλαμος. Αυτή η θέα με τις εναλλαγές του φωτός στην κορυφή του βουνού στη διάρκεια της μέρας είναι που ακόμα λατρεύω.
Η προοπτική αυτή συν η ρύπανση και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος που επιφέρει είναι μια από τις ανησυχίες της συνομιλήτριάς μου για το μέλλον ενός τόπου που την αντάμειψε για την τόση αγάπη της ανακηρύσσοντάς τη επίτιμη πολίτισσα, τιμή που θεωρεί το μεγαλύτερο κέρδος που αποκόμισε από τη δουλειά της.
Η Κένα συνεργάστηκε επίσης με τον λαογράφο Στέφανο Ήμελλο στην έκδοση του τόμου Ανάφη - από λαογραφική, διαλεκτολογική και κοινωνικοανθρωπολογική άποψη (εκδ. Ακαδημία Αθηνών 2015), ενώ έχει επίσης συγγράψει τέσσερα πολύ ενδιαφέροντα βιβλία τσέπης σχετικά με το νησί (Σύντομος Οδηγός, Εξορία, Λαϊκή Τέχνη, Κεντήματα). Ο περιζήτητος Οδηγός της μεταφράζεται αυτό τον καιρό στα ελληνικά, σκοπεύει δε να επανεκδώσει τα Κεντήματα.
Όσο αφορά το επιστημονικό της αντικείμενο, την Ανθρωπολογία, το μεγαλύτερο δίδαγμα που αποκόμισε μελετώντας πώς διαφορετικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν θεμελιώδη ζητήματα τόσο προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας όσο και καθημερινού βίου είναι πώς «οι άνθρωποι, όσο κι αν διαφέρουμε σε καταγωγή, φυλή, φύλο, εθνικότητα, θρησκεία κ.λπ., μοιάζουμε τελικά σε πολλά» κι αυτό δεν είναι ρητορικό σχήμα αλλά απλή, αβίαστη αλήθεια.
— Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο στην Ανάφη όταν την επισκεφθήκατε αρχικά;
Φτάνοντας πρώτη φορά στο νησί τον Μάιο του '66, η μεγάλη έγνοια μου ήτανε αν θα μπορούσα να μάθω αρκετά για τους νησιώτες και τον τρόπο ζωής τους για τις ανάγκες μιας διατριβής. Είχα όμως την τύχη να εξασφαλίσω ένα δωμάτιο με θέα στο μικρό λιμάνι ακριβώς πάνω από ένα καφενείο, απέναντι από το όρος Κάλαμος. Αυτή η θέα με τις εναλλαγές του φωτός στην κορυφή του βουνού στη διάρκεια της μέρας είναι που ακόμα λατρεύω.
— Πώς είδατε τους ανθρώπους, τα ήθη, την κοινωνική τους ζωή; Ποιο έθιμο τράβηξε περισσότερο την προσοχή σας;
Συνειδητοποίησα σταδιακά τη σημασία των ονομάτων και τη μεταβίβαση συγκεκριμένων ονομάτων μαζί με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία («έτσι ώστε το ίδιο όνομα να ακουστεί στο σπίτι», «έτσι ώστε το ίδιο όνομα να ακουστεί στη χώρα») και τη σημασία της ύπαρξης απογόνων, όχι μόνο για να κληρονομήσουν, αλλά και για να πραγματοποιήσουν τον κύκλο των μνημοσύνων για τις ψυχές των νεκρών.
Όσον αφορά άλλες πτυχές της ζωής εκείνης της εποχής, το νησί ήταν αραιοκατοικημένο, οι άνδρες πήγαιναν να εργαστούν ως εποχιακοί και στη συνέχεια μόνιμοι εργάτες στην Αθήνα, οπότε δεν έμεναν αρκετοί για να δουλέψουν τα χωράφια. Επίσης, τα παιδιά δεν μπορούσαν να αποκτήσουν εκπαίδευση μετά την ηλικία των έντεκα, καθώς υπήρχε μόνο ένα δημοτικό σχολείο στο νησί - ολοένα περισσότερες οικογένειες έφευγαν.
Οι νησιώτες πίστευαν πως το γεγονός ότι το νησί είχε υπάρξει τόπος εξορίας απαξίωνε και τους ίδιους, ενώ και οι κυβερνήσεις αδιαφορούσαν για την όποια ανάπτυξή του (πιθανόν ώστε να μπορεί να ξαναλειτουργήσει σαν προορισμός για πολιτικούς εξόριστους).
— Ένα απομακρυσμένο νησί με λίγους φτωχούς κατοίκους και μάλλον «κακή» φήμη, προσέλκυσε μετά τη δεκαετία του '80 κυρίως πολλούς ελεύθερους κατασκηνωτές, ενώ σήμερα εξελίσσεται σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Πώς βλέπετε αυτή τη διαδικασία, πώς αλληλεπιδρά με τους ανθρώπους, το περιβάλλον, την αρχιτεκτονική, τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του;
Δεν είναι εύκολη η απάντηση... Υπήρχαν αρκετοί παράγοντες που οδήγησαν στην άνθιση του τουρισμού - πρώτα η κατασκευή μιας γεννήτριας ηλεκτρικής ενέργειας (1974), ύστερα βελτιώσεις στο λιμάνι, έτσι ώστε τα οχηματαγωγά πλοία να μπορούν να αποβιβάσουν φορτία και επιβάτες απευθείας, αντί να τους μεταφέρουν με λάντζες στην ξηρά. Στη συνέχεια, άρχισαν σταδιακά να επιστρέφουν οι Αναφιώτες μετανάστες από την Αθήνα με κεφάλαια και να ξεκινούν τουριστικές επιχειρήσεις.
Οι νησιώτες ανταποκρίθηκαν σε αυτές τις νέες ευκαιρίες ανακαινίζοντας και μετατρέποντας δωμάτια και αποθήκες για ενοικίαση σε τουρίστες και ταξιδιώτες. Από το 1988 και μετά άρχισαν να στρώνονται δρόμοι και μόλις έφτασαν «αγροτικοί δρόμοι» σε όλα τα μέρη του νησιού, άρχισε να αναπτύσσεται η γεωργία σε μικρή κλίμακα και να ξεκινούν παντός είδους οικοδομικές δραστηριότητες εκτός χώρας.
Οι ελεύθεροι κατασκηνωτές έγιναν δυστυχώς πρόβλημα όσον αφορά την αποχέτευση και τα σκουπίδια και καταβλήθηκαν προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος. Ακόμα και σήμερα γίνονται εθελοντικοί καθαρισμοί παραλιών ώστε να είναι εντάξει την επόμενη σεζόν. Έχω γράψει ξέρετε πολλά για όλα αυτά, όσοι θέλουν να μάθουν περισσότερα μπορούν απλώς να «γκουγκλάρουν»!
— Ανησυχείτε καθόλου για το μέλλον της Ανάφης, για το ενδεχόμενο μιας στρεβλής υπερανάπτυξης, όπως έχει συμβεί σε αρκετά άλλα νησιά των Κυκλάδων;
Ανησυχώ για διάφορα πράγματα. Καταρχήν υπάρχει πάντα για τους νησιώτες το πρόβλημα των ακτοπλοϊκών συνδέσεων με άλλα νησιά και με την ηπειρωτική χώρα εκτός τουριστικής περιόδου. Όμως, καθώς αναπτύσσονται οι τουριστικές ειδικότητες (η φωτογράφιση των αγριολούλουδων την άνοιξη, η παρατήρηση των πουλιών το φθινόπωρο, τα μαθήματα γιόγκα, γυμναστικής κ.λπ.), η τουριστική σεζόν θα επιμηκύνεται και οι ναυτιλιακές εταιρείες θα έχουν κίνητρο να συνεχίζουν τα δρομολόγια.
Όσον αφορά τον κίνδυνο της υπερανάπτυξης, πώς η δυνατότητα μιας σταθερής και αυξανόμενης πηγής εισοδήματος να μη φανεί ελκυστική για τους νησιώτες όταν σε άλλα μέρη της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα; Φοβάμαι επίσης ότι εάν τα όρια του δικτύου Natura για την προστασία της άγριας ομορφιάς ορισμένων περιοχών του νησιού επεκταθούν, όπως συζητιέται, οι άνθρωποι που δεν θα μπορούν να χτίσουν ή να επιχειρήσουν πλέον εκεί θα νιώσουν «ριγμένοι» και θα δημιουργήσουν θέμα.
— Το κρυμμένο φωτογραφικό αρχείο που εσείς και η οικογένεια που σας φιλοξενούσε ανακαλύψατε το 1988 αποδείχθηκε πραγματικός θησαυρός! Μια συγκεκριμένη εικόνα (ή περισσότερες) που πραγματικά σας άγγιξε;
Ναι, ήταν πράγματι θησαυρός – γνωρίζω βέβαια ότι σε κάποιους, είτε κατοίκους του νησιού είτε Αναφιώτες μετανάστες, δεν αρέσει καθόλου η ιδέα του παρελθόντος του νησιού τους ως τόπου εξορίας που έγινε έτσι ευρέως γνωστός. Το βιβλίο που έγραψα σχετικά μεταφράστηκε άλλωστε και στα ελληνικά.
Υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εικόνες στο αρχείο που με αγγίζουν: εικόνες της «καθημερινής ζωής» των εξόριστων και, παρότι οι ομαδικές λήψεις είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, φωτογραφίες μεμονωμένων εξόριστων ντυμένων με τα «καλά» τους, σε μερικές περιπτώσεις με μια πολύ μεγάλη γραβάτα, την οποία ένας από αυτούς έπρεπε να είχε δανείσει στους υπόλοιπους! Οι εικόνες των κηδειών εξόριστων είναι επίσης καθηλωτικές, η συγκίνηση των συντρόφων τους που τους συνοδεύουν στην τελευταία κατοικία τους είναι ιδιαίτερα προφανής.
Η φωτογραφία όμως που με κάνει να δακρύζω είναι μία από αυτές που τραβήχτηκαν την 25η Μαρτίου του '41 όταν χωρικοί, εξόριστοι και χωροφύλακες χόρευαν όλοι μαζί στην πλατεία μπροστά στην εκκλησία του χωριού – μήνυμα ενότητας ενόψει της επικείμενης γερμανικής εισβολής! Υπόψη ότι οι εξόριστοι είχαν ζητήσει από τις αρχές να τους αφήσουν να πάνε στην Κρήτη για να πολεμήσουν στην Αντίσταση, αυτό όμως δεν τους επιτράπηκε.
— Έχετε επίσης γράψει τέσσερα βιβλία τσέπης για την Ανάφη, έναν σύντομο αλλά πολύ περιεκτικό Οδηγό, την Εξορία, τη Λαϊκή Τέχνη και τα Κεντήματα. Λίγα λόγια για το καθένα;
Έγραψα αρχικά το βιβλιαράκι για τους εξόριστους επειδή μου είπαν ότι βρίσκουν το βιβλίο μου Η Κοινωνική Οργάνωση της Εξορίας πολύ βαρύ και πολύ ακριβό (πιθανώς για τους επισκέπτες με τις σκηνές και τα σακίδια) και εγώ ήθελα όσοι έρχονται στο νησί να μαθαίνουν κάτι για αυτή την «κρυμμένη» ιστορία. Αυτό μου έδωσε την ιδέα να φτιάξω έναν Σύντομο Οδηγό που να συγκεντρώνει πολλές διαφορετικές όψεις του νησιού: ιστορία, γεωλογία, χλωρίδα, πανίδα και τοπικές λιχουδιές (μέλι, αποφλοιωμένα φύλλα κάπαρης κ.ά.).
Αυτός ο «Σύντομος Οδηγός» μετά από πολλά αιτήματα νησιωτών, μεταναστών αλλά και επισκεπτών μεταφράζεται πλέον και στα ελληνικά. Όσον αφορά τη Λαϊκή Τέχνη, ο λαογράφος Στέφανος Ήμελλος –σήμερα πλέον Ακαδημαϊκός– είχε επισκεφθεί το νησί το 1965 και το βιβλίο του, που συνοδεύεται με μερικές από τις φωτογραφίες που πήρα μερικούς μήνες αργότερα όταν έφτασα στο νησί, εκδόθηκε το 2015 από την Ακαδημία Αθηνών. Είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου στα ελληνικά, έτσι έγραψα μια σύντομη εκδοχή στα αγγλικά για τον ίδιο λόγο, όπως και για την Εξορία.
Ο κ. Ήμελλος απέκτησε τις πληροφορίες του κυρίως από τους άνδρες κατοίκους, οπότε σκέφτηκα να συλλέξουμε μαζί πληροφορίες για τα αναφιώτικα κεντήματα. Μερικά από αυτά βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη, δείγματα όμως εκτίθενται επίσης σε αγγλικά και αμερικανικά μουσεία. Είχα μεγάλη βοήθεια από τους εμπειρογνώμονες υφασμάτων διαφόρων μουσείων για να συγκεντρώσω όλες αυτές τις πληροφορίες καθώς επίσης να αρχίσω να ανακαλύπτω πηγές φυτικών βαφών στην Ανάφη. Θέλω να επεκτείνω αυτό το βιβλιαράκι και να γράψω περισσότερα – είναι και το μόνο που εκτυπώθηκε έγχρωμο. Όλα τα παραπάνω διατίθενται στα τουριστικά καταστήματα του νησιού.
— Ποια είναι τα αγαπημένα σας μέρη στο νησί;
Καταρχήν βέβαια το όρος Κάλαμος όπως φαίνεται από το χωριό, η εικόνα που με πρωτομάγεψε! Όσο για αλλού, εξαρτάται κι από την εποχή του χρόνου. Όλος ο τόπος έχει ιδιαίτερες ομορφιές – το πλατάνι στη Βρύση, οι κήποι της Βάγιας, τα ερείπια στο Καστέλι, οι παραλίες κατά μήκος της νότιας ακτής, τα διάσπαρτα παρεκκλήσια και «μνημούρια», τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα, η Κάτω και η Άνω Μονή... μακρύς ο κατάλογος!
— Τι μας διδάσκει η ανθρωπολογία; Τι εκτιμάτε ότι κερδίσατε περισσότερο από την ενασχόλησή σας μαζί της; Πώς εκτιμάτε την ανθρωπολογική έρευνα στη σύγχρονη Ελλάδα;
Η ανθρωπολογία είναι η μελέτη των ανθρώπων σε διαφορετικές κοινωνίες. Μέσω της εργασίας πεδίου (που γίνεται ζώντας σε μια κοινότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα) προσπαθούμε να κατανοήσουμε τις δεδομένες αντιλήψεις που έχουν οι άνθρωποι για τους ίδιους και τον τρόπο ζωής τους σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Είναι ένας τρόπος να δούμε πώς διαφορετικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν θεμελιώδη ζητήματα που απασχολούν κάθε ανθρώπινο ον, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα πώς οι άνθρωποι, όσο κι αν διαφέρουμε σε καταγωγή, φυλή, φύλο, εθνικότητα, θρησκεία κ.λπ., μοιάζουμε τελικά σε πολλά.
Οι δεδομένες αντιλήψεις των Αναφιωτών για τη ζωή ήταν πράγματα που όλοι βέβαια γνώριζαν, τα έβρισκαν όμως τόσο προφανή που δεν τα εξηγούσαν λεπτομερώς. Αυτό που βασικά έμαθα στην Ανάφη ήταν η σημασία του τρόπου με τον οποίο τα παιδιά ονομάζονται από τους γονείς των γονέων τους, τα δικαιώματα ιδιοκτησίας και την υποχρέωση να τιμούν τις προηγούμενες γενιές. Έχοντας μάλιστα γνωρίσει αφενός τους ντόπιους Αναφιώτες, αφετέρου τους μετανάστες στην Αθήνα, μπόρεσα να παρατηρήσω τις αλλαγές αυτές σε βάθος χρόνου.
Μεγαλύτερο κέρδος από τη δουλειά μου θεωρώ το ότι ανακηρύχθηκα «επίτιμη πολίτης» του νησιού, μια δίχως άλλο μεγάλη τιμή! Η ανθρωπολογική εργασία στην Ελλάδα, τώρα, συνδέεται στενά τόσο με τη λαογραφία όσο και με την ιστορία συνδιαλεγόμενη με πολυσύνθετα ζητήματα σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά. Τόσο η έρευνα που έχει ήδη διεξαχθεί όσο και αυτή που συνεχίζεται είναι τεράστιας σημασίας και ενδιαφέροντος.