1. Ο οίστρος της ζωής. Το έψαλλε ο Ανδρέας Εμπειρίκος το πώς κάνουμε οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου. Και ο Σαββόπουλος, στοχαζόμενος ενστικτωδώς, όπως όλοι μας, και με έμφαση στο «ενστικτωδώς», διατεινόταν πώς κάνουμε γεγονός αναστάσιμο το πτώμα. Όσοι ξέρουν από blues, ξέρουν από χαρμολύπη. Και όσοι από χαρμολύπη νογάνε, σίγουρα έχουν στη δισκοθήκη τους το «Happy Sad» του λυρικού Tim Buckley. Στην εποχή του άκρατου μπαρόκ, ο μέγας Λα Ροσφουκώ τόνιζε ηδυπαθώς για τη δοτική ερωμένη «η ατέλειά της είναι που την κάνει τέλεια». Παραλλαγές και σχόλια όλα αυτά, και η ζωή μας όλη, στην αντίληψη του Αριστοτέλους περί δυνάμεως και αδυναμίας, αλλά και στο «Θανάτω θάνατον πατήσας», αποτελούν, ιδίως σήμερα, γόνιμες απαντήσεις στη μονόπαντη αντιποιητική στάση απέναντι στα πράγματα που τα θέλει όλα άσπρα ή μαύρα, καλά ή κακά, χαρούμενα ή κατηφή, εγγράμματα ή αγράμματα, και πάει λέγοντας. Κάθε πανηγύρι το σκιάζει, ευτυχώς (!), η μνήμη του αίματος, ο μανδύας του θανάτου, το μαύρο περιβραχιόνιο του πένθους. Λέω ευτυχώς γιατί έτσι η γιορτή και ο χορός έχουν νόημα βαθύ, γίνονται ξόρκια στον θάνατο, απογειώνονται και γειώνονται εναλλάξ, μας θυμίζουν ότι είμαστε όχι μόνο θνητοί αλλά και αθάνατοι, όχι μόνο αθάνατοι αλλά και θνητοί.
2. Εργασία του πένθους και επινοητικότητα. Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον και λίαν επίκαιρο πόνημα του Γιώργου Τζιρτζιλάκη Υπο-νεωτερικότητα και εργασία του πένθους (εκδ. Καστανιώτη) διαβάζω σε υποσημείωση, όπου παρατίθεται απόσπασμα από άλλο πόνημα που παραπέμπει σε ένα τρίτο το οποίο μας θυμίζει ένα τέταρτο (!): «Ανατρέχω σε μια καταγεγραμμένη περιγραφή της έκθεσης στη Βενετία: "Λόγω απεργιών, τα έργα που θα εξέθεταν ο Δανιήλ και ο Κανιάρης δεν έφτασαν ποτέ. Έτσι αναγκάστηκαν για πρώτη φορά in situ. Προσπάθησαν να δημιουργήσουν επί τόπου έναν "χώρο" με δεδομένη τη συγκεκριμένη αίθουσα. Ο Νίκος (Κεσσανλής) ξεδίπλωσε ένα άσπρο πανί, το "γλυπτό" του, και το έργο ήταν έτοιμο. Ο Δανιήλ και ο Κανιάρης ξεχύθηκαν στις αγορές για να βρουν τα υλικά τους, για τις Κούκλες του Κανιάρη και τα Μαύρα Κουτιά του Δανιήλ. Εργάστηκαν για μερικές ημέρες και η έκθεση ήταν έτοιμη», Λίνα Τσίκουτα, «Χρονολόγιο», στο Άννα Καφέτση (επιμέλεια), Βλάσης Κανιάρης, Αναδρομική, Αθήνα, 1999, σ. 392, και «Pierre Restany, Προτάσεις για μια Νέα Ελληνική Γλυπτική» (1994) στο Γιώργος Τζιρτζιλάκης (επιμέλεια), Νίκος Κεσσανλής, Αθήνα 1997, σ. 206-210. Στο κείμενο αυτό ο Restany σημειώνει ότι οι τρεις «εκπατρισμένοι» Έλληνες καλλιτέχνες «τοποθετούν την καλλιτεχνική δημιουργία στο επίπεδο της τελευταίας στιγμής» (σ. 206). Η έκθεση για την οποία γίνεται λόγος έγινε πριν από μισό αιώνα, το 1964, στο θέατρο La Fenice στη Βενετία, και διατηρεί κομβική σημασία, όχι μόνο διότι αποτελεί μία από τις πρώτες συλλογικές installations παγκοσμίως και επαναφέρει το ready made και τη δόξα του Marcel Duchamp στη συζήτηση, αλλά και γιατί συνιστά επιτομή και απόγειο της επινοητικότητας και ετοιμότητας όλων όσοι καταγόμαστε από τον πολυμήχανο Οδυσσέα και ομνύουμε στη διαλεκτική του Έγελου. Όλο το βιβλίο του Τζιρτζιλάκη είναι ένα πλέγμα από τέτοιες ιστορίες που μας κάνουν να σκεφτούμε τι θα πει να είσαι Έλληνας σήμερα, να περιπλανιέσαι και να δημιουργείς σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης και υπό την πίεση της τελευταίας στιγμής.
3. Κομμάτια κι αποσπάσματα. Ο Τζιρτζιλάκης επιχειρεί να μας παρουσιάσει μια ατελή αρχαιολογία της ελληνικής πρωτοπορίας που γίνεται σήμερα οδοδείκτης και κρίσιμη πρόταση. Μας καλεί να δούμε κατάματα το κατάχαμα για να μάθουμε ν' αντικρίζουμε δημιουργικά τον ουρανό. Μας καλεί να θυμηθούμε ότι το μαύρο/άσπρο καλό είναι να μας γοητεύει μονάχα στον κινηματογράφο, και ότι προκαλεί σκληρύνσεις και φανατισμούς το να μην αντιλαμβανόμαστε τις διαλεκτικές αποχρώσεις στα πάντα. Μας θυμίζει ότι στα ρεμπέτικα συναντάμε κατά κόρον τις λέξεις εκείνες με τις οποίες έχει μεταφραστεί από τον Καζαντζάκη, τον Κακριδή, και τον Μαρωνίτη το «ομηρικό πένθος»: καημός, βάσανο, λύπη, βάρος στην ψυχή. Μας θυμίζει ότι έγραφε ο Πεντζίκης: «Το πένθος σημαίνει νίκη και περίτρανη χαρά» και τίποτα δεν μας εμποδίζει να βρούμε το αντίστοιχο τούτης της ρήσης στον αριστουργηματικά χαρμολυπικό και διαλεκτικό στίχο του Γιάννη Παπαϊωάννου: «Βαδίζω και παραμιλώ / γι' αυτήν τη συμφορά μου / Χωρίσαμε και έχω βρει / ο δόλιος τη χαρά μου».
4. Ας σκεφτούμε: Κατακείμενος όρθιος και υπόγειο υπερώο (Νίκος Καρούζος), χαροποιό πένθος, κλαυσίγελως, ιλαροτραγωδία, τραγέλαφος, οιονεί γαλήνη, φιλαπόδημη εντοπιότητα. Ας ξαναπούμε μαζί με τον Ιωάννη της Κλίμακος: «Τα δάκρυα του θανάτου γεννούν φόβο. Ο φόβος γεννά την αφοβία, κι έτσι προβάλλει η χαρά». Και ας επιμείνουμε: η προβληματική του αρχείου και, προπάντων, του ποιητικού μοντάζ, όπως τη διακόνησε ο Πεντζίκης, είναι ο τρόπος να δημιουργούμε τέχνη που μπορεί από το φρέαρ να πάει στον ουρανό, από το καταγώγιο στο μέλαθρο, από το σοκάκι στο highway, και από τη γειτονίτσα στη μητρόπολη.
σχόλια