Επειδή ετέθη το ζήτημα σε μια κουβέντα που είχα προ ημερών, γι’ αυτό το λέω… Τι σημαίνει η φράση «ο σημαντικότερος έλληνας μουσικός της ‘σκηνής’ την τελευταία δεκαετία»; Ας προσπαθήσω να δώσω ορισμένα tips, τα οποία, νομίζω, πως θα βοηθήσουν.
Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, αυτός ο μουσικός να εμφανίζει τέτοιο και τόσο έργο (μέσα στη δεκαετία), ώστε, σε μία πρώτη φάση, να μην μπορείς να τον αγνοήσεις (άρα, ένας ή δύο εξαιρετικοί δίσκοι από κάποιον δεν είναι ακριβώς το ζητούμενό μας). Έπειτα, αυτό το έργο θα πρέπει να είναι τέτοιας ευρηματικότητας και ποιότητας, που να σε εκπλήσσει διαρκώς. Τρίτον, οι μουσικές προτάσεις που παρουσιάζονται αξίζει να είναι, πάντα, ολοκληρωμένες, ανεξαρτήτου σημείου εκκίνησης και κατάληξης – να υπάρχει συνάφεια, εννοώ, μεταξύ των θεμάτων, και κυρίως η πεποίθηση πως εκείνο που κάθε φορά ακούς έχει λόγο ύπαρξης. Τέταρτον, να είναι διακριτή η ελληνικότητα, στα λόγια, στις μελωδίες, στην άποψη (αφού για έλληνα μουσικό συζητάμε…). Πέμπτον, να υπάρχει σκόρπιο στις ακροάσεις το δέος και η συγκίνηση (βασικά κινητήρια συστατικά), ώστε να μπορείς να χαμηλώσεις το κεφάλι… ν’ ακούσεις και να ξανακούσεις. Έκτο, να υποστηρίζεται όλη αυτή η καλλιτεχνική παραγωγή εξ ίσου αποφασιστικά στα live… Υπάρχουν κι άλλα, πολλά –θα αποκαλυφθούν στην πορεία–, αλλά ας μείνουμε προς ώρας σ’ αυτά…
Δάκρυα του ονείρου
Άκουσα για πρώτη φορά τον Socos στις αρχές του 2005, όταν είχε πέσει στα χέρια μου το παρθενικό άλμπουμ του που είχε τίτλο «Δάκρυα του Ονείρου» [New Location, 12/2004]. Ένα παράξενο μαύρο πακέτο (CD+DVD) τυπωμένο σε 800 αριθμημένα αντίτυπα, υπογραμμένο από τον Socos φυσικά, τον φωτογράφο Παναγιώτη Λάμπρου και την live project μπάντα του.
Διευκρινίζω. Παντού, σε όλα τα άλμπουμ, το όνομα του μουσικού είναι γραμμένο ως «socos» (με το πρώτο «s» πεζό). Παίρνω την πρωτοβουλία και πράττω την… απρέπεια –για λόγους που υπαγορεύονται από το «οπτικόν» ενός κειμένου– να το γράφω, πάντα, ως «Socos» (με το πρώτο «S» κεφαλαίο).
Αν και το πρώτο «κιχ» στο μακρόπνοο αυτό CD δεν ακούγεται παρά λίγο πριν το τέλος του, στην πράξη ο στίχος (το φανταστικό τραγούδι!), η ποίηση, δεν απουσιάζει από κάθε μέτρο, από κάθε νότα. Θα πω κάτι κι ας φανώ υπερβολικός. Αν η «Εκδρομή» του Τάκη Κανελόπουλου γυριζόταν σήμερα, θα είχε μια τέτοια μουσική!
Άλμπουμ σχεδόν ορχηστρικό, με απίθανες μουσικές που μπορεί να εκκινούσαν από το rock, κρύβοντας όμως πλείστες όσες «άλλες» αναφορές ήταν τα «Δάκρυα του Ονείρου». Ένα CD, που έβγαλε εις πέρας μία ομάδα παικτών (Δημήτρης Αντωνιάδης ντραμς, Νεκτάριος Κορδούμενος μπάσο, Μπάμπης Αντωνάτος κιθάρα, Μαρίνος Τζιάρος φωνητικά, ηλεκτρονικά, κρουστά, Socos κιθάρες) συνδυάζοντας τις καλύτερες στιγμές του progressive rock του ’70, με τις «θλίψεις» του ’80 (την πένθιμη –όταν ήταν πένθιμη– ατμόσφαιρα της Factory) και τα τεχνικά κόλπα του ’90 (το trip-hop του Tricky ας πούμε) προσφέροντας ανεπανάληπτα «τραγούδια».
Αν και το πρώτο «κιχ» στο μακρόπνοο αυτό CD δεν ακούγεται παρά λίγο πριν το τέλος του, στην πράξη ο στίχος (το φανταστικό τραγούδι!), η ποίηση, δεν απουσιάζει από κάθε μέτρο, από κάθε νότα. Θα πω κάτι κι ας φανώ υπερβολικός. Αν η «Εκδρομή» του Τάκη Κανελόπουλου γυριζόταν σήμερα, θα είχε μια τέτοια μουσική! Ακούστε το «Rendez-vous», ή το «Μαύρο σπασμένο clipper», ή το «Κάποτε στο Νότο», ή το «Soundcheck», ή το «cpega», για να μη μιλήσω για το… Σωκρατικό «Μοιρολόι» και ύστερα τα λέμε… Δεν… απειλώ. Άναυδος μένω.
Μέσα στην αγκαλιά σου, με κατάνυξη
βλέπω δειλά να μου χαμογελάς σαν άνοιξη
γεμάτη ανθούς και μύρα στολισμένη
Αγαπημένη...
Μάριος Βαϊάνος (1908;-1975)
«Κοκαΐνη»
Socos & The Live Project Band - Κοκαΐνη
Τον Μάρτιο του 2007 κυκλοφορεί από τους Socos & the live project band το concept άλμπουμ «kAFkA» [Puzzlemusik]. Ένα πρώτο CD 65 λεπτών, ένα δεύτερο σχεδόν 70λεπτο και ακόμη ένα DVD 72 λεπτών εν είδει φιλμ ή έστω διαδοχικών video-clips, αλλά κι ένα booklet με σχέδια και φωτογραφίες… είναι ένα «πακέτο» που δεν… χωνεύεται εύκολα.
Θυμάμαι πως είχα αντιμετωπίσει το «kAFkA» μεμονωμένα και σε διάρκεια τριών ημερών. Το πρώτο CD την πρώτη μέρα, το δεύτερο τη δεύτερη, το DVD την τρίτη, χάνοντας κάτι –υποθέτω– από την άμεση αλληλουχία ήχων και εικόνων, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Κυρίως, για έναν πολύ βασικό λόγο. Είναι τόσο compact, σύνθετα, πλήρη και ερμητικώς προσαρμοσμένα σε κάτι που έχει στο μυαλό του ο Socos, όλα όσα καταγράφονται στα δύο ηχητικά δισκάκια, με αποτέλεσμα κάθε κομμάτι χωριστά να απαιτεί ξεχωριστή «παρακολούθηση».
Γενικά, θα μιλούσα για έναν σύγχρονο τύπο progressive rock –που δεν παραπέμπει κάπου αναγκαστικά και κυρίως, σε κάποιο δηλωμένο παρελθόν–, στηριγμένο στις άψογες κιθάρες, στον πλήρως ελεγχόμενο προγραμματισμό, καθώς και στις διακριτικές αλλά γόνιμες παρουσίες «άλλων» οργάνων (τσέλο, βιολί, βιόλα, πιάνο), όλα συνδεδεμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να προάγεται το όραμα του Socos.
Eίναι δύσκολο να επιλέξεις κάτι – κάτι που να είναι χαρακτηριστικό του «kAFkA», αφού το concept, αν και όχι ευδιάκριτο, αναπτύσσεται μ' έναν υπόγειο, όσο και δραματικό τρόπο. Κάπως σαν ένα φυσικό φαινόμενο που εξελίσσεται με τους δικούς του νόμους, σπέρνοντας την καταστροφή ή τη σωτηρία – όπως το πάρεις...
Πράγματι, είναι απορίας άξιον πώς καταναλώνεται ο φίλος μας, πόσο αφειδώς προσφέρει τον εαυτό του για την πραγμάτωση εκείνων που στρίβουν στο κεφάλι του – ένα υλικό, με λίγα λόγια, που θα μπορούσε να γεμίσει τρία ή τέσσερα διαφορετικά CD, μέσα σ’ ένα διάστημα τριών ή τεσσάρων χρόνων.
Ίσως ν’ ακούγεται παράξενο, όμως κανένα θέμα του «kAFkA» δεν στερείται ενδιαφέροντος, ούτε ακούγεται παρωχημένο ή κολλημένο. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί ο Socos συνθέτει και κυρίως επεξεργάζεται το υλικό του δίχως να έχει κάτι συγκεκριμένο κατά νου, κάτι που να τον εμποδίζει να δει πέρα απ’ όλα – απλώς φιλτράρει rock, punk, electro, trip-hop και βεβαίως ελληνικές αναφορές (τραγουδά στη γλώσσα μας) δημιουργώντας ένα έργο με σπάνια συμπυκνωμένη δύναμη.
Εξαιτίας αυτού ακριβώς είναι δύσκολο να επιλέξεις κάτι – κάτι που να είναι χαρακτηριστικό του «kAFkA», αφού το concept, αν και όχι ευδιάκριτο, αναπτύσσεται μ’ έναν υπόγειο, όσο και δραματικό τρόπο. Κάπως σαν ένα φυσικό φαινόμενο που εξελίσσεται με τους δικούς του νόμους, σπέρνοντας την καταστροφή ή τη σωτηρία – όπως το πάρεις... Όπως και να το πάρεις, όμως, αποκλείεται… θα μείνεις μ’ ανοιχτό το στόμα μπροστά σε κομμάτια όπως το «Μαγικό χαλί», η «Κοκαΐνη», ή το «Σου ζητώ»… πριν το κλείσεις αρκετά μετά το τέλος.
96 αντίτυπα
Στο «hyperythmique analogue» [Triple Bath, 8/2007] ο Socos, χωρίς τη live project band, προσφέρει ένα ακουστικό, κατά βάση, έργο για κιθάρα (CD-R, 96 μόλις αριθμημένων αντιτύπων), μέσα από το οποίο αναπτύσσει αυτοσχεδιαστικές πρακτικές, με το ελάχιστο δυνατό στουντιακό μανιπουλάρισμα. Θέματα όπως το 14λεπτο «Vis-à-vis» φανερώνουν το ταλέντο του μουσικού να διαπερνά ποικίλα κιθαριστικά ηχοχρώματα (αντανακλάσεις από το έργο του John Fahey ή του Νίκου Μαμαγκάκη θα μπορούσε ν’ αναζητηθούν… ή και όχι), δημιουργώντας ένα άλμπουμ το οποίο «αδικείται» από τη μικροποσότητα. Αν και αυτό διορθώνεται…
Για το θέατρο
Μουσικές για θεατρικά έργα δεν κυκλοφορούν εύκολα. Το θέατρο δεν μπορεί να συναγωνιστεί το σινεμά σε καταναλωτικό status, με αποτέλεσμα και η σκηνική μουσική επένδυση να υπολείπεται σε «αναγνωσιμότητα» της κινηματογραφικής. Άρα, επί του προκειμένου, εκδίδοντας το άλμπουμ τού Socos «MusicForthePlay “MerryFreeze-mass & ahappynewworld”/ SubBreath, OuterSpeech» (2008) η Puzzlemusik, μία ανεξάρτητη εταιρία από το Χαϊδάρι, πράττει κάτι έξω από το σύνηθες.
Ο Socos μάς είναι πια γνωστός. Εδώ βαδίζει, γενικά, σε avant μονοπάτια, δίχως όμως αισθητικά συμπλέγματα. Εννοώ πως δεν αρνείται τη μελωδικότητα, την παραγωγή εικόνων μέσω της μουσικής του, δεν αδιαφορεί για τη συναισθηματική φόρτιση του ακροατή.
Στο «Sub Breath, Outer Speech» ακούμε την επένδυσή του για ένα θεατρικό της Ευγενίας Μαραγκού. Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω το έργο και γι’ αυτό δεν μπορώ να πω πολλά. Σίγουρα, όμως, πρόκειται για μία άκρως ενδιαφέρουσα κάλυψη, βασισμένη σε ορισμένα μελωδικά μοτίβο που σπάνε κόκκαλα («Prelude in Gm») και τα οποία, συχνά, υποσκάπτονται από εφφέ και ηλεκτρονισμούς. (Το έσχατο «Bottom reflex», που έχει κάτι από τη… φουτούρα τού «Blade Runner» στο μεσαίο μέρος του, είναι απολαυστικό). Η ακουστική κιθάρα πρωταγωνιστεί, όπως και τα πλήκτρα και κάποια έγχορδα, σ’ ένα έργο που σε κερδίζει με απρόβλεπτη άνεση.
Καθρέφτης
Ήχος και εικόνα είναι «ένα και το αυτό» στον καλλιτεχνικό κόσμο του Socos. Το αντιλαμβάνεσαι, κατά πρώτον, βλέποντας το DVD «Mescaline» που εμπεριέχεται στο πακέτο «Objects In Mirror are Closer Than They Appear» [Puzzlemuzik, 3/2009] εκεί που, και τα δύο (ο ήχος και η εικόνα) τρεμοπαίζουν στο ίδιο «μήκος κύματος». Επίσης, αν έχεις παρακολουθήσει κάποια παράσταση τής live project band γνωρίζεις πώς συνδέονται (ο ήχος και η εικόνα) στη σκηνή.
Να πεις, ενδεχομένως, ότι το λεγόμενο post-rock, και οι όποιες σχετικές ή ανάλογες σημασίες που αναβλύζουν από τούτο, είναι ό,τι δίδει «πρόσωπο» στο περιεχόμενο του «καθρέφτη»;
Τι να πεις για το «Objects In Mirror...»; Να πεις ότι είναι η φυσική συνέχεια όλων των προηγουμένων; Είναι προφανές. Ένας άνθρωπος που δημιουργεί μ’ έναν τόσο συνεκτικό τρόπο δεν μπορεί παρά να κυοφορεί, διαρκώς, το «ίδιο». Να πεις, ενδεχομένως, ότι το λεγόμενο post-rock, και οι όποιες σχετικές ή ανάλογες σημασίες που αναβλύζουν από τούτο, είναι ό,τι δίδει «πρόσωπο» στο περιεχόμενο του «καθρέφτη»; Μάλλον, τότε, μπαίνεις στη λογική να δεις το έργο από τη... σκοτεινή πλευρά, αγνοώντας, προφανώς, τις φωτισμένες «χαραμάδες» του.
Αν, πάλι, υποθέσεις ότι ο λόγος είναι το μέσον για να σπάσεις την κρούστα της μακαριότητας, πάλι ενέχει ο κίνδυνος να μείνεις στα μισά του δρόμου. Ίσως, τελικά, το μόνο για το οποίο μπορείς να βεβαιώσεις είναι για τα αισθήματά σου…
Υπάρχει μια πίεση, που δρα λυτρωτικά, στην προσπάθεια που καταβάλλει ο Socos να εντοπίσει το επείγον του προβλήματος. Είτε αυτό είναι πολιτικό, είτε κοινωνικό, είτε οικολογικό –βασικά το πρόβλημα είναι ένα, και αφορά στη σύνθεση των επί μέρους πάνω στη (μη) ηθική του κέρδους– εκείνο που απαιτείται είναι η ευαισθητοποίησή μας προς την κατεύθυνση αποσταθεροποίησης της γλώσσας (μέσω της πολυγλωσσίας, των κραυγών, των καγχασμών, των φωνημάτων, των αλλοιώσεων – στον «καθρέφτη» υπάρχουν όλα). Μιλάμε για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους; Ο καθρέφτης λέει «όχι», το ’χουμε δει το έργο...
Μελοποιώντας Εγγονόπουλο
Ο Νίκος Εγγονόπουλος δεν μελοποιείται για πρώτη φορά στην «Ύδρα ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ» [Puzzlemusik, 2010] –ο Νίκος Μαμαγκάκης είχε γράψει μουσική για τον «Μπολιβάρ» [Lyra] ήδη από το 1968– είναι όμως η πρώτη φορά, που αντιμετωπίζεται η ποίησή του ως ένα από τα συστατικά (το κυριότερο) μιας electro-rock απόπειρας. Της απόπειρας να παραταχθεί ο λόγος –έτσι όπως μεταφέρεται από τον Δημήτρη Πουλικάκο–, πάνω από τις κιθάρες και τον προγραμματισμό τού Socos, τα έγχορδα, τα κρουστά, τα φωνητικά…
Ο Εγγονόπουλος δεν μελοποιείται χωρίς αναταράξεις. Ό,τι πιο σημαντικό μου έρχεται στο νου, στο επίπεδο της... κλασικής μελοποίησης εννοώ, είναι ο παραληρηματικός «Αφέντης της Καρύταινας», ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια.
Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Οι λόγοι γνωστοί. Ο Εγγονόπουλος δεν μελοποιείται χωρίς αναταράξεις. Ό,τι πιο σημαντικό μου έρχεται στο νου, στο επίπεδο της… κλασικής μελοποίησης εννοώ, είναι ο παραληρηματικός «Αφέντης της Καρύταινας» («…τα σπλάχνα που ξερίζωσε στους άνεμους θα σπείρει/ και θα σταθεί εκδικητής στο κάστρο της σιωπής») ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια (και ποιήματα), πάλι σε μουσική του Μαμαγκάκη, από τη «Συλλογή, 1» [Lyra, 1970] σε ερμηνεία του Γιώργου Ζωγράφου.
Και τούτο (το ανυπέρβλητο της μελοποίησης εννοώ) είναι κάτι το οποίο γνωρίζουν, εν πολλοίς, οι συντελεστές του άλμπουμ, και γι’ αυτό πράττουν το αυτονόητο. Στην «Ύδρα ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ» δεν έχουμε ακριβώς μελοποιήσεις. Εκείνο που ηχοποιείται είναι η «ανάγκη» εξεύρεσης μιας πλατφόρμας επί της οποίας θα μπορούσε ν’ ακουμπήσει ο ατέρμων ποιητικός λόγος.
Έτσι, ο Socos πλάθει, βασικά, περιβάλλοντα – χωρίς αυτό να σημαίνει πως, κατά περιπτώσεις, δεν αντιμετωπίζει μελοποιητικά τους στίχους του Εγγονόπουλου («Άνθη», «Στα όρη της Μυουπόλεως»).
Τον συνθέτη-διαχειριστή, τον ενδιαφέρει κυρίως η αποκατάσταση ενός υποδόριου κλίματος, συχνά τελετουργικού –δίχως, όμως, να αποκλείονται οι «εκρήξεις»– μέσω του οποίου ο λόγος θα εκφράζει όχι μόνο το δικό του «είναι», αλλά και, ταυτοχρόνως, θα υποβάλλει (κανονίζει) την επένδυσή του. Έχω την εντύπωση πως «Ο μαθητευόμενος της οδύνης», «Η Ύδρα ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ», η «Κλέλια ή μάλλον το ειδύλλιο της λιμνοθάλασσας Ι» και ακόμη η «Πολυξένη» (ιδίως αυτή) αποτελούν χαρακτηριστικές και κυρίως επιτυχημένες απόπειρες μεταφοράς τού λόγου του Εγγονόπουλου στη σύγχρονη δισκογραφία.
Εντός ορίων…
Είχε πέσει, αρχικά, στα χέρια μου ένα promo CD του άλμπουμ των Socos & The Live Project Band «Αντάρτικο Πόλεων» μέσω της Puzzlemusik. Το άλμπουμ εκείνο δεν είχε κυκλοφορήσει κανονικά, παρά μόνον ως free, με downloading από το site της μπάντας, οπότε η 2LP κυκλοφορία τής B-Other Side προς το τέλος του 2011 μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη σε… χειροπιαστό format. Χρειαζόταν; Άκου λέει… Και με το παραπάνω!!
Το «Αντάρτικο Πόλεων» είναι ένα πρώτης τάξεως άλμπουμ, ένα από τα σημαντικότερα που κυκλοφόρησαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Δεν κρίνω τον φορτισμένο εγώ θα πω (και τον αμφιλεγόμενο από την ώρα που γεννήθηκε) τίτλο, ούτε μ’ ενδιαφέρει, ούτε μπορώ να ξέρω τι εννοεί ο καθείς, ακόμη και ο Socos, προφέροντας τον, εκείνο που ξέρω είναι πως εδώ περιλαμβάνονται εξαιρετικά τραγούδια, τα οποία, από ηχητικής πλευράς διατηρούν σφοδρές punky, hard core, electro-noise, ακόμη και «έντεχνες» έως και μπαλαντικές αναφορές, ενώ από την μεριά του στίχου επιχειρούν να περιγράψουν (όχι να δώσουν λύσεις) την αδηφάγα καθημερινότητα, την κοινωνική περιθωριοποίηση, τα κίβδηλα αισθήματα, την αδυναμία επικοινωνίας, την πάσα εκμετάλλευση, τους μεγαλόσχημους κλέφτες, τις παραμύθες, την άνωθεν βία, τον καλυμμένο και ακάλυπτο φασισμό και όλα τούτα μ’ έναν τρόπο υψηλό, καλλιτεχνικό, διόλου «στο πόδι»ή λαϊκιστικό.
Socos & The Live Project Band - Εντός Ορίων
Στο ίδια επίπεδο, αλλά όχι αναγκαστικά στην ίδια κατηγορία με το πρώτο άλμπουμ των Τρύπες και το μοναδικό των Εν Πλω, το εν λόγω double LP είναι μια πανοραμική, ελληνική, φωτογραφία της στιγμής, μάλλον Α/Μ, οπωσδήποτε υποφωτισμένη, μα καθόλου κουνημένη ή φιλτραρισμένη.
Απολύτως λειτουργικά για την περίπτωση παιξίματα, ποικίλων ειδών φωνητικά (γυναικεία-αντρικά, πειραγμένα ή κανονικά), ρυθμοί συχνά ιλιγγιώδεις που επιβάλλουν μία, έτσι κι αλλιώς, αγχωτική ανάγνωση, ατέρμονες, επαναληπτικές μελωδίες που σφηνώνονται στ’ αυτιά σου και στο στόμα, ένα σύστημα εικόνων, μερικές δράκες λέξεων που επιχειρούν να αποτυπώσουν με λόγο σαφή και ξεκάθαρο εκείνο που συμβαίνει. Ό,τι συμβαίνει. ΤΩΡΑ.
Το «Brunette», το «Εντός ορίων», το «Party» (ακούγεται η Θέκλα Τσελεπή), η «Ερυθροphobia» και κάθε ένα από τα υπόλοιπα tracks του 3-sided LP (η τέταρτη πλευρά περιλαμβάνει remixes από τους Χρήστο Αλεξόπουλο, Γιώργο Πρινιωτάκη, Αλέξιο Μπόλπαση και Socos) είναι μία αυτάρκης όσο και αυτοδύναμη περιγραφή ενός ζοφερού «καθεμέρα», που, κάποιοι από εμάς το ζουν και ίσως γι’ αυτό φροντίζουν να το αγνοούν.
Οι Socos & The Live Project Band (Μπάμπης Αντωνάτος κιθάρα, Δημήτρης Αντωνιάδης τύμπανα, Κυριάκος Βοργιάς μπάσο, Μαρία Λατσίνου φωνή, Μαρίνος Τζιάρος φωνή, Socos κιθάρα, φωνή) πλην των όσων άλλων βρίσκονται εδώ και για να μας το
υπενθυμίσουν.
Μελοποιώντας Χριστιανόπουλο
Αυτό που πράττει ο Socos στο CD «το πρώτο απ’ το δεύτερο και το δεύτερο απ’ το τρίτο…» [Puzzlemusik, 2014] δεν συνηθίζεται στην σύγχρονη σκηνή. Επιχειρεί να μελοποιήσει με τον πιο… κυριολεκτικό τρόπο ορισμένα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και όχι να δημιουργήσει «ατμόσφαιρες», αφήνοντάς τα (αφήνοντας τα ποιήματα εννοώ) πάνω τους να επιπλέουν. Η προσπάθεια, δηλαδή, εμπεριέχει στοιχεία πρωτοτυπίας (έτσι πρέπει να το πούμε τελικά), τα οποία… διογκώνονται λόγω (και) της ακουστικής ενοργάνωσης. Κιθάρες και μόνον κιθάρες. Ή μάλλον, πιο σωστά, κιθάρες και φωνές. Socos και Μαρίνος Τζιάρος. Τώρα, αν η φωνή τού Τζιάρου, και μάλιστα κάτω από το συγκεκριμένο «ένδυμα», φέρνει στον νου μου, ενίοτε, τον Χάρη Κατσιμίχα (όχι τον Πάνο) είναι κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω – αν και σε κάθε περίπτωση δεν το επισημαίνω ως ντεζαβαντάζ. Απεναντίας, η φωνή «ζεστή» και με το συγκεκριμένο ηχόχρωμα έχω την αίσθηση πως δημιουργεί μιαν επιπρόσθετη οικειότητα.
Σε οκτώ ποιήματα λοιπόν του Ντίνου Χριστιανόπουλου, διαφόρων περιόδων, επιλέγει να τοποθετήσει μουσική ο Socos (Το έγκλημα της μοναξιάς, Βολέματα καταστροφής, Όσο με πληγώνεις, Όλο και πιο πολύ, Ρήμαγμα, Η θάλασσα, Αναστολή, Τέλος) – ποιήματα που δοκιμάζουν, αν θέλετε, τις ικανότητες και τις δυνατότητες των τραγουδοποιών, γενικώς, στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ολοκληρωμένα άσματα.
Γράφω «δοκιμάζουν», γιατί η ποίηση του Χριστιανόπουλου δεν φαίνεται εκ πρώτης να μετατρέπεται, με εύκολο τρόπο, σε τραγούδι. (Το υποστηρίζω, δίχως να παραγνωρίζω τινές επιτυχείς μελοποιήσεις στίχων –βασικά και κυρίως από τον Σταύρο Κουγιουμτζή– τού θεσσαλονικιού ποιητή).
Ο Socos έχοντας αντιληφθεί πως έχει στην φαρέτρα του σοβαρό πρωτογενές υλικό δεν κωλώνει στο να υιοθετήσει το απλούστερο και λειτουργικότερο των σχημάτων συνοδείας για να υποστηρίξει τη δουλειά του, που ταυτίζεται εν προκειμένω και με την μοναχική όσο και απέριττη ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Ο Socos, πάντως, εμπνέεται από τους συγκεκριμένους στίχους και την ποίηση, κατορθώνοντας να δώσει ένα άλμπουμ μοναδικό θα έλεγα στην σύγχρονη παραγωγή. Προσπαθώντας να «κατεβεί» βαθιά σε κάθε λέξη, σε κάθε στίχο, σε κάθε στροφή, ο φίλος μας αποδεικνύει πως γνωρίζει τι ακριβώς μελοποιεί, και άρα που πρέπει να διπλασιάσει, να τριπλασιάσει ή και να πολλαπλασιάσει λέξεις, στίχους ή στροφές, ώστε να δημιουργήσει άλλοτε υποτυπώδη, αλλά λειτουργικά «ρεφρέν», και άλλοτε ουσιαστικά κουπλέ, τα οποία να αποδίδουν όλες τις διακυμάνσεις της ποίησης του Χριστιανόπουλου.
Είναι αλήθεια πως η σύγχρονη σκηνή μοιάζει να αγνοεί το σχήμα φωνή-κιθάρα. Μπορεί η ατμόσφαιρα της «Εκδρομής» του Μαμαγκάκη και ο όγκος του «Φορτηγού» του Σαββόπουλου (αφήνω τα ακόρντα της «Δημοσθένους Λέξις») να… καταπίνουν, 40-50 χρόνια τώρα, οτιδήποτε στο πέρασμά τους, όμως αυτό δεν πρέπει να αποθαρρύνει νεότερους μουσικούς να δοκιμάσουν στον «τρόπο», αγνοώντας ταυτίσεις, συγκρίσεις, ή οτιδήποτε άλλο.
Το «σχήμα» φωνή-κιθάρα δεν είναι πρόχειρο, ούτε lo-fi (αν ορισμένοι νομίζουν κάτι τέτοιο). Απεναντίας, είναι πολύ απαιτητικό. Πρέπει να έχεις ούμπαλα για να φτιάξεις τραγούδια, τα οποία να μπορείς, εν συνεχεία, να τα υποστηρίξεις μόνο με μιαν ακουστική κιθάρα. Τα πολλά όργανα, τα «κόλπα», τα εφφέ, οι μείξεις, οι «επεξεργασίες» και όλα τα υπόλοιπα μπορεί να έχουν τη σημασία τους (όταν την έχουν), όμως κάποιες φορές κουκουλώνουν το πρωτογενές υλικό… παραπλανώντας δημιουργούς και ακροατές.
Ο Socos έχοντας αντιληφθεί πως έχει στην φαρέτρα του σοβαρό πρωτογενές υλικό (ξεχωρίζω το «Όσο με πληγώνεις», το «Όλο και πιο πολύ» και την «Αναστολή», χωρίς να αδιαφορώ –ποσώς– για κανένα από τα υπόλοιπα tracks) δεν κωλώνει στο να υιοθετήσει το απλούστερο και λειτουργικότερο των σχημάτων συνοδείας για να υποστηρίξει τη δουλειά του, που ταυτίζεται εν προκειμένω και με την μοναχική όσο και απέριττη ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει απλώς. Το «πρώτο απ’ το δεύτερο και το δεύτερο απ’ το τρίτο…» είναι το σημαντικότερο άλμπουμ μελοποιημένης ποίησης που έχω ακούσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Για να μην πω... εδώ και χρόνια.
Όλο και πιο πολύ
σχόλια