1.
Ηθικά καλλιστεία. Δυστυχώς για κάποιους, αν δεν είσαι λίγο κάθαρμα, λίγο καθίκαρος, λίγο κωλόπαιδο, τότε καλλιτέχνης με αξιώσεις ισχύος, με βλέψεις να κάνεις κάποια μεγάλα πράγματα, ν' αφήσεις μια ουλή στης ιστορίας της τέχνης το πετσί, δεν γίνεσαι. Ο συγγραφέας είναι, πάντα, ρακοσυλλέκτης στιγμών, εθνογράφος των δρόμων, αλάνι και τσογλάνι της λαϊκής ελίτ. Ο ζωγράφος είναι, πάντα, επικίνδυνος ακτινογράφος και ανατόμος και ερευνητής σάρκας και ψυχής και πνεύματος των γύρω του. Ο μουσικός είναι, πάντα, φιλόσοφος και σαμάνος, κατεδαφιστής συστημάτων που αφήνουνε απέξω το ντέρτι και το αλάλιασμα. Κάθε καλλιτέχνης, που σέβεται τον εαυτό του και την ιστορία της τέχνης του, ξέρει να γκρεμίζει βεβαιότητες, να σαρώνει στερεότυπα. Ακούστε τον Philip Roth: «Πρέπει να είναι κανείς τρομερά απλοϊκός για να μην κατανοεί ότι ο συγγραφέας είναι ένας ηθοποιός, ο οποίος ερμηνεύει τον ρόλο που του πάει καλύτερα – και όχι μόνο όταν γράφει φορώντας τη μάσκα του πρωτοπρόσωπου αφηγητή. Αυτή μπορεί να είναι η καλύτερη απ' όλες τις μάσκες για έναν δεύτερο εαυτό. Κάποιοι (και είναι πολλοί) παριστάνουν ότι είναι πιο αξιαγάπητοι απ' ό,τι είναι πραγματικά, και άλλοι λιγότερο. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Η λογοτεχνία δεν είναι ηθικά καλλιστεία. Η δύναμή της εκπορεύεται από το κύρος και την τόλμη με την οποία επιτυγχάνει την ενσάρκωση ενός ρόλου~ αυτό που μετράει είναι πόσο πιστευτή γίνεται». Ο Αμερικανός Μπαλζάκ, ο συγγραφέας του Αμερικανικού Ειδυλλίου και του Θεάτρου του Σάμπαθ, ο Philip Roth (Νιούαρκ, 1933) συγκεντρώνει άρθρα, συνεντεύξεις και δοκίμια στον γενναιόδωρο τόμο Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις) και μας επιτρέπει να περιπολήσουμε στον κόσμο του και στο εργαστήριό του. Η εμπειρία είναι πολύτιμη. «Ο σκοπός είναι να θεωρήσεις την επινόησή σου πραγματικότητα ικανή να κατανοηθεί ως όνειρο» αποφαίνεται ο Roth, συμπυκνώνοντας κρίσιμα σύνολη την περιπέτεια της τέχνης.
2.
Μετά το τακ επανέρχεται το τικ. Είναι ευπρόσδεκτο και ελπιδοφόρο το γεγονός ότι ο W.G. Sebald (1944-2001) ευτύχησε μεταφραστικά και εκδοτικά στη χώρα μας. Και βέβαια το ότι πολλοί ανήσυχοι νέοι εντρυφούν στη λαβυρινθώδη πρόζα και σκέψη αυτού του σκαπανέα του χρόνου και της ιστορίας. Ο Sebald επινόησε ένα νέο είδος πεζογραφίας που ο ίδιος χαρακτήρισε μυθοπλαστική αφήγηση αλλά και ρεαλιστική πεζογραφία. Στον τόμο Η ανάδυση της μνήμης (μτφρ. Βασίλης Δουβίτσας, εκδ. Άγρα) συστεγάζονται συνεντεύξεις του συγγραφέα και δοκίμια που άλλοι συνέθεσαν για το πολύπτυχο έργο του. Έχουμε έτσι την ευκαιρία να εξετάσουμε το βιωματικό υλικό του δημιουργού και τους τρόπους με τους οποίους το επεξεργάστηκε. Μαθαίνουμε πόσο εκτιμούσε τον ηθικό ριζοσπαστισμό ενός Thomas Bernhard και ενός Ludwig Wittgenstein, αλλά και ποιες υπήρξαν οι εμμονές του, οι ιστορίες που τον απασχολούσαν μέρα και νύχτα. Εξοικειωνόμαστε με τις αφηγηματικές του τεχνικές. Μας συγκινεί η βαθιά έγνοια του για το παρελθόν και η βαθύτατη μελαγχολία που τη στιλβώνει επιδέξια με μια λεπτοδουλεμένη κομψότητα κι ένα φίνο χιούμορ. Διαβάζουμε στη σελίδα 139: «Όταν η αφήγηση ολοκληρώνεται, η αφετηρία της φωτίζεται υπό νέο φως. Και στην πραγματικότητα, αυτό συμβαίνει σε κάθε ιστορία όπου το τέλος προσφέρει... Δηλαδή, μετά το τακ επανέρχεται το τικ».
3.
Το έγκλημα της γραφής. Γράφει για τη Νατάσα Χατζηδάκη, τη Μαρία Κυρτζάκη και τη Βερονίκη Δαλακούρα, τρεις ρηξικέλευθες ποιήτριες. Γράφει, και αφιερώνει στον Αριστοτέλη Σαΐνη σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, ένα διεισδυτικό κείμενο για τα πρώτα πεζογραφικά επιτεύγματα του Αχιλλέα Κυριακίδη, ήδη από το 1978. Γράφει για τον μεγάλο λάτρη της νεοελληνικής πεζογραφίας, τον Ζακ Λακαριέρ. Είναι ο πρώτος που μιλάει στην Ελλάδα για τους μπίτνικ, ήδη από το 1962, στο περιοδικό «Θερμοπύλες». Εγκωμιάζει τον Ρίτσο, εγκωμιάζοντας μαζί τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Μιλάει για τον κινηματογράφο, τη μουσική, τις πόλεις, τους ανθρώπους. Μας φιλοξενεί στου Απότσου το μπαράκι, παρέα με τον Στρατή Τσίρκα και τον Λόρενς Ντάρελ, με τον Γιώργο Κατσίμπαλη, τον θρυλικό Κολοσσό του Μαρουσιού, και τον Γιώργο Σαββίδη. Προλογίζει το Καφέ Λούκατς, το νουάρ του Κώστα Καλφόπουλου. Ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του από τον Δημήτρη Δεσποτίδη, που τον τραγούδησε στο πιο παραγνωρισμένο όμορφο τραγούδι του ο Διονύσης Σαββόπουλος. Μας φιλοξενεί στο όλο θάλπος σαλόνι του, που είναι το σύμπαν όλων των λογοτεχνικών τρόπων και τόπων. Είναι ο Βασίλης Βασιλικός, μας συστήνεται και μας προσφέρει στον τόμο Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων (εκδ. Gutenberg) και σε 362 σελίδες ανεπίληπτα φροντισμένες από τον παίκτη/ρέκτη Γιάννη Μαμαή εξήντα χρόνια ανεκτίμητης πείρας. «Ο κάλος μου στο τρίτο δάχτυλο για σαράντα χρόνια υπήρξε το μόνο μου δαχτυλικό αποτύπωμα για το έγκλημα της γραφής» μας βεβαιώνει ο μανιώδης συγγραφέας.
σχόλια