Αλέξανδρος Ευκλείδης
Η Εναλλακτική Σκηνή ξεκίνησε το 2015 με τον Γιώργο Κουμεντάκη επικεφαλής. Ήμασταν μια μικρή ομάδα, στην αρχή διμελής και μετά τριμελής: ο Γιώργος, ως υπεύθυνος προγραμματισμού, η Στέλλα Αγγελέτου κι εγώ, που ξεκινήσαμε να σκεφτόμαστε αυτήν τη νέα δομή στο πλαίσιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Η Εναλλακτική Σκηνή ξεκίνησε καταρχάς ως ανταπόκριση σε μια νέα πραγματικότητα που θα αντιμετωπίζαμε στο νέο μας κτίριο, που δεν ήταν άλλη από την ύπαρξη δύο σκηνών.
Η ιδέα που υπήρχε, που ήταν του Κουμεντάκη και υιοθετήθηκε από την τότε διεύθυνση, ήταν να λειτουργήσει η δεύτερη σκηνή όχι όπως γίνεται συνήθως στις όπερες (ως μια δεύτερη σκηνή που θα φιλοξενεί κάποιες μικρότερες παραγωγές και ενδεχομένως κάποιες πρόβες), αλλά να έχει έναν διακριτό προγραμματισμό, ο οποίος θα διευρύνει το αντικείμενο του οργανισμού προς κατευθύνσεις που μέχρι τώρα δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, ακριβώς γιατί δεν υπήρχε καν το χωροταξικό πλαίσιο. Η παλιά Λυρική είχε μία σκηνή και αυτή μικρή, ενώ παρουσίαζε κάποιες παραγωγές και στο Μέγαρο.
Μετά από ενάμιση χρόνο λειτουργίας, από τον Μάρτιο του 2017, έχουμε πραγματοποιήσει έναν μεγάλο όγκο παραγωγών. Καμιά φορά τρομάζω όταν τον αναλογίζομαι, γιατί περιλαμβάνει ήδη δεκάδες παραγωγές όλων των μεγεθών, εκατοντάδες παραστάσεις και δεκάδες χιλιάδες θεατών στην αίθουσα των 300 θέσεων που έχουμε στη διάθεσή μας.
Υπήρχε, βεβαίως, για ένα διάστημα ο θεσμός της Πειραματικής Σκηνής, που έπαιζε έργα πιο πρόσφατης δημιουργίας και έκανε νέες αναθέσεις σε Έλληνες δημιουργούς. Αυτό, όμως, γινόταν, λόγω του περιορισμένου χώρου, στο περιθώριο της λειτουργίας του οργανισμού, καθώς πραγματοποιούνταν συνήθως μία παραγωγή κατ' έτος. Αυτό που οραματιστήκαμε με τον Γιώργο ήταν κάτι που θα λειτουργούσε σε περισσότερα επίπεδα αλλά και για πολύ περισσότερες παραγωγές, χάρη, βέβαια, και στην υποστήριξη που είχαμε εξαρχής από τη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το οποίο υιοθέτησε το εγχείρημα της Εναλλακτικής με μια μεγαλύτερη ευαισθησία.
Άλλωστε, ακόμα και σήμερα, η Εναλλακτική Σκηνή, όπως και οι εκπαιδευτικές και κοινωνικές δράσεις της ΕΛΣ, εξακολουθεί να λαμβάνει μία νέα δωρεά του ΙΣΝ, μέσω της οποίας μπορούμε και συνεχίζουμε το έργο μας, που βεβαίως έχει πολύ μικρότερη ταμειακή ανταποδοτικότητα από εκείνο της Μεγάλης Σκηνής, της Αίθουσας «Σταύρος Νιάρχος».
Εξαρχής η ιδέα του Γιώργου ήταν να κινηθεί η Εναλλακτική Σκηνή σε αυτό που σχηματικά τότε είχε μπει σε μια λογική τριών ζωνών λειτουργίας, την πρωινή, τη μεσημεριανή και τη βραδινή, που αντιστοιχούσε η καθεμία σε έναν βασικό άξονα: την εκπαίδευση το πρωί, την κοινωνική ανταποδοτικότητα το μεσημέρι και τη δημιουργία το βράδυ. Αυτό το τρίπτυχο ήταν η βάση πάνω στην οποία χτίσαμε όλους τους υποάξονες του προγραμματισμού, τους οποίους φανταστήκαμε σε έναν ορίζοντα τριετίας.
Πάνω σε αυτές τις υποθέσεις εργασίας δουλέψαμε μέχρι και τις αρχές του '17, όταν ο Γιώργος ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της Λυρικής κι εγώ αναβαθμίστηκα σε καλλιτεχνικό διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής. Έτσι, βρεθήκαμε στην έναρξη της υλοποίησης αυτού του προγραμματισμού, τον οποίο είχαμε σχεδιάσει ήδη με μεγάλη λεπτομέρεια, πέφτοντας στα βαθιά, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα την πραγματικότητα της μετάβασης στο κτίριο αυτό –κάτι που ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο– και την έναρξη του καλλιτεχνικού προγραμματισμού, η οποία, βεβαίως, μας επέβαλε ορισμένα πολύ πρακτικά και επείγοντα προβλήματα, γιατί η Εναλλακτική Σκηνή ξεκίνησε πραγματικά από το απόλυτο μηδέν. Δεν είχε ούτε δικό της προσωπικό ούτε μια δομή που να είναι ήδη στημένη.
Παρ' όλα αυτά, μετά από ενάμιση χρόνο λειτουργίας, από τον Μάρτιο του 2017, έχουμε πραγματοποιήσει έναν μεγάλο όγκο παραγωγών. Καμιά φορά τρομάζω όταν τον αναλογίζομαι, γιατί περιλαμβάνει ήδη δεκάδες παραγωγές όλων των μεγεθών, εκατοντάδες παραστάσεις και δεκάδες χιλιάδες θεατών στην αίθουσα των 300 θέσεων που έχουμε στη διάθεσή μας.
Λένα Πλάτωνος, Το αηδόνι του αυτοκράτορα
Η φετινή σεζόν ξεκινάει την πορεία της πάνω στους άξονες που χαρακτήρισαν και την προηγούμενη. Ξεκινάμε με μια όπερα για παιδιά. Δεν είναι ακριβώς μια ανάθεση αλλά ένα έργο που ανεβαίνει για πρώτη φορά και είναι της σπουδαίας Λένας Πλάτωνος, το Αηδόνι του αυτοκράτορα – πρόκειται για έναν από τους πιο γνωστούς της δίσκους. Θεωρήσαμε ότι είναι έργο μεγάλης αξίας και ότι άξιζε τον κόπο να βρει τον δρόμο του και για τη σκηνή, για την οποία, άλλωστε, είχε συλληφθεί αρχικά.
Είναι μια ευτυχής συγκυρία να μπορούμε να φέρνουμε στη σκηνή το έργο μιας τέτοιας καλλιτέχνιδας, που τέμνει εγκάρσια τα είδη της ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών με ένα καλλιτεχνικό στίγμα που ανθίσταται στις κατηγοριοποιήσεις και πηγαίνει προς πολλές κατευθύνσεις. Είναι, επίσης, μια όπερα στην οποία δοκιμάζουμε σε πιο πλήρη μορφή τη σύμπραξη με την τέχνη του animation. Είναι κάτι με το οποίο πειραματιζόμαστε εδώ και 4 χρόνια, σε συνεργασία με το φεστιβάλ Αnimasyros. Για μας, αυτό είναι ένα στοίχημα, να παρουσιαστεί αυτό το έργο που μιλάει για τη σχέση τεχνητού και φυσικού ήχου, φύσης και τεχνολογίας μέσα απ' αυτή την προσέγγιση, η οποία ακριβώς συνδυάζει το ζωντανό και το ηλεκτρονικό, την ψηφιακή και τη χειροποίητη τέχνη.
Μια άλλη σημαντική παραγωγή που έρχεται στη συνέχεια, αρχές Νοεμβρίου, είναι η πρώτη πανελλήνια παρουσίαση της όπερας Λευκό Ρόδο του σημαντικού Γερμανού συνθέτη Ούντο Τσίμμερμαν. Πρόκειται για μια όπερα που έχει γνωρίσει παγκόσμια επιτυχία και συγκαταλέγεται στα αριστουργήματα του τελευταίου τετάρτου του 20ού αιώνα. Η όπερα αφορά την αντίσταση στον ναζισμό, ένα θέμα καθ' όλα επίκαιρο, δυστυχώς, το οποίο έχει πολύ ενδιαφέρον να το δει κανείς σε ένα είδος όπως η όπερα, το οποίο στην Ελλάδα δεν έχει ταυτιστεί με την πολιτική. Άλλωστε, η σύνδεση πολιτικής και όπερας ήταν εξαρχής ένα σημαντικό στοίχημα για την Εναλλακτική Σκηνή. Το Λευκό Ρόδο είναι μια όπερα με λυρικό και ποιητικό στίγμα, αλλά πάνω σε ένα σοβαρό πολιτικό θέμα.
Μια άλλη παραγωγή, που είναι highlight της περιόδου μέχρι τα Χριστούγεννα, είναι το Once, ένα μιούζικαλ που ετοιμάζουμε με μεγάλη ανυπομονησία. Είναι ένα μιούζικαλ πολύ διαφορετικό από αυτά που βλέπουμε συνήθως στην Αθήνα, με την έννοια ότι δεν είναι ένας κλασικός τίτλος. Είναι ένα πολύ πρόσφατο μιούζικαλ, του 2011, πολύ anti-glam, δεν έχει καθόλου την προσέγγιση της μεγάλης παραγωγής. Αντιθέτως, είναι ένα έργο εσωστρέφειας και απλότητας, που χαρακτηρίζεται επίσης απ' το σημαντικό γεγονός ότι οι τραγουδιστές, οι περφόρμερ, είναι ταυτόχρονα και οι επί σκηνής μουσικοί.
Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις τη μουσική να γεννιέται επί σκηνής, είναι κάτι που δεν είναι πολύ συνηθισμένο και πραγματικά νομίζω πως λειτουργεί. Πρωταγωνιστούν δύο σημαντικοί νέοι καλλιτέχνες της σκηνής αυτής, η Μαρίνα Σάττι και ο Αποστόλης Ψυχράμης, και ένας πολύ καλός και γερός θίασος. Αυτή την παραγωγή τη σκηνοθετεί ο Ακύλλας Καραζήσης, που δεν είναι ακριβώς η αναμενόμενη σκηνοθετική επιλογή για ένα μιούζικαλ. Περιμένουμε ότι θα είναι μια σημαντική στιγμή, γιατί μας ενδιαφέρει και ο διάλογος μεταξύ των ειδών και των εκδοχών του μουσικού θεάτρου. Θέλουμε να είναι δίπλα-δίπλα η καινούργια ανάθεση ενός έργου στο απαιτητικό ιδίωμα της σύγχρονης μουσικής και το μιούζικαλ. Ωστόσο, πρέπει και τα δύο να εμφορούνται από το ίδιο καλλιτεχνικό όραμα.
Η Κερένια Κούκλα είναι η φετινή εκδοχή της πολιτικής αναθέσεων που αναπτύξαμε με στόχο να δημιουργηθούν νέες όπερες στα ελληνικά που βασίζονται σε σημαντικά έργα της λογοτεχνικής παράδοσης. Πέρσι ήταν το Ζ, φέτος μια θεωρητικά πιο κλασική επιλογή, ένα πολύ δυνατό και ζοφερό έργο. Η Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου θα γίνει όπερα από τον Τάσο Ρωσόπουλο, έναν συνθέτη με πορεία σε διαφορετικά μουσικά ιδιώματα, σε σκηνοθεσία του Σίμου Κακάλα, ενός από τους πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες της γενιάς του, με έναν θίασο σημαντικών λυρικών τραγουδιστών, νεότερων και πιο καταξιωμένων.
Στον άξονα των αναθέσεων φέτος έχουμε και ένα δεύτερο σημαντικό έργο της λογοτεχνίας μας, καθώς ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος δημιουργεί τη νέα του όπερα βασισμένος στο κρυπτικό έργο του στρατηγού Μακρυγιάννη Οράματα και Θάματα, σε μια παράσταση που θα σκηνοθετήσει η Μαρία Γυπαράκη και θα παρουσιαστεί τον Απρίλιο.
Ένας κύκλος παραγωγών στον οποίο δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση είναι οι συμπαραγωγές με τις ομάδες του ελεύθερου μουσικού θεάτρου. Φέτος ξεκινάμε με δύο ομάδες, τους Opera Chaotique, μια ομάδα που έχει το κοινό της και το στίγμα της, σε μια φιλόδοξη παραγωγή, όπου συμπράττουν με την ομάδα κουκλοθεάτρου Μέρλυν σε μια διασκευή των Βατράχων του Αριστοφάνη, τοποθετημένη στη σύγχρονη εποχή.
Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης μας ξεναγεί στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Συνεχίζουμε με τη φιλοξενία του Συνεργείου Μουσικού Θεάτρου της Λάρισας, μιας ομάδας που έχει πολύ μεγάλη ιστορία και έχει υπάρξει πρωτοπόρος σε παραγωγές όπου συμμετέχουν επί ίσοις όροις καλλιτέχνες με και χωρίς αναπηρίες και με την οποία πρόσφατα συνδιοργανώσαμε μια συνάντηση μουσικών θιάσων της περιφέρειας. Για μας, είναι πολύ σημαντικό να ανοίξουμε αυτόν το διάλογο με τις ομάδες που, με τα μέσα που διαθέτουν, προσπαθούν να κάνουν πράγματα στην ελληνική περιφέρεια.
Δεν είναι καθόλου εύκολο, το μουσικό θέατρο είναι ένα ακριβό σπορ ακόμη και όταν γίνεται με λίγα μέσα, και είναι σημαντικό να υπάρχει υποστήριξη και, ακόμη σημαντικότερο, αναγνώριση. Στις αρχές του 2019 παρουσιάζουμε, επίσης, και μια νέα όπερα του Γιώργου Δούση, ενός πολύ ενδιαφέροντος νέου συνθέτη, που είναι βασισμένη στην Έντα Γκάμπλερ του Ίψεν, μια συμπαραγωγή με την ομάδα Medium Project.
Η όπερα είναι ένα λαϊκό είδος, ακόμα και στην Ελλάδα. Αν ανοίξει κανείς μια εφημερίδα της δεκαετίας του '20, του '30, πολύ πριν από την ίδρυση της Λυρικής Σκηνής, βλέπει κανείς μια απροσδόκητη, σύμφωνα με τα σημερινά μας στερεότυπα, ζωτικότητα στο πεδίο του μουσικού θεάτρου, κυρίως του ελαφρού. Υπήρχε μια τεράστια ζωτικότητα γύρω από αυτό, παραστάσεις, τοπικοί θίασοι: είναι κρίμα να τη θυσιάζουμε υπέρ ενός ελιτισμού και μιας φετιχιστικής σχέσης με το αντικείμενο αφενός, και μιας συλλήβδην απόρριψης του μουσικού θεάτρου ως «ξενόφερτου» και άγνωστου στο ελληνικό κοινό αφετέρου.
* Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ.
Γιώργος Κουμεντάκης
Για τον προγραμματισμό της Εναλλακτικής Σκηνής εργάστηκα από το 2015 έως τις αρχές του 2017. Η επιθυμία μας ήταν να δημιουργήσουμε έναν χώρο όπου θα δοκιμάζονται πολύ διαφορετικά πράγματα, έναν χώρο όπου η έννοια του μουσικού θεάτρου θα εξερευνάται σε όλες της τις εκφάνσεις.
Το μουσικό θέατρο, μια πολύ ανοιχτή έννοια που εμπεριέχει και την όπερα, είναι στο κέντρο του προγραμματισμού της Εναλλακτικής, ο οποίος αρθρώνεται πάνω σε συγκεκριμένους άξονες που συγκροτούν ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο. Θελήσαμε να φτιάξουμε μια ιστορία, να πλέξουμε έναν ιστό από νήματα που παράγονται από την ουσία του μουσικού θεάτρου. Από τα νήματα αυτά, κάποια θα αναπτυχθούν τα επόμενα χρόνια, άλλα θα αλλάξουν, άλλα θα καταστραφούν, κάποια θα συνεχίσουν με μια προοπτική πενταετίας και μετά δεκαετίας.
Το μουσικό θέατρο έχει πολλές υποκατηγορίες και θέλουμε ο προγραμματισμός της Εναλλακτικής Σκηνής να εμπεριέχει όσο περισσότερες γίνεται: το μιούζικαλ, την οπερέτα, έργα του κλασικού λυρικού ρεπερτορίου σε παράφραση, την όπερα του μπαρόκ, την όπερα για παιδιά και νέους, τις αναθέσεις σε σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς, τις συμπαραγωγές με ομάδες του μουσικού θεάτρου.
Ένας άλλος άξονας, πολύ σημαντικός για μένα, είναι οι Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής, τις οποίες προσεγγίζουμε μέσα από ένα πολύ ανοιχτό πρίσμα, χωρίς στεγανά, αισθητικά ή θρησκευτικά.
Θελήσαμε να φτιάξουμε μια ιστορία, να πλέξουμε έναν ιστό από νήματα που παράγονται από την ουσία του μουσικού θεάτρου. Από τα νήματα αυτά, κάποια θα αναπτυχθούν τα επόμενα χρόνια, άλλα θα αλλάξουν, άλλα θα καταστραφούν, κάποια θα συνεχίσουν με μια προοπτική πενταετίας και μετά δεκαετίας.
Πολλές φορές το αντικείμενο της Εναλλακτικής Σκηνής διαχέεται και διασταυρώνεται με εκείνο των εκπαιδευτικών και κοινωνικών δράσεων μέσα από ερευνητικές δράσεις και εργαστήρια που εξερευνούν τα σημεία σύγκλισης ή απόκλισης των δύο αυτών δημιουργικών πυρήνων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ασχοληθήκαμε και με κάποιες πιο εξωστρεφείς δράσεις που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως η Ρετρομανία, μια ημέρα καταιγιστικών δράσεων, αφιερωμένη στο ρετρό.
Μας ενδιαφέρουν, επίσης, ιδιαίτερα δράσεις που ακουμπούν στην ερασιτεχνική δραστηριότητα αλλά και στις σχέσεις με τις δημιουργικές δυνάμεις της περιφέρειας. Δημιουργήσαμε σχέσεις (κι αυτό ήταν ένας άξονας του προγραμματισμού μας που ξεκίνησε ήδη από πέρυσι) με αντίστοιχες ομάδες μουσικού θεάτρου, προερχόμενες είτε από πανεπιστήμια είτε από ΔΗΠΕΘΕ, ή ανεξάρτητες, που ήρθαν στην Εναλλακτική Σκηνή, μπήκαν σε μια διαδικασία εργαστηρίων και έδειξαν τις παραγωγές τους στο αθηναϊκό κοινό.
Οι άξονες της Εναλλακτικής Σκηνής δημιουργήθηκαν γύρω από έναν κύριο στόχο, την ανάπτυξη ενός νέου κοινού, εντελώς διαφορετικού από το παραδοσιακό κοινό της ΕΛΣ. Είναι σημαντικό να δείξουμε στο κοινό (κυρίως σε αυτό που δεν έρχεται στις παραστάσεις μας) πως η ΕΛΣ δεν είναι ένας τόπος απροσπέλαστος και ελιτίστικος, που παράγει περίεργες και μουσειακές παραστάσεις. Είναι σημαντικό να καταρρίψουμε τα στερεότυπα για την όπερα, που είναι δυστυχώς ριζωμένα και σε νέους ανθρώπους. Η ελπίδα μας είναι πως η Εναλλακτική Σκηνή θα λειτουργήσει ως ένα εργαστήριο όπου θα δημιουργηθεί το κοινό του μέλλοντος.
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι παραγωγές μας στην Εναλλακτική Σκηνή είναι όλες πρωτογενείς. Πρόκειται δηλαδή για αναθέσεις σε ομάδες ή πρόσωπα, κυρίως από την Ελλάδα, στα οποία δίνουμε τη δυνατότητα να φτιάξουν, σε συνθήκες καλλιτεχνικά εύφορες, πρωτογενείς παραγωγές. Θέλουμε η σχέση μας με τους καλλιτέχνες μας να είναι δημιουργική, οι άνθρωποι που πλησιάζουμε και βάζουμε σε μια δημιουγική διαδικασία είναι επιλογές που κάναμε συνειδητά, παρακολουθώντας τη δουλειά τους. Η διαδικασία των αναθέσεων εξελίσσεται με διάλογο και ανταλλαγή απόψεων. Έτσι, οι καλλιτέχνες αισθάνονται πως το θέατρο τους συνοδεύει στην περιπέτειά τους, αλλά και οι νέες δημιουργίες δεν γίνονται ερήμην του θεάτρου.
Βλέπω από την εμπειρία τόσων χρόνων, ως δημιουργός καταρχάς αλλά και από την εμπειρία του ενάμιση χρόνου ως διευθυντής της ΕΛΣ, ότι υπάρχουν δύο άκρα στο κοινό – αν το δει κανείς από μια απόσταση και κάπως απλουστευτικά. Το ένα άκρο το καταλαμβάνουν αυτοί που δεν ξέρουν τίποτα, αλλά και δεν είναι περίεργοι, εκείνοι που αντιστέκονται σε οτιδήποτε είναι εκτός του πεδίου των ενδιαφερόντων τους.
Αυτούς δεν θα τους κερδίσουμε ποτέ – είναι ιδιαίτερα δύσκολο να πας σε ένα κοινό που όχι μόνο σε αγνοεί αλλά και σε περιφρονεί, που περιφρονεί την καλλιτεχνική φύση, το καλλιτεχνικό έργο, την επικοινωνία μέσα από την τέχνη, που δεν θα βάλει ποτέ την τέχνη συνοδοιπόρο στη ζωή του. Και υπάρχει και ένα άλλο άκρο, μικρότερο σίγουρα, αλλά πάρα πολύ θορυβώδες, που είναι οι απόλυτα ειδικοί.
Είναι αυτοί που τα πράγματα θα τα δουν αφ' υψηλού, διότι ξέρουν το είδος, είτε επιφανειακά είτε σε βάθος, και έχουν έμφυτο έναν ιδιαίτερο σνομπισμό: «Εγώ το ξέρω τόσο καλά, που αυτό που κάνεις δεν με εκφράζει, το έχω δει αλλού καλύτερα, το έχω μεταφράσει μέσα μου με έναν πιο ουσιαστικό τρόπο κι εσύ είσαι πάντα κατώτερος των περιστάσεων και κατώτερος των επιδιώξεων που έχω εγώ σε σχέση με το είδος». Σε αυτόν, επίσης, αν δώσεις κάτι καινούργιο, αμέσως θα πει «κάπου αλλού έγινε καλύτερα». Είναι δύο άκρα που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά, ενώ έχουν πολύ διαφορετική υπόσταση.
Αυτά τα δύο άκρα δεν μας απασχολούν. Μεταξύ τους υπάρχει η μεγάλη δεξαμενή, το κέντρο, που είναι ο κόσμος, ο μέσος ακροατής, εκείνοι που μπορούν να πάνε παντού (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Είναι ένα ρεύμα που διαχέεται με τεράστια ευκολία, που δεν το ενδιαφέρουν τα είδη, που δρα με έναν πιο προσωπικό, συνεπώς και ευαίσθητο τρόπο. Εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον, όχι μόνο από άποψη ποσότητας αλλά και ποιότητας. Σε αυτό τον κόσμο στοχεύουμε, γιατί τα άκρα, αφού ξέρουμε ότι δεν θα τα έχουμε ποτέ, δεν μας ενδιαφέρουν. Υπάρχει πολλή χυδαιότητα στη ζωή μας, που δεν μπορούμε να την αποφύγουμε στην καθημερινότητά μας, γιατί να τη φέρουμε κι εδώ;
Σε αυτόν το χώρο, που μας επιτρέπει να αναπτύξουμε όλες μας τις ιδέες με πολύ μεγάλη ελευθερία και μια απτή φιλοσοφία, αν δεν υπάρχει ο αντίλογος στα έργα, εάν περνάνε αδιάφορα, είναι σαν να μην τα έχεις κάνει. Γι' αυτό και το Λυκόφως των χρεών ήταν τόσο επιτυχημένο, γιατί επέβαλε τον διάλογο. Και το Λευκό Ρόδο του Τσίμμερμαν μπορεί να προκαλέσει φέτος μια αντίστοιχη συζήτηση, ακριβώς επειδή βλέπει την ιστορία του ναζισμού και της αντίστασης σ' αυτόν από τη μεριά των Γερμανών, κάτι το οποίο βρίσκω φοβερά ενδιαφέρον.