Ο Χόλντεν είναι πολύ έξυπνος. Χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για να γλιτώσει από τον πόνο και την απογοήτευση. Καταφεύγει στα ψέματα, στη σιωπή, μερικές φορές στα βιβλία. Υπήρξε bully. Στο καινούριο του σχολείο, στο οποίο είναι εσωτερικός, από θύτης έχει γίνει θύμα. Και ενδιάμεσα έχει περάσει ένα διάστημα κάπου που δεν θέλει να αποκαλύψει, κάπου που αν το μαρτυρούσε, οι γονείς του θα πάθαιναν 'διπλά εγκεφαλικά'.
«Η Ζωή, παιδί μου, είναι παιχνίδι. Η Ζωή είναι παιχνίδι και το παίζουμε σύμφωνα με τους κανόνες».
«Μάλιστα, κύριε. Είναι. Πώς δεν είναι».
Παιχνίδι είναι ο κώλος μου. Σιγά το παιχνίδι. Άμα βρεθείς απ' τη μεριά που έχει όλους τους μουράτους, τότε σύμφωνοι, παιχνίδι είναι –και να το παραδεχτώ. Όμως, άμα βρεθείς από την άλλη μεριά, που δεν έχει μουράτους, τι παιχνίδι λέμε; Χαιρετίσματα. Πάει το παιχνίδι.
Ο Χόλντεν είναι μπερδεμένος. Οι σκέψη του πλανάται, ξεφεύγει από το αρχικό θέμα. Στο μονόλογό του αναφέρει τον συμμαθητή του, Τζέιμς Καστλ. Ο Τζέιμς ήταν ένα αδύνατο, σιωπηλό παιδί, που έδειχνε αδύναμο. Όμως φάνηκε ότι είχε μεγάλη αποφασιστικότητα. Μια μέρα ο Τζέιμς αποκάλεσε τον ηγέτη των νταήδων του σχολείου, Φιλ, 'φαντασμένο', κάτι που ίσχυε πέρα ως πέρα. Το σχόλιο του Τζέιμς μεταφέρθηκε στον Φιλ και η παρέα των νταήδων κλείδωσε τον Τζέιμς στο δωμάτιο του. Τον βασάνισαν για να πάρει πίσω τη λέξη 'φαντασμένος'. Ο Τζέιμς αρνήθηκε, και για να γλιτώσει, πήδηξε από το παράθυρο, και σκοτώθηκε.
Ούτε κι εγώ ξέρω γιατί έτρεχα –μάλλον γιατί έτσι μου 'ρθε. Κι ύστερα, μόλις πέρασα το δρόμο απέναντι, ένιωσα κάτι, σα να ψιλοεξαφανιζόμουνα σιγά σιγά. Ήτανε κι ένα απόγευμα τελείως παράνοια, με πολύ φοβερό κρύο, κι ούτε που έλεγε να βγει καθόλου κάνας ήλιος, κι ένιωθες να παθαίνεις κάτι σα μια εξαφάνιση κάθε που πέρναγες απέναντι ένα δρόμο.
Ο Χόλντεν δεν ήξερε καλά τον Τζέιμς, αλλά τον συμπαθούσε. Ο Τζέιμς, όταν πέθανε, φορούσε ένα πουλόβερ του Χόλντεν. Ο Χόλντεν και ο Τζέιμς ήταν κοντά στον αλφαβητικό κατάλογο του σχολείου. Πώς ήταν η πρώτη φορά που ο κατάλογος διαβάστηκε από κάποιον καθηγητή, χωρίς το όνομα του Τζέιμς;
Κι άξαφνα, τότε άρχισε να γίνεται κάτι πολύ φρικαριστικό. Κάθε που έφτανα άκρη άκρη στη γωνία και πήγαινα να κατεβώ από το κωλοπεζοδρόμιο, μ' έπιανε εκειπέρα κάτι, πως ποτέ δε θα περάσω στην απέναντι μεριά του δρόμου. Έλεγα πως θα κατεβαίνω μόνο κάτω, κάτω, όλο και πιο κάτω, και κανείς δε θα με ξαναδεί άλλο πια. [...] Κι ύστερα μ' έπιασε το άλλο. Κάθε που έφτανα άκρη άκρη στη γωνία, άρχιζα να μιλάω του Άλλι, του αδερφού μου. Του 'λεγα, «Άλλι, κάνε να μην εξαφανιστώ. Άλλι, κάνε να μην εξαφανιστώ. Άλλι, κάνε να μην εξαφανιστώ. Σε παρακαλώ, Άλλι.»
Όταν γράφτηκε το βιβλίο, ο κόσμος δεν συζητούσε ανοιχτά τις ψυχικές παθήσεις, την αίσθηση απομόνωσης, την αδυναμία προσαρμογής. Τώρα οι πηγές για πληροφόρηση, τα μέσα, η σχετική επιστήμη, έχουν κάνει άλματα.
σχόλια