Το σπίτι ειν’ τώρα πίσω μας,
κι ο κόσμος όλος μπρος μας.
Ένα τραγούδι των χόμπιτ
Η Συντροφιά του δαχτυλιδιού, 1954
Ήταν εκείνη η παλιά έκδοση του Κέδρου με τον παστέλ χρυσοκόκκινο δράκο και τη μικρή στρογγυλή σφραγίδα που έλεγε «Παγκόσμια λογοτεχνία για παιδιά». Και πρέπει να ήταν Χριστούγεννα, σίγουρα πάντως χειμώνας, γιατί ο Σταύρος Σταμπόγλης φορούσε ένα χοντρό δερμάτινο μπουφάν με πράσινη φόδρα, και θα φάνταζε σαν τον ίδιο τον Γκάνταλφ τώρα που το σκέφτομαι, σε κείνη την «απρόσμενη βεγγέρα», όταν με μια αργή κίνηση έβγαζε απ’ την τσάντα του το δώρο.
Που βέβαια ήταν για τον αδερφό μου. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πότε ακριβώς έγινε αυτή η αποκάλυψη. Με τολκινικούς όρους, θα έλεγα ότι συνέβη καταμεσής μιας «Δεύτερης Εποχής», δηλαδή σε μια ρευστή και νεφελώδη χωροχρονική επικράτεια όπου προηγουμένως είχαν γίνει ένα σωρό σημαντικά πράγματα και η οποία, σίγουρα, επρόκειτο να ακολουθηθεί από άλλα, ίσως ακόμη σημαντικότερα – το αργόσυρτο τέλος της παιδικής μου ηλικίας.
Ο ίδιος ο Γκάνταλφ ο Γκρίζος, λοιπόν, έφερε ένα βράδυ στο σπίτι το «Χόμπιτ», και ακριβώς αυτό έγραφε πάνω, «Χόμπιτ». Η έννοια «Τόλκιν» δεν υπήρχε ακόμα, μόνο ο Γκάνταλφ-Σταμπόγλης, το «Χόμπιτ» και ο αδελφός μου, που τώρα το είχε διαβάσει και προσπαθούσε να με βάλει κι εμένα στη λούμπα. Εγώ όμως δεν ξεκολλούσα με τίποτα απ’ το αλάνθαστο σύμπλεγμα Ιούλιος Βερν - Σούπερ Γκούφι - τηλεόραση, κι έτσι ο Δημήτρης έβαλε τα μεγάλα μέσα της σοσιαλιστικής επιμόρφωσης: άρχισε να μου το διαβάζει.
Στην εφηβική μου συνείδηση, ο «Τόλκιν» είναι μόνο η μεταγενέστερη, η κατασταλαγμένη και «οριστική» μορφή του πάνσοφου κυρίου με το μπαστούνι και το τσιμπούκι, ενός τέλειου και τελειομανούς δημιουργού, ρυθμιστή των πάντων, της Γένεσης, της Δράσης και της Δευτέρας Παρουσίας, απ’ το μασίφ δρύινο γραφείο του.
Στο τέλος του δεύτερου κεφαλαίου (το «Ψητό αρνί», αυτό με τα τρία τρολ), όχι μόνο είχα τσιμπήσει και άρπαζα το βιβλίο για να το συνεχίσω μόνος μου, αλλά το άρπαζα και γενικά – το έκλεβα, έγραφα πάνω στον ψευδότιτλο το όνομά μου με μαρκαδόρο Carioca και το ανύψωνα σε στάτους Καινής Διαθήκης· το κουβαλούσα παντού, το είχα στη σχολική μου τσάντα, ορισμένες φορές και στο ίδιο μου το θρανίο, εξού και φέρει, σε ορισμένα σημεία, σημάδια από βελόνα διαβήτη. Είμαστε κάπου στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, είναι καλοκαίρι, οι Smiths έχουν μόλις διαλυθεί και ο Μόρισεϊ γράφει, στο πρώτο του σόλο άλμπουμ, τους ακριβέστερους στίχους για τη θερινή μοναξιά: «[βρίσκομαι] σ’ αυτή την παραθαλάσσια κωμόπολη που [οι Γερμανοί – ποιος άλλος; σ.σ.] παρέλειψαν να βομβαρδίσουν».
Η λέξη «Τόλκιν» εξακολουθεί να μην υπάρχει, αλλά κάπου, κάπως, ξέρω ότι πίσω απ’ «όλα αυτά» (πρέπει να) υπάρχει ένας τρομερός παραμυθάς που δεν είναι μόνο τρομερός παραμυθάς αλλά και πολύ στιβαρός φορέας κοσμογονικών αλληγοριών και μεταμορφώσεων. Όταν, στο γυμνάσιο πια, πέφτει στα χέρια μου ο πρώτος «Άρχοντας», τότε είναι που επιτέλους το «βλέπω».
Υπάρχει ένα κεντρικό ερώτημα εδώ, ξαφνικά, το τετραπλό αυτό όνομα, σχεδόν ακόμα μυθικότερο κι απ’ τον μύθο που πλάθει: ο Τζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν.
Γέννημα, ακριβώς, κόσμων και εποχών, κόσμων τη στιγμή πάνω που συντρίβονται, εποχών που αποσύρονται ή που ολότελα αφανίζονται στα πραγματικά χαρακώματα, εκρήξεων παλιού γερμανικού δυναμίτη και αιώνιων επιστροφών στις ρίζες μιας αγγλικής βελανιδιάς ή και ενός αρχαϊκότερου αφρικανικού τοπίου, παιδί μιας παντοτινής θερινής μοναξιάς, ορφανού από πολύ νωρίς, δημιουργού απ’ το μηδέν όλων των συμπάντων που είδε, που χάθηκαν, και που όμως δεν χάθηκαν.
Το «Τόλκιν» (Tolkien) είναι όνομα πρωσικό, και σημαίνει «γιος του Τολκ», αν και ο ίδιος ο Τόλκιν προτιμούσε μια πιο εξεζητημένη και ίσως σκοπίμως ευφάνταστη ετυμολογία, τη σαξονική: μια αγγλοποιημένη απόδοση του Tollkiehn, από το γερμανικό Tollkühn που σημαίνει «απερίσκεπτος» ή «ριψοκίνδυνος». Και οι Τόλκιν μπορεί να φτάνουν όντως λίγο πολύ ριψοκίνδυνα στην Αγγλία κατά τον 18ο αιώνα, όμως έκτοτε εγκαθίστανται, γίνονται βαθύτατα Άγγλοι, τεχνίτες σε βάθος πολλών γενεών, ωρολογοποιοί, κατασκευαστές μουσικών οργάνων, μηχανικοί.
Ο Άρθουρ Ρούελ Τόλκιν, τραπεζικός, δέχεται μια μετάθεση για τη Ν. Αφρική κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1880, κι έτσι ο Ρόναλντ (όπως πάντοτε υπέγραφε) γεννιέται στις 3 Ιανουαρίου 1892 στο Μπλουμφοντέιν, στο τότε «Ελεύθερο κράτος της Οράγγης» προτού αυτό καταλυθεί από τη Μ. Βρετανία κατά τον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς (1902).
Το κλίμα αυτής της σύρραξης μεταξύ αυτονομιστικών εποικιστικών στοιχείων και βρετανικής αυτοκρατορίας είναι ένα καζάνι που σιγοβράζει σ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής των Τόλκιν στη Ν. Αφρική, με τη μητέρα του, Μέιμπλ, να θέλει να τα μαζέψουν και να φύγουν. Στα τρία χρόνια τού Ρόναλντ, η Μέιμπλ τους πηγαίνει, αυτόν και τον νεογέννητο αδελφό του, να δούνε την Αγγλία. Κι όσο η οικογένειά του λείπει, ο Άρθουρ προσβάλλεται ξαφνικά από ρευματικό πυρετό και πεθαίνει. Ο Τόλκιν δεν θα ξαναδεί τον πατέρα του, ούτε και τις καταπράσινες όχθες του Οράγγη ποταμού, καθώς η μητέρα του παίρνει την απόφαση να μην επιστρέψουν.
Από την εποχή εκείνη, πολύ αμυδρά, θα θυμάται ένα τσίμπημα τριχωτής ταραντούλας από όπου θα αντλήσει την επαναλαμβανόμενη εικονογραφία του γιγαντιαίου αρθρόποδου (οι αράχνες του Δάσους της Σκοτεινιάς στο «Χόμπιτ», η Σέλομπ στους «Δύο Πύργους», η Ουνγκόλιαντ στο «Σιλμαρίλλιον») – μα θα του μείνει ενδεχομένως και κάτι άλλο, με έναν μεταφυσικό ίσως τρόπο, ένα αλλόκοτο επεισόδιο λίγες μέρες μετά τη γέννησή του, όπου ένας νεαρός υπηρέτης του σπιτιού τον πήρε κρυφά στο χωριό του για «να τον δείξει», καθώς ήταν, όπως όλοι λένε, ένα πολύ όμορφο μωρό, «επιστρέφοντάς τον» την επόμενη μέρα στην ανάστατη Μέιμπλ. Ποτέ δεν μάθαμε ποια μυστική διεργασία έλαβε χώρα στον ψυχισμό του Ρόναλντ στην πολύ Πρώτη εκείνη Εποχή της ύπαρξής του, μ’ αυτό το «μακρινό ταξίδι» και μ’ αυτήν την «επιστροφή».
Εν έτει 1896, οι Τόλκιν έχουν μείνει ουσιαστικά χωρίς εισοδήματα και η οικογένεια εγκαθίσταται στο Γουόρσεστερσαϊρ (ναι, ένα πρώτο «Σάιρ») στα West Midlands, μια ανάσα από την περίφημη Black Country (ναι, μια πρώτη «Μαύρη Χώρα», βλέπε την απέραντη έκταση των ανθρακωρυχείων, όπου έναν αιώνα νωρίτερα ξεκινούσε η Βιομηχανική Επανάσταση), πηγαίνοντας συχνά επίσκεψη στη φάρμα της αγαπημένης θείας Τζέιν, ένα ζεστό και φιλόξενο μέρος που ακούει στο όνομα «Μπαγκ Εντ».
Ο Ρόναλντ διαβάζει ήδη από τα τέσσερα, και διαβάζει πολύ, ιστορία, λογοτεχνία, ποίηση, μαθαίνει γλώσσες (απορρίπτοντας από νωρίς τις λατινογενείς, και ειδικά τα γαλλικά) και δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τους ήρωες του αρθουριανού κύκλου, καθώς και για τους αυτόχθονες της Β. Αμερικής. Στα επτά του, γράφει το πρώτο του μικρό διήγημα – μια ιστορία με δράκο.
Πέντε χρόνια αργότερα, είναι ήδη ένας μικρός βικτοριανός διανοούμενος, ένας λόγιος με εκατοντάδες αναγνώσματα, σαφή κλίση προς τις γλώσσες, τη συγκριτική μυθολογία, το σχέδιο και την ακουαρέλα, όμως το Μάελστρομ της Απώλειας και του χαμού-ενός-κόσμου θα βρεθεί απροσδόκητα στον δρόμο του για δεύτερη (μα όχι και τελευταία) φορά: η Μέιμπλ πεθαίνει από κρίση διαβήτη. Την κηδεμονία των ορφανών Τόλκιν αναλαμβάνει ο καθολικός ιερέας και στενός οικογενειακός φίλος Φράνσις Μόργκαν.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι κανένας Τόλκιν ποτέ δεν ήταν καθολικός – η Μέιμπλ όμως έγινε καθολική στα 1900, πράγμα που κόστισε στην ίδια (και στους γιους της) κάθε οικονομική ή άλλη ενίσχυση απ’ το υπόλοιπο κλαν που ήταν άτεγκτοι Βαπτιστές (αυτή ήταν η Μ. Βρετανία, ένας ερμητικός νησιωτικός χώρος όπου ο απόηχος των θρησκευτικών πολέμων δεν έπαψε ποτέ εντελώς, παρά μόνο ίσως στα τέλη του 20ού αιώνα). Στην ουσία, λοιπόν, τους μεγάλωσε απολύτως μόνη της. Και τη σκυτάλη της ανατροφής και της πρωτοκλασάτης τους εκπαίδευσης ανέλαβε αυτός ο «πατέρας» Μόργκαν, που τα δύο παιδιά υπεραγαπούσαν και για τα οποία ενσάρκωσε με αφοσίωση τη σεβάσμια πατρική φιγούρα ως το τέλος της ζωής του.
Στο King Edward’s School του Μπέρμινχαμ, ο Τόλκιν θα είναι αξιότιμο μέλος μιας «μυστικής εταιρείας» που θα ιδρύσει με τρεις συμμαθητές του, της «Tea Club and Barrovian Society». Είναι ένα είδος κύκλου-χαμένων-ποιητών που συνεδριάζει σε βιβλιοθήκες και τοπικά τεϊοποτεία. Χρόνια αργότερα, λίγο πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, θα ξαναβρεθούν και στο Λονδίνο, όπου θα τους διαβάσει κάποια μεγάλα έμμετρα ποιήματα, ένα πρώιμο δείγμα τού εκτεταμένου και πολύμορφου ποιητικού του έργου, προτού αυτό ξεδιπλωθεί και ενσωματωθεί στα φανταστικά του μυθιστορήματα, τόσο στα σύγχρονα αγγλικά, στα παλαιο-αγγλικά και στα γοτθικά, όσο και στην πλειάδα των γλωσσών που επινόησε ο ίδιος, ιδίως τις «γλώσσες των ξωτικών», τα Quenya και τα Sindarin.
Είμαστε τώρα στα 1911, η ανακάλυψη της ινσουλίνης που θα είχε σώσει σχετικά εύκολα τη μάνα του δεν έχει γίνει ακόμα, όμως η πολεμική βιομηχανία κάνει τη μια ανησυχητική ανακάλυψη μετά την άλλη, ετοιμάζοντας το έδαφος για το μεγάλο μακελειό που πλησιάζει. Η βαριά βιομηχανία της «Μαύρης Χώρας» σχεδιάζει τα πρώτα τεθωρακισμένα άρματα μάχης, στα χυτήρια της αντίπερα όχθης κατασκευάζεται η Μεγάλη Μπέρθα, και ο Τόλκιν αφήνει πίσω του τα Midlands για τη νέα του μυθική πατρίδα, την Οξφόρδη.
Η «Συντροφιά του δαχτυλιδιού» μπαίνει στην τσάντα μου το ’91, και μπαίνει από μόνη της. Ο αδελφός μου έχει φύγει για σπουδές, το τέλος-της-Ιστορίας και το «Wind of Change» παίζουν συνεχόμενα και εκ περιτροπής στη νέα ιδιωτική τηλεόραση, και το γυμνάσιο είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο και αχανές απ’ το δημοτικό. Ο χάρτης της Μέσης Γης έχει τριπλασιαστεί, τα φανταστικά όντα διαθέτουν πλέον προέλευση, γενεαλογία, αφετηρία και τερματικό σταθμό, σηκώνεται αμετάκλητα η Εποχή των Ανθρώπων.
Στην εφηβική μου συνείδηση, ο «Τόλκιν» είναι μόνο η μεταγενέστερη, η κατασταλαγμένη και «οριστική» μορφή του πάνσοφου κυρίου με το μπαστούνι και το τσιμπούκι, ενός τέλειου και τελειομανούς δημιουργού, ρυθμιστή των πάντων, της Γένεσης, της Δράσης και της Δευτέρας Παρουσίας, απ’ το μασίφ δρύινο γραφείο του. Αυτό ήταν ο «Τόλκιν», κι αυτό πάντα ήταν. Που, φυσικά, δεν ήταν. Γιατί κάτι τον ώθησε, κάτι τον πήγε εκεί, σ’ αυτό που ο ίδιος περιέγραψε ως τον «δευτερεύοντα κόσμο». Τι ήταν στ’ αλήθεια αυτή η Συντροφιά; Τι ήταν το δαχτυλίδι; Και τι ήταν τα χόμπιτ;
Τα χρόνια στο Exeter College της Οξφόρδης, όπου πάει με υποτροφία, είναι για τον Τόλκιν μια πανδαισία γνώσης και αδιάκοπης πνευματικής παραγωγής. Είναι, επίσης, μια εποχή αυτοπεποίθησης, άνθησης. Διαβάζει, γράφει, συγκρίνει, μελετάει, εντρυφά στον Μύθο, στις γλώσσες, στον ήχο των γλωσσών, στην επική και λυρική ποίηση, σχεδιάζει, ερωτεύεται, παντρεύεται την αγαπημένη του (και επίσης ορφανή) Ίντιθ αδιαφορώντας για το ότι είναι προτεστάντισσα· έχει πολυάριθμους φίλους, είναι κοινωνικός, ωραίος, έχει στοιχεία δανδή, κλασικό ντύσιμο, θεατρική φωνή και μνημειώδη ευφράδεια. Φίλους. Το ξαναλέμε αυτό. Πάρα πολλούς φίλους.
Στα 22 του χρόνια είναι γεμάτος φως και ζωή και φίλους. Και λίγο αργότερα, στα 25 του, όταν επιστρέφει από το περίφημο Δυτικό Μέτωπο, όταν επιστρέφει στην Οξφόρδη απ’ τη Γαλλία και τη μάχη του Σομ, την πιο αιματηρή, την πιο φρικαλέα, τη μεγαλύτερη μάχη στην ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι εκείνη τη στιγμή, με τους 1,2 εκατομμύρια νεκρούς φαντάρους, διαπιστώνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που ήξερε, όλη του η γενιά, σχεδόν όλοι του οι φίλοι, οι αξιότιμοι συνέταιροι των μυστικών ποιητικών συνάξεων, οι συμμαθητές, οι συμφοιτητές, έχουν πεθάνει.
Δεν θα χάσει ποτέ το χαμόγελό του, ούτε τη λάμψη στα μάτια του. Όμως θα αλλάξει. Η φωνή του λίγο θα σπάσει, η ευφράδειά του θα πληγεί, οι φθόγγοι του συχνά θα μπερδεύονται, θα κόβει τις λέξεις στην τελευταία συλλαβή. Κυρίως, δεν θα είναι ποτέ πια πολύ εξωστρεφής.
Θα είναι γενναιόδωρος, καλοσυνάτος, ναι, αλλά κάπως μελαγχολικός, κλειστός. Και θα αρχίσει, σταδιακά, να φτιάχνει έναν «άλλο κόσμο», τον «δευτερεύοντα», εκεί όπου όλα υπήρξαν και όλα εξακολουθούν να υπάρχουν, έναν κόσμο με μεγάλες συντροφιές και περιπέτειες και γλέντια. Και τρομερά, μακρινά ταξίδια απ’ τα οποία μια ωραία μέρα επιστρέφεις.
Τα δίπολα δημιουργία/καταστροφή και θανάτος/αθανασία θα γίνουν κεντρικοί θεματικοί άξονες της, υπό διαμόρφωση ακόμα, προσωπικής του μυθολογίας. Η μηχανή και ο καταναγκασμός θα περιγραφούν ως οι μεγάλοι εχθροί της φύσης και της ζωής· οι ήρωές του, οι εκπρόσωποι του «καλού», είναι πλάσματα που βρίσκονται σε αρμονία με τον φυσικό κόσμο, που τον παρατηρούν δεκτικά, που αποδέχονται τη ροή και τους κύκλους του χωρίς να τους εκτρέπουν και να τους αλλάζουν, ενώ οι εκπρόσωποι του «κακού» είναι καταναγκαστικοί (ξεκινώντας από το ίδιο το Δαχτυλίδι), γκρεμίζουν, μολύνουν, διαφθείρουν, αναδίδουν νοσηρές αναθυμιάσεις, φτιάχνουν δόλιες μηχανές.
Η δε μάχη του Σομ θα διαχυθεί κι αυτή, όπως τόσα άλλα στοιχεία της ζωής του, στον «δευτερεύοντα κόσμο» της Μέσης Γης. Η στιγμή που ο Φρόντο και ο Σαμ διασχίζουν τους «Βάλτους των νεκρών» («The Dead Marshes») στους «Δύο Πύργους», μια βαλτώδη έκταση σπαρμένη με τα πτώματα χιλιάδων άταφων στρατιωτών από αρχαίες μάχες, άταφων νεκρών που συνεχίζουν να σε κοιτάζουν στα μάτια, είναι ίσως η πιο άμεση και προφανής αναφορά στα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως το σφαγείο, και ειδικά το σφαγείο μέσω της Μηχανής, της μοντέρνας εποχής, ο θάνατος σε πλαίσιο και ρυθμούς βιομηχανικής παραγωγής, είναι αδιαπραγμάτευτα μοτίβα του τολκινικού υπαρξιακού προβληματισμού.
Στην πραγματικότητα, όταν το Συμβούλιο του Έλροντ (στη «Συντροφιά») αποφασίζει, έπειτα από πολλή σκέψη, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την καταστροφή του Δαχτυλιδιού, ο Τόλκιν φτάνει στο σοκαριστικά σαφές συμπέρασμα ότι οφείλεις να καταστρέψεις ό,τι σε καταστρέφει. Ίσως πάλι να μας μιλάει απευθείας, σε άλλες σελίδες, μέσω του Γκάνταλφ ή της Γκαλάντριελ, όταν τους ρωτάνε «μα καλά, γιατί δεν το παίρνεις εσύ το Δαχτυλίδι;» κι αυτοί απαντούν ότι αυτό θα τους διέφθειρε σε ακραίο βαθμό, ότι θα τους έκανε τύραννους ευσεβείς, γοητευτικούς, με επίφαση αγνότητας και υψηλής φρόνησης, σίγουρα λιγότερο άθλιους από το Γκόλουμ αλλά πιο ειδεχθείς ακόμα κι από τον Σάουρον, καθώς θα τους λάτρευες πιστεύοντας από πάνω κι ότι είναι «καλοί».
Και σίγουρα μας μιλάει ακόμα, σταθερά, ως ένα φανταράκι του Σομ μέσα από τον Εντ, τον «δεντροβοσκό», όταν αυτός αντικρίζει τα κομμένα από τον Σάρουμαν δέντρα του Φάνγκορν και λέει «αυτά τα δέντρα ήταν φίλοι μου, τα ήξερα από τότε που ήταν σπόροι και βελανίδια, είχαν δικές τους φωνές», λίγο πριν πάρει την απόφαση να στρέψει το Δάσος και το Νερό ενάντια στον πύργο του Άισενγκαρντ: «Release the river!»
Όλος αυτός ο πνευματικός αναβρασμός συμβαίνει μέσα του, σιωπηρά, υποσυνείδητα, και ακόμα στήνεται, προετοιμάζεται η μεγάλη μυθολογική κατασκευή, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια – που οι πιο διαυγείς ήδη υποψιάζονται ότι δεν είναι παρά μεσοπολεμικά. Και μια μαγεία θα συμβεί. Κάτι τελείως εκτός προγράμματος, εφόσον το τυπικό τολκινικό πρόγραμμα είναι η επεξεργασία ήδη υπαρκτών μυθολογικών παραδόσεων και, από το 1930, η αναζήτηση μιας νέας αφήγησης του φανταστικού στην οξφορδιανή λογοτεχνική λέσχη των «Inklings», παρέα, μεταξύ άλλων, με τον μετέπειτα δημιουργό της Νάρνια, Κλάιβ Στέιπλ Λιούις.
Ένα ατέλειωτο καλοκαιρινό απόγευμα που διορθώνει τα γραπτά των μαθητών του και βαριέται από πολύ έως πάρα πολύ, στο περιθώριο μιας κόλλας γράφει την εξής φράση: «Μέσα στη γη, σε μια τρύπα, ζούσε κάποτε ένα χόμπιτ». Και την αφήνει έτσι. Την ξεχνάει. Τι ήταν το «χόμπιτ»; Τι εννοούσε, εκείνη τη στιγμή; Κι ο ίδιος δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα. Όταν, αργότερα, ξαναβλέπει αυτήν τη φράση, κάτι του λέει ότι πρέπει γράψει και τη συνέχειά της, την επόμενη πρόταση, την παράγραφο, το πρώτο κεφάλαιο.
Κι όσο προχωρούν τα κεφάλαια, κι αυτός φυσικά τα διαβάζει στα παιδιά του –γιατί γι’ αυτό γράφει, αρχικά, για να διαβάζει ιστορίες στα παιδιά του, όπως προηγούμενα τους διάβαζε τις (δικές του) περιπέτειες του Αϊ-Βασίλη και των ξωτικών με τα κόκκινα σκουφιά– γίνεται σαφές ότι στο παραμύθι αυτό, για απολύτως πρώτη φορά, μέσα σε έναν κόσμο «γνωστό» στον συγγραφέα του, σε έναν κόσμο μυθολογικά χαρτογραφημένο (τα καθάρια ξωτικά, οι νάνοι και τα σφυρήλατα δαχτυλίδια τους από τη Γερμανία, οι σοφοί δρυΐδες και τα πονηρά γκόμπλιν των Κελτών, τα μπουφόνικα τρολ κι οι πάλλευκες νύμφες του μακρινού Βορρά) υπάρχει ένα στοιχείο καινούργιο, κάτι που «έλειπε» απ’ το αγγλικό χωνευτήρι και που τώρα είναι εδώ: το χόμπιτ. Πάμε λίγο πίσω.
Η μάχη του Χέιστινγκς, το σωτήριο έτος 1066, που οδήγησε στη γαλλο-νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας, δεν είναι μόνο ο λόγος για τον οποίο οι Βρετανοί αναγράφουν, μέχρι τις μέρες μας, τη φράση «Dieu et mon droit» στα νομίσματά τους. Είναι και η αιτία της ξαφνικής και βίαιης αντικατάστασης μιας ολόκληρης αγγλόφωνης μεσαιωνικής παράδοσης από μια αντίστοιχη γαλλόφωνη. Είναι ανυπολόγιστο το τι χάθηκε εκεί, πόσοι θρύλοι δεν καταγράφηκαν ποτέ, πόσες ιστορίες παραγκωνίστηκαν και λησμονήθηκαν για πάντα. Πέρα απ’ το αγγλοσαξονικό επικό ποίημα του Μπέογουλφ, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα.
Κι αργότερα έρχεται μία ακόμα πολιτισμική καταστροφή, αυτήν τη φορά ολωσδιόλου γηγενής: η Βιομηχανική Επανάσταση. Βλέπετε, ακριβώς επειδή ξεκίνησε εκεί, στην Αγγλία, οι Άγγλοι δεν διέθεταν την απαραίτητη απόσταση (και τον χρόνο) για να καταλάβουν τι ακριβώς τους συμβαίνει, όπως είχαν, παραδείγματος χάρη, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί. Οι δύο τελευταίοι πρόλαβαν να καταγράψουν τις φολκλορικές παραδόσεις τους λίγο πριν από την ισοπεδωτική αυτή αλλαγή ιστορικού παραδείγματος (βλέπε Σαρλ Περό, αδελφοί Γκριμ κ.λπ.), ενώ οι Άγγλοι ήταν τόσο μουδιασμένοι απ’ τη θριαμβική επέλαση της νέας εποχής και όλων των βραχυπρόθεσμων πλεονεκτημάτων της, που δεν αισθάνθηκαν καν τον πόνο εκείνης της απώλειας.
Διότι η νέα εποχή δεν άλλαξε «μόνο» τις σχέσεις παραγωγής, δεν πάει έτσι αυτό. Άλλαξε την κοινωνική ανθρωπογεωγραφία, ξεκινώντας απ’ τις οικογενειακές δομές· τη διαδικασία της προφορικής παράδοσης αλλά και της ίδιας της δημιουργίας του μύθου. Έβγαλε τους ανθρώπους απ’ τις προαιώνιες εστίες τους και τους έχωσε σε διαμερίσματα από πυρότουβλο, τους ξερίζωσε απ’ τα χωράφια τους και τους έβαλε στα ορυχεία, έσπασε τα μεγάλα σόγια, τις (συχνά αυτάρκεις) διευρυμένες κοινότητες, τα κλαν, που ήταν χωροχρόνοι μαγικοί, εκτεταμένης ντοπιολαλιάς, εξιστόρησης, νανουρισμάτων, τραγουδιών, διαρκούς μυθοπλασίας. Η απομάγευση που υπέστη η αγγλική κοινωνία κατά την εβδομηκονταετία 1760-1830 ήταν τρομακτική.
«Αισθανόμουν, από πολύ νωρίς, βαθιά στεναχωρημένος για την ένδεια της αγαπημένης μου χώρας», γράφει ο Τόλκιν σ’ ένα γράμμα στον γιο του, Κρίστοφερ. «Δεν είχε δικές της ιστορίες, που να βγαίνουν απ’ το δικό της χώμα. Κι όλα τα υλικά που λαχταρούσα τα έβρισκα πάντα σε μύθους άλλων τόπων, στους Έλληνες, στους Κέλτες, στους Λατίνους, στους Γερμανούς, στους Σκανδιναβούς, στους Φίννους – που με συγκινούσαν ιδιαίτερα. Τίποτα όμως στους Άγγλους. Ακόμα κι ο αρθουριανός κόσμος είναι κάτι το στιβαρά “βρετανικόˮ. Όχι όμως αγγλικό. Και δεν αντικαθιστούσε επ’ ουδενί εκείνο που ήξερα ότι έλειπε».
Και επειδή έλειπε, έκανε ό,τι έκανε και για τα περισσότερα πράγματα που έλειπαν, το επινόησε. Καθώς αυτό είναι ο Μπίλμπο Μπάγκινς: ο ουσιαστικός θεμέλιος λίθος του δευτερεύοντος κόσμου και της Μέσης Γης, πιο πολύ απ’ το Δαχτυλίδι και τον Νοσφιστή και τα ξωτικά, πιο πολύ κι απ’ τον Γκάνταλφ ακόμα, ο Μπίλμπο. Ο χαρακτήρας που σήκωσε στις μικρές του πλάτες τον μεγάλο συμβολικό απόντα: την αγγλική οντότητα.
Συγκεκριμένα, τον Άγγλο των επαρχιακών Midlands, αυτόν τον προ-βιομηχανικό κοντοπίθαρο και κάπως ανυπότακτο τύπο που πίνει τσάι και μπίρα, που έχει κελάρια με προμήθειες αλλαντικών που δεν τις υποψιάζεται κανείς και που δεν φεύγει ποτέ απ’ το σπίτι του γιατί αισθάνεται ότι όπου αλλού και να πάει δεν θα τον χωράει ο τόπος (καθώς δεν έχει θέση σε κανένα φολκλόρ, σε καμία μυθολογία), μα που κατά βάθος ποθεί κάποιος μια μέρα να τον κάνει να φύγει, να τον ξεκουνήσει ώστε να τα ρισκάρει όλα αυτά μπας και γνωρίσει, έστω για μια μέρα, τη μαγεία του κόσμου.
Όταν, το 1937, κυκλοφόρησε το «Χόμπιτ» (αρχικά σε 1.500 αντίτυπα, παρακαλώ), εξακολουθούσε να είναι για τον Τόλκιν μόνο ένα βραδινό ανάγνωσμα για τα παιδιά του, μια στιγμιαία ψυχική αλήθεια για έναν κόσμο κραταιό μεν, «υπαρκτό», αλλά της μιας εκείνης μαγικής στιγμής. Κι αν ακολούθησε η αριστουργηματική τριλογία του «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», που γράφτηκε βασικά στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένα παραμύθι για λίγο μεγαλύτερους που, παρά την επικράτηση του «καλού», διαπνέεται από βαθιά απαισιοδοξία για την εποχή των Ανθρώπων και της Μηχανής («Κοίτα», λέει ο Σαμ όταν επιστρέφουν τελικά στο Χόμπιτον κι αφήνουν πίσω τους τα χαλάσματα του παλιού νερόμυλου. «Έκοψαν και το δέντρο... Έκοψαν το δέντρο του πάρτι...»), κι αν η Μέση Γη εξυψώθηκε στη φαντασμαγορία που όλοι γνωρίζουμε μέσα απ’ τις ταινίες του Τζάκσον, κι αν βλέπουμε τα βιβλία αυτά σ’ όλες τις προθήκες, σ’ όλα τα χριστουγεννιάτικα ντεκόρ, σ’ όλα τα αεροδρόμια και τα book café της γης, αν ο δευτερεύων κόσμος μοιάζει τώρα υπερβολικά κοντά στον «πραγματικό», και τελικά αυτό κάπως μας τον στερεί, κάπως μας τον αφαιρεί, δεν ξεχνάμε ποτέ εκείνη τη στιγμή της πρώτης βραδινής ανάγνωσης, των απρόσμενων αράδων που σχημάτισαν αμέσως ένα σύμπαν αυτονόητο, των ονομάτων και των εικόνων που κάλυψαν κενά που δεν βλέπαμε, κι απάντησαν σε μεγάλα ερωτήματα που δεν είχαν ακόμα τεθεί.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ «Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΩΝ» ΤΟΥ ΤΖΟΝ Ρ. Ρ. ΤΟΛΚΙΝ ΕΔΩ