Sokoku to gakumon no tame ni (Για την πατρίδα μας και την εκπαίδευση)
Συνήθως μιλώντας για τον «Μάη του ’68» αναφερόμαστε σε μια σειρά από γεγονότα σε διάφορες χώρες (και όχι μόνο στη Γαλλία), που σχετίζονταν με το εκπαιδευτικό ζήτημα –που εκκινούσαν καλύτερα από ’κει– για να επεκταθούν στην πορεία και σε άλλους κοινωνικούς χώρους. Επίσης, υπονοείται, σχεδόν πάντα, μία χρονική περίοδος ευρύτερη του συγκεκριμένου μηνός, οι απαρχές της οποίας εντοπίζονται νωρίς στα sixties, με το σταδιακό προσανατολισμό του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες της αγοράς, ενώ ο απόηχός της φθάνει τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του ’70, με το ουσιαστικό πέρας, ας πούμε, των πολιτικών οραμάτων και τη συντηρητική αναδίπλωση στο τέλος της δεκαετίας (Reagan, Thatcher και τα τοιαύτα).
Και αν στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική το ανοιχτό στην αγορά πανεπιστήμιο, ακόμη και στην πιο φιλελεύθερη εκδοχή του, συμπίπτει με την συν τω χρόνω ανάπτυξη του καπιταλισμού, στην Ιαπωνία, χώρα ηττημένη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και άμεσα εξαρτώμενη από την αμερικανική βοήθεια, η βίαιη προσαρμογή της ανώτερης εκπαίδευσης σ’ ένα μοντέλο πανεπιστημίου φεουδαλιστικής αντίληψης –ένα μίγμα, στο πρακτικό κομμάτι, από γαλλικά, γερμανικά και υπερατλαντικά στοιχεία– δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί άνευ αντιδράσεων. (Όχι δηλαδή πως τα πράγματα ήταν καλύτερα πιο παλιά, όταν η μόρφωση εκπορευόταν μόνο από την αυτοκρατορική αυλή και το ιερατείο).
Τρία ήταν τα σημαντικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του φοιτητικού κινήματος στην Ιαπωνία, το 1968. Πρώτον, η αντίδραση της οργάνωσης Sampa Zengakuren στον ελλιμενισμό του αμερικανικού αεροπλανοφόρου Enterprise την 19/1 στην πόλη Sasebo, το οποίο βρισκόταν καθ' οδόν προς το Βιετνάμ. Δεύτερον, οι αγώνες εναντίον της ίδρυσης του νέου διεθνούς αεροδρομίου Narita, ΒΑ του Τόκιο, τις 26/2 και 10/3 και τρίτον, οι διαδηλώσεις έξω από το αμερικανικό στρατιωτικό νοσοκομείο στην Oji, τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς.
Όπως αναφέρει και ο Χρήστος Μόρφος στο βιβλίο «IS/ ΠΕΡΛΜΑΝ/ ΜΑΤΙΚ κ.ά. – 1968, η χρονιά που συγκλόνισε τον κόσμο» [Ελεύθερος Τύπος, 1998]:
«Η ανάπτυξη του γιαπωνέζικου καπιταλισμού περνούσε, προφανώς, μέσα από τα πανεπιστήμια. Το κράτος, ωστόσο, πριμοδοτεί ασύστολα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, που αποτελούν τα δύο τρίτα του συνόλου των πανεπιστημίων και στα οποία οι φοιτητές πρέπει να πληρώνουν δίδακτρα, πολλές φορές ακόμα και για να συμμετάσχουν απλώς σε εξετάσεις. Από την άλλη, ο αριθμός των κρατικών πανεπιστημίων είναι ανεπαρκής και οι εισαγωγικές εξετάσεις σ’ αυτά εξαιρετικά δύσκολες, με αποτέλεσμα οι φοιτητές να στρέφονται στα ιδιωτικά, τα δίδακτρα των οποίων είναι πολύ υψηλά. Το ακαδημαϊκό επίπεδο όμως σ’ αυτά τα πανεπιστήμια δεν είναι υψηλό και πολλοί απόφοιτοι βρίσκονται μ’ ένα άχρηστο και ακριβοπληρωμένο πτυχίο. Η κατάσταση που επικρατεί στην ανώτατη εκπαίδευση μπορεί να χαρακτηριστεί φεουδαρχική και η διαφθορά αποτελεί κοινό τόπο. Οι καθηγητικές θέσεις αγοράζονται και η πρακτική του λαδώματος είναι συχνή».
Έτσι, εν αντιθέσει με τη Δύση, αναπτύσσεται στην Ιαπωνία αμέσως μετά τον Δεύτερο Πόλεμο ένα ισχυρό φοιτητικό κίνημα, διεκδικητικού προσανατολισμού, το οποίο θα εκφραστεί μέσα από την μαζικότερη και πιο ριζοσπαστική οργάνωση που γνώρισε ποτέ η χώρα, την Zen Nihon Gakusei Jichikai Sorengo ή απλώς Zengakuren.
Στο ιδρυτικό μανιφέστο της, που παρουσίασαν 250 αντιπρόσωποι από 154 κρατικά ή μη πανεπιστήμια και το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα την 18/9/1948, διαβάζουμε πως η οργάνωση:
α. θα αντιστεκόταν στην αποικιοκρατική αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης,
β. θα προστάτευε την ελευθερία των σπουδών και τη φοιτητική ζωή,
γ. θα διεκδικούσε καλύτερες αμοιβές για τους εργαζόμενους φοιτητές,
δ. θα αντιτασσόταν στον φασισμό, προάγοντας τη δημοκρατία,
ε. θα επιζητούσε την επαφή με το μαχητικό κομμάτι της νεολαίας που βρισκόταν εκτός πανεπιστημίου, και
στ. θα διεκδικούσε την πλήρη ελευθερία και ανεξαρτησία των φοιτητικών πολιτικών παρατάξεων.
Πολύ γρήγορα 300 χιλιάδες φοιτητές θα βρεθούν υπό τη σκέπη της, και κινούμενοι όλοι κατά τα κομμουνιστικά διεθνιστικά πρότυπα –μιας και η κεντρική της επιτροπή ελεγχόταν από το Ιαπωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα–, θα καταστήσουν γρήγορα την Zengakuren σε πρότυπη φοιτητική οργάνωση, ο θρύλος της οποίας θα ξεπεράσει γρήγορα τα ιαπωνικά σύνορα, φθάνοντας μέχρι τον γαλλικό Μάη.
Αν και στη Δύση υπήρχε μία συγκεχυμένη άποψη για το τι πρέσβευε εν τέλει η Zengakuren (κάτι πολύ φυσικό, αφού η οργάνωση διασπάστηκε άπειρες φορές – μάλιστα, στην πορεία, σχεδόν όλες οι φράξιες θα τοποθετηθούν ενάντια στο ορθόδοξο κόμμα!), η επιρροή της υπήρξε τεράστια για όλα τα φοιτητικά κινήματα στη Δύση, όχι μόνο στο επίπεδο της ιδεολογικής πάλης, αλλά ακόμη και στον τρόπο διεκδίκησης και μάχης με όπλο τα κοντάρια από τα φλάμπουρα – συνήθως σώμα με σώμα με τις ανά χώρα αστυνομίες.
Το 1968, τα σημαντικά γεγονότα που καθόρισαν την πορεία του φοιτητικού κινήματος στην Ιαπωνία ήταν τρία, έτσι όπως απαριθμούνται στο βιβλίο «Zengakuren: Japan’s Revolutionary Students/ edited by Stuart Dowsey» [The Ishi Press, Berkeley, California, 1970], ένα από τα καλύτερα σχετικά που κυκλοφόρησαν ποτέ στη Δύση.
Πρώτον, η αντίδραση της Sampa Zengakuren (της πιο μαζικής και αγωνιστικής Zengakuren απ’ όσες είχαν προκύψει) στον ελλιμενισμό του αμερικανικού πυρηνοκίνητου αεροπλανοφόρου Enterprise την 19/1/1968 στην πόλη Sasebo στα νοτιοδυτικά της χώρας, το οποίο βρισκόταν καθ’ οδόν προς το Βιετνάμ.
Δεύτερον, οι σκληροί αγώνες εναντίον της απόφασης που αφορούσε στην ίδρυση του νέου διεθνούς αεροδρομίου Narita, βορειοανατολικά του Τόκιο, τις 26/2 και 10/3/1968, την κατασκευή του οποίου είχαν απαιτήσει οι Αμερικανοί, προκειμένου να εξυπηρετούνται περισσότερο για τις επιχειρήσεις τους στην νοτιοανατολική Ασία, καθότι η Ιαπωνία, ως σύμμαχος χώρα, βοηθούσε και θα βοηθάει πάντα με αντάλλαγμα τη γνώση και τα δολάρια.
Τρίτον, οι διαδηλώσεις έξω από το αμερικανικό στρατιωτικό νοσοκομείο στην Oji, στο βόρειο Τόκιο, τον Απρίλιο του ’68, στο οποίο νοσηλεύονταν τραυματίες από το Βιετνάμ.
Φυσικά, στις τοπικές ιδιαιτερότητες θα πρέπει να προσθέσουμε και την έξωθεν συνεισφορά μέσω του γαλλικού Μάη, αλλά και της εισβολής των Σοβιετικών στην Πράγα –που συγκρινόταν από τις περισσότερες φράξιες, όπως την τροτσκιστική Ηantei Gakuhyo, μ’ εκείνη των Αμερικανών στο Βιετνάμ– γεγονότα που συνδυάστηκαν καταλλήλως, ώστε να πυροδοτηθεί εν τέλει η έκρηξη.
Κορυφαία στιγμή του ιαπωνικού αντιπολεμικού κινήματος υπήρξε η κατάληψη του σιδηροδρομικού σταθμού της Shinjuku (η εμπορική καρδιά του Τόκιο) τον Οκτώβριο του 1968, από τις Hansen Seinen Iinkai (τις Αντιπολεμικές Συσπειρώσεις Νεολαίας δηλαδή), μια κίνηση που θα οδηγούσε, έστω και πρόσκαιρα, στον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των αμερικανικών βάσεων.
Underground Record Club
Κι ενώ στο γαλλικό Μάη… «η επανάσταση έγινε με μουσική υπόκρουση τραγουδιών pop, που διακόπτονταν κάθε μισή ώρα στο ‘ράδιο Λουξεμβούργο’ και στον σταθμό ‘Ευρώπη 1’, από δελτία ειδήσεων για τα οδοφράγματα» όπως γράφουν οι Πάτρικ Σίηλ και Μωρήν Μακκόνβιλ στο βιβλίο τους «Η γαλλική επανάσταση/ Μάης 1968» [Νέοι Στόχοι, 1971 και Θεωρία, 1982], στην Ιαπωνία οι μουσικές που συνόδευαν τις φοιτητικές δράσεις ήταν τοπικής «κατασκευής», folk κυρίως (οι Ιάπωνες προφέρουν ‘fork’), rock στην πορεία αλλά και jazz, σαφέστατης δυτικής, δηλαδή αμερικανικής προέλευσης, μεταφέροντας εν ολίγοις στα δικά τους μέτρα την αποδεδειγμένη ισχύ των τραγουδιών του Dylan, της Baez ή της Odetta, ερμηνεύοντας φυσικά στη δική τους γλώσσα.
Υπήρξε δηλαδή η ανάγκη να δημιουργηθεί κάτι καινούριο, που να μην είχε καμία σχέση με την προηγηθείσα GS (Group Sounds) σκηνή, με τον ήχο δηλαδή συγκροτημάτων τύπου The Spiders, The Tigers, The Carnabeats, The Wild Ones και των συναφών, που δημιουργούσαν κάτω από την επίδραση των Ventures και των Astronauts (έδωσαν συναυλίες στην Ιαπωνία τον Ιανουάριο του ’65) και φυσικά των Beatles (επισκέφθηκαν τη χώρα τον Ιούνιο του ’66), διοχετεύοντας την αγωνιστικότητα της περιόδου σε πιο «απαιτητικές» φόρμες.
Κι ενώ στο γαλλικό Μάη... «η επανάσταση έγινε με μουσική υπόκρουση τραγουδιών pop, που διακόπτονταν κάθε μισή ώρα στο 'ράδιο Λουξεμβούργο' και στον σταθμό 'Ευρώπη 1', από δελτία ειδήσεων για τα οδοφράγματα», στην Ιαπωνία οι μουσικές που συνόδευαν τις φοιτητικές δράσεις ήταν τοπικής «κατασκευής», folk κυρίως (οι Ιάπωνες προφέρουν 'fork'), rock στην πορεία αλλά και jazz, μεταφέροντας εν ολίγοις στα δικά τους μέτρα την αποδεδειγμένη ισχύ των τραγουδιών του Dylan, της Baez ή της Odetta, ερμηνεύοντας φυσικά στη δική τους γλώσσα.
Ήταν, λοιπόν, η εταιρία URC (Underground Record Club), που ιδρύεται προς τον Δεκέμβριο του ’68 από τον Tomoya Takaishi (πρωταγωνιστής του πολιτικού folk – είχε ξεκινήσει την καριέρα του ήδη από το ’66), η οποία έρχεται να καταγράψει τα νέα ηχητικά δεδομένα, εκείνα φερ’ ειπείν που σάρωναν στο σταθμό της Shinjuku (ένα «ανοικτό» καλλιτεχνικό πάλκο συν τοις άλλοις) τον Οκτώβριο του ’68, βοηθώντας με αποφασιστικό τρόπο στη δημιουργία μιας προοδευτικής folk σκηνής.
Ήταν, επίσης, η παρουσία τής ίδιας τής Joan Baez στην Ιαπωνία (Γενάρης-Φλεβάρης του ’67), όταν τραγούδησε σε αντιπολεμικές συναυλίες κομμάτια των Bob Dylan, Phil Ochs, Pete Seeger κ.ά., συντείνοντας, άμεσα, στη δημιουργία ενός κλίματος. Ακούμε, για παράδειγμα, το άλμπουμ της “Live in Japan” [Vanguard/King, 1967], ή βλέπουμε τη φωτογραφία με τον Tomoya Takaishi δίπλα της στο Tokyo’s Chiyoda Ward από την 25/1/1967.
Ένα από τα πρώτα και πιο κλασικά άλμπουμ που εκδόθηκαν στην URC το 1969 ήταν το διπλό LP “4th Folk Camp Concert” ηχογραφημένο το διήμερο 15-16 Αυγούστου στο πάρκο Maruyama του Kyoto, στο οποίο η νέα γενιά των singers-songwriters Nobuyasu Okabayashi, Kenji Endo, RabiNakayama, Wataru Takada κ.ά. ερμηνεύουν συνθέσεις των Lead Belly, Bob Dylan, Tom Paxton κ.ά., ενισχύοντας ένα κλίμα, πάνω στο οποίο θα πατήσουν μερικά από τα ανερχόμενα καινούρια συγκροτήματα της εποχής, ανάμεσά τους και οι Itsutsu Νo Akai Fusen(Πέντε Κόκκινα Μπαλόνια), μία από τις σημαντικότερες μπάντες στην ιστορία του ιαπωνικού folk.
Έχοντας προβάρει έναν πολύ ντελικάτο ήχο, που στηριζόταν στις ακουστικές κιθάρες, το βιμπράφωνο (χωρίς να αποκλείονται τα ηλεκτρικά όργανα) και βεβαίως στις φωνές, οι Itsutsu Νo Akai Fusen έπαιζαν με τις παραδοσιακές μελωδίες, δημιουργώντας μία μαγική ατμόσφαιρα, τραγουδώντας φυσικά στη γλώσσα τους (ακούμε για παράδειγμα το “Toi Sekai ni” από τον Μάη του ’69, που ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους). Το πρώτο τους άλμπουμ προέρχεται από την ίδια χρονιά (ένα split LP με τον Wataru Takada), όμως το πιο σημαντικό, κι εκείνο που συνοψίζει καλύτερα την καριέρα τους, φαίνεται πως ήταν το διπλό “Monument” από το 1972.
Γνωστότερο μέλος των Itsutsu Νo Akai Fusen υπήρξε ο κιθαρίστας Takashi Nishioka, κινητήρια δύναμη πίσω και από το πρότζεκτ Tokedashita Garasubako (Λυωμένο Γυάλινο Κουτί), ο οποίος έγραψε το 1970 για την URC ένα έξοχο psych-folk άλμπουμ σε συνεργασία με μέλη των Jacks, των Blues Creation, των Apryl Fool και των Folk Crusaders (άπαντα σημαντικά γκρουπ του ιαπωνικού rock και folk).
Οι τελευταίοι, οι Folk Crusaders εννοώ, υπήρξαν ένα από τα πιο διάσημα folk γκρουπ στο δεύτερο μισό των sixties, δραστηριοποιούμενοι έξω από την URC. Tραγουδούσαν σε διάφορες γλώσσες (αγγλική, ισπανική, ιαπωνική) κλασικά θέματα (“Guantanamera”, “La bamba”, “Jordan’s river”), θυμίζοντας συγκροτήματα όπως οι Kingston Trio ή οι Weavers. Πιο χαρακτηριστικό τους άλμπουμ υπήρξε το “Harenchi” στην Capitol, από το 1968. Κιθαρίστας τους ήταν ο Kazuhiko Kato, που τον συναντάμε στο Tokedashita Garasubako, αλλά και αργότερα στους Sadistic Mika Band, ένα από τα πιο γνωστά ιαπωνικά rock γκρουπ των seventies στη Δύση.
Μία άλλη μπάντα που διακρίθηκε στα διάφορα κοινωνικοπολιτικά events στα τέλη των sixties ήταν οιYasumi No Kuni, προσωπικό όχημα του τραγουδοποιού Teruyuki Takahashi. H μοναδική ολοκληρωμένη δουλειά τους κυκλοφόρησε από την URC το 1972. Τo στυλ τους, με ακουστικές και ηλεκτρικές στιγμές, έβγαζε μια «τρέλα», που θύμιζε κάποιες φορές τον Van Dyke Parks, κυρίως στα περισσότερο έντονα κομμάτια τους όπως π.χ. το “Let’s drop dead”. Δίπλα στον Takahashi παρατάσσονταν τρεις ακόμη μουσικοί, ο Hitoshi Tanino μπάσο, ο Hiro Tsunoda ντραμς και ο Takasuke Kida φλάουτο, vibes, σαξόφωνα, πλήκτρα, όλοι μέλη των Jacks, του πιο σπουδαίου ιαπωνικού rock γκρουπ των sixties.
Μπαίνοντας στο 1970, εμφανίζονται στη σκηνή οι Happy End, μία από τις καλύτερες και πιο συνειδητοποιημένες rock μπάντες της περιόδου (για πολλούς Ιάπωνες υπήρξαν, απλώς, το κορυφαίο συγκρότημα της χώρας). Μέσα σε λίγα χρόνια καταφέρνουν να ηχογραφήσουν τρία άλμπουμ, το “Happy End” το 1970, το “Kaze Machi Roman” το 1971, αμφότερα στην URC, καθώς κι ένα ακόμη για την Bellwood το 1973, όλα ένας εκλεπτυσμένος συνδυασμός του ήχου των Band και των Little Feat με την δική τους «ιαπωνικότητα». Τραγουδούσαν φυσικά στη μητρική τους γλώσσα και είχαν ως μπασίστα τον Haruοmi Hosono (πριν στους ψυχεδελικούς Apryl Fool, αλλά αργότερα θα γίνει παγκοσμίως γνωστός ως μέλος της Yellow Magic Orchestra, μαζί με τους Ryuichi Sakamoto και Yukihiro Takahashi).
Αξίζει επίσης να πούμε πως οι Happy End απετέλεσαν την backing μπάντα του Nobuyasu Okabayashi, ενός από τους ηγέτες του japan-folk, όταν ο τελευταίος «έστριψε» προς τον ηλεκτρισμό (κατά το πρότυπό του, τον Βοb Dylan) το 1971. Ίσως το πιο καθοριστικό τραγούδι στην καριέρα του Okabayashi να ήταν το περίφημο “San'yablues” [Victor], που είχε κυκλοφορήσει σε 45άρι το 1968, λίγο πριν τα γεγονότα στην Shinjuku, και ξανά μετά το 1971, με flip-side το “Nagaremono” (Άσκοπα περιφερόμενος). Το “San'ya blues” ήταν αφιερωμένο στη σκληρή ζωή των εργατών στη λαϊκή συνοικία San'ya του Τόκιο.
Ένα άλλο τραγούδι του, που έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνα τα χρόνια, ήταν το “Kusokurae bushi” (ευθεία κριτική στους υποκριτές πολιτικούς, κλπ), που είχε απαγορευθεί από το ραδιόφωνο (πρώτη έκδοση στην URC το 1969, και επανέκδοση στο ίδιο label το 1971), με flip-side το “Gaikotsu no uta” (Το τραγούδι του σκελετού).
Ας μνημονεύσουμε, επίσης, και μία γυναικεία παρουσία, την τραγουδοποιό Sachiko Kanenobu και το άλμπουμ της “Mi sora” (Καθαρός Αέρας) [URC, 1972], που κινείται κοντά στην... εύθραυστη folk της Joni Mitchell. Την Κanenobu συνοδεύει, παίζοντας σχεδόν όλα τα όργανα που ακούγονται στον δίσκο της, ο Haruomi Hosono (των Happy End και των Yellow Magic Orchestra όπως προείπαμε).
Φυσικά, όλο το παραπάνω υλικό διατίθεται σε CD, αφού οι Ιάπωνες ήδη από τα τέλη των 80s προβαίνουν σε περιποιημένες εκδόσεις από τον κατάλογο της URC. Kλασικές θεωρούνται, επίσης, οι συλλογές “History of Japanese Folk Ι” και “II” [Kitty, 1989] με θέματα των Itsutsu No Akai Fusen, Wataru Takada, Ryo Kagawa, Kenichi Nagira, Goro & Isato Nakagawa, Tetsuo Saito κ.ά., που φανερώνουν τις ποικίλες διαστάσεις της τοπικής… fork σκηνής – από Dylan και Ry Cooder, μέχρι rag guitar και... ιαπωνική old-timey. Αντιλαμβάνεστε τι γινόταν, όταν στη χώρα υπήρχε σχήμα με την επωνυμία… The Dylan II.
Και το εξής. Τα πληροφοριακά στοιχεία σε όλα σχεδόν τα ιαπωνικά folk LP της εποχής (και σε πολλές CD-reissues) είναι γραμμένα μόνο στην ιαπωνική –στα πλαίσια, πιθανώς, της εθνικής-παραδοσιακής υπερηφάνειας, του κώδικα του Bushido– οπότε τι απομένει, για να παρθούν (για ’μας) μερικά λόγια; Μόνον η απ’ ευθείας επαφή με ιάπωνες μουσικόφιλους και από ’κει και πέρα η προσεκτική διασταύρωση στοιχείων από το δίκτυο (κυρίως από ιαπωνικά sites).
Το σώσε...
Το πόσο είχε επηρεάσει η δράση της Zengakuren τη δυτική αντικουλτούρα (από το Μάη του ’68, μέχρι τους Weathermen) φαίνεται από ένα και μόνο γεγονός. Από το εξώφυλλο (και το οπισθόφυλλο) του περίφημου single του JohnLennon και της PlasticOnoBand “Power to the people/ Open your box” [Apple, 1971], εκεί που ο John και η Yoko ποζάρουν φορώντας τα χαρακτηριστικά κράνη κάποιας «κατεύθυνσης» της ιαπωνικής φοιτητικής οργάνωσης.
H πιο ισχυρή φράξια, λοιπόν, μέσα στην Zengakuren ήταν εκείνη που ερχόταν σε ανοιχτή κόντρα με το Ιαπωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ιδίως μετά τα γεγονότα της Πράγας, η επονομαζόμενη και Anti-Yoyogi Zengakuren. Όμως το πράγμα δεν θα σταματήσει εκεί, αφού νέες ιδεολογικές διασπάσεις θα δημιουργήσουν τουλάχιστον δέκα(!) νέες σέχτες, με τις περισσότερες να κινούνται προς την τροτσκιστική και την μαοϊκή κατεύθυνση. Αυτή που μας ενδιαφέρει περισσότερο, επειδή είχε ένα ισχυρό μουσικό παρακλάδι (γι’ αυτό το λέω), ήταν η Shagakudo Sekigun, ή πιο απλά ο… Σύνδεσμος Σοσιαλιστών Φοιτητών ‘Κόκκινος Στρατός’.
Η ομάδα αυτή ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του ’69 και υπήρξε η πιο ακραία στις ενέργειές της. Βασικά, δραστηριοποιήθηκε μέσα από τρεις ομάδες. Έναν «κεντρικό στρατό», τα τοπικά παρακλάδια του και ακόμη, ως συνεπής προς τις αρχές του τροτσκισμού, από ένα τμήμα με το σαφές καθήκον να «εξάγει» τη δράση τού Συνδέσμου και πέραν της χώρας. Υιοθετούσαν τη βία, και τα συνθήματά τους «πόλεμος στο Τόκιο», «πόλεμος στην Oζάκα», φανέρωναν ανθρώπους αποφασισμένους να συγκρουστούν σ’ έναν αγώνα δίχως όρια.
Δύο ήταν οι χοντρές ενέργειες που πραγματοποίησε ο «Κόκκινος Στρατός» εκείνα τα χρόνια. Η πρώτη ήταν αεροπειρατεία. Τον Μάρτιο του 1970, οδηγούν ένα πολιτικό αεροπλάνο των εγχώριων αερογραμμών στην Βόρεια Κορέα. Μέσα στη σοβαρότητά της, μιλάμε, επί της ουσίας, για μία τραγελαφική ιστορία. Οι τροτσκιστές του «Κόκκινου Στράτου» καταφεύγουν στο σταλινικό καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ, το οποίο σημειωτέον είχε άριστες σχέσεις με το Ιαπωνικό Κομμουνιστικό Κόμμα!
Μεταξύ των αεροπειρατών ήταν κι ένα από τα βασικά στελέχη εκείνη την περίοδο των Hadaka No Rallizes (ή άλλως Les Rallizes Dénudés), ενός από τα πιο άγρια rock γκρουπ που ηχογράφησαν ποτέ (και όχι μόνο στην Ιαπωνία). Το όνομά του: Moriaki Wakabayashi. Mέλος επίσης του «Κόκκινου Στρατού» υπήρξε και η κινητήρια δύναμη των Hadaka No Rallizes, o κιθαρίστας Τakashi Mizutani.
Αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ήταν το συγκρότημα να βρεθεί στο στόχο γενικώς, ηχογραφώντας μέσα στα 29 χρόνια της παρουσίας του (1967-1996) ελαχιστότατο επίσημο υλικό. (Βασικά, μιλάμε για τη μια πλευρά σ’ ένα θρυλικό ιαπωνικό διπλό άλμπουμ το “OZ Days” του 1973). Σήμερα διατίθενται δεκάδες(!!) CD και LP με εγγραφές αυτού του απίστευτου psych-punk-kraut-noise γκρουπ, το οποίο έχει περάσει προ πολλού στη σφαίρα του θρύλου.
Εσωτερικές εκκαθαρίσεις, αλλά και συλλήψεις θα δώσουν ένα ισχυρό χτύπημα στον «Κόκκινο Στρατό». Όσοι γλίτωσαν θα καταφύγουν στην κοιλάδα Bekaa του Λιβάνου, όπου και θα συνεργαστούν στενά με το «Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης». Εκεί θα γίνει το σώσε. Στις 8 Μαΐου του 1972 η ισραηλινή αστυνομία θα σκοτώσει στο αεροδρόμιο Lod (του Ισραήλ) δύο άραβες επίδοξους αεροπειρατές. Λίγες μέρες αργότερα, στις 30 Μαΐου, οι Ιάπωνες του «Κόκκινου Στρατού» θα παρακάμψουν τα μέτρα ασφαλείας και μπαίνοντας πάνοπλοι στο αεροδρόμιο θα θερίσουν 24 ανθρώπους και θα τραυματίσουν άλλους 78, δρώντας ως αντίποινα για λογαριασμό των Παλαιστινίων. Απίστευτες καταστάσεις!
Τι μπορεί να ήταν, τελικά, ο «Κόκκινος Στρατός»; Όπως διαβάζουμε στο «IS/ ΠΕΡΛΜΑΝ/ ΜΑΤΙΚ κ.ά. – 1968, η χρονιά που συγκλόνισε τον κόσμο»: «Κάποιοι ιάπωνες αναλυτές ισχυρίζονται ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν υπήρξε ποτέ αριστερή επαναστατική οργάνωση. Δημιουργήθηκε από το μιλιταριστικό κατεστημένο της Ιαπωνίας, για τους δικούς του σκοπούς…». Γνωστό το σκηνικό…
Ένα άλλο γκρουπ που είχε έντονη πολιτική δράση εκείνα τα χρόνια στην Ιαπωνία ήταν οι Lost Aaraaff, η πρώτη μπάντα μιας πολύ σημαντικής φιγούρας του japanoise, του Keiji Haino (γενν. το 1952). Αυτοί στο ηχητικό τους κομμάτι ήταν πολύ επηρεασμένοι από τη θρασεία μουσική του Albert Ayler, χώνοντας μέσα πολύ free rock. (Yπάρχουν ελάχιστες επίσημες εγγραφές τους, με ό,τι πιο καλό να βρίσκεται σ’ ένα γεμάτο CD-απόκτημα της PSF από το 1991).
Οι Lost Aaraaff είχαν πάρει μέρος στο φεστιβάλ Genya-sai, στη Sanrizuka (περιοχή της Narita), το τριήμερο 14-16 Αυγούστου του 1971, αυτοσχεδιάζοντας... εναντίον της δημιουργίας του νέου διεθνούς αεροδρομίου του Τόκιo, του Narita Kokusai Kuko, στην πόλη Narita (ανατολικά της ιαπωνικής πρωτεύουσας, αλλά μέσα στο μητροπολιτικό Τόκιο), συμπαραστεκόμενοι στους αγρότες της περιοχής που αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν άρον-άρον τις εστίες τους.
Από το 1966 μέχρι το 1983 (οι Ιάπωνες ξέρουν να επιμένουν), το αριστερό κίνημα Sanrizuka-Shibayama Rengo Kuko Hantai Domei, που αντιτιθόταν στη δημιουργία του αεροδρομίου, για λόγους κοινωνικοπολιτικούς (ξερίζωμα των αγροτών, των χωριών/κωμοπόλεων Sanrizuka και Shibayama, με σκοπό τη δημιουργία ενός «ψυχροπολεμικού» αεροδρομίου, που θα μπορούσε να το χρησιμοποιούν οι Αμερικανοί και για τον ανεφοδιασμό του μετώπου στην Ινδοκίνα), θα προβεί σε μια σειρά δυναμικών αγώνων, από τους οποίους δεν θα μπορούσε να απουσιάζει (όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις) η μουσική και το τραγούδι.
Έτσι, στα μέσα Αυγούστου του 1971 θα συγκεντρωθούν στην Sanrizuka χιλιάδες ταγμένοι στην υπόθεση, στους οποίους θα συμπαραστέκονταν μερικοί από τους πιο underground καλλιτέχνες της εποχής. Ανάμεσά τους οι… αναρχοαυτόνομοι freak-folkists Zuno Keisatsu, οι Blues Creation, οι ξεχυλωμένοι DEW του τραγουδιστή-αρμονικίστα Fumio Nunoya (πριν στους Blues Creation), οι Lost Aaraaff (όπως προείπαμε), το τρίο του σαξοφωνίστα της free jazz Mototeru Takagi, το τρίο του κιθαρίστα Shun Ochiai, ο επίσης θρύλος κιθαρίστας του free form Masayuki Takayanagi με το συγκρότημά του κ.ά. Το τριήμερο καλύφθηκε δισκογραφικά στην εποχή του (1971), στο διπλό βινύλιο “Genya” [TV Man Union], το οποίο επανεκδόθηκε με το γνωστό «απίστευτο» ιαπωνικό τρόπο το 2003, για ν’ ακολουθήσει λίγα χρόνια αργότερα η παρουσίαση ολόκληρου του 42λεπτου set των Masayuki Takayanagi κιθάρα, Kenji Mori σαξόφωνα και Hiroshi Yamazaki κρουστά, υπό τον τίτλο “La Grima” [doubtmusic, 2007].
Τέλος δεν έχει η ιστορία... Νέοι folk-singers εμφανίζονται στο προσκήνιο «διαβάζοντας» τον Woody Guthrie, τον Pete Seeger, τον Bob Dylan και την Joan Baez. O Kan Mikami ένα σύμβολο της ιαπωνικής folk/avant, o Kazuki Tomokawa, αλλά και κάποια πιο εμπορικά, ας το πούμε έτσι, ονόματα όπως ο Takuro Yoshida, με το εξαιρετικό folk-rock LP “Otogizoshi” στην CBS/Sony το 1973 – ο οποίος παρ’ ολίγο να εμφανιστεί στην πατρίδα του με backing band τους Band!
Ο Robbie Robertson δεν φαίνεται να είχε πρόβλημα, αλλά, μάλλον, είχε ο Dylan...
Nobuyasu Okabayashi “San'ya blues”
Les Rallizes Dénudés "Night of the Assassins", 3rd Sunset Festival 3/8/1976
σχόλια