Από τον Γιάννη Πολύζο
The Punk Singer
Έτυχε πρόσφατα να διαβάσω μια συνέντευξη της Kathleen Hanna στο We Owe You Nothing Punk Planet. Κι είχα έπειτα μια ωραία αίσθηση, σα νά ’γινα λιγάκι πιο σοφός. Η Hanna μού φάνηκε τύπισσα που θά ’θελα να γνωρίσω, χαρισματική αλλά και απολύτως προσγειωμένη.
Καθώς παρακολουθούσα το The Punk Singerτης Sini Anderson η εντύπωση αυτή επιβεβαιώθηκε. Η Hanna ακτινοβολεί, κι όχι απλώς επειδή είναι όμορφη. Η ευφυΐα της είναι που την κάνει γοητευτική. Και φυσικά το ταλέντο της. Ομολογώ ότι έχω μόνο ένα άλμπουμ των Bikini Kill (...τα singles!). Όμως τα πλάνα από συναυλίες στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ –η ακατέργαστη ενέργεια που απελευθέρωναν οι τέσσερίς τους επί σκηνής– μ’ έκαναν να σκεφτώ ότι αν τις είχα δει ζωντανά θα είχα γίνει Νο 1 φαν.
Το Punk Singer καταγράφει την πορεία της Hanna από τα τέλη των ’80s μέχρι σήμερα και είναι μια πιστή προσωπογραφία, που ενίοτε αγγίζει τα όρια της αγιογραφίας. Όχι πως έχω πρόβλημα με κάτι τέτοιο. Αρκεί να θεωρεί τα πράγματα σφαιρικά. Η σκηνοθέτης εν προκειμένω έδωσε περισσότερο βάρος στο θέμα του φεμινισμού. Όταν η Hanna μιλά για τους Le Tigre φερ’ ειπείν, θυμάται ότι μαζί με την Johanna Fateman “καθίσαμε να γράψουμε μουσική σα να μην είχε συμβεί τίποτα άσχημο στη ζωή μας”. Μια τρυφερή (και πόσο εύστοχη) παρατήρηση σαν κι αυτή δεν τη συναντάμε συχνά στο Punk Singer. Ακτιβίστρια ή όχι, η Hanna είναι πρώτ’ απ’ όλα μουσικός και ο φακός θα έπρεπε να εστιάσει εκεί.
Το ντοκιμαντέρ παίρνει απρόσμενη τροπή όταν καταπιάνεται με το ζήτημα της ασθένειας της Hanna –προσβλήθηκε από βορρελίωση το 2005 που έμεινε αδιάγνωστη για έξι χρόνια. Όταν μιλά γι’ αυτό ακούγεται ξάφνου κουρασμένη και ευάλωτη. Τι ειρωνεία –ειρωνεία κανονική, όχι χίπστερ– να σε προδώσει το σώμα σου, που για τα δικαιώματα του (πώς το διαθέτεις, πώς το αναπαριστάς) πάλεψες με όλες σου τις δυνάμεις. Όμως πιο λυπηρό είναι το γεγονός πως η Hanna έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τόση εχθρότητα επειδή μιλούσε ανοιχτά για τη θέση των γυναικών στην υπόγεια σκηνή και όχι μόνο.
Στο τέλος του ντοκιμαντέρ εξομολογείται ότι και σήμερα νιώθει πως ο κόσμος δε θα την ακούσει, πόσο μάλλον να την πιστέψει, απλώς επειδή είναι γυναίκα. Έχω δει από κοντά παρόμοιες καταστάσεις στο χωριουδάκι που λέγεται Ελλάδα. Οπότε φαντάσου τι συνέβη στις αχανείς πολιτείες της Αμερικής. Γι’ αυτό ψηφίζω Kathleen. Θέλω να πω, την πιστεύω. Μέχρι το τελευταίο “και”.
20,000 Days on Earth
ΟΚ, δε μετράω και τόσο την παραγωγή του κατά την τελευταία δεκαετία. Αλλά στο κάτω-κάτω ποιος τον διαδέχθηκε; Και συνυπολογίζω πως είχε στο πλάι του προσωπικότητες σαν το Rowland S. Howard, το Mick Harvey και τον Warren Ellis. Μα όπως και νά ’χει, ο Nick Cave είναι ο μεγαλύτερος μουσικός που εμφανίστηκε τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια.
Στο Days on Earth αυτό γίνεται ξεκάθαρο. Είναι κατ’ αρχάς όσα εκμυστηρεύεται ο Cave για τη μουσική του: ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέχνη δίχως πίστη· ότι το τραγούδι υπερβαίνει το δημιουργό, ένα αδάμαστο, αθάνατο στοιχείο που προηγείται και έπεται. Είναι κατόπιν όσα έχει να πει για τον εαυτό του: σε μια συνεδρία «ψυχοθεραπείας» ομολογεί πως η ανάγκη να μεταμορφώνεται πάνω στη σκηνή τον οδήγησε και τον οδηγεί να παίζει μουσική· μάλιστα εντοπίζει την πηγή αυτής της έμπνευσης στις στιγμές που ο πατέρας του τού διάβαζε αποσπάσματα από τη Λολίτα, και ο Cave τον έβλεπε να γίνεται κάποιος άλλος. Κι είναι τέλος η γοητεία που ασκεί ακόμα και σήμερα, στα πενήντα εφτά του: το Days on Earth σκηνοθετεί μια τυπική μέρα στη ζωή του και μας αφήνει με την ψευδαίσθηση ότι πράγματι γνωρίσαμε το Nick Cave από κοντά.
Το ντοκιμαντέρ στο μεταξύ είναι ξεκαρδιστικό. Στο ξεκίνημα ο Cave περιμένει τον καφέ του ενώ δοκιμάζει μια μελωδία στο πιάνο. Ο Ellis λέει ότι του θυμίζει Lionel Richie κι εκείνος αυτοσχεδιάζει “Oooohh, Lionel Richie...one shot latte...la la la la”. Εξίσου αστείοι είναι οι δυο τους όταν καθισμένοι στο πάτωμα δουλεύουν ένα καινούριο κομμάτι. Μοιάζουνε με πιτσιρίκια απορροφημένα στο παιχνίδι τους που δε νοιάζονται ακόμα κι αν έρθει η συντέλεια του κόσμου (πράγμα αρκετά πιθανό στο Μπρίστολ όπου γυρίστηκε το φιλμ). Λίγο αργότερα θυμούνται μια εξωφρενική συναυλία της Nina Simone. Ο Ellis μιμείται τη στρυφνάδα της όταν ζήτησε “λίγη κοκαΐνη, λίγη σαμπάνια και λίγα λουκάνικα”, ο Cave ανακαλεί τη λεπτομέρεια πως είχε κολλήσει την τσίχλα της στο πιάνο, ο Ellis του λέει στο καπάκι πως έχει φυλάξει την τσίχλα, “Όχι ρε γαμώτο, ζηλεύω” κάνει ο Cave κ.ο.κ.
Φυσικά οι σκηνές που δείχνουν τους Bad Seeds να παίζουν είναι εξίσου μαγευτικές. Είτε πρόκειται για τον Cave μόνο του στο ‘Give Us a Kiss’, είτε για μια πρόβα του ‘Higgs Boson Blues’, είτε για το κλείσιμο του ντοκιμαντέρ όπου ξεκινάνε από μια υποψία μελωδίας κι ανεβαίνουν κι ανεβαίνουν κι ανεβαίνουν... Κι ωστόσο μένει η εντύπωση ότι ακόμα και ο Cave, έπειτα από τόσα καταπληκτικά άλμπουμ, νιώθει πως η αληθινή ουσία του τραγουδιού πάντοτε του ξεφεύγει.
Muscle Shoals
Το πρώτο ντοκιμαντέρ όπου είδα το μαϊντανοφιλόσοφο Bono ν’ αναπτύσσει τις θεωρίες του και δεν ήθελα να βάλω φωτιά στον κινηματογράφο. Μεγάλο επίτευγμα, κι αν ο Greg Camalier επέλεγε ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με το στούντιο FAME, θα είχα μόνο θετικά σχόλια να κάνω.
Όμως η ιστορία του Rick Hall, του ιδιοκτήτη του στούντιο, σαράντα λεπτά πριν από το τέλος γίνεται ιστορία τεσσάρων ακόμα ανθρώπων: των Swampers, της σέσιον μπάντας του FAME, που το 1969 ξεκίνησαν το Muscle Shoals Sound Studio. Για το Hall μαθαίνουμε τραγικά γεγονότα, τη στιγμή που δεν μπορούμε ούτε καν να θυμηθούμε τα ονόματα των υπολοίπων. Στο μεταξύ το πήγαιν’ έλα ανάμεσα στους διάσημους μουσικούς που συμμετέχουν (Percy Sledge, Aretha Franklin, Mick Jagger, Keith Richards, Steve Winwood, Jimmy Cliff κ.ά.) ήταν έτσι κι αλλιώς λίγο αποπροσανατολιστικό. Αλλά απ’ το σημείο αυτό κι έπειτα χάνεις το νήμα οριστικά. Κάπου εδώ άλλωστε και η μουσική επιδεινώνεται ραγδαία: από το Wilson Pickett και την Aretha Franklin καταλήγουμε στους Allman Brothers και τους Lynyrd Skynyrd (ουδέν σχόλιο για το κλείσιμο με Alicia Keys).
Μέχρι εδώ ωστόσο το Muscle Shoals είναι ένα ντοκιμαντέρ πλούσιο σε κλασικά μπλουζ, r’n’b και σόουλ κομμάτια –μπήκα στην αίθουσα ακριβώς μόλις ξεκινούσε με το ‘Land of 1000 Dances’ κι επανεκτίμησα την αξία της παρακολούθησης στη μεγάλη οθόνη. Υπάρχουν επίσης πολλές ανατροπές στην πορεία του Hall που σε κάνουνε ν’ αναρωτιέσαι για τη θέληση, την επιμονή κάποιων ανθρώπων. Και φυσικά ακούμε ωραία ανέκδοτα, ο Percy Sledge και ο Keith Richards είναι σε μεγάλα κέφια. Όσο για τα τοπία που έχει κινηματογραφήσει αριστοτεχνικά ο Camalier, ψιθυρίζουν άπειρους θρύλους απ’ τον αμερικάνικο νότο, δίνοντας μια πιθανή εξήγηση σχετικά με το πώς και γιατί προέκυψε ο “ήχος του Muscle Shoals”.
Salad Days: The DC Punk Revolution
Υπάρχουνε δύο συγκινητικές στιγμές στο Salad Days: τα αποσπάσματα από μία συναυλία των Fugazi και άλλη μία των Soulside. Αλλά αξίζει τον κόπο για δύο σκηνές που διαρκούν ενάμισι λεπτό να δεις ένα ντοκιμαντέρ που επί μιάμιση ώρα προσπαθεί να μπει στο θέμα; Salad όνομα και πράμα. Απ’ τα καλύτερα παραδείγματα όπου ο σκηνοθέτης δεν ξέρει ποια ιστορία θέλει να πει, για ποιο λόγο ακριβώς και με ποιον τρόπο. Δηλαδή από τα χειρότερα. Νόμιζα ότι γι’ αυτό το genre είχαμε κατοχυρώσει παγκοσμίως την πατέντα. Χαίρομαι που ο Scott Crawford μου δίνει ένα λόγο λιγότερο για να νιώθω οργισμένος βαλκάνιος.
Στο πρώτο κιόλας δεκάλεπτο ο Crawford καταφέρνει να προκαλέσει πλήρη σύγχυση στο θεατή. Θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αναφέρει κάποια βασικά στοιχεία για τη σκηνή της Ουάσινγκτον, όπως ποιοι την αποτελούσαν, από πού προέρχονταν, γιατί και πώς ανακατεύτηκαν με τη μουσική, ποιες συνθήκες είχανε ν’ αντιμετωπίσουν κτλ. Προτιμάει να μιλήσει για το γεγονός πως η βία, ενδογενής ή όχι, επικράτησε στο hardcore/ punk, ένα μοτίβο που δεν αφήνει σχεδόν σ’ ολόκληρο το ντοκιμαντέρ. Κατά τη γνώμη του ο ήχος των γκρουπ της πόλης δεν αλλάζει επειδή οι μουσικοί δέχονται καινούρια ερεθίσματα, παίζουνε καλύτερα και ωριμάζουν καθώς μεγαλώνουν. Όχι, η αλλαγή έρχεται επειδή θέλουνε να ξεφορτωθούν τις ορδές των skinhead που κατακλύζουν τις συναυλίες τους.
Όμως μακάρι να ήταν αυτό το μόνο νεφελώδες ζήτημα στο Salad Days. Ο σκηνοθέτης με τη σειρά αναφέρεται δίχως να εμβαθύνει στo diy, το straight edge, το σεξισμό, την εγκληματικότητα στην αμερικάνικη πρωτεύουσα, την go-go σκηνή της, το emo-core, το riot grrrl, την άνοδο του grunge και του εναλλακτικού ροκ. Και κάθε φορά που υπήρξε ένα σημαντικό γεγονός ή ακόμα και μία ριζική αλλαγή στα πλαίσια της σκηνής (το Revolution Summer του ’85 για παράδειγμα), ακούμε πρώτα –ή αποκλειστικά– εκείνους που ήταν δυσαρεστημένοι μ’ αυτές τις εξελίξεις. Έχω δει τρία ντοκιμαντέρ, έχω διαβάσει τρία βιβλία και δεκαπλάσιες συνεντεύξεις σχετικά με το θέμα και παρ’ όλ’ αυτά ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω το Salad Days.
Austin to Boston
Ευχάριστη έκπληξη το ντοκιμαντέρ του James Marcus Haney –μάλλον το καλύτερο του φετινού IN-EDIT. Και να σκεφτείς ότι δεν είμαι φαν της φολκ.
Στο Austin to Boston ζωντανεύει το όνειρο κάθε ερασιτέχνη μουσικού: η περιοδεία με ένα βανάκι. Η εμπειρία να ταξιδεύεις για να παίξεις λάιβ, κάθε βράδυ και μια διαφορετική πόλη, νέα πρόσωπα, νέα venues, νέες συγκινήσεις. Ο ενθουσιασμός μπροστά στο άγνωστο, οι γνωριμίες που μπορεί να σε συντροφέψουν για πάντα, οι πλάκες και οι ωραίες στιγμές, οι απογοητεύσεις αλλά και η δύναμη που νιώθεις καθώς τις ξεπερνάς. Και φυσικά η ελευθερία που σου δίνει ο δρόμος, ακόμα και με τη μικρότερη μα όχι έσχατη των απολαύσεων: να ρίχνεις ένα κατούρημα στη φύση.
Οι Staves, ο Ben Howard, οι Bear’s Den και ο Nathaniel Rateliff γεύονται όλες αυτές τις χαρές –και πιθανόν περισσότερες που η κάμερα δεν κατέγραψε ή που δεν ομολόγησαν μπροστά της. Είναι όλοι τους στα εικοσιπέντε με τριάντα και σχετικά φρέσκοι σ’ αυτό το παιχνίδι. Έτσι τα πάντα είναι πρωτόγνωρα και συναρπαστικά, σχεδόν όσο συναρπαστικά είναι και για το θεατή. Ο Haney παρακολουθεί το ταξίδι τους με κατεύθυνση βορειοανατολικά, από το Ώστιν στη Βοστώνη. Ταυτόχρονα μπροστά στα μάτια μας εξελίσσεται και το εσωτερικό ταξίδι καθενός και καθεμιάς τους, καθώς τα τοπία και οι καταστάσεις που συναντάνε ξυπνούν αναμνήσεις, γεννούν επιθυμίες, κινούν αισθήματα.
Η σκηνοθεσία είναι άψογη, ο Haney αξιοποιεί την ιδέα τραγούδι = ταξίδι με θαυμαστά αποτελέσματα. Συνδυάζοντας πλάνα από super 8 με στάνταρ ψηφιακές λήψεις, δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας και την επιθυμία να συμμετέχεις κι εσύ σ’ αυτή την περιπέτεια. Βέβαια δε συμβαίνει κάτι ιδιαίτερα ασυνήθιστο ή αξιομνημόνευτο. Ακόμα και οι δυο-τρεις βλάβες που παθαίνουν τα βαν είναι αναμενόμενες. Εκείνο που είναι άξιο μνείας ωστόσο είναι οι ζωντανές ερμηνείες του Nathaniel Rateliff και του Ben Howard οι οποίοι ανεβάζουν τα κομμάτια των άλμπουμ τους σε άλλα επίπεδα. Για μένα άλλωστε αποτέλεσαν αποκαλύψεις αμφότεροι –κι ο Howard ήδη έχει παίξει στο repeat αρκετές φορές.
Αν σας αρέσει η σύγχρονη φολκ σκηνή, το Austin to Boston θα γίνει το αγαπημένο σας φιλμ. Μα όπως και νά ’χει, θα θελήσετε να μην τελειώσει πουθενά αυτό το ταξίδι...
Παραλειπόμενα IN-EDIT 2015
- Αξίζει ν’ αναζητήσετε και το The Case of the Three-Sided Dream, το ντοκιμαντέρ του Adam Kahan για τη σύντομη ζωή και το μεγάλο έργο του Rahsaan Roland Kirk. Και το Beware of Mr. Baker, αν δε σας τρομάζουν τα ατίθασα γεράματα.
- Δεν είχα την τύχη να παρακολουθήσω το IN-EDIT 2014 αλλά θεωρώ πως η φετινή διοργάνωση ήταν απολύτως επιτυχημένη. Κάλυψε ευρύ μουσικό φάσμα (Pulp, Lamb of God, Michael Nyman, Joe Strummer, Alice Cooper, Spandau Ballet μεταξύ άλλων), τα ντοκιμαντέρ στην πλειοψηφία τους ήταν αξιόλογα, το αντίτιμο του εισιτηρίου χαμηλό και η προσέλευση του κόσμου αθρόα.
- Η μουσική είναι αφορμή για συναντήσεις. Καλύτερα: η μουσική είναι συνάντηση. Χάρηκα που ξαναείδα γνωστούς με τους οποίους είχαμε χαθεί για κάποια χρόνια λόγω της απουσίας μου απ’ την πόλη.
- Επιθυμία της Parenthesis, η δημιουργία ενός διαγωνιστικού τμήματος με ελληνικά μουσικά ντοκιμαντέρ. Μακάρι, χίλιες φορές μακάρι.
- Μετά απ’ την προβολή του 20,000 Days on Earth γύρισα σπίτι κι άκουσα τρεις φορές το Tender Prey. Θ’ αρχίσω ν’ ακούω και τα καινούρια του μου φαίνεται.
- Οργισμένος Βαλκάνιος Νο 2: το IN-EDIT μού έδωσε έναν ακόμα λόγο να ελπίζω ότι κάτι κινείται στη Θεσσαλονίκη. Θέλω να ευχαριστήσω θερμά το Χρήστο Ζούτσο για την πρόσκληση να παρακολουθήσω το φεστιβάλ και για την καλή παρέα στα διαλείμματα μεταξύ των προβολών. Και του χρόνου!
σχόλια