Ο σημαντικότερος εν ζωή Πολωνός ποιητής μιλά για τα περιθώρια αισιοδοξίας σήμερα, τη σημασία που έχει η μνήμη και το γιατί εμείς οι Έλληνες έχουμε ιδιαίτερο λόγο ν' αναγνωρίζουμε αυτή τη σημασία, για την ομορφιά και το τι κάνει σε μας τους ίδιους, συμβουλεύει νέους ποιητές, συμπάσχει με το «ξεσπίτωμα» των νέων σε αναζήτηση καλύτερης τύχης και αποκαλύπτει τη διάθεση με την οποία έρχεται στην Αθήνα για τη βραδιά ανάγνωσης ποιημάτων του στο Μέγαρο Μουσικής.
«Το να είναι κανείς αισιόδοξος θα ήταν, σήμερα, μάλλον χαζό» λέει ο 'Ανταμ Ζαγκαγέφσκι, στον οποίον λογοτεχνικοί κύκλοι διεθνώς, υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να απονεμηθεί το τρίτο Νόμπελ Λογοτεχνίας της Πολωνίας σε ποιητή, μετά τους Τσέσουαβ Μίουος και Βιεσουάβα Σιμπόρσκα (στην Ελλάδα, τους ξέρουμε ως Τσέσλαβ Μίλος και Βισλάβα Σιμπόρσκα).
Τι μπορώ να πω για τους Έλληνες της "αφαίμαξης εγκεφάλων" των τελευταίων χρόνων;» αναρωτιέται. «Συμπάσχω μαζί τους, αν και φαντάζομαι ότι κάποιοι απ' αυτούς μπορούν να το δουν σαν ένα είδος περιπέτειας.
«Τα τελευταία ένα ή δύο χρόνια, ο κόσμος έχει γίνει πιο σκοτεινός και θά 'πρεπε να είναι κανείς τυφλός για να το αγνοεί» δηλώνει, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Απαριθμεί την κρίση στην Ουκρανία, την τραγωδία στη Συρία, των Αφρικανών προσφύγων που πνίγονται «στην όμορφη Μεσόγειο», την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους, την οικονομική κρίση στην Ευρώπη, «συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού δράματος».
Αν και «αυτά μπορούν να επιλυθούν ή να βελτιωθούν. Η ελπίδα, για μένα, βρίσκεται κάπου αλλού, η πραγματικότητά μας είναι μυστηριώδης και πορώδης. Υπάρχουν πράγματα που βρίσκονται πέρα από τον πεζό ρεαλισμό» ανασαίνει βαθιά ο 'Ανταμ Ζαγκαγέφσκι.
Το σκηνικό μεγάλου μέρους του έργου του είναι η σύγχρονη Ευρώπη: Ο καθημερινός κόσμος των κινητών, οι ταχείες, οι εφημερίδες, τα λάπτοπ, κιόσκια που πουλούν μπουκαλάκια νερό πλάι σε μουσεία και καθεδρικούς ναούς.
Ο Ζαγκαγέφσκι υπήρξε περιπλανώμενος. Γεννήθηκε το 1945, στο σημερινό Λβιβ της Ουκρανίας, τότε Λβόβ της Πολωνίας, μετά τη Γιάλτα οι γονείς του ανάμεσα σε χιλιάδες Πολωνούς κατοίκους της πόλης υποχρεώνονται να εγκατασταθούν στο σημερινό Γκλίβιτσε της Πολωνίας, τότε Γκλίβιτζ της Γερμανίας, σπουδές στην Κρακοβία, αυτοεξορίζεται το 1982 στο Παρίσι αναζητώντας προσωπικό χρόνο ν' αφιερώσει στη συγγραφή - η εμπλοκή του στο κίνημα της «Αλληλεγγύης» τον απορροφούσε ολοκληρωτικά, σχεδόν - για λίγο στο Βερολίνο, μετακομίζει στο Χιούστον, στο Τέξας, όπου διδάσκει στο πανεπιστήμιο, ακολούθως στο πανεπιστήμιο του Σικάγου, εγκαθίσταται στην Κρακοβία, το 2002. Να ριζώσει;
Ο Ζαγκαγέφσκι, μετανάστης. Για χρόνια, πολλά. Στις αρχές του '80 έλεγε «είχα αυτή την ελευθερία, δεν ανήκα». Σήμερα, λέει «πια, δεν είμαι εξόριστος. Αν είμαι άστεγος, τότε είμαι μόνο με τη "φιλοσοφική" έννοια του όρου, μιας και δεν είμαι απ' αυτούς που ζουν ευτυχισμένα για μεγάλο χρονικό διάστημα, στη γενέτειρά τους».
Υπάρχουν τρόποι και τρόποι να ζει κανείς, η ζωή μπορεί να είναι κοινότοπη, φτωχή, να ξοδεύεται στο να βλέπεις μόνο ποδοσφαιρικά ματς, να ψωνίζεις, μπορεί επίσης να είναι κατά το ήμισυ τετριμμένη, να είναι ανάμεικτη, συνδυάζοντας τη ρουτίνα του καθημερινού με στιγμές ομορφιάς.
«Τι μπορώ να πω για τους Έλληνες της "αφαίμαξης εγκεφάλων" των τελευταίων χρόνων;» αναρωτιέται. «Συμπάσχω μαζί τους (διαλέγει να χρησιμοποιήσει τη λέξη "συμπάσχω", ξέρει τα συναισθήματα), αν και φαντάζομαι ότι κάποιοι απ' αυτούς μπορούν να το δουν σαν ένα είδος περιπέτειας. Αν είναι νέοι και γεροί» συμπληρώνει.
«Θυμήσου», τραγουδούν τα ποιήματά του. Μ' αυτόν ή τον άλλο τρόπο, τραγουδούν «θυμήσου». Είχε γράψει ότι «στο παρελθόν, εν γένει κι όχι μόνο στην Ευρώπη, ο κανόνας ήταν να ξεχνάς, να πηγαίνεις μπροστά. Είναι μια σχετικά καινούργια ιδέα που πρέπει να δουλέψεις πάνω σ' αυτήν, ότι πρέπει να κρατήσεις τα πάντα στη μνήμη μας». Γιατί είναι σημαντική, γι' αυτόν, η μνήμη; «Η μνήμη; Εσείς, οι Έλληνες, επινοήσατε τη Μνημοσύνη, θά 'πρεπε να ξέρετε το λόγο για τον οποίο είναι η μητέρα όλων των Μουσών» απαντά. «Υπάρχει μια μεγάλη ανακολουθία ανάμεσα στα μαζικά μέσα ενημέρωσης με την καθημερινή λήθη τους, με "λαυράκια" που έχουν ζωή μιας - δυο ημερών (αν και η ιστορία είναι και πάλι του συρμού, πολλά περιοδικά, ακούω, είναι αφιερωμένα στην ιστορία) και του κόσμου των εργατών της μνήμης: Των ιστορικών και των ιστορικών τέχνης, των καλλιτεχνών, των συγγραφέων κλπ. Είναι καλό να θυμάσαι ανθρώπους και συμβάντα. Οι νεκροί παίζουν για μας (ο Μότσαρτ παίζει για μας, ο Σοστακόβιτς παίζει για μας) - κι αυτό επίσης είναι η μνήμη μας».
Στη συλλογή δοκιμίων του, «Μια άλλη ομορφιά», ο Ζαγκαγέφσκι συνειδητοποιεί ότι «κάποια ποιήματα και πίνακες θα συνεχίσουν να ζουν» κι αυτό είναι σημαντικό για τον ίδιο, αλλά αναρωτιέται «ποιος είναι αυτός που θα ξαναζωντανέψει τις στιγμές και τις ώρες;». Σελίδες πιο κάτω, σημειώνει ότι «η τέχνη αναπηδά από τον πιο βαθύ θαυμασμό για τον κόσμο, και τον ορατό και τον αθέατο». Ρωτήσαμε τι είναι αυτό που η ομορφιά κάνει σε μας τους ίδιους.
«Υπάρχουν τρόποι και τρόποι να ζει κανείς, η ζωή μπορεί να είναι κοινότοπη, φτωχή, να ξοδεύεται στο να βλέπεις μόνο ποδοσφαιρικά ματς, να ψωνίζεις, μπορεί επίσης να είναι κατά το ήμισυ τετριμμένη, να είναι ανάμεικτη, συνδυάζοντας τη ρουτίνα του καθημερινού με στιγμές ομορφιάς. Η ομορφιά εξευγενίζει τη ζωή μας» λέει. Κι εξακολουθεί να ξεδιπλώνει τη σκέψη του: «Η ομορφιά στην τέχνη, κάποιες φορές μας βοηθά να συλλάβουμε το νόημα όλων αυτών (έστω για ένα μικρό λεπτό της ώρας), μας μετατρέπει σε παρατηρητές χωρίς να μας κάνει αδιάφορους». «Προσπαθώ να μην είμαι συντηρητικός, μπορώ να δω ομορφιά στη σύγχρονη τέχνη, στη σύγχρονη ποίηση ή μουσική, όχι μόνον στο παλιό, στο αξιοπρεπές και αναγνωρισμένο. Η ομορφιά αλλάζει, αλλά υπάρχει κάτι που παραμένει σταθερό. Δεν ξέρω τι είναι αυτό» αποσώνει.
Τι θα συμβούλευε σήμερα τους νέους ποιητές; «Μα, ν' αποφεύγουν τα συστήματα, τις ιδεολογίες, τις μαζικές αισθητικές πεποιθήσεις, μαζικές με την έννοια ότι αποκλείουν κατηγορίες ολόκληρες αισθητικών φαινομένων από το να τις υποδεχθούμε ευνοϊκά. Να μην πιστεύουν στους Ντεριντά αυτού του κόσμου. Να είναι υπομονετικοί, χρειάζεται χρόνος πολύς για να κάνεις κάτι πολύτιμο» λέει.
Η αυριανή επίσκεψη του στην Αθήνα είναι η τρίτη του, θα 'ναι κι αυτή σύντομη και λυπάται: «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, έρχομαι στην Αθήνα σα νά 'ρχομαι σε μια πόλη μνήμης. Δεν έχεις περιθώρια να περιμένεις κάτι άλλο, αυτό είναι το αντίτιμο που πρέπει η Αθήνα να καταβάλει στο κλέος του παρελθόντος της». Τους αρχαίους Έλληνες, ο Ζαγκαγέφσκι τους ξέρει καλά, ο Σοφοκλής κι η Αντιγόνη υπάρχουν σε ποιήματα του, το ίδιο ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, ο Πλάτωνας, η ποιήτρια Ήριννα («Ήριννα η Τηλία»). Το ποίημα «Όπως ο βασιλιάς της Ασίνης» το εμπνεύστηκε από τον Σεφέρη, στο «Καθώς με τύλιγε ο ύπνος πάνω στον τόμο του Καβάφη» άνοιξε κουβέντα με τον Αλεξανδρινό, τους ήρωές του και το «Μέγα Πανελλήνιον». «Βέβαια, θα ήταν καλά να συναντήσεις ανθρώπους, κατοίκους αυτής της πόλης, να μάθεις για τις λύπες τους, αλλά γι' αυτό χρειάζεσαι μια μεγαλύτερης διάρκειας παραμονή. 'Αρα, καμιά φορά η μνήμη μπορεί και να μας προφυλάξει από τη σύγχρονη ζωή» είπε και σιώπησε.
________
Την ποίηση του 'Ανταμ Ζαγκαγέφσκι μπορούν να αποθησαυρίσουν όσοι παραβρεθούν στη βραδιά ποίησης που διοργανώνουν ο Κύκλος Ποιητών και η Πρεσβεία της Πολωνίας στη Αθήνα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, την Παρασκευή 22 Μαΐου, στις 7 μ.μ. (είσοδος ελεύθερη, με δελτία προτεραιότητας που θα αρχίσουν να διανέμονται στις 5 μ.μ.).
σχόλια