Κολομβία και λογοτεχνία, μέχρι πρότινος, με ένα όνομα συνδέονταν αυτόματα στο μυαλό μας, αυτό του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Από το περασμένο καλοκαίρι, όμως, που εκδόθηκε και εδώ το «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» ανακαλούμε το όνομα ενός πεζογράφου ακόμη, πολύ ταλαντούχου, του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες. Γιος δικηγόρων, γεννημένος το 1973 στην Μπογκοτά, με τέσσερα μυθιστορήματα πίσω του κι ένα σωρό διεθνείς διακρίσεις –ανάμεσά τους το English PΕΝ Award και το δουβλινέζικο IMPACT–, ο Βάσκες, σε όποια χώρα κι αν βρεθεί, όπου κι αν συστήνεται διά ζώσης, δεν υπάρχει περίπτωση να μην κληθεί να τοποθετηθεί σε σχέση με τον διάσημο συμπατριώτη του.
«Δεν με πειράζει», λέει, «ούτε έχω βαρεθεί να απαντάω για το αν είναι βαριά πάνω μου η σκιά του, γιατί, πράγματι, χάρη στον Μάρκες βρήκα τον προορισμό μου. Έτσι συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα να γίνω συγγραφέας, διαβάζοντας το «Εκατό χρόνια μοναξιά». Αν μ' ενοχλεί κάτι, είναι η αντίληψη ότι οι λογοτεχνικές επιρροές είναι ζήτημα κληρονομικό. Πρόκειται για παρεξήγηση. Οι συγγραφείς επιλέγουν από ποιους θα επηρεαστούν και η περίπτωση του Μάρκες, που διάλεξε για προγόνους του τον Καμύ, τον Φόκνερ, τον Χέμινγουεϊ, αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα! Προσωπικά, ένιωσα αμέσως ότι το μοντέλο του μαγικού ρεαλισμού δεν μου ταιριάζει. Ήξερα πως έπρεπε να ψάξω αλλού. Εκείνοι που με έμαθαν πώς να εξερευνώ τo σταυροδρόμι όπου συναντιούνται τα δημόσια με τα ιδιωτικά πάθη –σε όλα μου τα βιβλία αυτό κάνω– ήταν συγγραφείς όπως ο Τζόις, ο Κόνραντ, ο Φλομπέρ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ντελίλο, ο Φίλιπ Ροθ. Ο δρόμος που ακολουθώ δεν είναι εκείνος που χάραξε ο Θερβάντες αλλά αυτός που αγκαλιάζει το πνεύμα των αρχαίων τραγικών».
Για τους συμπατριώτες μου είμαι αριστερός και πράγματι, έτσι αντιλαμβάνομαι κι εγώ τον εαυτό μου, ως έναν φιλελεύθερο αριστερό κατά την αγγλοσαξονική παράδοση. Είμαι πολύ καχύποπτος απέναντι στη λαϊκίστικη Αριστερά που απαγορεύει την ελευθερία της έκφρασης, όπως αυτή που κυριαρχεί στη Βενεζουέλα.
Τα μυθιστορήματα που έκαναν γνωστό τον Βάσκες είναι στοιχειωμένα από την Κολομβία, αλλά, όπως ομολογεί ο ίδιος, χρειάστηκαν χρόνια μέχρι να τολμήσει ν' αναμετρηθεί με την ιστορία της. Την εποχή που, με το πτυχίο Νομικής στην τσέπη, άφηνε την Μπογκοτά για να σπουδάσει λατινοαμερικανική λογοτεχνία στη Σορβόννη, τότε που δημοσίευε πρωτόλεια τα οποία σήμερα φροντίζει να μην αναφέρει καν, «όλοι», λέει, «αυτό με ρωτούσαν: γιατί δεν γράφεις για την πατρίδα σου; Ε, λοιπόν, νόμιζα πως δεν είχα το δικαίωμα. Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά τι είναι η Κολομβία. Πώς να έγραφα για κάτι που αγνοούσα; Ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβα ότι γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο θα έπρεπε να το επιχειρήσω. Γράφοντας λογοτεχνία, ίσως κατάφερνα να καλύψω το κενό...».
Η αρχή έγινε με τους «Πληροφοριοδότες» (2004), μυθιστόρημα που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά. Εντελώς συμπτωματικά, στα τέλη της δεκαετίας του '90, ο Βάσκες έγινε αποδέκτης της εξομολόγησης μιας ηλικιωμένης Κολομβιανής με γερμανοεβραϊκές ρίζες, που τον ώθησε να σκαλίσει ένα θέμα για το οποίο ο ίδιος ήταν εντελώς ανύποπτος. Από αυτήν τη γυναίκα έμαθε για τις μαύρες λίστες που κυκλοφορούσαν στην Κολομβία καθ' υπόδειξιν του Στέιτ Ντιπάρτμεντ τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με στόχο την οχύρωση της χώρας από τους συμπαθούντες του ευρωπαϊκού φασισμού. Αναμφίβολα, ο φόβος ήταν υπαρκτός. Δεν ήταν λίγοι οι Γερμανοί και οι Κολομβιανοί πολίτες που είχαν συλληφθεί για ναζιστική προπαγάνδα, ένας από τους ισχυρότερους πολιτικούς της περιόδου ήταν γνωστός θαυμαστής του Φράνκο και το κολομβιανό ναζιστικό κόμμα είχε αρχίσει να επεκτείνει τα πλοκάμια του. Ως συνήθως, όμως, μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά.
«Εκείνα τα χρόνια» εξηγεί ο Βάσκες, «είχαμε δυο γενιές Γερμανών μεταναστών. Οι πρώτοι είχαν έρθει στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ού αιώνα, και είχαν συμβάλει τα μάλα στον εκβιομηχανισμό της Κολομβίας. Αρκεί να σας πω ότι η πρώτη αεροπορική εταιρεία ήταν γερμανοκολομβιανή. Από τα μέσα της δεκαετίας του '30 άρχισαν να καταφθάνουν και κάμποσοι Γερμανοεβραίοι που έφευγαν άρον-άρον από την Ευρώπη για να σωθούν από τους ναζί. Αυτή η συνύπαρξη την περίοδο του πολέμου, κατά την οποία η Κολομβία είχε διακόψει τις διπλωματικές της σχέσεις με τις χώρες του Άξονα, δημιουργούσε μεγάλη ένταση. Όλοι οι Γερμανοί, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, λόγω της καταγωγής τους και μόνο ήταν ευάλωτοι απέναντι στις Αρχές. Αρκούσε να τους καρφώσει κάποιος ως υπόπτους για να καταδικαστούν αμέσως σε κοινωνικό θάνατο».
Για ένα καρφί μιλάει και ο ίδιος στους «Πληροφοριοδότες». Για έναν διαπρεπή ρήτορα που στα νιάτα του, με περισσή επιπολαιότητα, φόρτωσε τη ρετσινιά του ναζί στον πατέρα ενός παιδικού του φίλου και διέσχισε έπειτα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του παραγνωρίζοντας το κόστος της πράξης του. Πώς εξιλεώνεται κανείς όταν έχει σπρώξει έναν αθώο στην αυτοκτονία; Από ποιον να πρωτοζητήσει συγγνώμη, όταν η προδοσία του έχει αλυσιδωτές συνέπειες; Τι συμβαίνει όταν οι ενοχές αλλά και οι εκδικητικές διαθέσεις κακοφορμίζουν; Είναι δυνατόν τα κρίματα της μιας γενιάς να μην ταλανίζουν και τις επόμενες; Δεινός αφηγητής, ο Βάσκες δίνει τις απαντήσεις μέσα από διαδοχικά φλασμπάκ κι εναλλασσόμενες οπτικές γωνίες, χωρίς να χάνει στιγμή τον ρυθμό και τον στόχο του. Κι ενώ χάρη σ' αυτό το έργο είδε να μετράει η υπογραφή του στους διεθνείς λογοτεχνικούς κύκλους, το σημαντικότερο παράσημο για τον ίδιο ήταν η αντίδραση της γυναίκας που του είχε εμπιστευτεί τις αναμνήσεις της. «"Μέχρι να το διαβάσω", μου είπε, "δεν είχα καταφέρει να μιλήσω ούτε στα παιδιά ούτε στα εγγόνια μου γι' αυτά τα πράγματα". Σαν να μου έλεγε, εσείς μου δώσατε τις λέξεις για να τους εξηγήσω τι συνέβη...».
Εξαιρετικά άβολο θέμα είναι οι περίπλοκες σχέσεις που αναπτύχθηκαν στην κοινωνία με τους λαθρεμπόρους ναρκωτικών. Σε γενικές γραμμές, αργήσαμε να καταδικάσουμε τη διείσδυσή τους στην καθημερινότητά μας, ενώ αντίστοιχα νωθροί απέναντι στην αντιμετώπιση των καρτέλ στάθηκαν και οι πολιτικοί.
Υπάρχουν κι άλλες μαύρες τρύπες στην πρόσφατη ιστορία της Κολομβίας; «Πάντα υπάρχουν θέματα που οι άνθρωποι θέλουν να ξεχάσουν, θέματα στα οποία η εξουσία κυρίως αποφεύγει συστηματικά να ρίξει άπλετο φως. Τέτοιο είναι, για παράδειγμα, ο υφέρπων αντισημιτισμός της πολιτικής ελίτ κατά τη δεκαετία του '40, όταν οι πρεσβείες της Κολομβίας στην Ευρώπη πήραν εντολή να μην υποθάλπουν πολίτες εβραϊκής καταγωγής. Εξαιρετικά άβολο θέμα, επίσης, είναι οι περίπλοκες σχέσεις που αναπτύχθηκαν στην κοινωνία με τους λαθρεμπόρους ναρκωτικών. Σε γενικές γραμμές, αργήσαμε να καταδικάσουμε τη διείσδυσή τους στην καθημερινότητά μας, ενώ αντίστοιχα νωθροί απέναντι στην αντιμετώπιση των καρτέλ στάθηκαν και οι πολιτικοί. Γι' αυτό και οι μεγαλέμποροι έφτασαν ν' αποκτήσουν τόση δύναμη με την πάροδο του χρόνου και να γίνουν η τρομακτική εγκληματική μηχανή που τη δεκαετία του '80, στη σύγκρουσή της με την κυβέρνηση, κόντεψε να οδηγήσει την Κολομβία στην καταστροφή».
Μέσα σ' ένα τέτοιο κλίμα φόβου, καχυποψίας, ανταλλαγών πυρών στους δρόμους και απανωτών δολοφονιών κατ' εντολήν του βασιλιά της κοκαΐνης Πάμπλο Εσκομπάρ πέρασε ο Βάσκες την εφηβεία του. «Όταν έφευγα για το Παρίσι», λέει, «νόμιζα πως ακολουθώ ένα συγκεκριμένο μοντέλο συγγραφέα –του Μάρκες, του Λιόσα, του Κορτάσαρ, του Φουέντες– που νιώθει ότι πρέπει ν' απομακρυνθεί από τη χώρα του για να την κατανοήσει καλύτερα. Άργησα να συνειδητοποιήσω ότι στην πραγματικότητα η βία ήταν που με είχε διώξει από την Μπογκοτά...». Αυτός ο εφιάλτης, όμως, έμελλε να πυροδοτήσει αργότερα τη συγγραφή του «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» (2011), μυθιστόρημα με το οποίο η φήμη του εδραιώθηκε για τα καλά.
Αφού έζησε δύο δεκαετίες μακριά από την Κολομβία, περιπλανώμενος μεταξύ Γαλλίας, Βελγίου και Ισπανίας, κατ' απαίτηση της συζύγου του –με την οποία έχει αποκτήσει δύο δίδυμες εννιάχρονες κόρες– ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες βρίσκεται εγκατεστημένος και πάλι στην Μπογκοτά. Μια μεγαλούπολη «απαλλαγμένη μεν από την τρομοκρατία αλλά εξίσου δύσκολη, εξίσου χαοτική, με γειτονιές όπου πρέπει πάντα να παίρνεις προφυλάξεις και με κατοίκους πολύ πιο συντηρητικούς, αν όχι αντιδραστικούς σε νοοτροπία, πιο εθνικιστές, πιο σεξιστές απ' ό,τι παλιότερα. Ο Βάσκες υποστηρίζει σθεναρά τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ατομικές ελευθερίες, την ανεκτικότητα στη διαφορά, τον διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας και στα δημοσιογραφικά του άρθρα τάσσεται υπέρ της νομιμοποίησης των μαλακών ναρκωτικών ή υπέρ του γάμου των ομοφυλόφιλων. «Για τους συμπατριώτες μου είμαι αριστερός», λέει, «και πράγματι, έτσι αντιλαμβάνομαι κι εγώ τον εαυτό μου, ως έναν φιλελεύθερο αριστερό κατά την αγγλοσαξονική παράδοση. Είμαι πολύ καχύποπτος απέναντι στη λαϊκίστικη Αριστερά που απαγορεύει την ελευθερία της έκφρασης, όπως αυτή που κυριαρχεί στη Βενεζουέλα. Τίποτε καλό δεν προέκυψε από τις κυβερνήσεις Τσάβες και Μαδούρο. Η Βενεζουέλα είναι η πιο βίαιη χώρα της Λατινικής Αμερικής, περνά τη χειρότερη φάση της ιστορίας της. Έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν και στην Ελλάδα τέτοιες λαϊκίστικες τάσεις. Εύχομαι να μην πέσετε σε αυτή την παγίδα κι εσείς!».
_____________________________
* Τα μυθιστορήματα του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες «Οι πληροφοριοδότες» και «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.
σχόλια