Η μοναξιά και η απείθεια γίνονται πείνα – μια ενεργητική διαδικασία καταβρόχθισης» που συναρπάζει τον Aμερικανό συγγραφέα Τζόναθαν Λέθεμ και τον παρασύρει στον ρου της ιστορίας. Δικαιολογημένα, λοιπόν, οι πρωταγωνιστές του στο νέο του βιβλίο Κόκκινες Βασίλισσες είναι κομμουνιστές ή, τουλάχιστον, προασπιστές μιας ανυπεράσπιστης ουτοπίας που περιλαμβάνει όλες τις φυλές της Νέας Αγγλίας. Στον βαθμό που διεκδικούν έναν κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ γεμάτος αταξικές επιδιώξεις, έρωτες, όνειρα, διαψεύσεις και πάλι όνειρα, διαψεύσεις και λέξεις, όλα αυτά συγχωνεύονται σε μια πολιτική εκδοχή που δεν ευδοκίμησε ποτέ στην Αμερική, όπως ο κομμουνισμός. Η νέα ουτοπία που διαμορφώθηκε στα κεφάλια των πάσης φύσεως ιδεαλιστών τον Μεσοπόλεμο, παράλληλα με τον πιο άγριο και αδυσώπητο καπιταλισμό, δεν είχε τόσο να κάνει με τους αυστηρούς κανόνες του ρωσικού ή, έστω, βαλκανικού υπαρκτού καθεστώτος αλλά με τα βιώματα ή, μάλλον, τα συναισθήματα των ανθρώπων που τα εξέφραζαν. Κομμουνισμός ίσον επιθυμία για μια αταξική κοινωνία, κομμουνισμός ίσον επιθυμία για απελευθέρωση, κομμουνισμός ίσον όνειρα για παραπάνω κοινωνικές πυκνότητες βιωμένες στην αφθονία της ζωής. Τα πάντα στο βιβλίο του Λέθεμ, που παρακολουθεί τους ριζοσπάστες πρωταγωνιστές του από τη δεκαετία του '30 έως σήμερα, πρέπει να γίνουν και να τηρηθούν στο έπακρο ως προϋποθέσεις μιας παράστασης που μόνο ένα ιδεαλιστικό σενάριο, όπως ο κομμουνισμός, θα μπορούσε να ανεβάσει. Εδώ η κομμουνιστική νομοτέλεια, ποτισμένη από την εβραϊκή ουτοπική φαντασίωση, καταλήγει να είναι επιδίωξη της πιο τέλειας παράστασης που ανέβασε ποτέ το ανθρώπινο είδος – κι ακριβώς την ώρα που αυτή δεν πραγματώνεται, οι άνθρωποι, μαζί με τα ένστικτά τους και την επιθυμία τους, μένουν μόνοι έως και αδιανόητα λειψοί (σαν τα απατηλά όνειρα ενός Manic Pixie Dream Girl, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο). «Ο αληθινός κομμουνιστής καταλήγει πάντα μόνος» ομολογεί, άλλωστε, κάποια στιγμή η κεντρική ηρωίδα Ρόουζ Ζίμερ.
Και καθώς η κομμουνιστική εικόνα ως κάτι ιδεατό διεισδύει στο ασυνείδητο, η προσγείωση στην πιο σκληρή πραγματικότητα με έναν κρότο κι έναν λυγμό δεν είναι μόνο απότομη, είναι αδυσώπητη.
Γι' αυτό και οι Κόκκινες Βασίλισσες, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος σε μετάφραση Ελένης Ηλιοπούλου, δεν θα μπορούσαν να ζουν και να κινούνται πουθενά αλλού παρά στην καρδιά της πιο πολύβουης εικονικής πραγματικότητας, που είναι η Νέα Υόρκη. Μόνο εδώ θα μπορούσε ο κομμουνισμός να μεταρσιωθεί στη μόνιμη επιδίωξη του απόλυτου στόχου: την απόλυτη πνευματική κατάκτηση της ελευθερίας, της μόρφωσης και της σκέψης. Την ίδια στιγμή, όμως, που οι πρωταγωνιστές του Λέθεμ διαθέτουν απόλυτα πνευματικά προσόντα –τόσο η ευφυής Ρόουζ όσο και ο ευφάνταστος, αριστοκρατικός σύζυγός της, η πανέμορφη και ασυμβίβαστη κόρη της Μίριαμ αλλά και ο ταλαντούχος άντρας της, ο Τόμι, και το αποσυνάγωγο παιδί-θαύμα Σίσερο–, δεν καταφέρνουν να πραγματώσουν ούτε κατ' ελάχιστον τις προσωπικές τους επιδιώξεις και τα όνειρα. Παρ' ότι παλεύουν για έναν κόσμο που δεν θα εμπεριέχει τα δικά τους ελαττώματα, κατά βάθος γνωρίζουν πως τα οικογενειακά αδιέξοδα, πολύ περισσότερο απ' ό,τι ο ίδιος ο καπιταλισμός, δεν θα επέτρεπαν ποτέ καμία οριστική λύση: σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας αυτοακυρώνονται ή, μάλλον, εγκλωβίζονται στον ψυχολογικό ιστό που εξακολουθούν να πλέκουν σχεδόν ασυνείδητα. «Η οικογένειά σου συνιστούσε ένα πεδίο νύχτας επάνω στο οποίο μπορούσες να διακρίνεις το περίγραμμά σου» υπογραμμίζει με σαφήνεια ο Λέθεμ για τα ρημαγμένα από το οικογενειακό spleen παράφορα αυτά όντα. Εν ολίγοις, η σκληροτράχηλη και αδυσώπητη Ρόουζ βιώνει την εγκατάλειψη από τον κατάσκοπο, γερμανικής καταγωγής σύζυγό της και γίνεται η σκληρή μάνα που κανένα από τα παιδιά της δεν θα καταλάβαινε ποτέ: ούτε η κόρη της Μίριαμ, καρπός του γάμου της με τον Γερμανοεβραίο άντρα της, ούτε ο Σίσερο Λούκιν, καρπός του παράνομου έρωτά της με έναν παντρεμένο μαύρο αστυνομικό. Ο δεσμός αυτός θα είναι, μάλιστα, η αιτία που η Ρόουζ θα διαγραφεί από το κομμουνιστικό κόμμα αλλά και ο δικός της επαναστατικός τρόπος να αντισταθεί στον πιο αδυσώπητο ρατσισμό. Εξίσου ευφυής και αντικομφορμίστρια με τη μητέρα της, η Μίριαμ θα αναζητήσει τη δική της ταυτότητα στους ελευθεριακούς δρόμους του Γκρίνουιτς Βίλατζ, στους πρωτότυπους στίχους και τη μουσική –υπάρχει πολλή μουσική στο βιβλίο, είναι αλήθεια–, θα ερωτευτεί έναν τραγουδιστή της φολκ και θα τον ακολουθήσει σε μια παράδοξη, επαναστατική, πλην όμως τραγική μοίρα. Αντίστοιχα λειψός θα φανεί και ο ετεροθαλής αδελφός της Σίσερο, ο οποίος, εκτός από την ομοφυλόφιλη ταυτότητα που δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον εξίσου στιγματισμένο, κοινωνικά και αστυνομικά, πατέρα του, θα προσπαθεί μάταια να ικανοποιήσει τον εσωτερικό του θυμό. Θα μισεί τους γονείς του για πάντα, όσο και αν οι ανθρωπιστικές θεωρίες των Ντελέζ και Φουκώ που θα διδάσκει στο πανεπιστήμιο θα τον βοηθήσουν να αντιληφθεί την οικογενειακή τάξη ως κανονιστική αρχή και την πολιτική ως προσωπικό βίωμα. Στην προσπάθειά του να βρει τη δική του θέση στο No Man's Land που έχει οριοθετήσει ως το ενδιάμεσο ανάμεσα στον πραγματικό κόσμο και στο ονειρικό πολιτικό του πρόταγμα, ο καθένας από τους πρωταγωνιστές παρασύρεται από μία σειρά διαψεύσεις. Και καθώς η κομμουνιστική εικόνα ως κάτι ιδεατό διεισδύει στο ασυνείδητο, η προσγείωση στην πιο σκληρή πραγματικότητα με έναν κρότο κι έναν λυγμό δεν είναι μόνο απότομη, είναι αδυσώπητη.
Η Κιβωτός του Νώε σε μια περίοδο κατακλυσμού» έγραφε κάποτε για την Αμερική ο Τζορτζ Στάινερ, «ένας κόσμος απύθμενης προσποίησης, ένα φρενοκομείο εξαπάτησης» γράφει ο Λέθεμ για τον αδιανόητο κόσμο στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Δύσκολο να βρει κανείς την αλήθεια σε αυτό το παρανάλωμα από διαψευσμένους σκοπούς – εξού και το ότι ο ίδιος δεν επιδιώκει να γράψει το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα ή να προσθέσει ένα κομμάτι στο παζλ τού τι συνιστά τον σκοπό της λογοτεχνίας, προτιμώντας να καταθέσει μια συναρπαστική ιστορία που διαβάζεται απνευστί κι ένα φαντασμαγορικό πεδίο από νεολογισμούς, λεκτικά πυροτεχνήματα, ευφάνταστες παρομοιώσεις κι ευφυείς παρατηρήσεις. Είναι κι αυτό ίσως σημείο των καιρών, καθώς τα σώματα μιλάνε πιο έντονα και πιο απτά απ' ό,τι η ίδια η Ιστορία και ο σκοπός της υψηλής λογοτεχνικότητας πέφτει θύμα της ίδιας της της συνθήκης. «Ας λάμψει η απογοήτευση πιο δυνατά απ' την αγάπη κι ας προκαταλάβει έτσι την κριτική όσων βρίσκονται έξω από την αρένα. Ας μείνει το άφατο ανείπωτο» γράφει ο Λέθεμ, υποτασσόμενος στο τέλος των ψευδαισθήσεων και στη χαραυγή ενός νέου αιώνα όπου η περφόρμανς θα υποκαταστήσει την αλήθεια. Όλοι είναι ταυτόχρονα θεατές και πρωταγωνιστές μιας γενικότερης παράστασης που δεν θα βρει ποτέ το νόημά της. Βάζοντας την ηρωίδα του Μίριαμ να παίξει σε ένα τηλεπαιχνίδι, ξέροντας πως είναι μέρος μιας περφόρμανς που εκτελείται αδιάκοπα και παντού, είναι προφανής η πρόθεση του συγγραφέα να καταστήσει τους ήρωές του κομμουνιστές της βιτρίνας. Η Μίριαμ δίνει παράσταση στους θεατές της, η μητέρα της στους γείτονες του Σάνισαϊντ Γκάρντενς στο νεοϋορκέζικο Κουίνς, ο ετεροθαλής αδελφός της στους φοιτητές του, με παράδοξα αποτελέσματα. Τα ζωτικά ψεύδη είναι ωστόσο αναγκαία, έστω και με τη μορφή μιας γυαλιστερής βιτρίνας –από την οποία δεν γλίτωσαν ούτε οι κομμουνιστές ήρωες του Λέθεμ–, για να κρατιέται ζωντανή τουλάχιστον η ελπίδα. Όπως θα έλεγε και πάλι ο Τζορτζ Στάινερ, «ο Αμερικανός Αδάμ δεν είναι αθώος αλλά διορθωτής λαθών» – πόσο μάλλον ένας Αμερικανός κομμουνιστής και μια Αμερικανίδα «Κόκκινη Βασίλισσα».
σχόλια