«Θες να πεις, φώναξε, πως η απαισιοδοξία μου είναι αδικαιολόγητη; (...) Δε βλέπεις την Ευρώπη να διαλύεται κάθε μέρα βαθύτερα; Δε σε πνίγει εσένα η φριχτή αυτή αναθυμίαση της γενικής σαπίλας του πνεύματος, της ηθικής, της θρησκείας, της κοινωνίας, του πολιτικού και του οικονομικού μας συστήματος; Δεν αισθάνεσαι τα πάντα να γκρεμίζονται τριγύρω σου, από μόνα τους, δίχως καμμιά σχεδόν εξωτερική πίεση; (...) Μα δεν κατάλαβες ακόμα την μπλόφα, βρε παιδί, την τερατώδη μπλόφα της νεοελληνικής ιστορίας; (...) Παίζουμε, μωρέ, παίζουμε το Κράτος, το έθνος, την πολιτισμένη κοινωνία, εμείς τα αντάξια παιδιά των ληστών και των κουρσάρων, εμείς οι έξυπνοι, οι σπουδαίοι, μια βρωμοπαρέα μπάσταρδοι αλήτες και τυχοδιώκτες, κλέψαμε το όνομα των Ελλήνων και τα λεφτά των ξένων, των Κουτόφραγκων, και παίζουμε το Κράτος στον ίσκιο της Ακρόπολης για να τους βουτήξουμε κι' άλλα λεφτά, λεφτά όσο μπορούμε περισσότερα λεφτά, κι' ορίστε να τα λάβετε, αξιότιμοι κύριοι κερατάδες, ελάτε να πληρωθείτε από τα βράχια και τους αειμνήστους προγόνους και τους αρχαιολογικούς χώρους και τον αττικό ουρανό. Μα τώρα η Ευρώπη δεν πληρώνει πια, επειδή την πήρε ο διάβολος με τη σειρά της, τη γριά πόρνη. Για τούτο θα ψωφήσουμε της πείνας μες στα ερείπια του αρχαίου και του νεώτερου πολιτισμού και να με συμπαθάς. Η κωμωδία τελείωσε...».
Από όλα τα κείμενα (πάσης φύσεως: δοκιμιακά, μυθοπλασίας, οτιδήποτε) που έχουμε ανακηρύξει προφητικά τα τελευταία χρόνια, αναζητώντας μπούσουλα στο χάος, το μυθιστόρημα Αργώ του Θεοτοκά, του οποίου ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1933, ο δεύτερος το 1936 (απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα), είναι σίγουρα το πιο εντυπωσιακό στη «διαχρονική» του διάσταση και ισχύ. Τι κι αν μεσολάβησαν τόσες κοσμογονίες, τι κι αν υποτίθεται ότι μας απασχολούν πλέον άλλες μετα-υλιστικού τύπου αξίες... Η «προφητική» του υπόσταση παραμένει, και μάλιστα ενισχύεται με την αναβίωση αξιών που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε εκ του ασφαλούς «vintage» και περιθωριοποιημένες, όπως ο εθνικισμός.
Και πού να πάμε, ρε, στην ηλικία μας κιόλας; Μακάρι να 'μαστε Λάνθιμοι, Αντετοκούνμποι και Τσιτσιπάδες, να φεύγαμε σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη, αγκαλιά με τη δόξα και την καταξίωση.
Η κωμωδία δεν τελείωσε πάντως – ούτε και το δράμα. Απλώς έχουν αναμειχθεί σ' ανόσιο υβρίδιο μεταμοντέρνας μυθοπλασίας που δεν κατατάσσεται εύκολα σε συγκεκριμένο αφηγηματικό είδος, όπως το θέαμα (ενός ακόμα) συλλαλητηρίου σαν αυτό που παρακολουθήσαμε (θέλοντας και μη) και τα απόνερα/απόβλητά του εξακολουθούν να πλημμυρίζουν τη μιντιακή «συζήτηση».
Αυτό που φαίνεται να θέλει ο περισσότερος κόσμος είναι να έρθει κάποια στιγμή εκείνη η ώρα που θα μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς τέτοιους αντιπερισπασμούς, που όχι μόνο δεν αφορούν στην πραγματικότητα το ευρύ κοινό αλλά αφιονίζουν τα πιο συντηρητικά και οπισθοδρομικά ένστικτα.
«Πώς μπορούν φιλελεύθεροι, υποτίθεται, πολιτικοί να μη στηρίζουν έστω καταρχάς τη Συμφωνία, με τα όποια στραβά της;» ήταν ένα ερώτημα που άκουγα συχνά αυτές τις μέρες. «Γιατί το τραβάει το θέμα ο Τσίπρας; Τι νομίζει, ότι θα εκθέσει την αντιπολίτευση μέχρι εξάντλησης;» ήταν ένα άλλο. Και ένα κοινό σιχτίρισμα των δύο αυτών συνομιλητών μου: «Ας ψηφιστεί να πάει στο διάολο, στην Ελλάδα είμαστε – ό,τι ψηφίζεται μπορεί να μην κατοχυρώνεται πάντα, αλλά, τουλάχιστον, το αφήνουμε πίσω και συνεχίζουμε».
Υπήρχαν κι άλλες αντιδράσεις, φυσικά, από γνωστούς και φίλους, λιγότερο ψύχραιμες, που θα μπορούσαν να συνοψιστούν στη φράση «πάμε να φύγουμε τώρα». Και πού να πάμε, ρε, στην ηλικία μας κιόλας; Μακάρι να 'μαστε Λάνθιμοι, Αντετοκούνμποι και Τσιτσιπάδες, να φεύγαμε σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη, αγκαλιά με τη δόξα και την καταξίωση. Εμπεριέχουν, εκτός από γνήσια και αυθόρμητη απελπισία, και μια δόση σνομπισμού και ξινίλας τέτοιες αντιδράσεις, εδώ που τα λέμε. Υπάρχει κι αυτός ο κόσμος, ο «λαϊκός κόσμος», πέρα από τα εθνοφασισταριά, το παπαδαριό και τους διάφορους ινστρούχτορες όλου του δεξιού φάσματος, που δεν είναι πάντα όπως μας βολεύει και δεν κατοικεί αποκλειστικά στα τραγούδια του Καζαντζίδη και στους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Είναι αυτός ο κόσμος που παραδοσιακά θέλουμε να αποφεύγουμε όταν βγαίνουμε για διασκέδαση, αυτό είναι όλο.
Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια. Είναι κακό, επίσης, να επιμένεις να ζεις στον προηγούμενο αιώνα, είκοσι-τριάντα χρόνια πίσω: το 1999, φέρ' ειπείν, επί της ακμής της «επίπλαστης ευδαιμονίας», ή το 1989, τότε που γκρεμιζόταν το Τείχος του Βερολίνου, σήμαιναν οι καμπάνες το τέλος της Ιστορίας και η φιλελεύθερη δημοκρατία θα θριάμβευε εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. Δυστυχώς, αυτά τελείωσαν και όταν συνέβαιναν δεν είχαμε καμιά όρεξη για δυσοίωνες προφητείες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια