Τα πιο ανοίκεια ίσως τμήματα των απομνημονευμάτων του Γκάντι με τον τίτλο «Μια αυτοβιογραφία ή τα πειράματά μου με την αλήθεια» (για πρώτη φορά δημοσιεύτηκαν σε σειρά άρθρων του το 1925) στη νέα ανανεωμένη τους έκδοση είναι κάποια παραβολικά ηθικολογικά ανέκδοτα, τα οποία όμως εξηγούν ίσως μέρος της ανθεκτικής δημοτικότητας αυτής της βιογραφίας στον «Ευρω-Χριστιανικό» κόσμο εδώ και έναν αιώνα σχεδόν.
Παρότι όταν έγραψε το βιβλίο, ο Γκάντι ήταν ήδη ο άγαμος πλέον «brahmacharya» που είχε αποκηρύξει τις σωματικές απολαύσεις προς χάρη της πνευματικότητας και της συνειδητοποίησης, περιγράφει με ζωηρές λεπτομέρειες τη ζήλεια ή τη λαγνεία που ένιωθε στην πρώιμη φάση του γάμου του.
Ο ίδιος ο Γκάντι πάντως έδειχνε να έχει πλήρη κατανόηση του γεγονότος ότι η γνώση και η ιστορία ως αφήγηση είναι εγγενώς υποκειμενικά πράγματα – γεγονός που στην εποχή μας βρίσκεται στο στόχαστρο δυνάμεων τόσο από την Αριστερά όσο και από την Δεξιά.
Σύμφωνα με τις περιγραφές του, έκανε έρωτα με τη γυναίκα του Καστούρμπα την ώρα που πέθαινε ο πατέρας του στο ίδιο σπίτι. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, «αυτή η ντροπή του σαρκικού πόθου ακόμα και στην κρίσιμη ώρα του θανάτου του πατέρα μου, είναι μια κηλίδα που δεν κατάφερα ποτέ να σβήσω ή να ξεχάσω». Ακολούθως, επιχειρεί έναν παραλληλισμό ανάμεσα στις αμαρτήματά του και στο γεγονός ότι η σύζυγός του αργότερα έφερε στον κόσμο ένα μωρό που πέθανε λίγο μετά τη γέννα, και προειδοποιεί «όλους εκείνους που σκοπεύουν να παντρευτούν, να διδαχτούν από το παράδειγμά μου».
Σε άλλα σημεία του βιβλίου όμως, προσφέρει από πρώτο χέρι διεισδυτικές περιγραφές του θεσμικού ρατσισμού που καθόριζε το καθεστώς της Νοτίου Αφρικής – όπου εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος μέχρι το 1914 – και άνοιξε το δρόμο για το ακόμα σκληρότερο απαρτχάιντ που επικράτησε αργότερα, ενώ οι σκέψεις σχετικά με το ντύσιμο και την εμφάνιση, αποτελούν δείγματα προβληματισμών της εποχής σχετικά με τη φυλή και την αποικιοκρατία.
Αναρωτιέται, λόγου χάρη, αν η εμφάνισή του με «αλάνθαστο αγγλικό ντύσιμο» θα είναι αρκετή για να τον προστατεύσει από τον ρατσισμό. Κατά τη θητεία του στο Λονδίνο άλλωστε, είχε φροντίσει να απαλλαγεί από κάθε ίχνος «Ινδικής» εμφάνισης για να μην εκτίθεται στη «χλεύη» ή να μοιάζει «στα μάτια των Βρετανών ως βάρβαρος». Τον Γκάντι τον απασχολούσαν ζητήματα πολυπολιτισμικότητας μισό αιώνα περίπου πριν απασχολήσουν τα φιλολογικά έντυπα.
Όταν γράφει σχετικά με τον άγριο πόλεμο των Βρετανών εναντίον του έθνους των Ζουλού, υποστηρίζει ότι η καρδιά του «είναι με τους Ζουλού», σημειώνοντας ότι το γεγονός ότι υπήρξε μάρτυρας φρικαλεοτήτων εναντίον τους τον οδήγησε ακόμα πιο βαθιά στο μονοπάτι της συνειδητοποίησης.
Στην πραγματικότητα όμως, όταν έφτασε στη Νότιο Αφρική, ήταν εμποτισμένος με τυπικές ταξικές και φυλετικές προκαταλήψεις. Πίστευε ότι οι φτωχότεροι Ινδοί μετανάστες ήταν «αδαείς» και «άξεστοι» και δεν θα έπρεπε να έχουν εκλογικά δικαιώματα. Αναφερόταν στους Ζουλού υποτιμητικά ως «κάφρους» και τους αντιμετώπιζε ως «απολίτιστους» και «ταραχοποιούς» ανθρώπους που «ήταν πολύ βρώμικοι και ζούσαν σχεδόν σαν ζώα». Παράλληλα έγραφε άρθρα στα οποία ενθάρρυνε τους Ινδούς να υποστηρίξουν τον πόλεμο εναντίον των Ζουλού, ενώ ο ίδιος είχε δηλώσει εθελοντής στην πλευρά των Βρετανών.
Η διάσημη Ινδή συγγραφέας (του «Θεού των μικρών πραγμάτων» μεταξύ άλλων) Αρουντάτι Ρόι μεταχειρίστηκε πρόσφατα αυτές τις αντιφάσεις σημειώνοντας το πώς ο Γκάντι έκρινε σωστό στην αυτοβιογραφία του να ανιχνεύσει κάποια στοιχεία της ζωής του με αφοπλιστική ειλικρίνεια (όπως αυτά που συνδέονται με τη σεξουαλικότητά του, λόγου χάρη), ενώ υπήρξε πολύ πιο επιφυλακτικός σε ζητήματα κοινωνικής τάξης και φυλής, αρνούμενος να ανασκευάσει προηγούμενες αρχαϊκές απόψεις του, γεγονός που την κάνει να αναρωτιέται αν πραγματικά είχε πάψει να της υιοθετεί.
Στη νέα βιογραφία του Γκάντι με τίτλο "Gandhi: The years that changed the world 1914–1948", ο συγγραφέας του βιβλίου Ramachandra Guha, της απαντά με οργή σχεδόν, δηλώνοντας ότι οι απόψεις της προδίδουν σοβαρό έλλειμμα «ακαδημαϊκής προσέγγισης και κοινωνιολογικής αντίληψης». Για τον ίδιο τον Guha, το συνολικό άθροισμα των λόγων και των έργων του Γκάντι, ασχέτως των όποιων σφαλμάτων και ανακολουθιών, τον καθιστούν μια αναμφισβήτητα προοδευτική μορφή της εποχής του, ειδικά σε ζητήματα φύλου, φυλής, κοινωνικής τάξης και κάστας.
Ο ίδιος ο Γκάντι πάντως έδειχνε να έχει πλήρη κατανόηση του γεγονότος ότι η γνώση και η ιστορία ως αφήγηση είναι εγγενώς υποκειμενικά πράγματα – γεγονός που στην εποχή μας βρίσκεται στο στόχαστρο δυνάμεων τόσο από την Αριστερά όσο και από την Δεξιά. Όπως άλλωστε είχε πει χαρακτηριστικά, «κάθε υπόθεση μπορεί να γίνει αντιληπτή μέσα από επτά τουλάχιστον διαφορετικές οπτικές, οι οποίες είναι όλες ορθές από μόνες τους, αλλά όχι συγχρόνως και όχι στις ίδιες περιστάσεις».
Με στοιχεία από το Times Literary Supplement
σχόλια