Ελένη Ουζουνίδου
Ομολογώ ότι αυτό το διάστημα λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν έχω τον χρόνο και τη δυνατότητα να διαβάσω όσα θα επιθυμούσα.
Με αφορμή την παράσταση στην οποία συμμετέχω, «Τα μάτια» του Πάμπλο Μεσίες, ξαναδιαβάζω Τα Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου του Ρολάν Μπάρτ σε μετάφραση Βασίλη Παπαβασιλείου. Μια ολόκληρη σκηνή του έργου είναι αφιερωμένη στο βιβλίο αυτό, με οδηγίες για το πώς πρέπει να διαβαστεί.
Ο Μπαρτ αναλύει τη γλώσσα του έρωτα, τα στάδια, τα συναισθήματα των ερωτευμένων. Ο Μεσίες ισχυρίζεται πως εάν το βιβλίο το διαβάσεις «στραβά» μπορεί να το παρερμηνεύσεις και να πιστέψεις ότι είναι ωραία να υποφέρεις και ότι μπορεί να μαθαίνεις κι από τον πόνο... γι' αυτό λοιπόν πιστεύει ότι το βιβλίο πρέπει να το διαβάσεις όταν είσαι ψύχραιμος και ήρεμος κι όχι όταν είσαι τυφλωμένος απ' τον έρωτα, απαλλαγμένος απ' το πάθος! Κι έχει δίκιο.
Το προτείνω λοιπόν και εγώ ανεπιφύλακτα σ' όσους πρόκειται να ερωτευτούν και κυρίως σ' αυτούς που ερωτεύτηκαν στο παρελθόν και πιστεύουν πως απέτυχαν, για να ερωτευτούν καλύτερα την επόμενη φορά, πιο βαθιά και πιο ουσιαστικά.
Μιχάλης Σαράντης
Αυτή την περίοδο διαβάζω αποσπασματικά και συνήθως λίγο πριν από την παράσταση τρία βιβλία που με αφυπνίζουν και με παρηγορούν το κάθε ένα με τον τρόπο του. Δύο στα οποία επιστρέφω κατά καιρούς και ένα που βρήκα με αφορμή τη συγκατοίκησή μας με τον Παπαβασιλείου στη Φρυνίχου.
Ο Εκκλησιαστής είναι φαινομενικά η πιο σκοτεινή προσευχή του κόσμου. Και λέω φαινομενικά γιατί η λειτουργία του είναι σχεδόν παυσίπονη και μου έχει σηκώσει πολύ βάρος από τις πλάτες μου αρκετές φορές.
Κάτι που μου κάνει και ο Λεντς του Μπύχνερ, μόνο που εκεί τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Για να ανακουφιστείς διαβάζοντας τον Λεντς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χρειαστεί πρώτα να μπεις σε μαύρη τρύπα. Αυτή που μας περιμένει όλους στη γωνία και εμείς κάνουμε ότι δεν την βλέπουμε και μιλάμε, ζούμε ή κάνουμε τους κοινωνικούς, λες και δεν υπάρχει.
Και για να μην σας βαραίνω, θα κλείσω με το Γράμμα στους ηθοποιούς του Valere Novarina, σε μετάφραση του Παπαβασιλείου, το οποίο, ανάμεσα σε αλλά, μου υπενθυμίζει ότι καλός ηθοποιός είναι αυτός που κάθεται και παιδεύεται με το πιο απλό και συνάμα πιο δύσκολο πράγμα. Να αναπνέει.
Βασίλης Χαραλαμπίδης
Πάντα πίστευα στη συνεχόμενή μας εξέλιξη, παράλληλα με αυτή του κόσμου γύρω μας. Πάντα είχα την αντίληψη ότι μοιραία και δαρβινικά ο άνθρωπος είναι όλο και πιο έξυπνος. Πάντα ένιωθα ότι μέσα από τις εμπειρίες μου κάθε μέρα γίνομαι πιο ικανός, πιο έξυπνος και πιο κοινωνικός.
Και όλα αυτά κατέρρευσαν από την ανάγνωση της πρώτης σελίδας του βιβλίου Το Eξημερωμένο Mυαλό από τον Bruce Hood. Τι τρομερή η συνωμοσία της φύσης κατά του φανταστικού εξελιγμένου εαυτού μου. Πώς με ξεγέλασε έτσι, για την επιβίωση του είδους. Μα φυσικά όλα γι' αυτό τον σκοπό γίνονται γύρω μας, απλά και πρακτικά, και όχι για τη δημιουργία μιας πανέξυπνης φανταστικής μηχανής.
Προφανώς τώρα καταλαβαίνω ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει πια την αγωνία της επιβίωσης, απροστάτευτος μέσα στη φύση. Πλέον συνυπάρχουμε και συναλλασσόμαστε.
Για να επικρατούμε στον κόσμο πρέπει σιγά σιγά να γινόμαστε και λίγο πιο χαζοί. Ο κοινωνικός άνθρωπος σήμερα πρέπει να σκέφτεται λιγότερο να είναι πιο ανεκτικός και πιο μαλθακός ώστε να λειτουργεί πιο αρμονικά μέσα στην κοινωνία που κατασκεύασε.
Όλα τα είδη βρίσκουν τρόπους, κατασκευάζουν μηχανισμούς που τα κάνουν πιο ανθεκτικά μέσα στον χρόνο κι όχι υποχρεωτικά πιο έξυπνα.
Διαβάζω έκπληκτος για τα μαλάκια που ζουν στον ωκεανό και ταξιδεύουν για να βρουν τον τέλειο βράχο όπου θα γαντζωθούν για πάντα. Όταν το καταφέρνουν αυτό, το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να κόβουν και να πετάνε τον εγκέφαλό τους, που είναι το πιο ενεργοβόρο όργανό τους και άχρηστο πια, αφού βρήκαν τον τελικό τους προορισμό.
Νίκος Πάστρας
Αυτές τις μέρες διαβάζω το High Rise, μια αρρωστημένα διασκεδαστική, δυστοπική, λανθάνουσα sci-fi νουβέλα του Τζ. Γκ. Μπάλαρντ για τη ζωή σε έναν υπερσύγχρονο ουρανοξύστη, μια μικρή κατακόρυφη πόλη, όπως την περιγράφει, όπου η αποξένωση, ο ταξικός διαχωρισμός και η ανθρώπινη φύση οδηγούν τους ενοίκους του στο χάος. Καθόλου τυχαία το High Rise ήταν από τα αγαπημένα βιβλία του Ίαν Κέρτις.
Με το σύμπαν του Μπάλαρντ ήρθα πρώτη φορά σε επαφή μέσω του Crash, της ταινίας του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του. Αυτό ήταν και το πρώτο του βιβλίο που διάβασα. Ακολούθησαν η Έκθεση Ωμοτήτων και οι Άνθρωποι του Μιλένιουμ.
Αυτό τον καιρό, αφού κάλυψα το (τεράστιο όπως αποδείχθηκε) κενό που είχα στον Μπρετ Ίστον Έλις, στράφηκα προς ένα είδος που ποτέ δεν αγαπούσα ιδιαίτερα, το sci-fi (όπως και στο σινεμά, πάντα προτιμούσα τον τρόμο).
Ο φίλος μου, Γιάννης Βεσλεμές, μου έδωσε να διαβάσω τον Δρ. Άντερ του Κ. Γ. Τζέτερ, ένα τρελό, άγνωστο προς εμένα, παραληρηματικό, ψυχεδελικό sci-fi, όπου με pulp μαεστρία προφητεύει το cyberpunk και τη «νέα σάρκα» της μυθολογίας (πάλι) του Κρόνενμπεργκ.
Αυτό με οδήγησε στο να ξαναπιάσω τον Μπάλαρντ, ξεκινώντας από την Πλημμύρα (που βρισκόταν στη βιβλιοθήκη μου καμιά εικοσαριά χρόνια), συνεχίζοντας τώρα με το High Rise, με επόμενο σταθμό τον Κρυστάλλινο Κόσμο.
Διαμάντη (Αμάντα) Κριτσωτάκη
Ο πρώτος άνθρωπος είναι το τελευταίο έργο του Αλμπέρ Καμύ που βρέθηκε χειρόγραφο στην τσάντα που είχε μαζί του στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα όπου σκοτώθηκε και με αυτόν κλείνει ξαφνικά ο συγγραφικός του κύκλος, χωρίς επανάσταση. Δεν πρόλαβε να το ξαναδουλέψει, ήξερε όμως ότι ήθελε να τελειώνει απότομα.
Για εμένα, O πρώτος άνθρωπος είναι όπως ο πρώτος αριθμός, διαιρείται μόνο με τον εαυτό του και με το ένα, αφού είναι ο ίδιος. Στις σελίδες του αυτοβιογραφικού αυτού βιβλίου διέκρινα έναν συγγραφέα με χέρια και μάτια σμιλεμένα από την άμμο της Αλγερίας και βλέμμα να καρτερά το απόλυτο εκεί που συγχωρεί το λίγο του ανθρώπου.
Ο Καμύ έγραψε αυτό το έργο λαχταρώντας το χρώμα των παιδικών του χρόνων και τη μυρωδιά της θάλασσας που τον χώριζε από μια πατρίδα, κάθε φορά που τη διέσχιζε.
Γιος Γάλλων αποίκων που μεγάλωσε στην Αφρική, παράταιρος στη γαλλική μεγαλοαστική τάξη μέσα στην οποία κινούνταν ως επιφανής λογοτέχνης του καιρού του. Το βιβλίο μιλάει για όσα βαθιά καθόρισαν αυτό τον συγγραφέα που λάτρεψε τον άνθρωπο με τις πιο τρωτές πλευρές του.
Μεγαλώνοντας με μια μάνα κωφή, θέλησε να εκφράσει μ' ένα θάρρος ανυποχώρητο όσα εκείνη δε μπορούσε κι όσα, καθένας που φοβόταν, έκλεινε με τη χούφτα του το στόμα του για να μην πει. «Αν ήταν να διαλέξω ανάμεσα στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τη μάνα μου, θα διάλεγα τη μάνα μου» είπε.
Στο γράμμα του στον Ρενέ Σαρ έγραψε: «... δεν μπορείς να ζεις παρά με πλάσματα που σ' ελευθερώνουν, που σ' αγαπούν με μια στοργή το ίδιο ανάλαφρη να δεχτείς, όσο δυνατή να αισθανθείς». Και μοναχά για αυτό νιώθω σαν να τον ξέρω.
Το βιβλίο μπορεί κανείς να το βρει από τις εκδόσεις Λιβάνη σε μετάφραση των Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ και Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν.
Ειρήνη Φαναριώτη
Δεν γνώριζα την ύπαρξη αυτού του βιβλίου. Το διάλεξα, σε ένα ταξίδι στο Δουβλίνο, κυρίως από το εξώφυλλό του. Καμία πληροφορία για το περιεχόμενό του στο οπισθόφυλλο. Μόνο τα έξι κεφάλαια που αφηγούνται τις σκέψεις μιας φανταστικής γυναίκας, μέσα από τη γραφή της Βιτζίνια Γουλφ, πάνω στη σχέση γυναίκας και λογοτεχνίας.
Η γυναίκα αυτή παρουσιάζεται σαν μια υποτιθέμενη αδελφή του Σαίξπηρ και εξετάζεται εδώ πώς κι αν θα μπορούσε να αξιοποιήσει κι αυτή, ανάλογα με τον αδελφό της, το δικό της ταλέντο στη λογοτεχνία.
Η ίδια η Βιρτζίνια Γουλφ στο βιβλίο της Το Καταδικό μου Δωμάτιο τολμά να εκφράσει πως για να μπορέσει μια γυναίκα να ασχοληθεί και να γράψει λογοτεχνία πρέπει να έχει χρήματα κι ένα δικό της δωμάτιο που θα παράξει το έργο της αυτό.
Τολμά να προτείνει κάτι τέτοιο σε μια εποχή στην οποία ούτε καν η εκπαίδευση δεν ήταν αυτονόητη για τις γυναίκες, αφού το δοκίμιο εκδόθηκε το 1929 και στηρίχτηκε πάνω σε δύο διαλέξεις της Γουλφ του 1928.
Το διαβάζω από το πρωτότυπο κείμενο για να κωδικοποιήσω ακόμη πιο πιστά την τολμηρή γραφή της Γουλφ που σε αυτό το δοκίμιο μιλά ανοιχτά και παλεύει για την ελευθερία της έκφρασης και την προσωπική, κοινωνική και οικονομική ανεξαρτησία. Θέματα που δεν είναι δεδομένα ακόμη και σήμερα για ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών.
Αλλά κι ο τρόπος γραφής της Γουλφ, ο τρόπος που μπλέκει την πραγματικότητα με τη φαντασία, ακόμη κι αν θέλει να μείνει πιστή στην αποτύπωση της πραγματικότητας, παραδέχεται πως είναι δουλειά του αναγνώστη να ψάξει για την αλήθεια και να αποφασίσει πιο κομμάτι αξίζει για εκείνον να κρατήσει.
Το διαβάζω σε μια περίοδο που ακούω για όλο και περισσότερες κακοποιήσεις γυναικών, τέσσερις αυτοκτονίες μέσα σε μία ημέρα, εικόνες με γυναίκες στοιβαγμένες σε λάκκους. Αναρωτιέμαι πόσο τελικά έχουν αλλάξει τα πράγματα.
Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβάσουν όλες οι γυναίκες, οι γυναίκες με καλλιτεχνικές και συγγραφικές ανησυχίες αλλά και οι ποιήτριες της καθημερινότητας, οι μητέρες, οι εργαζόμενες που δεν έχουν χρόνο για τον εαυτό τους, αλλά και κάθε άνθρωπος που θέλει να αισθάνεται ελεύθερος να δημιουργήσει και να εκφραστεί.
Κωνσταντίνα Παπάζογλου
Όταν άνοιξα τα Κοκάλινα Ρολόγια, δεν μπορούσα καν να φανταστώ σε τι αναφέρεται ο τίτλος του. Σίγουρα όχι στους απλούς, θνητούς ανθρώπους.
Γρήγορα κατάλαβα πώς ο Ντέιβιντ Μίτσελ χρησιμοποίησε την ιδέα που είχε χρησιμοποιήσει παλιότερα ότι οι ψυχές μεταφέρονται από σώμα σε σώμα, κερδίζοντας έτσι την αθανασία. Κι όπως σε κάθε βιβλίο φαντασίας, η ιδέα αυτή οδηγεί σε μια μάχη μεταξύ του καλού και του κακού. Είναι τόσο απλό και ταυτόχρονα τόσο περίπλοκο.
Τα Κοκάλινα Ρολόγια του Ντέιβιντ Μίτσελ είναι ένα βιβλίο για τη ζωή, τον θάνατο, τη ματαιοδοξία και τη μοναξιά. Ο Μίτσελ, πιστός στο ύφος του, συνθέτει για ακόμα μια φορά ένα πολύ ιδιαίτερο πολυφωνικό μυθιστόρημα, που ξεπερνάει τα όρια κάποιου συγκεκριμένου είδους. Είναι ένα κομμάτι στο παζλ του σύμπαντος που τόσα χρόνια χτίζει επιμελώς ο συγγραφέας.
Εξάλλου, είναι μεγάλη ευχαρίστηση να συναντάς ξανά χαρακτήρες που είχες αγαπήσει παλιότερα. Είναι σίγουρα από τα βιβλία που θα επισκέπτομαι ξανά και ξανά για να ανακαλύψω και τα υπόλοιπα μυστικά του.
Γιώργος Παπαγεωργίου
Ο μόνος λόγος που θέλω να μιλήσω για αυτό το βιβλίο είναι για να μοιραστώ μια ιστορία. Ξεκίνησα να διαβάζω τον Θείο Βάνια του Τσέχωφ στην εξαιρετική μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, χωρίς να έχω δει κάποια παράσταση στην οποία χρησιμοποιήθηκε.
Είχα λοιπόν το περιθώριο να μπω ανεμπόδιστα στον «χώρο της ιστορίας» του Τσέχωφ χωρίς να προηγούνται εικόνες από συγκεκριμένο ανέβασμα. Ξεκίνησα λοιπόν την ανάγνωση βράδυ, μου άρεσε πολύ ότι είχα να κάνω με μια μετάφραση που υποστηρίζει έναν «λόγο» σύγχρονο, άλλα όχι μοντέρνο.
Και σελίδα τη σελίδα, ήρθαν ο Βάνιας, ο Άστρωφ, η Ελένα και η Σόνια και έγιναν οικείοι. Και ήρθε και όλη η υγρασία της Ρωσίας και έγινε ελληνική, χωρίς υπερβολές, χωρίς προσπάθεια.
«Καμιά φορά οι άνθρωποι όταν δεν έχουν ζωή, ζούνε με ψευδαισθήσεις» – ήρθε και η φράση αυτή. Και ακολούθησαν οι αυλαίες στο τέλος κάθε πράξης. Και αυτή η αγάπη που δεν αντέχεται. Και αυτό το βάρος, που έρχεται ο Βάνιας (και η καρδιά του η βαριά) για να στο δώσει και μετά, μαζί με το δικό σου, να τα πάρει όλα πίσω.
Και βρέθηκα το επόμενο πρωί, με τον καφέ στο χέρι, στο γραφείο μου να αφήνω κάτω το βιβλίο και να χτυπάει ο τελευταίος μονόλογος της Σόνια στο κεφάλι μου σχεδόν σαν απάντηση. Για μένα. Και ήρθε αυτή η ρώσικη η υγρασία και έγινε δική μου.