Ενώ οι φωτορεπόρτερ εστιάζουν στα πρόσωπα, στα looks και στις τουαλέτες στο κόκκινο χαλί και τα φόρουμ εξακολουθούν να ζυγιάζουν το #metoo και τη βελτίωση των συνθηκών, ο κόσμος του σινεμά συγκρίνει και εκτιμά τις σκηνοθέτιδες που επιλέχθηκαν με σημαντικά αυξημένο ποσοστό στο φετινό διαγωνιστικό πρόγραμμα. Το στοίχημα παραμένει το ίδιο: αν θα μπορέσει κάποια από αυτές να επαναλάβει τον άθλο της Τζέιν Κάμπιον με τα «Μαθήματα Πιάνου», τη θηλυκή εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον ανδροκρατούμενο κανόνα, καταφέρνοντας να αποσπάσει τον Χρυσό Φοίνικα για δεύτερη φορά σε 72 χρόνια ‒ και ποια θα είναι αυτή;
Οι υπερθετικές γνώμες δικαίως συγκλίνουν προς τη Σελίν Σιαμά με το «Portrait de la jeune femme en feu». Μεταφράστε όπως νομίζετε τις δύο τελευταίες λέξεις: έξαψη, πάθος, φωτιά. Και οι τρεις είναι σωστές και ανταποκρίνονται στην εύφλεκτη δίνη της Ελοΐζ (Αντέλ Ενέλ, καθηλωτική), το αντικείμενο του καλλιτεχνικού και ερωτικού πόθου της ζωγράφου Μαριάν (Νοεμί Μερλάν).
Αντίθετα από τη σύγχρονη «Ζωή της Αντέλ» ή τη βικτοριανή «Υπηρέτρια», που επίσης είχαμε δει για πρώτη φορά στις Κάννες, η ταινία της δημιουργού του «Girlhood» συνδυάζει το κλασικό πλαίσιο και τη μοντέρνα προσέγγιση με μια ευπρόσδεκτη δόση θεματικού αναχρονισμού στην ιστορία που εκτυλίσσεται στη Βρετάνη του 1770.
Μαζί με τον Αλμοδόβαρ, και με τον Ταραντίνο σχεδόν εκτός συναγωνισμού (απρόβλεπτη η εκτίμηση της επιτροπής), η Γαλλίδα Σελίν Σιαμά είναι ακλόνητο φαβορί για ένα μεγάλο βραβείο και γιατί όχι το κορυφαίο, που διέφυγε στο τσακ από τη Ναόμι Καβάζε.
Η πορτρετίστα κατά παραγγελία, κόρη πεπειραμένου ζωγράφου, που τολμά να εκφράσει τα προσωπικά της συναισθήματα με τον πίνακα μιας νέας γυναίκας βαθιά θλιμμένης και ταυτόχρονα γοητευτικά αψυχολόγητης, εισχωρεί σταδιακά σε έναν απροσδόκητο κύκλο γυναικών που την απελευθερώνει οριστικά, σε μια σειρά από γεγονότα και καταστάσεις εικαστικά και αφηγηματικά συναρπαστικές.
Η χημεία ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες χτίζεται μέσα στην κρίσιμη ζώνη ανάμεσα στην αναπόφευκτη αυστηρότητα της εποχής και τις ανάσες που συλλαμβάνουν από τη διεύθυνση της Σιαμά. Με τη φροντίδα και την καθολική επιμέλεια της Σιαμά κανένα βλέμμα, ούτε μία λέξη, και καμία πινελιά, κυριολεκτικά και συμβολικά, δεν ξοδεύονται δωρεάν. Ο ρομαντισμός, όχι αυτός του μυθιστορηματικού αναστεναγμού, αλλά η ζορισμένη ψυχή που ασφυκτιά, ποθεί και ονειρεύεται, παντρεύεται με μια σοβαρή σπουδή στην Τέχνη και στην κοινωνία.
Μαζί με τον Αλμοδόβαρ, και με τον Ταραντίνο σχεδόν εκτός συναγωνισμού (απρόβλεπτη η εκτίμηση της επιτροπής), η Γαλλίδα σκηνοθέτις είναι ακλόνητο φαβορί για ένα μεγάλο βραβείο και γιατί όχι το κορυφαίο, που διέφυγε στο τσακ από τη Ναόμι Καβάζε.
Η Αυστριακή Τζέσικα Χάουσνερ έκανε τελικά ένα λανθιμικό έργο, όπως είχαν υπονοήσει η σύνοψη και το τρέιλερ της ταινίας της «Little Joe». Ο χειρισμός της αγγλικής γλώσσας την πρόδωσε στην ακρίβεια και στο χιούμορ, σαν να μην εφαπτόταν ποτέ η creepy ιστορία των καλλιεργημένων φυτών που προκαλούν ακατανίκητη ευφορία στην υποκριτική προσέγγιση των κατά βάση Βρετανών ηθοποιών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της χειρουργικά εκτελεσμένης και γυρισμένης ταινίας ήταν η έλλειψη θεματικού πλούτου: μια ιδέα που στα χέρια των Λάνθιμου-Φιλίππου θα χρησίμευε ως εφαλτήριο για στροφές και ανατροπές στην κάμερα της Χάουσνερ μοιάζει με εξαντλημένη μικρού μήκους άσκηση. Σε σύγκριση με τη θέρμη και την ατμόσφαιρα που αναδίδει το επίσης μεταφυσικών προεκτάσεων «Atlantiques» της Ματί Ντιόπ, χάνει κατά κράτος.
Η Ζιστίν Τριέ έχει αρχίσει να ειδικεύεται σε πορτρέτα γυναικών, όχι σε κάψα αλλά στα πρόθυρα νευρικής κρίσης κι ακόμα παραπέρα. Μετά τη «Βικτόρια» και πάλι η Βιρζινί Εφιρά πρωταγωνιστεί σε ταινία της, στον ρόλο της Sybil. Το όνομα Σίβυλλα μόνο ως περιπαικτικό μπορεί να εκληφθεί για μια ψυχαναλύτρια: η μάντισσες των αρχαϊκών χρόνων προφήτευαν χωρίς να ερωτηθούν, αντίθετα με τις «μισθωτές» ομολόγους τους στα μαντεία, τη στιγμή που μια ψυχίατρος απαντά συνήθως με ερωτήσεις και σκαλίζει το παρελθόν.
Όταν μια καταρρέουσα ηθοποιός (Αντέλ Εξαρχόπουλος) την πιέζει να τη δεχτεί, παρά την απόφαση της Σίμπιλ να σταματήσει τη δουλειά της για να επιστρέψει στη συγγραφή μυθιστορημάτων, έρχεται αντιμέτωπη με μια ιστορία πάθους που την εμπνέει ‒ και τελικά τη δανείζεται, για να την οικειοποιηθεί. Αλλά μπλέκει προσωπικά, εκτίθεται και ξεγυμνώνεται. Η απόσταση και ο έλεγχος πάνε περίπατο, το ίδιο και η αξιοπρέπειά της. Το χειρότερο είναι πως ανακαλύπτει ότι ο χειρότερός της φόβος, δηλαδή ότι δεν έχει ξεπεράσει τα πιο κρίσιμα εδάφια της ζωής, τον θάνατο της μητέρας της, τον χωρισμό της από τον άνδρα που πόθησε περισσότερο και από τον οποίο έχει μια μικρή κόρη, επιβεβαιώνεται.
Η Τριέ δεν κρύβει τη συμπάθειά της για μια ηρωίδα που πασχίζει να ορίσει εκ νέου τις χαμένες ισορροπίες της και στην προσπάθειά της να είναι «εντάξει» σε όλα τα μέτωπα να χωρέσει την ακυρωμένη επιθυμία. Δεν είναι εύκολο για τον θεατή να ξεχάσει πως μια γυναίκα σκηνοθετεί, συνεπώς βλέπει το σεξ με τα δικά της μάτια.
Η Τριέ, από τη δική της μεριά, επιμένει σε δηλώσεις της πως είναι κάτι παραπάνω από μια γυναίκα σκηνοθέτις, λέγοντας μάλιστα πως είναι παράλογο οι μισοί φοιτητές της πιο διάσημης κινηματογραφικής σχολής στο Παρίσι, της Femis, να είναι γυναίκες, αλλά οι άνδρες που τελικά υπογράφουν ταινίες μεγάλου μήκους να αποτελούν το 80% στην πράξη.
Το «Sibyl» παρουσιάζει αδυναμίες κινηματογραφικής έκφρασης σε πολλές στροφές της λοξής, αντιδεοντολογικής διαδρομής της παρεμβατικής πρωταγωνίστριας, αλλά δεν παραλείπει να επισημαίνει τις μικρές κατακτήσεις της, ακόμα και μέσα από τα μεγάλα ρεζιλίκια στα οποία επιδίδεται ‒ η Εφιρά ενηλικιώνεται ακόμη εντονότερα σε κάθε της κινηματογραφικό βήμα.
To γαλλικό τρέιλερ της ταινίας Sibyl
σχόλια