Οι γονείς μου ήταν Μικρασιάτες. Εκεί τους ξέβρασε το κύμα της προσφυγιάς το 1922. Η μάνα μου άφησε τη Σμύρνη στα 13 της κι ο πατέρας μου τα Βουρλά στα 11 χρόνια του. Πέρασαν πολλά. Στην Κατοχή έχασαν τα δυο πρώτα αγόρια τους, τριών και δύο χρόνων.Οι γονείς μου θυμούνταν χωρίς να μισούν κι αγωνίζονταν χωρίς να παραπονιούνται. Αγάπησαν τα Χανιά. Είδαν την πόλη σαν αγκαλιά για τα επτά παιδιά που ανάθρεψαν. Και οι δυο έφυγαν από τη ζωή το 2010, πρώτος ο πατέρας μου στα 99 και λίγο μετά η μάνα μου, στα 101.
• Είχα πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία, κι ας μην έπιασα ποτέ ως παιδί αγοραστό παιχνίδι ή παιδικό βιβλίο, κι ας φορούσα, με τρεις αδελφές μεγαλύτερες, ρούχα τέταρτο χέρι. Έτσι ζούσανε πάνω-κάτω σε όλα τα σπίτια.
Ξεκινάω πάντα να γράφω ένα βιβλίο, γνωρίζοντας μόνο δυο πράγματα. Τον τίτλο του βιβλίου και το πώς τελειώνει. Η προεργασία για τον τίτλο και το τέλος οριστικοποιούν και φορμάρουν και την κεντρική ιδέα. Δίχως αυτά δεν παίρνω μπρος. Ο τίτλος είναι οδηγός και το τέλος στόχος.
• Πολύ μικρή, στα 6, στα 8, νόμιζα πως πόλη σημαίνει Χανιά και το Παρίσι, το Λονδίνο, η Μόσχα, η Νέα Υόρκη, που έβλεπα στους σινεμάδες, ήταν ψέματα του κινηματογράφου. Άκουγα στο ραδιόφωνο τραγούδια-αφιερώσεις σε μετανάστες και στο μυαλό μου το Μόναχο, το Σικάγο και η Μελβούρνη είχαν βενετσιάνικο Φάρο, ταμπακαριά, Σπλάντζια για Μικρασιάτες και «Απόλλωνα», τον κινηματογράφο δίπλα στο σπίτι μας.
Υπήρξα η μασκότ του, στο τζάμπα. Και τις καθημερινές είχα το ελεύθερο να τρυπώνω και να βλέπω ακόμα και τις ακατάλληλες ταινίες. Αργότερα, στην εφηβεία, τα σοκάκια γύρω απ' το λιμάνι, με αέρα, βροχή και δίχως τουρίστες τότε, έγιναν στα μάτια μου η παπαδιαμαντική Σκιάθος. Τα Χανιά, λοιπόν, μου έκαναν ως πραγματικότητα, μου έλυναν και τη φαντασία.
• Στην Αθήνα πήγα το 1970, στα 18. Στο σχολείο, στο σπίτι, μιλούσα πολύ γρήγορα και με φώναζαν «δικηγόρο» και «πολυβόλο». Βρέθηκα, λοιπόν, στη Νομική χωρίς να το πολυσκεφτώ. Όλη μου η φούρια ήταν να πάρω μέρος στον χαμό μιας μεγαλούπολης.
• Σύντομα βρέθηκα να δουλεύω ως σκιτσογράφος σ' εφημερίδες και περιοδικά, γιατί είχα μια σφοδρή ανάγκη για προσωπική έκφραση κι έναν φόβο γι' αυτό που λαχταρούσα περισσότερο, το γράψιμο. Τα σκίτσα ήταν το πρώτο διστακτικό ταξίδι του χεριού μου στο χαρτί, μια δοκιμή ίσα για να ξεθαρρέψω.
Έστυβα το μυαλό μου να κατεβάσω ιδέες χωρίς λόγια. Τα χάρτινα ανθρωπάκια ήταν μαθητεία στην ευγλωττία της σιωπής και συνάμα άσκηση στη σαφήνεια των λέξεων, του νοήματος που έπρεπε να προκύψει στη σκέψη των αναγνωστών του περιοδικού ή της εφημερίδας.
• Τη μετάβαση απ' το σκίτσο στο γράψιμο την έκανα με το ίδιο χαρτί, κόλλες Α4, το ίδιο μαύρο μαρκαδοράκι, τους ίδιους πρωταγωνιστές, καθημερινούς ανθρώπους από άσημα σπίτια, το ίδιο άγχος μήπως τους αδικήσω και τον ίδιο νόστο για ανθρωπιά.
Ξεκινάω πάντα να γράφω ένα βιβλίο, γνωρίζοντας μόνο δυο πράγματα. Τον τίτλο του βιβλίου και το πώς τελειώνει. Η προεργασία για τον τίτλο και το τέλος οριστικοποιούν και φορμάρουν και την κεντρική ιδέα. Δίχως αυτά δεν παίρνω μπρος. Ο τίτλος είναι οδηγός και το τέλος στόχος.
• Τους ηλικιωμένους ανθρώπους δεν τους απέφευγα και δεν τους βαριόμουνα ούτε στα νιάτα μου, γι' αυτό είναι και πολύ συχνά ήρωες στα βιβλία μου. Κυνηγούσα τη ματιά τους, τα χέρια τους, τα λόγια τους. Καφεδάκι, τσιπουράκι και κουβέντα για τα κηπευτικά, τα πρόβατα, τους κεραυνούς, τους τραγουδιστές, τον πόλεμο, τις νηοπομπές, τα ερωτικά, τα κομματικά.
Τώρα που υφίστανται τη μαγική και απηνή δίωξη των συντάξεων πείνας και της αναδουλειάς ή ανεργίας των παιδιών κι εγγονών τους, σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι ποια κυβέρνηση, ποιοι πολιτικοί θα σκιστούν να τους δώσουν μια χαρά, μια μεγάλη χαρά, να την προλάβουν όσο ζουν;
• Την Αθήνα στις τωρινές συνθήκες δεν μπορώ να παρά να την πονώ και να την αγαπώ. Τέτοιες ώρες δεν μου κάνει καρδιά να επιμείνω στ' αθάνατα κουσούρια, στην έλλειψη πάρκων και υποδομών, στο σκουπιδομάνι, στην κακομεταχείριση της πόλης από δημοτικές αρχές και δημότες. Η κατάσταση υπερβαίνει αυτές τις χρόνιες εντυπώσεις. Η σημερινή Αθήνα είναι ζωντανή δυσφήμηση του πολιτικού συστήματος Ελλάδας κι Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χιλιάδες στοιβαγμένοι μετανάστες, χιλιάδες λουκέτα, εγκληματικότητα, διαδηλώσεις απολυμένων και υποψηφίων για απόλυση, σιδερόφραχτα ρολά, ατέλειωτες ουρές σε ΙΚΑ, ΔΕΗ, ΟΑΕΔ, σκοτεινοί δρόμοι, διαβάτες που βιάζονται και παραμιλούν, σαλταρισμένες φάτσες. Εδώ φιλοξενήσαμε την «πρεμιέρα» και προβάλλουμε τα «προσεχώς» και άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, όπως δείχνουν οι αριθμοί της ύφεσης, οι εξελίξεις στα εργασιακά και το πυρ ομαδόν των ισχυρών κατά του κοινωνικού κράτους.
• Ξεκινάω πάντα να γράφω ένα βιβλίο, γνωρίζοντας μόνο δυο πράγματα. Τον τίτλο του βιβλίου και το πώς τελειώνει. Η προεργασία για τον τίτλο και το τέλος οριστικοποιούν και φορμάρουν και την κεντρική ιδέα. Δίχως αυτά δεν παίρνω μπρος. Ο τίτλος είναι οδηγός και το τέλος στόχος. Δρόμος, όμως, δεν υπάρχει. Πρέπει να τον σκάψω εγώ. Με τίτλο και τέλος είμαι πιο συγκεντρωμένη στη χάραξη, πιο προσεκτική στα χαντάκια, πιο θαρραλέα στα απρόοπτα, πιο απερίσπαστη στο σημαντικό βήμα-βήμα και πιο ελεύθερη να λοξοδρομώ από περιέργεια, να κοντοστέκομαι και να σημαδεύω όσα αξίζουν στη διαδρομή.
Προτιμώ τις συνηθισμένες μέρες του χρόνου και όχι τις τυμπανοκρουσίες των κατορθωμάτων του, ιδού τα Χριστούγεννα, χειροκροτήστε την Πρωτοχρονιά, εμπρός για τα γιούργια των εορτών και τη γενική επιστράτευση του Πάσχα.
• Με το Καιρός Σκεπτικός επέστρεψα ξανά, μετά από χρόνια, στα διηγήματα. Αυτό έγινε γιατί όσα ζούμε μου επέβαλαν τον χαρακτήρα του επείγοντος και η μικρή φόρμα ανταποκρίνεται στα γρήγορα. Ένιωθα καταπλακωμένη από ποσά, τόσα τα χρέη, τόσα τα ελλείμματα, τα πανωτόκια, οι μίζες, οι φευγάτες καταθέσεις, οι φόροι, τα χαράτσια, οι δόσεις, αμάν-αμάν η δόση, μη χάσουμε τη δόση, πάνω απ' όλα η δόση. Ξέφυγα, λοιπόν, στα κλεφτά, με απλές ιστορίες εδώ κι εκεί, σε γειτονιές κι επαρχίες, με ήρωες που μοχθούν και ποθούν και πενθούν και πορεύονται μονάχοι, ερήμην του πολιτικού συστήματος.
• Προτιμώ τις συνηθισμένες μέρες του χρόνου και όχι τις τυμπανοκρουσίες των κατορθωμάτων του, ιδού τα Χριστούγεννα, χειροκροτήστε την Πρωτοχρονιά, εμπρός για τα γιούργια των εορτών και τη γενική επιστράτευση του Πάσχα. Οι χρονιάρες μέρες των εννέα διηγημάτων του Καιρός Σκεπτικός δεν είναι πολύ γιορτινές, δεν βασιλεύουν τα παιδάκια, οι περισσότεροι ήρωες είναι μεγάλης ηλικίας, οι ιστορίες σημαδεύονται από την κρίση, αλλά φωτίζουν καημούς και συναισθήματα που σιγοκαίνε στις καρδιές ολοχρονίς και μοναξιές ανθεκτικές στα χρόνια.
• Παρόλο που είχα προτάσεις ν' ασχοληθώ με την πολιτική, δεν το δέχτηκα ποτέ, γιατί δεν ανήκω στη φυλή των πολιτικών. Και ως σκέτος πολίτης κάνω φάουλ και πολλές μουντζούρες, όπως στα χειρόγραφα. Μου αρκεί να ζυγίζω τις πολιτικές στο καντάρι της καθημερινότητας με μυθιστορήματα και διηγήματα για ναυτικούς, βοσκούς, εκπαιδευτικούς, κομμώτριες, νοσοκόμες, παζαριώτισσες. Αυτό προσπαθώ, δεν είμαι γι' άλλα.
• Αναρωτιέμαι μήπως κατάντησα γραφική, μιλώντας κάθε τόσο για την ανάγκη ενότητας της Αριστεράς, ή μήπως ξεμπερδεύω με ευχολόγια. Δεν χρειάζομαι βοήθεια για να εμπεδώσω πόσο άθλια είναι τα μνημόνια, αυτά τα πιάνω από μόνη μου, βλέποντας τι μαίνεται γύρω μου, τι συμβαίνει στο σόι μου, στο σπίτι μου.
Οι αριστερές δυνάμεις μένουν στο τι είναι κακό. Δεν μπορούν να προχωρήσουν στα αμέσως επόμενα βήματα. Και δεν το ψάχνουν μαζί, μπας και ξεμπλοκαριστούν από τα ίδια και τα ίδια. Πολλοί «γκουρού», πολλές διαφορετικές διευθύνσεις, πολύ χώρια. Ασυγχώρητη αλαζονεία όταν υποφέρει τόσος κόσμος, όταν τα βρίσκουν οι αντίπαλο.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 24.11.2011