Η Βενετία δεν προϋποθέτει την ευγένεια. Την απαιτεί. Ο δήμαρχος της πόλης πρόσφατα επέβαλε πρόστιμα και εξανάγκασε σε αστική απέλαση τους ανυπότακτους τουρίστες που έβγαζαν δημοσίως το μπλουζάκι τους, δροσίζονταν στα σιντριβάνια ή έφτιαχναν instant καφεδάκι στα σκαλιά των μνημείων. Ακριβώς απέναντι, το Φεστιβάλ στο Λίντο απέκρουσε με σιωπηλή ευγένεια τις αυξανόμενες φωνές περί κοινωνικής κώφωσης. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Αλμπέρτο Μπαρμπέρα όχι μόνο επανέλαβε τη σταθερή αχρωματοψία στο φύλο των σκηνοθετών που προσκάλεσε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα, περιλαμβάνοντας μόνο δύο σκηνοθέτιδες σε ένα καθαρά ανδροκρατούμενο μενού, αλλά εξασφάλισε δύο θέσεις σε δύο δακτυλοδεικτούμενους από το #metoo κίνημα, εκπροσώπους ενός ήθους που έχει δαιμονιστεί χωρίς επιστροφή από τη νέα τάξη πραγμάτων.
Ο Ρόμαν Πολάνσκι διεκδικεί Χρυσό Λιοντάρι –όσο κι αν η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Λουκρέσια Μαρτέλ δεν έχει κρύψει την ενόχλησή της με τη συμμετοχή του– με ένα εξαιρετικό, όσο και απαραίτητο για τον ίδιο, classic για τον αντισημιτισμό, τη μισαλλοδοξία και την αιώνια, σισύφεια αδικία, μεταφέροντας στην οθόνη το Κατηγορώ, την υπόθεση Ντρέιφους που συγκλόνισε τη Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα.
Από εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο ο Νέιτ Πάρκερ είχε ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς την καριέρα του, σκηνοθετώντας ένα αιχμηρό δράμα για τη δουλεία, το Birth of a nation. Όταν ανασύρθηκε στην επικαιρότητα μια παλιά, θεωρητικά «τελειωμένη» υπόθεση βιασμού που τον ενέπλεκε, το όνειρο πάγωσε απότομα και το πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο του ετάφη άδοξα και βίαια – με τις φωνές διαμαρτυρίας του να πνίγονται σε μια θάλασσα από θηλυκά κατηγορώ. Με το εξίσου θυμωμένο American Skin, που προβλήθηκε σε ένα πολύ ειδικό τμήμα, μακριά από το επίσημο, επιστρέφει εκτός φόρμας, με μια μπερδεμένη και κατά τόπους αλλοπρόσαλλη αφήγηση που μπορεί να του στοιχίσει πραγματικά, δηλαδή να πληγώσει ανεπανόρθωτα την καλλιτεχνική του υπόσταση.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Αλμπέρτο Μπαρμπέρα όχι μόνο επανέλαβε τη σταθερή αχρωματοψία στο φύλο των σκηνοθετών που προσκάλεσε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα, περιλαμβάνοντας μόνο δύο σκηνοθέτιδες σε ένα καθαρά ανδροκρατούμενο μενού, αλλά εξασφάλισε δύο θέσεις σε δύο δακτυλοδεικτούμενους από το #metoo κίνημα, εκπροσώπους ενός ήθους που έχει δαιμονιστεί χωρίς επιστροφή από τη νέα τάξη πραγμάτων.
Πέρα από τα παλιά σκάνδαλα και τις διάσπαρτες γκρίνιες, οι ταινίες φέρουν τη δύναμη και βάζουν τη σφραγίδα σε ένα φεστιβάλ. Με το Netflix καταχωρισμένο σύμμαχο (οι θεατές μάλιστα χειροκροτούν θερμά με το που αντικρίζουν το σήμα πριν από τους τίτλους αρχής) και την υποστήριξη μεγάλης γκάμας δημιουργών, το Φεστιβάλ Βενετίας φέτος αύξησε θεαματικά τους θεατές του και τροφοδοτεί εξακολουθητικά τα βραβεία της σεζόν που μόλις ξεκινά.
Το Joker του Τοντ Φίλιπς είναι το φετινό A star is born, ευτυχώς σε άλλη συσκευασία και με βαθύτερες φιλοδοξίες. Η απόπειρα απεξάρτησης του αρχικακού του Γκόθαμ από το κόμικ περιβάλλον της DC και την ανεξίτηλη στάμπα του Κρίστοφερ Νόλαν στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, αποθεώθηκε –ειδικά η χωρίς κανένα σωσίβιο, γενναία και περίτεχνη βουτιά του Χοακίν Φίνιξ στην απελπισία, σαν τον Τράβις Μπικλ στον Ταξιτζή και τον Ρούπερτ Πάπκιν στον Βασιλιά της Κωμωδίας (αμφότεροι του Ντε Νίρο, ο οποίος συμμετέχει στην ταινία του Τοντ Φίλιπς)– και απέδειξε πως το καλό Χόλιγουντ δεν έχει φραγμούς είδους ή στεγανά θεματικής επανάληψης.
Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ στο Laundromat βάλθηκε να εξηγήσει τα πολύκροτα Panama Papers με βέβηλα σκωπτικό ύφος, ορθά πιστεύοντας πως μια αστεία σάτιρα, ειδικά όταν η Μέριλ Στριπ δέχεται να πρωτοστατήσει σε πολλαπλούς ρόλους με όρεξη ακτιβίστριας, χωνεύεται πιο ευχάριστα από ένα πολιτικό θρίλερ – αντίθετα, ο σκαπανέας των αποκαλυπτικών exposés Κώστας Γαβράς στάθηκε μετά βίας στα πόδια του στο κινηματογραφικό υπόμνημα της ελληνικής κρίσης, στο Ενήλικοι στην αίθουσα.
Ο Νόα Μπάουμπακ σκηνοθέτησε, και βέβαια έγραψε, μία από τις καλύτερες δραματικές κομεντί των τελευταίων χρόνων και σίγουρα το επιστέγασμα αυτής της φάσης της καριέρας του με το Marriage Story, την ευαίσθητη αποκαθήλωση μιας σχέσης, όπως συνοψίζεται σταδιακά από το άχθος ενός πολύπλοκου διαζυγίου – απίθανος ο Άνταμ Ντράιβερ, αντάξιά του η Σκάρλετ Τζοχάνσον.
Ο Ολιβιέ Ασαγιάς κάνει μια παρένθεση στη γαλλική του σινεφιλία, επιστρέφοντας στη Λατινική Αμερική, όπως περίπου είχε κάνει και πριν από 9 χρόνια με το Κάρλος, αυτήν τη φορά με την κατασκοπική πλεκτάνη εναντίον της Κούβας, το Wasp Network, και πάλι με πρωταγωνιστή τον Έντγκαρ Ραμίρεζ. Χωρίς διαυγή πολιτική θέση, αυτό το πλέγμα από πραγματικά γεγονότα μοιράζεται σε πολλά πρόσωπα, έχει τις στιγμές του και, παρά το νευρώδες τέμπο του, παραμένει μετέωρο.
Ο Χιροκάζου Κορεέντα, στο ντεμπούτο του εκτός Ιαπωνίας, κατάφερε να μας βάλει όλους να ορκιζόμαστε πως η μετά από πολλά χρόνια υπέροχη Κατρίν Ντενέβ, η πρωταγωνίστρια στην Αλήθεια, μια ώριμη ηθοποιός που δεν κρατά τα προσχήματα με τους ανθρώπους της και ξυπνά μόνο όταν η κάμερα την επαινεί, είναι όντως μια κακιά γυναίκα! (Η ίδια διασκέδαζε χαμογελαστά με την όλη φάση στις συνεντεύξεις που έδωσε.)
Αντίθετα, ο δανεισμός από τις Κάννες του Τζέιμς Γκρέι δεν στάθηκε τόσο τυχερός. Όσο κι αν ο Αμερικανός σκηνοθέτης, που ωστόσο είχε ξεκινήσει με φόρτσα από τη Βενετία με τη Μικρή Οδησσό, προσπάθησε να προσαρμόσει την ούγια του υπαρξιακού του δράματος στο παγωμένο Διάστημα και στον ολισθηρό κόσμο της επιστημονικής φαντασίας, το δράμα του Μπραντ Πιτ που αναζητά απεγνωσμένα τον πατέρα του στο Ad Astra αδυνατεί να σταθεί στο ύψος της σιωπηλής φιλοδοξίας του.
Το ίδιο περίπου συνέβη και με τον Πάμπλο Λαραΐν. Μετά το διπλό χτύπημα την ίδια χρονιά, με την Τζάκι και το Νερούδα, η Έμα, το ασήκωτο πορτρέτο μιας νέας κοπέλας και ασταθούς μητέρας, χάνεται σε έναν προσποιητό φορμαλισμό που δυσκολεύει την πρόσβαση στο συναίσθημα που συνεχώς διαφημίζει.
Δύο από τις ενδιαφέρουσες νέες φωνές του φεστιβάλ: ο Ντέιβιντ Μισό, ο σκηνοθέτης του King με τον Τιμοτέ Σαλαμέ, που έραψε τον λόγο του Σαίξπηρ σε σύγχρονο χιτώνα δράματος και δράσης, χωρίς περιττές νεωτερικότητες, και ο Γκρίαρ Πάτερσον που με το Giants being lonely συνέδεσε απρόβλεπτα την ενηλικίωση με τα γονεϊκά πρότυπα.
Αλλά αν το φεστιβάλ πρέπει να «ανακαλύψει» έναν σκηνοθέτη και να τον παραδώσει με δάφνες και τιμές στο πλατύ κοινό, αυτός είναι ο 72χρονος Γιονφάν, ο επονομαζόμενος και πρίγκιπας της κινηματογραφίας του Χονγκ Κονγκ. Μετά από δεκαετή απουσία από τα πλατό, κάνει για πρώτη φορά κινούμενο σχέδιο και με το υπέρκομψο, συγκινητικό και πολιτικά νοήμον No 7 Cherry Lane φορτίζει με ερωτισμό και νοσταλγία το σινεμά και τις εμμονές του. Ένα ενήλικο animation απίστευτης κατασκευής και ατελείωτης ομορφιάς. Είμαι περίεργος να δω τι βραβείο θα αποσπάσει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια