Άνοιξε μόλις πριν από λίγους μήνες, στη μέση του καλοκαιριού, και έχει μπει ήδη σε πρεστιζάτες γαστρονομικές λίστες, όπως αυτή του Condé Nast Traveler που το συμπεριέλαβε στα καλύτερα εστιατόρια του Λονδίνου αυτήν τη στιγμή.
Στο Notting Hill, μερικές πόρτες μακριά από το πολύ δημοφιλές Mazi που πειραματίζεται με την ελληνική κουζίνα, οι ίδιοι ιδιοκτήτες, το ζευγάρι Χριστίνα Μουράτογλου - Adrien Carre, αποφάσισαν να στήσουν μια πιο casual εκδοχή του πρώτου, να φτιάξουν ένα ελληνικό μπιστρό με κάτι από θεσσαλονικώτικο μεζεδοπωλείο. Και κάπως έτσι έγινε το Suzi Tros.
Σε παλιομοδίτικα πιατάκια, με σκοπό να τα μοιράζονται οι παρέες στη μέση του τραπεζιού (concept που άλλοτε γοητεύει και άλλοτε φρικάρει το βρετανικό κοινό), σερβίρονται σταθερές αξίες της ελληνικής ταβέρνας: ελιές Χαλκιδικής, λευκός ταραμάς σε φρυγανισμένο ψωμί, γεμιστοί κολοκυθανθοί, ψητό καλαμάρι, μυδοπίλαφο, ψάρι με χόρτα αλλά και προτάσεις με περισσότερα twists.
Πιστεύω ότι σιγά-σιγά ο κόσμος αντιλαμβάνεται και μαθαίνει πως η ελληνική κουζίνα δεν περιλαμβάνει μόνο μουσακά και σουβλάκι.
Τα κρασιά και οι μπίρες είναι αποκλειστικά ελληνικής προέλευσης, ενώ στο cocktail bar βρίσκεις μείξεις με τα πιο γνωστά μας αποστάγματα ‒ ούζο, μαστίχα και τσίπουρο. Εννοείται πως απ' τον κατάλογο δεν λείπει η ρετσίνα. Το αρχαίο αυτό κρασί έχει ξεπεράσει εντελώς τα χρόνια της μαύρης περιφρόνιας χάρη στους νέους οινοπαραγωγούς που φροντίζουν πλέον για την ποιότητά του, έχει γίνει πλέον τάση και, πάνω απ' όλα, ταιριάζει τέλεια με τις γεύσεις της ελληνικής κουζίνας.
«Το Suzi Tros είναι ένα ελληνικό μπιστρό με μια αίσθηση '60s. Τα πιάτα του είναι κυρίως εμπνευσμένα από συνταγές της Βόρειας Ελλάδας. Χρησιμοποιούμε εποχικά υλικά, την καλύτερη πρώτη ύλη και βασιζόμαστε πιο πολύ σε θαλασσινά και λαχανικά» περιγράφει ο 29χρονος executive σεφ John Σκοτίδας, που στα 25 έγινε του head σεφ του Mazi για να αναλάβει τώρα, μαζί με τον Πέτρο Μάη, το νέο πρότζεκτ.
Αν το πρόσωπό του φαίνεται κάπως οικείο, είναι γιατί πριν από μία δεκαετία δεν ήταν ανερχόμενος σεφ, για την ακρίβεια δεν είχε καν σκεφτεί τη μαγειρική ως επαγγελματική επιλογή, αλλά skater, σχεδόν resident στην πλατεία Συντάγματος, κλασική φάτσα σε διαγωνισμούς του είδους. Είχε κάνει και το πέρασμά του από τις σελίδες της LiFO.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέχρι τα 10 μου στον Παναμά. Ύστερα μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα. Μεγάλωσα κάνοντας skateboard για πολλά χρόνια και τότε δεν είχα κάτι άλλο στο μυαλό μου επαγγελματικά, παρά μόνο αυτό. Γύρω στα 21 μου διαπίστωσα ότι θα είχε ημερομηνία λήξης, οπότε σκέφτηκα ότι έπρεπε να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Εκείνη την περίοδο υπηρετούσα τη θητεία μου στον στρατό και με "πέταξαν" σε μια κουζίνα, όπου έκατσα σχεδόν 6 μήνες. Όταν ολοκλήρωσα τη θητεία, αποφάσισα να προσπαθήσω να ασχοληθώ με την μαγειρική.
Στα πιάτα που φτιάχνω κυριαρχεί η ελληνική κουζίνα. Όμως, επειδή οι γευστικές μου αναμνήσεις είναι αρκετά mixed, εμπνέομαι και από τις ασιατικές γεύσεις και από τις λατινοαμερικανικές. Αυτό διότι μεγάλωσα με ασιατική κουζίνα λόγω της καταγωγής της μητέρας μου και γιατί έζησα τα πρώτα 10 χρόνια με λατινοαμερικανικές γεύσεις και υλικά». Βγάζει νόημα, λοιπόν, το γεγονός ότι στο μενού έχουν βρει μια θέση και μερικές ωμές επιλογές, όπως ο αχινός και το ταρτάρ γαρίδας, αλλά και κάποια, μετρημένα σε αριθμό και σε ύφος, fusion φαγητά.
«Αυτή την εποχή, πάντως, μου αρέσει να χρησιμοποιώ στακοβούτυρο, για τη γεμάτη, πρόβεια γεύση του που μπορείς να εκμεταλλευτείς με πολλούς τρόπους. Εκτός από τη φέτα, την ελιά και το ελαιόλαδο, υπάρχουν πάρα πολλά ελληνικά προϊόντα, τα οποία, δυστυχώς, δεν προωθούνται με την ίδια δυναμική, όπως τα κεφαλοτύρια, το αυγοτάραχο, το μέλι και πολλά πολλά άλλα. Πιστεύω όμως ότι σιγά-σιγά ο κόσμος αντιλαμβάνεται και μαθαίνει πως η ελληνική κουζίνα δεν περιλαμβάνει μόνο μουσακά και σουβλάκι. Και είναι στο χέρι των νέων σεφ αλλά και των ιδιοκτητών ελληνικών εστιατορίων να εκπαιδεύσουν το κοινό και να προωθήσουν την ελληνική γεύση με τον σωστό τρόπο».
Η ψησταριά με τα κάρβουνα, φανερή και σε περίοπτη θέση στο κέντρο του εστιατορίου, προσθέτει κι αυτή ένα στοιχείο «ελληνικού θεάτρου», επιτρέποντας στον κόσμο να χαζεύει το καψάλισμα και το σόου της προετοιμασίας, όσο περιμένει το επόμενο πιάτο.
Όταν τα αλμυρά τελειώσουν, το μαγικό Αρμενοβίλ, αυτή η σπεσιαλιτέ των καλών ζαχαροπλαστείων της Βόρειας Ελλάδας με τους μπεζέδες, την παγωμένη κρέμα, τους καβουρδισμένους ξηρούς καρπούς και τη ζεστή σος σοκολάτας κλείνει το γεύμα σε '60s, πληθωρικό τόνο ‒ ένα νεύμα στην κινηματογραφική «Παριζιάνα», τη Σούζη και όλους τους καλοφαγάδες.
Suzi Tros, 18 Hillgate Street, London W8 7SR
σχόλια