Γεννήθηκα στην Αγία Παρασκευή Λέσβου. Ένα κεφαλοχώρι που μύριζε ούζο, χώμα και λιόδεντρα - λιόδεντρα μπορεί να μη μύριζε, αλλά έτσι να νόμιζα με τόσα λιόδεντρα ολόγυρά μου. Όπως νόμιζα πως μύριζε εκείνους τους αθώους εφηβικούς έρωτες με τσίχλα δυόσμο ADAMS και κολόνια Μυρτώ.
Ο πατέρας μου ήταν οικοδόμος. Όλη η γενιά μου. Λιθοξόοι, άνθρωποι της πέτρας. Με την πέτρα, ή χτίζεις γερά ή γδέρνεσαι. Είναι σαν τη μνήμη. Η μάνα μου, νοικοκυρά. Πελεκούσε κι αυτή με τη σειρά της τις αντιθέσεις μέσα στο σπίτι. Να μερεύουν τα πράγματα. Να μην πληγωνόμαστε. Στα εξήντα της αποφάσισε να κάνει με τις γυναίκες του χωριού έναν γυναικείο αγροτικό συνεταιρισμό. Άργησε. Αν το έκανε πριν από χρόνια, θα έλεγα κι εγώ πως έχω μάνα επιχειρηματία.
Τηλεόραση βλέπω σπάνια. Χωρίς να θεωρώ την ελληνική τηλεόραση τη χειρότερη που υπάρχει, μου είναι δύσκολο να την παρακολουθήσω. Είναι ένα δημιούργημα ημιμαθών ανθρώπων, που δεν είχαν να δώσουν τίποτα ουσιαστικό και γι' αυτό δεν το έδωσαν. Έξυσαν μόνο τα πιο φτηνά ένστικτα κι έκαναν νούμερα το τίποτα. Αλλά πιστεύω πως η τηλεόραση είναι εικόνα της κοινωνίας μας. Έχουμε τους πολιτικούς, την τηλεόραση, ακόμα και τις πουτάνες που μας αξίζουν.
• Το χωριό, όπως και το νησί, έχει μια παράδοση στα γράμματα, στην ποίηση κυρίως. Για τον πατέρα μου τα γράμματα, όπως τα 'λεγε, ήταν ο τρόπος για να πετάξουμε. Παλιός Αριστερός, που στο μυαλό του είχε συνδεδεμένη την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη με τη γνώση. Μια μέρα, ήμουν το πολύ 6 χρόνων, έφερε στο σπίτι πέντε σακιά με βιβλία με χοντρό εξώφυλλο, εκδόσεις Δαρέμα. Όλοι οι κλασικοί. Η μάνα μου τον αγριοκοίταξε: «Δεν έχουμε να φάμε και συ παίρνεις βιβλία. Αν γίνει καμιά χούντα, δεν θα προλαβαίνουμε να καίμε πάλι».
Μπορεί να ήταν αυτός ο λόγος που έγινα καλός μαθητής. Σίγουρα ήταν ο λόγος που αγάπησα τα βιβλία. Με συγκλόνιζε ό,τι ερμήνευε τον κόσμο: οι θετικές επιστήμες. Και ό,τι τον αποκάλυπτε: η ποίηση. Ήθελα να γίνω πυρηνικός φυσικός. Πέρασα στο Μαθηματικό. Τα μαθηματικά ήταν, ίσως, ο μοναδικός σταθερός έρωτας στη ζωή μου. Από λάθος, όμως, υπολογισμό βρέθηκα στη δημοσιογραφία.
• Ανέλαβα ανταποκριτής του «Ριζοσπάστη» στα Γιάννενα. Κατέβηκα στην Αθήνα για να περάσω όλη την εκπαίδευση των δημοσιογράφων. Με κράτησαν, κι έτσι έμεινα στην Αθήνα. Πρώτο σπίτι στο Γαλάτσι, με τον φίλο και συμμαθητή Άγγελο Δούκα. Λεφτά ούτε για ενοίκιο. Αυτός έβαζε το σπίτι κι εγώ ό,τι μπορούσα. Όταν «πιάστηκα», μετακόμισα στα Εξάρχεια. Χωρίς έπιπλα. Μια φλοκάτη κι ένας καναπές κρεβάτι. Δεν την αγαπούσα την Αθήνα, αλλά με γοήτευε.
• Η πρώτη μου δημοσιογραφική αποστολή ήταν στη Βοσνία. Ανάμεσα σε χιλιάδες στρατιώτες που βρομούσαν σλιβοβίτσα (ρακή από δαμάσκηνα) μύριζα φόβο και αγωνία του ζώου. Ο πρώτος νεκρός που αντίκρισα ήταν ένας άνθρωπος που πίναμε μαζί το προηγούμενο βράδυ. Έζησα χρόνια με τις ζωές των άλλων.
• Θυμάμαι πολλά. Για την ακρίβεια, δεν μπορώ να ξεχάσω. Οι πιο σκληροί πόλεμοι γίνονται μέσα μας. Δεν θα ξεχάσω τη Βαγδάτη το 2003. Τα νεύρα μας είναι σπασμένα: «Ν' αρχίσει, γαμώτο, να τελειώνουμε. Να τρέξει η αδρεναλίνη να μας λυτρώσει. Να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας με τον φόβο και ν' αρχίσουμε να κάνουμε κάτι». Αυτή η αναμονή είναι θάνατος. Ο Αλέξης αφήνει την κάμερα. Έχει ανοίξει ένα μπουκάλι ουίσκι, ρουφάει μια γουλιά και δοκιμάζει τη γεννήτρια. «Πρέπει να πάρω Ελλάδα, πρέπει να πάρω οπωσδήποτε. Πρέπει». Μια γουλιά ουίσκι.
Η Βαγδάτη από κάτω όμορφη. Πολύ όμορφη. «Πότε θα ξεκινήσει, γαμώτο; Πότε;». Θα πεθάνουμε αφημένοι στα νύχια της αναμονής. Ο Αλέξης στήνει προσεκτικά το πιάτο του δορυφορικού να μη μας δουν από κάτω. «Πιάσαμε δορυφόρο; Πιάσαμε. Γιατί δεν πιάνει Ελλάδα; Είναι 19 Μαρτίου, πανάθεμά με. Πρέπει να πάρω Ελλάδα. Γιατί δεν πιάνει; Να δεις που θα βομβαρδίσουν σήμερα». Κλείνω τα μάτια και υπόσχομαι στον εαυτό μου πως, όταν τα ξανανοίξω, θα δω στο καντράν του τηλεφώνου το σήμα της ανοιχτής γραμμής. Τ' ανοίγω. Ναι, πιάνει. Ή όχι; «Ναι; Μ' ακούς, παιδί μου; Μ' ακούς, αγόρι μου;». Τα γαμημένα τα σήματα και οι δορυφόροι. Τρία δεύτερα καθυστέρηση. Ακούω τη φωνή του ή μου φαίνεται, γαμώτο... «Σ' ακούω μπαμπά, είσαι καλά;». «Ναι, αγόρι μου, είμαι καλά. Δεν παθαίνω τίποτα, μη φοβάσαι. Δεκαεννιά Μαρτίου σήμερα, σε πήρα για να σου πω χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου. Συγγνώμη που δεν είμαι εκεί. Ξέρεις, είσαι μεγάλος πια». «Ξέρω, ρε μπαμπά. Να προσέχεις». «Δεν ξέρω πότε θα τα ξαναπούμε».
Ο Αλέξης δοκιμάζει τη γεννήτρια. Εγώ τις αντοχές μου. Ο πόλεμος έχει αρχίσει. Μέσα μου. Η Βαγδάτη είναι όμορφη. Για πόσο; «Αλέξη, τα τηλέφωνα δεν πιάνουν θα έχουμε επίθεση. Πιάσε γραμμή με Ελλάδα με το κανάλι και κράτα την ανοιχτή». Η Βαγδάτη είναι όμορφη. Και η ζωή. Και αυτή η λάμψη. Τεράστια. Καταπίνει και προχωρά. Το ξενοδοχείο τρέμει. Μπορεί και να φλέγεται. Μπορεί και να έχουμε πεθάνει και να μην το ξέρουμε. Πεθάναμε γαμώτο ή όχι; «Ζεις, ρε;». «Ζω». «Ζούμε». «Ακούει η Ελλάδα;». «Ακούει». Ξεκίνησε.
• Έχω πει αρκετές φορές «θα τα παρατήσω, θα κάτσω να γράψω βιβλία», αλλά ξέρω πως λέω ψέματα. Δεν γίνεται να τα παρατήσω. Πολλοί έχουν πει πως με ζηλεύουν γι' αυτή την εμπειρία που ζω. Είναι σκληρή αυτή η ζωή. Δεν εννοώ τις κακουχίες. Άλλωστε, μπορείς να είσαι πολεμικός ανταποκριτής χωρίς καμιά κακουχία. Εννοώ τον διχασμό. Φτάνεις σε μερικές ώρες απ' τον καναπέ του σπιτιού σου στην κόλαση. Και δεν είσαι ούτε θεός ούτε διάβολος. Απλώς ένας άνθρωπος που εύχεται να είναι πολύ τυχερός.
Από το 2000, η Αθήνα είναι για μένα μια μακρινή νυχτερινή θέα απ' το μπαλκόνι του σπιτιού μου. Μετακόμισα στην Άνοιξη, σ' ένα σπίτι από ξύλο και πέτρα. Μετακόμισα από έρωτα. Μερικές φορές νομίζω πως υπάρχω λόγω έρωτος - πώς αλλιώς θα υπήρχα; Ένα σπίτι με κήπο, σκυλιά, μποστάνι. Οι έρωτες κάποια στιγμή τελειώνουν. Εγώ φροντίζω ακόμα τον κήπο μου.
• Τηλεόραση βλέπω σπάνια. Χωρίς να θεωρώ την ελληνική τηλεόραση τη χειρότερη που υπάρχει, μου είναι δύσκολο να την παρακολουθήσω. Είναι ένα δημιούργημα ημιμαθών ανθρώπων, που δεν είχαν να δώσουν τίποτα ουσιαστικό και γι' αυτό δεν το έδωσαν. Έξυσαν μόνο τα πιο φτηνά ένστικτα κι έκαναν νούμερα το τίποτα. Αλλά πιστεύω πως η τηλεόραση είναι εικόνα της κοινωνίας μας. Έχουμε τους πολιτικούς, την τηλεόραση, ακόμα και τις πουτάνες που μας αξίζουν.
• Ανοίγεις ενημερωτικές εκπομπές και βλέπεις κρεμαστά στον λαιμό, σκουλαρίκια, γόβες, γέλια, γραβάτες, φιλοφρονήσεις. Πέντε τροχονόμοι νάρκισσων καλεσμένων και πολλές φορές απατεώνων. Μπες εσύ, βγες εσύ. Αυτό είναι ο ρόλος μας; Αυτό που λέει ο κόσμος για τους αλήτες δημοσιογράφους μπορεί να μη με βρίσκει σύμφωνο, γιατί τα στερεότυπα στις λέξεις δημιουργούν στερεότυπα στο μυαλό. Δεν είναι έτσι όλοι οι δημοσιογράφοι. Αλλά, από την άλλη, είναι ο μοναδικός τρόπος να εκφράσει ό,τι ζει. Την κατάσταση στην οποία τον έχουμε φέρει.
• Δεν θέλω να χαϊδέψω τ' αυτιά του κόσμου με αυτό. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως η κρίση δεν είναι μια κατάσταση που μας φύτεψαν άλλοι. Είχαμε τη συμμετοχή μας και την ευθύνη μας. Αφεθήκαμε στην πλημμύρα της ανοησίας, νομίζοντας πως κολυμπάμε στην πισίνα των ονείρων μας. Αλλά οι δημοσιογράφοι είχαν μια ευθύνη παραπάνω, μπορούσαν να πάνε τον κόσμο ένα βήμα παραπέρα.
Πιστεύω πως είναι καιρός όχι μόνο συλλογικής δράσης αλλά και αναλογισμού της προσωπικής ευθύνης. Είναι πολύ εύκολο να καταλήξουμε σε συνωμοσιολογικές θεωρίες, πετώντας την μπάλα στην εξέδρα. Ήρθε η ώρα να κάνει ο καθένας ό,τι μπορεί - αλλά να το κάνει.
• Η κρίση είναι μια κατάσταση που θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν αυτοί που την προκάλεσαν, οι ταλιμπάν του πιο απάνθρωπου καπιταλισμού που ονομάζουν «αγορές». Αλλά αυτό μπορεί να γίνει και απ' τους υπόλοιπους. Από αυτούς που θέλουν κάτι άλλο.