Όλη μου τη ζωή ζούσα στα Εξάρχεια, εκεί γεννήθηκα, εκεί βαφτίστηκα, στον Άγιο Νικόλαο, εκεί πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, εκεί ήταν τα σχολεία μου. Μέχρι να φύγω από τη γειτονιά πίστευα ότι δεν υπάρχει ζωή έξω από τα Εξάρχεια, δηλαδή είχα φανταστεί τον εαυτό μου εκεί να πεθαίνει.
• Δεν είχαμε δικό μας σπίτι και μετακομίζαμε συχνά, έχω μείνει Ζωοδόχου Πηγής, Βουλγαροκτόνου, Πετσόβου, Ασκληπιού, έχω παίξει πολύ με τις ξαδέλφες μου στην πλατεία Εξαρχείων, μέσα στο τριγωνάκι με τους Έρωτες, και στου Στρέφη. Με την πιο παλιά μου φίλη, τη Γιάννα, ήμασταν συνέχεια στους δρόμους, αλητεία, πηγαίναμε μόνα μας σχολείο, δεν φοβόντουσαν καθόλου τότε οι γονείς. Τώρα δεν αφήνουν τα παιδιά τους να βγουν στην πόρτα της πολυκατοικίας.
• Πηγαίναμε με τη Γιάννα σε ένα μαγαζί που πουλούσε ταπετσαρίες και μας έδιναν κομμάτια και τα κολλούσαμε σε όλη τη Βουλγαροκτόνου. Ακολουθούσαμε διάφορους ανθρώπους που μου φαινόνταν ύποπτοι, γιατί ένα πράγμα ήθελα να κάνω, να γίνω Σέρλοκ Χολμς, Πουαρό. Είχαμε φτιάξει μια οργάνωση εξιχνίασης μυστηρίων και δολοφονιών. Όλα αυτά στο δημοτικό, επειδή διάβαζα παιδικά αστυνομικά και αργότερα Άγκαθα Κρίστι· έχω τρέλα με αυτά μέχρι σήμερα.
«Αποφεύγω πολύ συχνά να μπω στο έρεβος, στο σκοτάδι που μπορεί να έχω, πάντα προσπαθώ να βγω πάνω από τη μεγάλη λύπη, είμαι και λίγο τρολ, κάνω αστεία με πολύ δραματικά πράγματα και πάντα με φοβίζει το βαθύ πηγάδι».
• Ήμουνα μοναχοπαίδι και ζήλευα πολύ τους φίλους μου που είχαν αδέλφια. Θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκανε που η Γιάννα με την αδελφή της έτρωγαν από το ίδιο πιάτο, μοιραζόντουσαν τα πάντα και όταν τσακωνόμασταν με έδερναν και οι δυο μαζί. Ευτυχώς αυτό δεν συνεχίστηκε, αλλά αργότερα ήθελα να έχω έναν αδελφό να με προστατεύει, να με παίρνει έξω μαζί του, να γνωρίζω τους φίλους του.
• Μεγάλωσα με δυο γονείς ηθοποιούς και πολλούς παππούδες και γιαγιάδες που είχαν μανία μαζί μου· ήμουν το πρώτο εγγόνι για τη μία οικογένεια και το μοναδικό για την άλλη και έκαναν όλοι σαν τρελοί με την πάρτη μου. Εγώ προτιμούσα τη γιαγιά από τον πατέρα μου, που ήταν πολύ καλή και μου έλεγε πολύ ωραία παραμύθια που τα έβγαζε από την κοιλιά της, όπως έλεγε.
• Γενικά η οικογένειά μου ήταν πολύ έντονη, έκαναν πολλή φασαρία και τσακωνόντουσαν και πολύ· ήταν σαν να βλέπεις το «Ρετιρέ» του Δαλιανίδη με πεθερικά που δεν συμπαθιόντουσαν καθόλου. Ανεχόντουσαν ο ένας τον άλλο, αλλά όταν έφταναν στο αμήν ξεστόμιζαν πράγματα που κανονικά δεν τα λες γιατί δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω, ακραία πράγματα, και έτσι έμαθα να συγκρατούμαι ως προς αυτό στη ζωή μου, επειδή έβλεπα ότι άνοιγαν το στόμα τους και έλεγαν πολύ σκληρά πράγματα, όλο το σόι μου το έκανε αυτό. Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει όταν πήγα μια φορά στο Μόναχο, στη θεία μου, και δεν χτύπησε ούτε μία φορά το τηλέφωνο. Στο σπίτι μας γινόταν χαμός.
• Με αγαπούσαν και το ένιωθα και με διεκδικούσαν και μου κάναν τα χατίρια, αλλά δεν ήμασταν πλούσια οικογένεια για να έχουμε ό,τι μπορούσα να επιθυμήσω. Από μικρή το ένιωθα ότι υπήρχε μια οικονομική δυσκολία, το έλεγαν κιόλας μπροστά μου, τα έλεγαν όλα, δεν με προστάτευσαν ποτέ από τίποτα. Άκουγα μυστικά που ίσως άλλα παιδιά της ηλικίας μου να μην τα ήξεραν στις δικές τους οικογένειες, και μάλλον είχα ακούσει και πολλά που δεν ήταν της ηλικίας μου. Αυτό δεν ξέρω τι επίδραση είχε επάνω μου, όλοι οι «κόφτες» που έβαλα αργότερα είχαν να κάνουν μάλλον με αυτό. Το αντιστάθμισμα σε όλα αυτά ήταν η πολλή αγάπη που πήρα και είχε επίδραση στον χαρακτήρα μου, στο να εκτιμώ την καλοσύνη και να μη σκέφτομαι το κακό.
• Ήθελα να γίνω ηθοποιός πάντα. Ήταν κάτι φυσικό, κάτι που βρήκα μέσα στο σπίτι μου, μου φαινόταν περίεργο που δεν ήταν ηθοποιοί οι άλλοι γονείς, έλεγα «δεν βαριούνται;». Τους έβλεπα όλους πιο τακτοποιημένους, πιο ήσυχους, στο σπίτι μας υπήρχε αυτή η ανασφάλεια, η φασαρία, πολύ δράμα και κωμωδία, όλα υπερβολικά. Με έναν τρόπο μεγάλωσα, μεταφορικά και κυριολεκτικά, σε μια θεατρική σκηνή.
• Στα θέατρα πήγαινα πολύ τα Σαββατοκύριακα. Στα έντεκα έκανα και μια μεγάλη περιοδεία με τους γονείς μου σε όλη την Ελλάδα, πούλαγα προγράμματα, έκοβα εισιτήρια, μίλαγα στην ντουντούκα, ήταν μια φάση σαν μετα-μπουλούκι, δεν υπήρχε πρόγραμμα περιοδείας, όπως σήμερα. Θυμάμαι μια ηθοποιό που είχε μαζί της δυο κλουβιά με καναρίνια. Είχαμε ένα παλιό βαν Φολκσβάγκεν με αφίσες κολλημένες απέξω και ταξιδεύαμε από πόλη σε πόλη, ήμασταν σαν σε ταινία του Κουστουρίτσα.
• Το σχολείο δεν μου άρεσε, δεν μου άρεσε καθόλου το πρωινό ξύπνημα, πάντα ξεκινούσα τη χρονιά με σκοπό να γίνω καταπληκτική, πολύ τακτική και σιγά σιγά αυτό κατέρρεε. Δεν το έχω νοσταλγήσει καθόλου. Κάνοντας διάφορες εκκαθαρίσεις βρήκα κάτι παλιά μου τετράδια και ξαναθυμήθηκα ότι άλλαζα γραφικό χαρακτήρα κάθε 15-20 μέρες, σαν να ήμουν άλλο παιδί. Μιμούμουν μια μπροστινή μου, μια διπλανή μου, ακόμα και στο πώς έπιανα το στυλό. Και από μια ηλικία και μετά έγραφα πολύ ωραίες εκθέσεις με ωραίες λέξεις λογοτεχνικές, με πολλές παρομοιώσεις και πολλή φαντασία. Σκέφτομαι σήμερα ότι οι λέξεις είναι εργαλείο και αν θέλεις να γίνεις κατανοητός και μπορείς με μια λέξη πιο αγοραία, δεν είναι ανάγκη να ψάχνεις τη λόγια. Επίσης μου φαίνεται κακόγουστο να υποδύεσαι τον λόγιο μέσα από λέξεις. Θαυμάζω τους αληθινά μορφωμένους ανθρώπους που μιλούν κατανοητά και με απλότητα, χωρίς το άγχος των λέξεων που χρησιμοποιούν.
• Η εφηβεία μου ήταν έντονη, δεν μπορούσα να ησυχάσω, με ενδιέφεραν τα αγόρια, να βγαίνω έξω και γενικά ασχολούμουν με αυτά που έκαναν τα παιδιά στα ’80s, έκανα ρόλερ, ήθελα να ξενυχτάω και τα καλοκαίρια να πηγαίνω στα νησιά και να κάνω την μπαργούμαν. Στα δεκάξι μου είχα πάει στην Κρήτη και δούλευα μπαργούμαν σε μια ντισκοτέκ. Βρήκα μια κάρτα όπου γράφω στους γονείς μου «μην ανησυχείτε για μένα, είμαι πολύ ώριμη, δεν πρόκειται να πάθω κάποιο κακό και να μου έχετε εμπιστοσύνη».
• Αν και είχα αποφασίσει ότι θα πάω σε δραματική σχολή, δεν είχα αυτοπεποίθηση, ντρεπόμουνα πολύ, είχα μεγάλο θέμα. Ακόμα είμαι ντροπαλή, αν το πεις όμως σε κάποιον που δεν με γνωρίζει, δύσκολα θα το πιστέψει. Έδωσα εξετάσεις στο Τέχνης –εδώ να πω ότι μέχρι τότε δεν με είχε δει κανένας να παίζω–, ήμουνα τρακαρισμένη και απροετοίμαστη και κόπηκα, δεν ήμουν καλή. Μετά προετοιμάστηκα καλύτερα, πήρα δάσκαλο, τον μπαμπά του Ορέστη Χαλκιά, τον Κώστα. Πήγα και έδωσα στο Εθνικό και πέρασα και ξεψάρωσα. Πέρασα πολύ ωραία χρόνια στη σχολή και θα ήθελα να είμαι δεκαοχτώ και να ξεκινούσα ξανά, γιατί θα είχα απαλλαγεί και από πάρα πολλά κόμπλεξ που έχεις στα 18 και σε φρενάρουν, κι εγώ είχα ένα σωρό. Εκεί γνώρισα τους πιο καλούς μου φίλους, που έχω ακόμα. Ήμασταν ένα πολύ καλό έτος, με πολλούς αριστούχους, ήταν ο Μαρκουλάκης, ο Λογοθέτης, η Βολιώτη, η Μάσχα, η Κούρτη, η Ματσάγγου και μετά όλη την τάξη μας σχεδόν την πήρε ο Γιώργος Μιχαηλίδης στο θέατρό του.
• Εκεί, στο Ανοιχτό Θέατρο, δημιουργήθηκε η Νεανική Σκηνή και κάναμε τα πάντα, φροντιστήριο, ταξιθεσία, καθαρίζαμε τα καμαρίνια, μας άρεσε πολύ όλο αυτό. Ήταν ένα μοναδικό θέατρο τότε στο είδος του, αποκεντρωμένο, αλλά τελικά το αποτύπωμα είναι άυλο, όπως σε όλο το θέατρο, δεν μένει τίποτα αν δεν το ζήσεις. Με κάποιον τρόπο όμως το κουβαλάς. Αυτή η ιστορία κράτησε δυο χρόνια και μετά βγήκα στη δουλειά την αληθινή, γιατί στον Μιχαηλίδη ήταν σαν μεταπτυχιακό. Νιώθαμε ασφάλεια με τον δάσκαλό μας και μεταξύ μας, παρόλο που ήμασταν ό,τι πιο φτωχό υπάρχει. Δηλαδή δεν έμπαινε μία δραχμή στο σπίτι, δεν μπορούσα ούτε μόνη μου να μείνω.
• Και έτσι βγήκα στην κανονική αγορά, την ελεύθερη, και δούλεψα στο Εθνικό, με τη Λυμπεροπούλου, με την Ξένια. Είχε αρχίσει και η ιδιωτική τηλεόραση, είχα πολλές προτάσεις για ό,τι γινόταν και έλεγα όχι, γιατί υποτίθεται ήμουν του θέατρου, χωρίς να έχω κάνει και τίποτα σημαντικό στο θέατρο. Υπήρχε αυτό το κόμπλεξ τότε και αυτός ο διαχωρισμός και εγώ δεν ήθελα να ανήκω στους τηλεοπτικούς ηθοποιούς ή να καταστρέψω μια ενδεχόμενη καριέρα στο ποιοτικό θέατρο. Μέχρι που κατάλαβα ότι τα «όχι» που έλεγα ήταν από φόβο να αναμετρηθώ με κάτι πραγματικό, δύσκολο, να παίξω χωρίς πρόβα και χωρίς προστασία και να ανεξαρτητοποιηθώ από το σπίτι μου.
• Τελικά έκανα τηλεόραση και νομίζω μου έκανε πολύ καλό, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα, παρόλο που έκανα και δουλειές που δεν μου άρεσαν καθόλου εν τέλει. Επειδή δεν είχα αυτοπεποίθηση και μου πήρε χρόνο να συναντήσω τον εαυτό μου, τότε έβλεπα τον εαυτό μου πολύ άσχημο, τέρας. Θυμάμαι με είδα στα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» και είπα «πρέπει να κάνω κάτι τώρα». Ή να αφήσω αυτή τη δουλειά ή να αλλάξω ρότα και να δουλέψω. Καταρχάς έπρεπε να σταματήσω να είμαι ψευδή. Τέλειωσα τη σχολή και δεν είχα καταφέρει να αποβάλω το ψεύδισμα. Το βλέπαμε όλοι ότι υπήρχε το πρόβλημα, που χειροτέρευε εξαιτίας του φόβου μου –στη σχολή, στις ασκήσεις με το σίγμα, ανέβαζα πίεση και κόντευε να εκραγεί ο εγκέφαλός μου–, γιατί ο τρόπος που μιλάμε έχει να κάνει πολύ με το πώς αισθανόμαστε. Είναι ένα γενικότερο θέμα, νομίζω, όταν τοποθετείσαι γενικά στα πράγματα, τοποθετείται και η γλώσσα και ο τρόπος που θα μιλήσεις και το τι θα πεις.
• Αυτός λοιπόν που με βοήθησε και το έλυσα το πρόβλημα ήταν ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Κάναμε τη Βενετσιάνα, στον Τεχνοχώρο του Κακλέα, και τότε μου είπε ότι είχε το ίδιο πρόβλημα στη δραματική σχολή και έκανε το κόλπο το παλιό με τον φελλό. Βάζεις τον φελλό στο στόμα και μαθαίνεις να τοποθετείς τη γλώσσα σου πίσω από τα δόντια. Σώθηκα, γιατί στην κάμερα υπάρχει και το οπτικό εφέ, έβλεπες τη γλώσσα πάνω από τα δόντια και ήταν απαίσιο. Τώρα γελάμε, αλλά τότε δεν είχαμε εξοικείωση με την κάμερα, σήμερα τα πεντάχρονα ξέρουν την καλή τους γωνία και τραβάνε βίντεο τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και οι ηθοποιοί τώρα είναι εξοικειωμένοι από πολύ μικροί με την εικόνα τους.
• Το να λύσω αυτό το πρόβλημα, να μην είμαι σφιγμένη, που είναι λάθος για τα πάντα, ήταν σαν μάθημα για το θέατρο. Το γοητευτικό στο να παίζεις στο θέατρο είναι να έχεις κοντρόλ, να είσαι σε απόλυτη εγρήγορση παράλληλα με το να είσαι σε μια πολύ ανοιχτή και χαλαρή κατάσταση. Αυτή η κατανόηση με βοήθησε πολύ, όπως με βοήθησε και κάτι που δεν είναι πολύ κολακευτικό: όταν είδα την αποδοχή των άλλων. Θα ήθελα να μπορώ να μην ετεροκαθορίζομαι τόσο πολύ. Αλλάζουν βέβαια αυτά με τα χρόνια, αλλά τότε, στα δεκαοχτώ και στα είκοσι, δεν υπήρχε η κουλτούρα να πηγαίνεις στον ψυχολόγο για να βοηθηθείς, έπρεπε να τα λύσεις όλα μόνη σου.
• Κάποια στιγμή ξεπέρασα όλα αυτά που σκεφτόμουν για το πώς με θεωρούν ή με βλέπουν οι άλλοι. Έχω πατήσει σε διάφορες βάρκες και νομίζω δεν μπορείς να πεις με ευκολία τι είμαι ακριβώς. Ήθελα να ανήκω αλλά δεν ήξερα πού, ήθελα να είμαι η Αλίκη Βουγιουκλάκη και ο Άρης Ρέτσος μαζί, ήθελα το σύμπαν και δεν ήθελα να περιορίσω τον εαυτό μου σε κάτι. Κατέληξα πως, ούτως ή άλλως, στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις.
• Στην τηλεόραση δεν είναι εύκολο να αγαπάς τις δουλειές, στο θέατρο συμβαίνει πιο συχνά. Το «Παρά πέντε» το αγάπησα με τρέλα, είναι μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Το καλοκαίρι κλείνουν είκοσι χρόνια, παίζεται διαρκώς, το αγαπούν άνθρωποι κάθε ηλικίας, έρχονται παιδάκια και ρωτάνε: θα κάνετε και επόμενο κύκλο; Σε αυτήν τη σειρά υπήρχε το κείμενο, υπήρχαν οι χαρακτήρες πολύ ωραία χτισμένοι από τον Γιώργο, είχε ωραία αστεία. Η Ντάλια, που ήταν σαχλό πρόσωπο, ήταν και πολύ δραματικό, έτσι την έβλεπα. Ήταν ένα πολύ ωραίο κομμάτι της ζωής μου και επαγγελματικά μου έδωσε πολλά. Όλη την περίοδο όπως τη βιώσαμε τη θυμάμαι σαν μια πολύ ωραία και κουραστική πενταήμερη. Κάτι άλλο που αγαπώ είναι τα τηλεπαιχνίδια και ανακάλυψα ότι μπορώ να τα κάνω και να νιώθω καλά και να διασκεδάζω. Είναι κάτι που δεν με αγχώνει, μπορώ να είμαι ο εαυτός μου, δεν φαίνεται ότι είμαι ντροπαλή, γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ένα πράγμα μόνο. Και τώρα με πολλή χαρά, μαζί με τον επόμενο κύκλο του «IQ 160», θα ξεκινήσω στην ΕΡΤ τα «Τετράγωνα των αστέρων».
• Έχω λίγο το ανικανοποίητο, λίγη γκρίνια μέσα μου που δεν μου αρέσει. Από την άλλη, έχω μια φυγοπονία που μπορεί να με προστατεύει ακόμα και από το να κακιώνω. Αποφεύγω πολύ συχνά να μπω στο έρεβος, στο σκοτάδι που μπορεί να έχω, πάντα προσπαθώ να βγω πάνω από τη μεγάλη λύπη, είμαι και λίγο τρολ, κάνω αστεία με πολύ δραματικά πράγματα και πάντα με φοβίζει το βαθύ πηγάδι. Τη μαυρίλα μου δεν θέλω να τη μοιράζομαι με κανέναν, ακόμα και στα σόσιαλ θέλω να μοιράζομαι την πιο ανάλαφρη πλευρά μου. Τη ζωή ή θα τη δεις με τη ματαιότητά της ή θα πας από την αντίθετη μεριά. Εγώ για όσο θα είμαι σε αυτό τον πλανήτη θα διαλέγω τη χαρά. Ακόμα και τη βαρεμάρα μου, που είναι μια μικρή κατάθλιψη, τη βλέπω σαν αμαρτία και προσπαθώ να την πολεμάω, κι ας είναι η φυσική μου κλίση. Αλλά δεν βαριέμαι ποτέ τη θάλασσα και έχω συνδέσει την ωραία ζωή με το να είναι καλοκαίρι και να είσαι στα νησιά. Πάντα φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν μια χίπισσα που ταξιδεύει στα νησιά, αλλά δεν έχω τόση ανεμελιά, κι ας την ονειρεύομαι.
• Όταν δουλεύω, έχω πολύ άγχος. Δεν θέλω να γίνεται τίποτα στο περίπου, θέλω να είμαι από πάνω, δεν αφήνω τίποτα στην τύχη. Εξοντώνομαι, γιατί με πιάνει μια τελειομανία. Θα ήθελα να τα κάνω πιο χαλαρά τα πράγματα, αλλά είναι του χαρακτήρα μου αυτή η ένταση, δεν ξέρω να το κάνω αλλιώς. Και στις δυο σκηνοθεσίες που έκανα, είχα χαρά, αλλά έπαιζα κιόλας και αυτή η διπλή αγωνία με εξαντλούσε. Πάρα πολλά χρόνια ήθελα να σκηνοθετήσω, αλλά δεν με άφηνε ο εαυτός μου. Είχα όρεξη και είχα φτάσει τα τελευταία χρόνια να μην κοιτάω τον ρόλο μου, αλλά όλα τα γύρω μου. Ο Θοδωρής μού είπε «κάν’ το», γιατί έβλεπε ότι με έτρωγε. Έτσι έγινε και το «Του Κουτρούλη ο Γάμος» και η «Μαριχουάνα της μαμάς μου είναι η καλύτερη». Την επόμενη φορά που θα σκηνοθετήσω, δεν θα παίξω, για να μπορέσω να ευχαριστηθώ τη διαδικασία.
• Ο Θοδωρής, αντίθετα από μένα, είναι πιο χαλαρός, αφήνει τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους και με γειώνει. Κάνει και κάτι πολύ ωραίο: με πουσάρει να κάνω πράγματα, να δοκιμάσω, γιατί ο ίδιος δεν φοβάται να εκτεθεί. Τελικά αυτό δεν είναι η δουλειά μας; Να μη φοβάσαι την έκθεση; Με στηρίζει και νιώθω ότι έχω έναν άνθρωπο που με θαυμάζει πραγματικά και δεν το κάνει για να μου χαϊδέψει τα αυτιά. Θα μου πει και το λάθος, κι αυτό εμένα με ησυχάζει, μου δίνει αυτοπεποίθηση και μου δημιουργεί μια βάση, γιατί είναι απονήρευτος άνθρωπος, βαθιά καλός, που σκέφτεται πολύ τους άλλους και έχει μια ποιότητα που τον κάνει και είναι ανοιχτός και επικοινωνιακός πολύ, κάτι που εγώ δεν καταφέρνω.
• Οι άνθρωποι που δεν μου αρέσουν είναι αυτοί που έχουν πάρει πολύ σοβαρά τον εαυτό τους, παραπάνω από όσο τους έχουμε πάρει εμείς οι υπόλοιποι. Γενικά η σοβαροφάνεια στη δουλειά μας είναι πολύ φανερή γιατί συνοδεύεται με ένα ποστάρισμα φωνής, ένα ύφος, το στυλ της αυθεντίας. Το ίδιο με φοβίζουν και δεν γουστάρω καθόλου αυτούς που θέλουν να σώσουν τον κόσμο και ποδοπατάνε όλους τους γύρω τους σε αυτή τους την προσπάθεια. Υπάρχει κάτι πολύ επιτηδευμένο και ψεύτικο στο να πουλάς καλοσύνη, ενώ ξέρουμε ότι σε προσωπικό επίπεδο δεν δίνουν μία. Όλα είναι ύπουλα, γίνονται για την εικόνα.
• Στη δουλειά μας δυσκόλεψαν τα πράγματα πολύ μέσα στην κρίση, αλλά αυτό, από την άλλη, έκανε και καλό· άρχισαν οι άνθρωποι να δοκιμάζουν από πολύ μικροί, κάτι που δεν είχε η δική μας γενιά, έπρεπε να υπάρχει μια αυθεντία, ένας δάσκαλος, υπήρχε επετηρίδα, έπρεπε να φτάσεις σε μια ηλικία για να εκφράσεις αυτό που είσαι. Τώρα δεν χρειάζεται να έχουν έναν δάσκαλο, έναν καθοδηγητή, μια αυθεντία, και τολμούν με μέσα που ανακαλύπτουν, χειροποίητα, που τα δημιουργούν μόνοι τους. Είναι πολύ στενάχωρο να μην μπορείς να ζήσεις από τη δουλειά σου, θέλει γενναιότητα να είσαι ηθοποιός σήμερα και τους θαυμάζω γιατί βλέπουμε εξαιρετικές δουλειές.
Η Σμαράγδα Καρύδη παίζει στη σειρά του Star «IQ 160» και θα παρουσιάσει τα «Τετράγωνα των αστέρων» στην ΕΡΤ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.