Γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν από το Διδυμότειχο της Θράκης και η μητέρα μου από το χωριό Συκιά, δίπλα στη Μονεμβασία. Άρα, δύο καστροπολιτείες συναντήθηκαν στα χρόνια της Κατοχής σε ένα περίπτερο στο Παγκράτι, όταν η μητέρα μου τον ρώτησε για μια διεύθυνση και εκείνος θεώρησε καλό να την καθοδηγήσει γενικότερα. Εκείνος ήταν αριστερός διανοούμενος, εκείνη ήταν μια αγράμματη αριστερή με υψηλό κριτήριο. Ίσως γιατί στη Λακωνία υπάρχει ακόμα το λακωνίζειν, ένα μέτρο, μια λιτότητα στα εκφραστικά μέσα; Πάντως ήταν ιδιότροπη, κάτι που αποδεικνυόταν κάθε φορά που ήθελε να ράψει ένα φόρεμα και δεν έμενε ποτέ ικανοποιημένη, με αποτέλεσμα να πηγαίνει βόλτες το ρούχο από τη μία μοδίστρα στην άλλη.
• Εκείνα τα χρόνια υπήρχε ένα καθοριστικό στοιχείο στην περιοχή του Πολυγώνου όπου μεγάλωσα, και αυτό ήταν ο συνοικισμός. Η σημερινή λεωφόρος Ευελπίδων ήταν κάποτε ρέμα και πάνω του ήταν χτισμένα πολλά, πολύ μικρά σπίτια στα οποία κατοικούσαν πρόσφυγες. Ανάμεσα στα σπίτια, στα δρομάκια, έτρεχε ένα αυλάκι που λειτουργούσε σαν αποχέτευση, αλλά ήταν τόσο ασβεστωμένο και το φρόντιζαν οι κάτοικοι ώστε να λάμπει πάντα. Καθένα από αυτά τα λιλιπούτεια σπίτια ήταν σαν μια ζωγραφιά, όταν κοίταζες μέσα του. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί είχαν φέρει τα θυμητάρια τους από τη Μικρά Ασία, υφαντά και εικονίσματα που στόλιζαν τους τοίχους. Μας άρεσε λοιπόν να περπατάμε ανάμεσα στον συνοικισμό, γιατί όλη αυτή η διαδρομή ήταν μια φαντασμαγορία.
«Γεια σας, κυρία Τσιακίρη. Είμαι ο Δημήτρης Χατζής. Θέλω να σας πω ότι συμμερίζομαι τη θέση σας στο ζήτημα της διαμάχης για τον τίτλο του βιβλίου που έχετε μεταφράσει». Με είχε πάρει τηλέφωνο ο συγγραφέας που μόλις είχε γυρίσει στην Ελλάδα από την εξορία για να μου πει ότι είχα δίκιο, ένιωσα σαν να άνοιξε ο ουρανός και να μου μίλησε ο Δίας».
• Ανάμεσα στα προσφυγικά υπήρχαν και τα ταβερνάκια εκείνα στα οποία ο Τσαρούχης γνώρισε το ρεμπέτικο και τα ζωγράφισε στα έργα του με τα λαμπιόνια, με τους χορευτές που κάνουν φιγούρες του ζεϊμπέκικου. Εκείνα τα χρόνια, τα παιδιά περπατούσαμε ελεύθερα, τότε η ζούγκλα ήταν εσωτερική, δεν είχε βγει στην επιφάνεια. Έτσι ξεκινούσα από ψηλά, από τη Νεοχωρίου και Ρυσίου όπου μέναμε, και έκανα μια διαδρομή ενός τετάρτου κάθε πρωί μέχρι το σχολείο μου στην Κυψέλη. Θυμάμαι ότι είχα ένα αδιάβροχο. Μου το είχε φέρει η νονά μου από την Αμερική και μου άρεσε πολύ να χώνομαι μέσα σε αυτό τα βροχερά μεσημέρια κοιτάζοντας κάτω τα άπειρα πεντακάθαρα ρυάκια που σχημάτιζε η βροχή στον χωματόδρομο. Αυτό για μένα ήταν ένα θέαμα, και είχε και μουσική, τον κελαρυστό ήχο του νερού. Να παρατηρώ τις λεπτομέρειες ήταν ένα χόμπι παιδικό που ακόμα με ακολουθεί: τότε ήταν οι διαδρομές των μυρμηγκιών ανάμεσα στα χόρτα και στις πετρούλες ή οι ζαρωματιές στους κορμούς των δέντρων, τώρα είναι οι αράδες στις σελίδες.
• Οι γονείς μου είχαν πάθος με τον καθαρό αέρα και τη φύση. Έτσι πάντα υπήρχε ένα δωμάτιο στην εξοχή, στα Βριλήσσια ή στην Πεντέλη, το νοίκιαζαν ολοχρονίς και πηγαίναμε συνέχεια για να πάρουμε καθαρό αέρα, ήταν τόσο απαραίτητο αυτό όσο το να φάμε και να κοιμηθούμε. Ο αέρας ήταν πεντακάθαρος τότε στην Αθήνα, ωστόσο είναι αλήθεια ότι στην Πεντέλη ήταν καλύτερος. Από τα Τουρκοβούνια μπορούσαμε τη νύχτα, που ησύχαζε η πλάση, να ακούμε το τρένο που έφευγε από τον σταθμό Λαρίσης για τη Θεσσαλονίκη. Τα καλοκαίρια ανεβαίναμε από τη στριφογυριστή σιδερένια σκάλα της μονοκατοικίας και κοιμόμασταν στην ταράτσα, κάτω από τον ουρανό. Ήταν μια μεγάλη απόλαυση που όμως κάποια στιγμή οι σπιτονοικοκυρές αποφάσισαν να μας την απαγορεύσουν γιατί βάσει καταγγελιών είχαμε φάει κεράσια, πετάξαμε τα κουκούτσια από την υδρορροή και λερώσαμε την αυλή του γείτονα. Έβαλαν λοιπόν μια σιδερένια πόρτα στη σκάλα με λουκέτο. Παρ’ όλα αυτά, πάλι κουβαλούσαμε τα στρώματα και ανεβαίναμε ακροβατώντας εξωτερικά από το κάγκελο. Τότε ήταν εύκολο να κατακτήσεις μικρούς στόχους ελευθερίας.
Οι οικογένειες συνήθιζαν να κατασκηνώνουν στην Εκάλη ή στο Μπογιάτι, σε μέρη όπου υπήρχαν πευκώνες, κοντά σε πηγάδια και σε ταβέρνες, πλάι σε αμπέλια και περιβόλια, τα οποία εμείς τα πιτσιρίκια τα ρημάζαμε τη νύχτα γιατί απολαμβάναμε τα κυνηγητά με τους αγροφύλακες. Τα σκιάχτρα και τα συρματοπλέγματα ήταν παιχνίδια που κατέληγαν σε τραπέζια γεμάτα καρπούς και καρπούζια που κρύωναν στο πηγάδι.
• Ήμασταν στη δεκαετία του ’50 και το σύννεφο της προηγούμενης δεκαετίας, γκρίζο και βουρκωμένο, βρισκόταν πάντα σε μια γωνιά του ουρανού. Θυμάμαι ότι μια μέρα η γειτόνισσα φώναξε στη μάνα μου «ήρθες και μου πήρες το αντίσκηνο που είχα απλώσει στην ταράτσα για να στεγνώσει, δεν ντρέπεσαι λιγάκι, παλιοκλέφτρα!». Από αυτή την παράλογη επίθεση η μάνα μου κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε, ότι είχαν έρθει κάποιοι ασφαλίτες και περίμεναν τον πατέρα μου στη γωνία. Έτσι μπόρεσε να τον ειδοποιήσει κι εκείνος βγήκε από μια άλλη πόρτα και τη γλίτωσε. Αλλά όλα αυτά πέρναγαν κάπως ανώδυνα από τη συνείδηση ενός παιδιού.
• Σε ένα υπόγειο της Σόλωνος 121 ο πατέρας μου διατηρούσε ένα τυπογραφείο που ήταν ταυτόχρονα και εκδοτικός οίκος, λεγόταν «Λογοτεχνική Γωνιά». Εκείνος ήταν ο Σταύρος Τσακίρης. Όταν ήμουν 13 χρονών περίπου μας ήρθε μια ειδοποίηση από τον δήμο Σουφλίου ότι κακώς λεγόμαστε Τσακίρηδες, ότι πρέπει να μετονομαστούμε σε Τσιακίρηδες κι έτσι προσθέσαμε αυτό το γιώτα. Τέλος πάντων, σε αυτή την υπόγα με τις κάσες, τα στοιχεία και το χειροκίνητο πιεστήριο τρώγαμε και περνάγαμε το απόγευμα με τους γονείς μου και έπειτα πήγαινα γαλλικά, Βουκουρεστίου και Τσακάλωφ γωνία, γιατί ο πατέρας μου ήθελε να μάθω γλώσσες. Στην υπόγα αυτή κατέβαιναν μορφές της αριστερής διανόησης, ο Ρίτσος, ο Αυγέρης, ο Βάρναλης, ο Τζούλιο Καΐμη, ο Τριαντάφυλλος Πίττας, ο Βασίλης Ρώτας, ο Πέτρος Φυσσούν που έγραφε και ποιήματα όταν ήταν νέος. Είχαν πάρα πολύ χιούμορ και τα γέλια τους ήταν τρανταχτά. Επίσης έκαναν πολλές και ωραίες κρασοκατανύξεις σε διάφορες από τις ταβέρνες που τότε έσφυζαν από ζωή στο κέντρο της Αθήνας. Ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του και τους άκουγα να απαγγέλλουν ο καθένας ένα γραπτό του, να διηγούνται ανέκδοτα που δεν ήταν για παιδιά. Και έφτανε η στιγμή που μου έδινε σκουντιές κάτω από το τραπέζι «μίλα, μίλα, άνοιξε κι εσύ το στόμα σου», έλεγε. Οπότε αναγκαζόμουν κι εγώ κάτι να πω, ίσως έτσι έγινα ετοιμόλογη.
• Στις γιορτές, ο πατέρας μου έβγαζε πάγκο ή καλάθι με τα βιβλία του σε κεντρικά σημεία της Αθήνας. Ένα από τα αγαπημένα του στέκια ήταν μπροστά στο ζαχαροπλαστείο και εστιατόριο του Τσίτα στην Πανεπιστημίου, κοντά στη Στοά Νικολούδη. Τα βιβλία εξαντλούνταν εν ριπή οφθαλμού, με άφηνε να φυλάω το καλάθι κι έφερνε άλλα από το μαγαζί. Μετά, πηγαίναμε απέναντι στη βιβλιοθήκη όπου διάβαζε κι εγώ καθόμουν δίπλα του και θαύμαζα τους ανθρώπους που φαίνονταν πολύ συγκεντρωμένοι σε αυτή την υπέροχη ατμόσφαιρα που είχε η Βαλλιάνειος με την ψηλοτάβανη αίθουσα και τα τζαμωτά απ’ όπου έπεφτε το φως. Η ησυχία, ο τρόπος που ψιθύριζαν οι άνθρωποι σε παρέπεμπαν σε ένα είδος θρησκείας, τη θρησκεία του βιβλίου δηλαδή που υπηρέτησα μέχρι τώρα. Στο εστιατόριο του Τσίτα, όταν πια μεγάλωσα, πήγαμε μαθήτριες γυμνασίου με τη φίλη μου την Αλεξάνδρα Παντελάκη, μετά το θέατρο και φάγαμε κοτόπουλο μιλανέζε· είχαμε δει πριν το Σινικόν Τείχος με τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
• Καθώς ο πατέρας μου έβλεπε ότι έχω μια έφεση προς τις ξένες γλώσσες, εκτός από τα γαλλικά φρόντισε να μάθω και ιταλικά, γράφοντάς με στην Ιταλική Σχολή Αθηνών, στο γυμνάσιο. Έπειτα υπήρχαν οι Beatles, ο Μπομπ Ντίλαν, άρχισε να μπαίνει ο Έλιοτ στη ζωή μου, οπότε υποχρεώθηκα να μάθω αγγλικά σχεδόν μόνη μου. Βρέθηκα, λοιπόν, στην εφηβεία να ξέρω τρεις γλώσσες και να μπορώ να διαβάζω σε αυτές, διάβαζα πολλά αστυνομικά, Ρέιμοντ Τσάντλερ, τα Gialli των εκδόσεων Mondadori, Ζορζ Σιμενόν και τα ρέστα. Οπότε κάποια στιγμή μου λέει ο Τσιακίρης «πάρε αυτό και άρχισε να μεταφράζεις»· ήταν ένα βιβλίο για τη χάθα γιόγκα. Το έφτιαξα, το εξέδωσε και είχε κάποια επιτυχία. Μετά του ήρθε η ιδέα για τον Ξένο του Καμί και ο φίλος του που είχε τις εκδόσεις Δίφρος, ο Γιάννης Γουδέλης, του είπε «δεν λες στην κόρη σου να μου φτιάξει μερικά διηγήματα του Πιραντέλο;» – έτσι μπήκα στο κουρμπέτι.
• Το 1969, ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από τη Λωζάνη της Ελβετίας, όπου ο ζωγράφος Μάκης Θεοφυλακτόπουλος είχε συνεργασία με μια γκαλερί στο Gstaad, δραπετεύσαμε από αυτή την ήρεμη χώρα και φτάσαμε ένα ωραίο πρωί, ανέστιοι και πένητες, στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού, ρουφώντας επιτέλους τον αέρα της πρώτης γραμμής του καλλιτεχνικού μετώπου της Ευρώπης. Ήταν κάτι το τρομερό το Παρίσι τότε, ήταν μια δαντέλα με ζωή αεριωθούμενη. Ζούσαμε στις σοφίτες, με μεροκάματα από δω και από κει, με απαλλοτριώσεις προϊόντων από σούπερ μάρκετ, εγώ έκανα baby sitting και ο Μάκης έκανε τον μπογιατζή. Υπήρχαν συνεργεία που διοργανώνονταν στα καφενεία του Saint-Germain-des-Prés. Ας πούμε, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης είχε στήσει ένα τέτοιο με Έλληνες ζωγράφους που επιβίωναν βάφοντας διαμερίσματα και έπιναν μετά καφεδάκια στη La Palette. Έστελνε και ο πατέρας μου λίγα δολάρια τυλιγμένα μέσα σε πακετάκια με γλυκά – ήταν περήφανος που απολάμβανα τα «φώτα της Εσπερίας». Ζήσαμε με διάφορους τρόπους για τρία χρόνια.
• Κάποια στιγμή μετέφρασα και Ντιντερό, τον Ανιψιό του Ραμό, και μετά ήρθε ο Μπουκουμάνης με πρόταση για τον Επαναστατημένο άνθρωπο του Καμί. Πήρα την αμοιβή μου, που ήταν 11.000 δραχμές, με συμβόλαιο παραχώρησης της μετάφρασης για είκοσι χρόνια, και κίνησα για την Αμερική. Εκεί πήγα ακολουθώντας την «τύχη της ύλης», όπως θα την ονόμαζε ο Θεοφυλακτόπουλος, ο οποίος είχε πάρει μια υποτροφία από το Ίδρυμα Ford. Καταφέραμε να μείνουμε εκεί κοντά τρία χρόνια. Βρήκα μια τετράωρη δουλειά στο ραδιοφωνικό ελληνικό πρόγραμμα της Νέας Υόρκης, κοντά στον Θεοδόση Άθα – έκανα μια γερή καριέρα σαν ραδιοφωνική εκφωνήτρια. Ήταν η εποχή της δικτατορίας στην Ελλάδα και είχα ψευδώνυμο, με έλεγαν Ρίκα Ρωμαίου.
• Στο μεταξύ είχα μπει στο πανεπιστήμιο, στη Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα, αλλά δεν ήμουν πολύ φανατική με τη σχολή, σπούδασα στον δρόμο. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν είχα κάνει τα πράγματα διαφορετικά, πιθανότατα θα είχα ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου, το οποίο δεν κατάφερα να αποκτήσω. Αλλά δεν μετανιώνω για τίποτε απ’ ό,τι έγινε, αντίθετα, αισθάνομαι πολύ τυχερή για όσα μου επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής μου», όπως περιπαικτικά τον χαρακτήριζε ο φίλος μου Ζήσιμος Λορεντζάτος.
• Η συναναστροφή με τον Θεοφυλακτόπουλο διήρκεσε μια επταετία· σύμφωνα με μια παλιά δοξασία, όλα τα πράγματα κρατάνε εφτά χρόνια ή ένα πολλαπλάσιο του επτά κι έπειτα γίνονται κάτι άλλο, ή τελειώνουν. Αυτά τα χρόνια ήταν μια πραγματική μαθητεία για μένα στον χώρο της τέχνης, ο άνθρωπος ήθελε να πηγαίνει στα μουσεία και να μιλάει συνέχεια, από το πρωί μέχρι το βράδυ, αναλύοντας κάθε λεπτομέρεια ενός πίνακα κάποιου μεγάλου δασκάλου ή ενός φίλου του. Συνηθίζαμε να μιλάμε ασταμάτητα για τη ζωγραφική κ.λπ. και στα ατελιέ των άλλων ζωγράφων που παρεπιδημούσαν τότε στο Παρίσι, και δεν ήταν λίγοι: ο Δημητρέας, ο Μπουτέας, ο Μπότσογλου, ο Κτενάς, ο Φασιανός – θα ξεχνάω και μερικούς. Και όλοι αυτοί άλλο δεν κάνανε από το να φιλοσοφούν, να αναλύουν, να σκάβουν, να συζητάνε τα φαινόμενα της τέχνης.
• Φύγαμε από τη Νέα Υόρκη γιατί ο Θεοφυλακτόπουλος δεν ενσωματώθηκε ποτέ, δεν έμαθε αγγλικά, πήρε αυτό που ήθελε ως ένταση και ως εμπειρία από τα μουσεία και τις γκαλερί, αλλά ένιωσε ότι ήθελε να είναι στο Κολωνάκι, στην ελληνική κλίμακα αξιών, να πίνει το πρωί καφέ στο Da Capo και να βλέπει τον Μόραλη να κατεβαίνει την Πατριάρχου Ιωακείμ. Όταν γύρισα στην Ελλάδα το’74 ακολούθησα άλλους δρόμους, έμπλεξα με το περιοδικό «Εκηβόλος» –που πήρε το όνομά του από ένα επίθετο του θεού Απόλλωνα στον Όμηρο– και με τον Βασίλη Διοσκουρίδη. Απ’ ό,τι φαίνεται, στη ζωή μου υπήρξαν κάποιοι γίγαντες και εγώ ακολουθούσα την πορεία τους, δεν χάραξα μια δική μου. Εκ των υστέρων φάνηκε σαν να ήταν τέτοια, ίσως επειδή ήμουν πολύ ενεργητική. Αλλά αυτά θα τα λύσει η Ιστορία.
• Παράλληλα, δούλεψα ως επιμελήτρια στις εκδόσεις Ίκαρος για δέκα χρόνια, κοντά στον σπουδαίο επιμελητή και άνθρωπο Παναγιώτη Μέρμηγκα. Όσο για το περιοδικό, δεν έμοιαζε με τα σημερινά, με τις εικόνες, ήταν φιλολογικό και γινόταν στο τυπογραφείο που αρχικά ανήκε στον Βασίλη Διοσκουρίδη, με στοιχειοθεσία στο χέρι, και τυπωνόταν στο πιεστήριο. Είχαμε την τύχη να φιλοξενήσουμε τους λαμπρότερους εκπροσώπους των γραμμάτων της εποχής, τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, τον Γιώργο Ιωάννου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Πέτρο Κολακλίδη, τον Γιώργο Αράγη, τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο.
• Φημιζόμασταν για την τελειομανία μας και για τη χρονοτριβή, για τη φοβερή καθυστέρηση με την οποία προχωρούσαμε τις μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας που περιλαμβάνονταν στο περιοδικό. Τις έκανα ένα πρώτο χέρι εγώ και μετά περνούσαν από τον Διοσκουρίδη και τον Νίκο Α. Παναγιωτόπουλο σε συναντήσεις που διανθίζονταν από πολλά κέφια και γέλια. Διορθώναμε εξαντλητικά αυτά τα κείμενα, δίναμε τεράστια σημασία στο να είναι πιστή και όχι αυθαίρετα δημιουργική η μετάφραση. Καταφέραμε να βγάλουμε δεκαοχτώ τεύχη μέσα σε δώδεκα χρόνια – κωλυσιεργία. Αν είχε κοινό το περιοδικό; Μπα, όχι και τόσο. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τώρα, όταν ξεφυλλίζω τον «Εκηβόλο», με γεμίζει περηφάνια. Εν γένει τα τριάντα πέντε χρόνια κοινοπραξίας με τον Βασίλη Διοσκουρίδη, από το 1976 που τον γνώρισα ως το 2011 που ανελήφθη, και η σκιά του όπως την κουβαλάω ως σήμερα, είναι μόνο χαρά και περηφάνια.
• To περιοδικό ήταν το κέντρο μιας μεγάλης παρέας, λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής γενικότερα. Κεντρικά πρόσωπα στο θεατρικό γίγνεσθαι της συντροφιάς αυτής ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής και η Άννα Κοκκίνου και, παράλληλα με τη δημιουργία του «Εκηβόλου», δημιουργήθηκε η εταιρεία θεάτρου «Η Σκηνή». Μετά ακολούθησε ο κατακερματισμός της σε άλλες μικρότερες σκηνές μεγάλης σημασίας, όπως το θέατρο Εμπρός που δημιούργησε η Ράνια Οικονομίδου με τον Τάσο Μπαντή και τον Δημήτρη Καταλειφό, το θέατρο Σφενδόνη που δημιούργησε η Άννα Κοκκίνου. Οπότε υπήρχε και πολύ θέατρο στη ζωή μας. Είχαμε την τιμή να συμποσιαστούμε πολλές φορές με τον τιτάνα Άρη Ρέτσο και να ακούσουμε τα φτερωτά λόγια του. Ο Βογιατζής μου ανέθεσε τη μετάφραση του έργου Οι αγροίκοι του Κάρλο Γκολντόνι που το ευχαριστηθήκαμε πολύ. Έπειτα έκανα το έργο Ο κλήρος του μεσημεριού του Πολ Κλοντέλ που σκηνοθέτησε η Βαρβάρα Μαυρομάτη, τη Βενετσιάνα, έργο ανώνυμου Βενετού που σκηνοθέτησε η Μάγια Λυμπεροπούλου, και διάφορα άλλα.
• Το περιοδικό ειδικευόταν στις μεταφράσεις, αλλά έδωσε φωνή και σε νέους συγγραφείς και λογοτέχνες, αρκετοί από αυτούς σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενοι: η Κλαίρη Μιτσοτάκη, ο Γιώργος Μπρουνιάς, ο Δημήτρης Χουλιαράκης, ο Ερρίκος Σοφράς, ο Νίκος Λεβέντης και ο Αντώνης Ζέρβας με τις υπέροχες μεταφράσεις στα Άσματα της Πίζας του Έζρα Πάουντ.
• Το '92 εμφανίζεται το Ροδακιό, που ήταν το παιδί αυτής της συντροφιάς που είχε φτιάξει τον «Εκηβόλο» και στην αρχή λειτούργησε ως σωματείο, άρα έπρεπε να έχει 29 μέλη, κάτι διαλεχτά και σπουδαία ονόματα. Το Ροδακιό προέκυψε από την ανάγκη να αποκτήσουμε ένα δικό μας εκδοτικό σπίτι. Το όνομά του μας το χάρισε ο ζωγράφος Πέρης Ιερεμιάδης, ο οποίος μια μέρα, στο σπίτι της οδού Απόλλωνος –όπου μείναμε με τον Βασίλη μια 25ετία και όπου οι συνάξεις ήταν σχεδόν καθημερινές, ξεκινούσαν με συζητήσεις και κατέληγαν φυσικά στο τραπέζι–, μας είπε ότι κατοικούμε στη συνοικία της Πλάκας που κάποτε ονομαζόταν Ροδακιό. Το θεωρήσαμε πολύ όμορφο και ας ήταν εντελώς άγνωστη λέξη, και ας έπρεπε συνέχεια να το εξηγούμε.
• Στις 23 Δεκεμβρίου 1992 κυκλοφορεί το πρώτο βιβλίο των εκδόσεων Ροδακιό, ήταν το Φιλιατρό του πηγαδιού του Ιάπωνα συγγραφέα του 1400, Ζεάμι, σε μετάφραση Ερρίκου Σοφρά. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει περίπου 350 τίτλοι. Στην ίδια λογική με τον «Εκηβόλο», οι εκδόσεις Ροδακιό παρουσίαζαν λογοτέχνες που κανείς δεν είχε ξανακούσει αλλά και στέρεες μεταφράσεις από την ξένη λογοτεχνία και από την αρχαία γραμματεία, όπως οι Εκλογές από τον Ησίοδο σε μετάφραση του Μαρωνίτη με εικονογράφηση του Θεοφυλακτόπουλου, το πρώτο μυθιστόρημα του κόσμου Χαιρέας και Καλλιρρόη του Χαρίτωνα με εικονογράφηση Πέρη Ιερεμιάδη, το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο σε μετάφραση του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
• Υπήρχε το κοινό και το έδαφος, ήταν πολύ ζωηρή η κίνηση του βιβλίου τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, βγήκαν εξαιρετικά βιβλία στην Ελλάδα τότε. Φτιάχνοντας, βέβαια, έναν εκδοτικό σαν το Ροδακιό σίγουρα δεν πηγαίναμε για τα πολλά· θέλαμε να είμαστε ορειβάτες μικρών κορυφών και νομίζω ότι αυτές τις έχουμε κατακτήσει. Κυριαρχούσαν και οι αγαθές συμπτώσεις. Ένα από τα μεγάλα γεγονότα που συνέβησαν στην εκδοτική μου ζωή ξεκίνησε με ένα τηλεφώνημα που δέχτηκα το ’75. Είχα μεταφράσει ένα βιβλίο του Ίταλο Σβέβο σε έναν γνωστό οίκο, είχα δώσει έναν τίτλο, όμως ο εκδότης τον άλλαξε χωρίς να με ειδοποιήσει, αναγκάστηκα λοιπόν να γράψω ένα γράμμα στις εφημερίδες, πέντε αράδες που όμως δικαιολογούσαν την εναντίωσή μου σε όλο αυτό. «Γεια σας, κυρία Τσιακίρη. Είμαι ο Δημήτρης Χατζής. Θέλω να σας πω ότι συμμερίζομαι τη θέση σας στο ζήτημα της διαμάχης για τον τίτλο του βιβλίου που έχετε μεταφράσει». Με είχε πάρει τηλέφωνο ο συγγραφέας που μόλις είχε γυρίσει στην Ελλάδα από την εξορία για να μου πει ότι είχα δίκιο, ένιωσα σαν να άνοιξε ο ουρανός και να μου μίλησε ο Δίας. Κύλησαν τα χρόνια, μα η εκτίμησή μου γι’ αυτόν ήταν απέραντη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μαθαίνοντας ότι τα βιβλία του δεν κυκλοφορούσαν σε ευρεία κλίμακα, προσπάθησα να πλησιάσω τη χήρα του, την Καίτη Χατζή. Η γυναίκα αυτή έδειξε εμπιστοσύνη στον μικρό, αλλά ποιοτικό εκδοτικό μας οίκο και ευοδώθηκε ένα μεγάλο όνειρο, μας έδωσε την άδεια να τυπώσουμε σε νέα έκδοση τις 800 σελίδες που μας έχει χαρίσει ο μεγάλος αυτός πεζογράφος. Είναι μια μορφή ευλογίας για μένα οι σελίδες αυτές από έναν συγγραφέα που ανήκε στην τάξη του πατέρα μου, δηλαδή στους ακτήμονες προλετάριους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
• Και στο Ροδακιό χρονοτριβούσαμε και ταλαιπωρούσαμε τους τυπογράφους και τους συγγραφείς με πολλές διορθώσεις. Σκέψου ότι από το ’92 μέχρι το 2005 δουλεύαμε με κλασική τυπογραφία, πράγμα που σημαίνει ότι για μια διόρθωση έπρεπε να τραβήξεις με το τσιμπιδάκι τη λέξη, να την πετάξεις στο καλάθι των αχρήστων, απ’ όπου θα πήγαιναν πάλι για να λιώσουν στο χυτήριο, και να την αντικαταστήσεις με την άλλη λέξη. Όλη αυτή η διαδικασία απαιτούσε ορθοστασία από τον εργάτη, ώρες ατελείωτες και είχε και τεράστιο κόστος. Είχα γράψει κάποτε σε ένα διαφημιστικό για το Ροδακιό «σε αυτές τις λίγες σελίδες, που είναι σαν σκαλισμένες στην πέτρα». Ακόμα και τώρα, όταν ξεφυλλίζω τα βιβλία των πρώτων χρόνων, έτσι μου φαίνονται, λαξεμένα στο μάρμαρο.
• Ο Κωστής Παπαγιώργης είχε πει μια φορά «αυτοί οι άνθρωποι βγάζουν μόνο τα βιβλία που τους αρέσουν». Αν εξαιρέσεις αυτή την υπόθεση με τον Χατζή, δεν κυνηγούσαμε τα βιβλία, αυτά έρχονταν και μας έβρισκαν. Δηλαδή ήρθε σ’ εμάς με το αγγελικό χέρι της Ράνιας Οικονομίδου ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης που αποτελεί εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια ένα αστέρι στον ουρανό μου. Ήρθαν η Τασία Βενέτη, η Μάγδα Τσιρογιάννη, η Μαρία Στεφανοπούλου, ο Νίκος Σταυρόπουλος, η Νίκη Τρουλλινού, η Λουίζα Παπαλοΐζου, ο Αντώνης Νικολής, η Ελένη Ζαχαριάδου, ο Σωφρόνης Σωφρονίου, ο Μίνως Μαρκάκης, η Ισμήνη Καρυωτάκη, ο Αντώνης Γεωργίου, η Σοφία Διονυσοπούλου, η σπουδαία και αλησμόνητη Νίκη Μαραγκού. Χτυπούσε το τηλέφωνο και έλεγαν «γεια σας, θέλω να σας φέρω ένα βιβλίο να δείτε». Αν μέχρι την τρίτη σελίδα του αυτό το βιβλίο μάς χτυπούσε το καμπανάκι ότι οι λέξεις και τα κενά ανάμεσά τους ανήκουν στον δικό μας κόσμο, τότε το αγκαλιάζαμε και γινόταν δικό μας. Αρκετοί συγγραφείς που εκδόθηκαν για πρώτη φορά στο Ροδακιό μετακόμισαν σε άλλους εκδοτικούς οίκους μετά. Αυτό εμένα δεν με στενοχωρεί, ίσα ίσα, με ευχαριστεί που μπορέσαμε να δώσουμε ένα πρώτο βήμα σε κάποιους που άξιζαν τον κόπο να πάνε παραπέρα.
• Ο ποιητής Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, που μας άφησε κι αυτός 800 μετρημένες σελίδες από το έργο του Σύσσημον ή Τα κεφάλαια, αυτός ο λατρευτός συνοδοιπόρος σε όλη την αθηναϊκή περιπέτεια του «Εκηβόλου» και του Ροδακιού, μπόρεσε να υλοποιήσει με έναν αριστοτεχνικό τρόπο την αρχαία ρήση «λάθε βιώσας» του Επίκουρου, που σημαίνει «ζήσε κρυφά, ζήσε μυστικά, μη βγαίνεις στην επιφάνεια». Το αποτύπωμα του έργου του είναι κατά κάποιον τρόπο και φιλοσοφία που χαρακτηρίζει το Ροδακιό. Αυτό που έβγαλαν οι εκδόσεις προς τα έξω δεν το επεδίωξαν με νύχια και με δόντια, οι ίδιοι οι συγγραφείς που αναδείχτηκαν από τον εκδοτικό το έκαναν με το σπαθί τους, όχι γιατί τους σπρώξαμε εμείς. Εμείς τους δώσαμε μια ωραία βάση, την προσεγμένη στοιχειοθεσία, την επιμέλεια, το εξώφυλλο, τη βιβλιοδεσία. Από κει και πέρα, το ίδιο το κείμενο έκανε αυτά που έπρεπε για να φτάσει στο βραβείο, στη διάκριση, στην καλή κριτική, στις πωλήσεις, στην αναγνωσιμότητα, στην αναγνώριση.
• Υπάρχουν τρεις κατηγορίες επαγγελματιών και ανθρώπων για τους οποίους νιώθω μεγάλα αισθήματα. Η μία είναι, βέβαια, οι άνθρωποι των γραμμάτων και οι καλλιτέχνες. Η ίδια δεν μπόρεσα να δημιουργήσω καλλιτεχνικό έργο, αλλά διέθετα την ικανότητα να αντιλαμβάνομαι ότι κάποιος άλλος αξίζει τον κόπο. Και από τη στιγμή που είχα εγώ αυτή την πεποίθηση μουλάρωνα και ό,τι και να μου πει κάποιος άλλος δεν οπισθοχωρώ με τίποτα. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι τεχνίτες του βιβλίου, οι τυπογράφοι, οι βιβλιοδέτες, οι γραφίστες, όλο αυτό το σινάφι είναι σαν μια προέκταση της οικογένειάς μου. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Νίκος Καρακώστας από το τυπογραφείο Ψιμύθι που χαρίζει στα βιβλία μας εδώ και δεκαπέντε χρόνια τη βιβλιοδετική και τυπογραφική ποιότητα που είχαν οι παλιοί, γιατί είναι τρελός κι αυτός με το επάγγελμά του και δίνει περιθώριο στο μεράκι, όπως πρέπει. Δεν μπορεί κανείς να είναι προσηλωμένος αυστηρά στον επαγγελματισμό και στην καρποφορία, στο οικονομικό, βρε παιδί μου. Καλά τα χρήματα, αλλά χρειάζεται και το μεράκι. Χωρίς αυτό πώς να προχωρήσεις σε αυτήν τη ζωή;
• «Κι εσύ πού το κονόμησες το μεράκι δηλαδή;» θα με ρωτήσει κάποιος. Έχω περπατήσει απέραντα χιλιόμετρα στη ζωή μου, σε πόλεις που είχαν να σε διδάξουν κάτι για το μεράκι. Μπορεί να έβλεπα ένα φουρούσι σε ένα μπαλκόνι ή μια ξύλινη πόρτα με τα σανίδια της έτσι βαλμένα που να σχηματίζουν διάφορα επίπεδα, ένα μικρό ανάγλυφο που φέρνει σε πρόσωπο με φρύδια, μάτια και μύτη. Μπορεί να έβλεπα μια πολύ όμορφη ροδιά σε έναν κήπο, ένα ποδήλατο να κινείται στο δειλινό σε έναν έρημο δρόμο. Οι καθημερινές εικόνες έχουν ομορφιά. Θα μου πεις, ακόμα και τώρα με τους κάδους, τα σκουπίδια, τα σουβλατζίδικα και τα τυροπιτάδικα; Κάτι έχει, κάτι όμορφο θα βρεις. Αρκεί να έχεις τη διάθεση, να έχεις ανοιχτή την πόρτα.
• Ρώτησα έναν φίλο μου προχθές που πέρασε από το βιβλιοπωλείο, εν όψει του ότι έπρεπε να μιλήσω για την ιστορία της ζωής μου, πώς πρέπει να τοποθετηθώ απέναντι στο γεγονός ότι ύστερα από σχεδόν εξήντα χρόνια δουλειάς δεν έχω κερδίσει χρήματα. Και μου είπε αυτός ο άνθρωπος –ο οποίος κάτι γνωρίζει για τα χρήματα, δεδομένου ότι εργάστηκε όλη του τη ζωή ως ταμίας σε τράπεζα– κάτι που το βρήκα σοφό, ότι «πρέπει αυτό να το δεις σαν μια μορφή ελευθερίας».
• Στα ημερολόγια που κρατούσα έφηβη έγραφα θρήνους για τις μονοκατοικίες και τα νεοκλασικά που γκρεμίζονταν σχεδόν κάθε μέρα στην Κυψέλη για να χτιστούν πολυκατοικίες. Προσπαθούσα να κρατήσω σε μια περιγραφή τον τρόπο που υπήρχε ο κήπος σε σχέση με τα σπίτια αυτά: τις κοπέλες που έρχονταν από νησιά και δούλευαν ως οικιακές βοηθοί και τα απογεύματα, καθώς πότιζαν τους κήπους, συναντιούνταν με τις άσπρες τους ποδιές και έλεγαν τα προσωπικά τους στο πίσω μέρος των σπιτιών με τα πηγάδια, τους πυράκανθους και τα γιασεμιά. Τότε πραγματικά η Αθήνα δεν είχε να ζηλέψει τίποτα, ήταν μια πόλη με δύο χιλιάδες και παραπάνω χρόνια ιστορία. Τώρα έχει γίνει κάτι άλλο, σχεδόν στέκεται πλάι στις μεγαλουπόλεις του κόσμου ως ένταση, δυστυχώς όχι ως αισθητική. Το λεκανοπέδιο της Αττικής πρέπει να ήταν ένας από τους ωραιότερους τόπους, και δεν πρόκειται για ιδεοληψία ή ματαιοδοξία, αυτή είναι η πραγματικότητα. Εδώ είναι ειδικές οι συνθήκες, το κλίμα, το φως, οι πνοές του ανέμου που έρχονται από τον Σαρωνικό. Αυτά τα πράγματα τα πολεμήσαμε όσο μπορέσαμε για να επιβιώσουμε εμείς οι Νεοέλληνες. Τώρα πού θα οδηγήσει αυτή η μάχη; Προς το παρόν, όλοι οι ξένοι κάνουν σαν τρελοί γι’ αυτά που εμείς πολεμήσαμε και έρχονται να οσφρανθούν τα τελευταία τους απομεινάρια.
• Ζούσα από το 1980 στο κέντρο της Πλάκας. Ήταν ένα μέρος που δεν είχε καμιά διαφορά από ένα μουσείο, από μια τοποθεσία εξαιρετικού κάλλους. Τώρα, αν πιάσεις τον αρχαιότερο δρόμο του κόσμου, την Αδριανού, από την αρχή της μέχρι το τέλος της θα δεις 99% κακογουστιά και κάπου κάπου κανένα υπόλοιπο. Γιατί έχει συμβεί αυτό στην Αθήνα και όχι στην Ιταλία, στο Παρίσι και στην Πορτογαλία; Γιατί μια αναπαλαίωση σπιτιού καταλήγει σε διεκτραγώδηση, και από εκεί που τα παράθυρα ήταν έργα τέχνης καταλήγουν να είναι τρύπες σε έναν τοίχο; Δεν ξέρω γιατί η αρχιτεκτονική σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που τόσο πολύ φημίζεται για το γούστο της και έχει βγάλει τόσους σπουδαίους αρχιτέκτονες, δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να προστατέψει καθόλου την πόλη της Αθήνας. Αλλά επειδή δεν πρέπει να θρηνολογούμε, καλύτερα να ελπίζουμε σε κάτι, και ας αναλογιστούμε ότι αυτή η χώρα στις άκρες της έχει ακόμα κρυμμένες πολλές ομορφιές.
• Η τρίτη κατηγορία επαγγελματιών που λατρεύω είναι οι ταβερνιάρηδες, νιώθω ότι είμαστε αδελφές ψυχές και έχω συνάψει σχέσεις μεγάλης αγάπης με πολλούς από αυτούς: τον Δημήτρη και την Ευγενία από το Παραδοσιακό στην οδό Βουλής, τον Μήτσο στο Δίπορτο, τον Πέτρο και τον Μήτσο στην ταβέρνα Κορωπί στη Δάφνη, τον Κώστα και τον Παναγιώτη από το Παραδοσιακό της οδού Κολοκοτρώνη. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ευεργέτες του γένους γιατί έχουν ακόμα λάδι, κρασί, φέτα σωστή, έχουν ψαράκι, κρεατάκι και κανένα όσπριο, γιουβέτσι και πατάτες τηγανητές.
• Αν έχω κάνει κάτι ριψοκίνδυνο; Με χαρακτηρίζει το σύνδρομο της ρώσικης ρουλέτας. Ανεβαίνω στα ύψη του θάρρους πιεζόμενη να κατορθώσω κάτι δύσκολο και κατεβαίνω στα τάρταρα της δειλίας απέναντι στο παραμικρό καθημερινό πρόβλημα.
• Ανακαλύπτοντας τον Σαντ και τον Μαζόχ σε πολύ νεανική ηλικία, κάτι πρέπει να μου έχει μείνει από αυτά τα διαβάσματα. Γιατί ενώ η γειτνίαση του βιβλιοπωλείου με το υπέροχο μπαρ του Noel με ταλαιπωρεί με τον θόρυβο, από την άλλη μεριά με τίποτα δεν θα ήθελα να είμαι πάνω στον δρόμο και να περνάνε τα αυτοκίνητα από μπροστά μου. Μου αρέσει πάρα πολύ που από το 2013 βρίσκομαι στο βάθος μιας δοκιμασίας, της απόστασης από τον πολυσύχναστο δρόμο στο τέρμα της στοάς Κουρτάκη, κρυμμένη στην κοσμάρα του Φωταγωγού, στην οδό Κολοκοτρώνη, εδώ που με φύτεψε ο Σταύρος Διοσκουρίδης, το δέντρο της ζωής μου.
• Υπάρχουν νέοι αναγνώστες και είναι πολύ σοβαροί. Και υπάρχουν νέοι συγγραφείς που έχουν πολύ ταλέντο, που στέλνουν τα βιβλία τους και που πολλά από αυτά θα θέλαμε να τα βγάλουμε, αλλά δεν μπορούμε. Πάντως, δέχομαι πάνω από δέκα προτάσεις την εβδομάδα και αρκετές από αυτές είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Οι Έλληνες γράφουν σαν τρελοί, αλλά εκείνο που θα ήθελα να τους συστήσω είναι να διαβάζουν λίγο πιο πολύ. Δηλαδή, μου κάνει εντύπωση όταν έρχεται ένας συγγραφέας που φιλοδοξεί να εκδώσει ένα βιβλίο του και αμέσως δεν κάνει την κίνηση να δει τι βιβλία κυκλοφορούν εδώ μέσα. Θα ήθελα οι νέοι συγγραφείς να προμηθεύονται τα βιβλία των άλλων συγγραφέων και να τα διαβάζουν. Δεν θα τους βλάψουν.
• Μίμη και Ανθή, Άννα Κοκκίνου, Θέκλα, Κώστα, Σλόμο, Δανιήλ, Άννυ, Ελεωνόρα, Δάφνη, Ζυράννα, Κλαίρη, Ιωάννη, Ευφροσύνη, Δημήτρη Χ., Νίκο Π., Νίκο Στεφάνου, Μαρία, Σύλβια,Κυριάκο, Λούλα, Πελαγία, Νανά, Κατερίνα Αττ., Μαρία Στεφ., Anna B., Φλωρίκα, Νίκο Ν., Κ. Π., Νίκο Αλεξιάδη, Αντώνη, Γιώργο Κατσέλη, Μυρτώ Π.,Θοδωρή και Θεανώ, Μ. Μ., Ρίτα, Στάθη, Αχ. Τζ., Αλέξανδρε Χριστοδούλου, Τάσο, Μίλτο, Ρένα και Αλέξανδρε, δίχως τους φίλους όλα αυτά δεν θα είχαν καμιά νοστιμιά, ούτε τα βιβλία ούτε τα κρασιά ούτε η θάλασσα.
Δείτε σε slideshow εξώφυλλα βιβλίων από τις εκδόσεις το Ροδακιό
Μπορείτε να βρείτε όλα τα βιβλία των εκδόσεων Το Ροδακιό στο βιβλιοπωλείο Φωταγωγός, Κολοκοτρώνη 59B, 210 3839355, Αθήνα.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.