Αρχικά ζούσαμε σχεδόν στο πουθενά. Ήμασταν μια πολύ φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου, ο Σπήλιος Μεντής, ήταν δημόσιος υπάλληλος και επειδή ο αδελφός μου, που είχε γεννηθεί πριν από μένα, είχε αρρωστήσει πολύ σοβαρά, οι γιατροί συνέστησαν στους γονείς μου να τον πάνε εξοχή. Πού εξοχή; Μετά βίας είχαν να ζήσουν. Πήγανε στα Πεύκα Αγίας Παρασκευής, σε αντίσκηνο. Εγώ ήμουν μηνών. Ένα βράδυ φύσηξε αέρας, το πήρε και μείναμε στον δρόμο. Μας περιμάζεψε ένας πολύ καλός άνθρωπος στο σπίτι του στο Χαλάνδρι. Από κει και πέρα, έχω μείνει σε διάφορα μέρη της Ελλάδας λόγω των μεταθέσεων του πατέρα μου. Παρόλο που ήταν στο Δημόσιο, ήταν ένας αριστερός πάρα πολύ κυνηγημένος. Μιλάμε ακριβώς μες στα χρόνια του Εμφυλίου.
• Στο σπίτι υπήρχε πολλή αγάπη για την τέχνη. Από πιτσιρίκια μάς έβαζε ο πατέρας μου και ακούγαμε εγώ και τ' αδέλφια μου υποχρεωτικά Μπετόβεν, Μότσαρτ, Μπαχ. Έγραφε κι ο ίδιος ως αυτοδίδακτος μουσικός τραγούδια για το κέφι του, τα οποία τραγουδούσαμε στο σπίτι. Δεκαετία του '50 γίνεται γνωστό στην Αθήνα ότι υπάρχει ένας συνθέτης στο Λαύριο, όπου ζούσαμε τότε, που έγραφε υπέροχα τραγούδια. Ήρθε η Δανάη και μας βρήκε, έγινε κολλητή φίλη των γονιών μου κι άρχισε να τραγουδάει τα τραγούδια του στο ΕΙΡΤ. Έτσι έγινε γνωστός. Ακολούθησε το Φεστιβάλ Τραγουδιού το '59, όπου πήρε το 2ο βραβείο με το «Καλοκαιράκι» με τη Γιοβάννα. Ήταν και η χρονιά που ήρθαμε στην Αθήνα. Επειδή ανήκε στην παρέα των Αριστερών του Λόφου Σκουζέ, στο σπίτι μας μπαινόβγαιναν ο Ρίτσος, ο Λειβαδίτης, ο Φραγκιάς, ο Αλεξάνδρου, αλλά και ηθοποιοί, όπως ο Λυκούργος Καλλέργης και η Μαλένα Ανουσάκη. Πνευματικοί άνθρωποι με μια άλλη ματιά για τον κόσμο και μια άλλη ελπίδα.
Στον «Θίασο» τραγουδάω στη σκηνή της αντιπαράθεσης μεταξύ φασιστών και Αριστερών. Φυσικά, αν δεν το ξέρεις, δεν φαίνομαι,
ούτε ένα κοντινό πλανάκι δεν υπάρχει. Έπαιζε και ο πρώτος άντρας μου, ο Κώστας Στηλιάρης, ως αρχηγός των φασιστών. Ήταν μονοπλάνο
και νομίζω ότι γυρίστηκε μόνο δύο φορές.
• Ακούγαμε τις ραδιοφωνικές εκπομπές του Αχιλλέα Μαμάκη για το θέατρο. Τότε πρέπει να έγινε και να αγάπησα το θέατρο. Έπαιξα πρώτη φορά στα 11, στον Νευρικό Κύριο του Ψαθά που σκηνοθέτησε ο πατέρας μου. Του είπα «μπαμπά, θέλω να γίνω ηθοποιός» κι εκείνος απάντησε «να γίνεις ό,τι θες». Στην πραγματικότητα, δεν το ήθελε. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα, άρχισα να βλέπω παραστάσεις κι έγινε οριστικό. Έδωσα εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού, όπου ήταν πολύ δύσκολο να μπεις. Δίναμε τρεις φορές, αλλά αυτό δεν σήμαινε καθόλου ότι περνούσαν τους καλύτερους. Οι απαιτήσεις ήταν να είσαι ψηλός, όμορφος, με ωραία φωνή για τον Χορό στην Επίδαυρο. Πώς μπήκα εγώ δεν ξέρω.
• Η σχολή δεν μου πρόσφερε τίποτα, εκτός ίσως κάποιες πληροφορίες που είχαν να κάνουν με ατμόσφαιρες θεάτρου, με καλλιτεχνία, ακόμα και με κουτσομπολιό παλιότερων ανθρώπων του θεάτρου που μαθαίναμε για τη ζωή τους. Και ότι πήγαινα κι έβλεπα κάθε βράδυ την Παξινού. Από τα 25 παιδιά που ήμασταν στη χρονιά μου, δεν έχει μείνει σχεδόν κανείς στο θέατρο. Είχα συμμαθήτρια την Όλγα Καρλάτου, που την πήρε ο Παπατάκης στο Παρίσι και παντρευτήκανε. Νομίζω ότι το πρώτο που θέλει το θέατρο είναι αφοσίωση. Πρέπει να σου αρέσει πάρα πολύ, να υπομένεις τα πάντα, να περάσεις διά πυρός και σιδήρου, χωρίς να ξέρεις τι θα κερδίσεις, τι θα σου μείνει. Θέλει τσαγανό. Εγώ το είχα, γιατί πέρασα πολύ δύσκολα στο θέατρο. Χρειάστηκαν χρόνια να προσαρμοστώ σε έναν χώρο δουλειάς που είχε μια συνθήκη που εγώ δεν θεωρούσα ούτε αξιοπρεπή, ούτε δίκαιη, που είχε μεγάλη αναξιοκρατία. Έβλεπα να δουλεύουν και να βγάζουν λεφτά άνθρωποι χωρίς να είναι καλοί. Ήταν ωραίοι, γκόμενοι, καλοί στις δημόσιες σχέσεις. Το θέατρο έχει μεγάλη αμεσότητα και καταλαβαίνεις αν ο άλλος είναι καλός ή δεν είναι. Δεν παίρνει μεσοβέζικα πράγματα. Έβλεπα την ανισότητα και ήμουν πολύ απόλυτη, δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου. Έλεγα «κάνω αυτή τη δουλειά γιατί μου αρέσει», αλλά δεν μπορούσα να τα ανεχτώ και όλα. Μία σεζόν δούλευα, μία καθόμουν. Ήμουν και επιλεκτική, ήθελα να διαφυλάξω κάποια πράγματα, δεν ήθελα να φθαρώ, δεν πήγα ποτέ να παίξω στο εμπορικό σινεμά. Αργότερα, η επιβίωση με ανάγκασε να πάω και σε επιθεωρήσεις.
•Είχα την τύχη να ξεκινήσω δίπλα σε σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου, γιατί είχα δυο-τρία φυσικά προσόντα που δείχνανε ότι εν δυνάμει θα είχα μια εξέλιξη – αυτό που λέω σήμερα για νέους ηθοποιούς, όποτε το εντοπίζω. Πρώτη μου δουλειά ήταν με την Κατερίνα Ανδρεάδη. Ήρθε Ιούνιο, που αποφοίτησα από το Εθνικό, ρώτησε «ποια ενζενί βγήκε τώρα;» –δεν είπε «ποια καλή»– και της είπαν η Μεντή. Εγώ δεν ήμουν ποτέ ενζενί. Αλλά επειδή ήμουν μικρή και νόστιμη, είπαν εμένα. Η δεύτερή μου δουλειά ήταν με τη Λαμπέτη. Πέρασα υπέροχα μαζί της, τη θαύμαζα πάρα πολύ, την απομυθοποίησα ως άνθρωπο σε μερικά, αλλά δεν με ένοιαζε καθόλου. Αμέσως μετά έπαιξα με Παξινού και Μινωτή στον Πατέρα του Στρίντμπεργκ. Ήταν θίασος ρεπερτορίου κι όταν έπαιζαν τα άλλα έργα, καθόμουν και τους έβλεπα. Έτσι είδα τους Βρικόλακες 60 φορές. Δεν υπήρχε μεγαλύτερο σχολείο. Η Παξινού ήταν έξω από τα όρια του ανθρώπου ως ηθοποιός, ως οντότητα και προσωπικότητα. Ο Μινωτής δεν μου άρεσε, ήταν εγκεφαλικός, αλλά ωριμάζοντας κατάλαβα πόσο σπουδαίος ήταν κι εκείνος.
Πάντα κοιτούσα να μην κάνω τίποτα με ευκολίες κι έψαχνα πάντα να βρω κάτι, ακόμα και στην επιθεώρηση, την ποιότητα, το βάθος του.
• Το κλίμα στη χούντα ήταν πολύ μαύρο και πολύ ωραίο συγχρόνως. Υπήρχε μεγάλη συσπείρωση των ανθρώπων για να φύγει το κακό από πάνω μας, μεγάλη ομοψυχία, και το έζησα αυτό πάρα πολύ έντονα με τις κουβέντες μας, τον φόβο μας αλλά και την ελπίδα ότι θα το ανατρέψουμε αυτό το πράγμα, ότι θα γίνει κάτι. Ως νέοι ηθοποιοί, βγάζαμε τις 2 δραχμές που είχαμε στην τσέπη μας, τις βάζαμε κάτω, παίρναμε μια μακαρονάδα και μια ρετσίνα και πηγαίναμε με τα πόδια στη δουλειά, δεν μας ένοιαζε καθόλου.
• Εντάχθηκα στο Ελεύθερο Θέατρο το 1973. Αποτελούνταν από ηθοποιούς του Εθνικού που με ήξεραν και με κάλεσαν για να παίξω στο Κι εσύ χτενίζεσαι, το οποίο ήταν μια καινούργια ανάγνωση της επιθεώρησης. Δεν υπήρχαν λεφτά, μια παρεΐστικη κατάσταση που τη θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία. Η διαδικασία των προβών κράτησε 6 με 8 μήνες, μεταξύ πλάκας, προβών, κρασιού, αντίστασης, ενώ κάποιοι πολιτικοποιημένοι συνάδελφοι μπήκαν και φυλακή. Τα παιδιά που έγραφαν τα κείμενα έκαναν παιχνιδάκια με τη λογοκρισία, έκρυβαν πράγματα και τα έλεγαν μισά. Τελικά η παράσταση ανέβηκε στο Άλσος Παγκρατίου και είχε τεράστια απήχηση στον κόσμο, ο οποίος έπιανε τα υπονοούμενα που μερικές φορές ήταν πάρα πολύ σαφή. Είχαμε και ασφαλίτες, αλλά ερχόταν να το δει πάρα πολύς κόσμος για να ξεχαρμανιάσει. Ως επιθεώρηση, παρείχε την προστασία του αστείου – ένας πολύ έμμεσος τρόπος να πεις πράγματα.
• Τότε έπαιξα και στον Θίασο, που γυρίστηκε προς το τέλος της χούντας. Με τον Αγγελόπουλο γνωριζόμασταν από τις παρέες. Τραγουδάω στη σκηνή της αντιπαράθεσης μεταξύ φασιστών και Αριστερών. Φυσικά, αν δεν το ξέρεις, δεν φαίνομαι, ούτε ένα κοντινό πλανάκι δεν υπάρχει. Έπαιζε και ο πρώτος άντρας μου, ο Κώστας Στηλιάρης, ως αρχηγός των φασιστών. Ήταν μονοπλάνο και νομίζω ότι γυρίστηκε μόνο δύο φορές. Θυμάμαι ότι είχα μεγάλη συγκίνηση που έπαιζα στη σκηνή που ξεκινάει ο Εμφύλιος. Με το τέλος των γυρισμάτων ο άντρας μου πεθαίνει, εντελώς ξαφνικά, στα 34 του, από καρδιά. Αρνιόμουν να τη δω την ταινία όταν βγήκε και πήγα μόνη μου, μετά από έναν χρόνο. Στην πρώτη του σκηνή έπεσα κάτω από το κάθισμα. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ το ότι έφυγε ένας τόσο νέος άνθρωπος.
• Τελειώνει η δικτατορία και πηγαίνω στη Λάρισα και δουλεύω στο Θεσσαλικό που μόλις είχε ξεκινήσει, με τον Τσιάνο, τον Ζιάκα, τη Βαγενά. Επέστρεψα για λίγο στο Ελεύθερο Θέατρο, όπου έπαιξα στη μεγάλη επιτυχία τους Συνέβη στην Κατίνα, και μετά από αυτό παράτησα το θέατρο για 4-5 χρόνια. Δεν ήθελα άλλο, είχα πολλά τραύματα. Ξαναπαντρεύομαι τον επίσης ηθοποιό Σταύρο Μερμήγκη. Όταν έκανα την κόρη μου, έπρεπε πάλι να δουλέψω. Ζούσαμε πολύ δύσκολα, έτσι βγήκα ξανά το 1982 κι έκανα πολλή επιθεώρηση. Έπαιξα στις δύο πρώτες του Λαζόπουλου, σε μία του Μποστ αλλά και Αριστοφάνη. Έχει μπει στο μυαλό μου ότι είμαι πια επαγγελματίας ηθοποιός που προσπαθεί να σωθεί και να κάνει επιλογές, όσο το επιτρέπουν οι προτάσεις που του γίνονται. Αυτό ξέρω να κάνω, αυτό μου αρέσει να κάνω πολύ και θα βρω κι εγώ τον χώρο μου.
Οι «Τρεις Χάριτες» των Παπαθανασίου-Ρέππα ήταν ένας σταθμός για μένα. Γινόταν χαμός. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι αντίκτυπο θα είχε αυτό στην αναγνωρισιμότητά μου.
• Μέσα στη δεκαετία του '90 δουλεύω πάρα πολύ. Καταλαβαίνω ότι είτε κάνω κάτι καλό είτε κάτι μέτριο εγώ από αυτήν τη δουλειά παίρνω πράγματα – αυτό που λέμε στο θέατρο, ότι ο ηθοποιός πρέπει να είναι στο σανίδι, παίζοντας ακόμα και σε κακές παραστάσεις. Μέσα σε αυτήν τη δεκαετία πείθομαι ότι μπορώ να τα παίξω όλα. Αρχίζω να αποκτώ τεράστια αυτοπεποίθηση –όχι ότι δεν είχα–, εκείνη της ηθοποιού που είναι σίγουρη πως, όπου και να τη φωνάξουν, θα τα βγάλει πέρα. Πάντα κοιτούσα να μην κάνω τίποτα με ευκολίες κι έψαχνα πάντα να βρω κάτι, ακόμα και στην επιθεώρηση, την ποιότητα, το βάθος του. Όταν έπαιξα σε μια κωμωδία, το Πυξ Λαξ, όπου ήμουν πραγματικά καλή, το ένιωθα και το έλεγαν όλοι, ήρθαν και οι «Τρεις Χάριτες». Και, επιτέλους, θα πληρωνόμουν, γιατί μέχρι τότε δεν πληρωνόμουν πραγματικά για τη δουλειά μου.
• Οι «Τρεις Χάριτες» των Παπαθανασίου-Ρέππα ήταν ένας σταθμός για μένα. Γινόταν χαμός. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τι αντίκτυπο θα είχε αυτό στην αναγνωρισιμότητά μου. Έβγαινα από το σπίτι μου και γινόταν διαδήλωση. Σχολεία, παιδάκια, να φωνάζουν στον δρόμο, μια κατάσταση απίστευτη. Το ξεπέρασα με χιούμορ. Η επιτυχία επαναλήφθηκε με το «Δις Εξαμαρτείν». Θεωρώ σημαντική τη γνωριμία μου με τον Θανάση και τον Μιχάλη, γιατί δεν απαξιώνω μια προσέγγιση με μια ελαφράδα απέναντι στα πράγματα. Είναι πάρα πολύ σπουδαίο να μη βαραίνουνε τις καταστάσεις και ως ηθοποιός δεν μου αρέσει η σοβαροφάνεια. Σταρ δεν ένιωσα ποτέ, αλλά δέχτηκα απίστευτες προτάσεις – καταρχάς, για όλα τα πρωινάδικα και τα μεσημεριανά. Ακόμα και δικό μου θέατρο μου έδιναν. Αλλά ήμουν πολύ πιο σταθερή και πιο άνετη στις επιλογές μου πια. Έκανα 12 σίριαλ όλα αυτά τα χρόνια, κυρίως κωμωδίες. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να απορρίψω προτάσεις στο θέατρο. Δεν είχα ποτέ φιλοδοξίες να κάνω κάποια έργα ή έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Όταν ήρθε η ώρα του, έκανα το Τρίτο Στεφάνι που το ήθελα πάντα.
• Με πήρε ο Δαλιανίδης τηλέφωνο και με το που άκουσα ότι με έπαιρνε για το Τρίτο Στεφάνι μ' έπιασαν τα κλάματα. Ήταν το όνειρό μου να το παίξω από το 1972, που μου το είχε δώσει ο Φασουλής να το διαβάσω. Ήθελα να κάνω την Εκάβη, αλλά με θεωρούσε νέα ακόμη. Έκανα τη Νίνα, αλλά δεν ήμουν καλή. Έχασα όλο τον μικροαστισμό της. Η Νίνα είναι όλη η μικροαστική τάξη της Ελλάδας – ποιον άντρα θα πάρει, πώς θα τα βολέψει, είναι και κυριούλα βέβαια. Έκανε πολύ ωραία πράγματα για το Στεφάνι ο Γιάννης, ο οποίος ήταν ως άνθρωπος πολύ καλύτερος από το έργο του. Ήταν η καλύτερη δουλειά του. Στη θεατρική εκδοχή, όπου επιτέλους έπαιξα την Εκάβη, ο άθλος ήταν ότι ο Φασουλής και ο Νιάρχος έφτιαξαν από το μυθιστόρημα διάλογο. Έκαναν τους ήρωες του Ταχτσή να μιλάνε σαν να τους είχε γράψει εκείνος. Από τη δική μου πλευρά ήταν πρωταθλητισμός. Είχα τρεισήμισι ώρες κείμενο.
• Ένας άλλος ρόλος που με χάραξε ήταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Ξεκινήσαμε με τον Ζούλια πιστεύοντας ότι θα κρατούσε δύο εβδομάδες κι έγινε από την πρώτη μέρα κάτι το απίστευτο, που κράτησε επτά χρόνια. Αυτό που έχει για μένα μεγάλη σημασία είναι πώς «μίλησε» αυτό το έργο, ότι το στήριξε και το αγάπησε τόσο πολύ ο κόσμος. Ένα που κατάφερα ήταν να συγκεντρώνει την αλήθεια και τη λιτότητα του προσώπου ο ρόλος, χωρίς να μιμηθώ την Ευτυχία, και το άλλο ήταν τα τραγούδια, με τα οποία ο κόσμος συγκινούνταν. Μία παράσταση που κατάφερε να υπερβεί το θέατρο και να είναι ένα κομμάτι ζωής, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τα μπουλούκια, τον πόλεμο, το θέατρο, τους θανάτους και το κλάμα. Με λούμπεν στοιχεία, καθώς και μορφωμένη ήταν η Παπαγιαννοπούλου και δασκάλα και λαϊκάτζα που έπαιζε πόκα με φορτηγατζήδες και έγραφε στιχάκια.
• Η Σύλβα είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στο θέατρο. Καταρχάς, είναι πολύ πιο κοντά σ' εμένα γιατί τραγούδαγα. Καθώς δεν υπήρχε σκηνοθέτης, έφτιαξα ένα πρόσωπο που το έβγαλα από το μυθιστόρημα του Κοροβίνη, το έφτιαξα με τη φαντασία μου και βρέθηκα σε μια εποχή ονειρική, που δεν είχα βιώσει. Μπόρεσα, ως ηθοποιός, χωρίς βοήθεια, να κάτσω σε μια καρέκλα και να βγάλω μια ατμόσφαιρα.
• Η Αθήνα είναι μια πόλη που αγαπάω, αλλά δεν μου αρέσει καθόλου. Είναι η ζωή μου, οι μνήμες μου, οι άνθρωποι που έζησα, που έχασα, τα σχολεία μου, τα σπίτια μου, οι φίλοι μου, που πολλοί χάθηκαν, γι' αυτό την αγαπάω. Την αγαπάω μέχρι δακρύων, αλλά δεν είναι η πόλη που μ' αρέσει. Είναι απάνθρωπη κι εγώ την πρόλαβα όταν η γειτονιά είχε σπίτια με φοίνικες μέσα, σαν να έγινε για να απαξιώνει τον άνθρωπο. Γιατί η Αθήνα δεν είναι η Πλάκα μας, που είναι υπέροχη και μένουν 50 πλούσιοι. Η Αθήνα είναι η Κυψέλη, τα Πατήσια, όπου ζει ο κοσμάκης. Είναι ασφυκτική, βρόμικη, πηγμένη, εγκαταλειμμένη.
• Είμαι πολύ απαισιόδοξη. Εκείνο που με νοιάζει πολύ, επειδή έχω παιδί και φίλους νέους, είναι οι νέες γενιές. Είναι τραγικό που δεν σκεφτόμαστε το αύριο των παιδιών που φεύγουν ή που έχουν έναν τοίχο μπροστά τους. Και η υπογεννητικότητα. Έκανα ένα γκάλοπ μόνη μου: έχω 35 φίλους νέους, κανέναν με παιδί. Και δεν θα κάνουνε, δεν είναι στο μυαλό τους. Αυτό, και η ανεργία. Ούτε ελπίζω ότι θα γίνει κάτι με μια αριστερή κυβέρνηση. Άλλωστε, πιστεύω ότι βαθύτατα και αποτρόπαια συντηρητικοί άνθρωποι υπάρχουν στην Ελλάδα σε όλα τα κόμματα. Γι' αυτό και δεν ανήκω στην Αριστερά των κομμάτων.
• Θα συνεχίσω να παίζω όσο μπορεί το σώμα μου. Αλλά επειδή νιώθω πιο καλά και πιο ενεργή απ' ό,τι πριν από 20 χρόνια, λυσσασμένη για θέατρο, θα παίζω όσο πάει. Τώρα ετοιμάζω με μια ομάδα νέων ηθοποιών και έναν νέο σκηνοθέτη –που είναι η πρώτη του δουλειά– ένα καταπληκτικό έργο που δεν έχει παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα. Είναι το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, το θεατρικό έργο Ο Βουρκόλακας του Αργύρη Εφταλιώτη, γραμμένο το 1894. Θέμα βαθύτατα ελληνικό, με γλώσσα δημοτική μαλλιαρή του δημοτικιστικού κινήματος των Πάλλη, Εφταλιώτη και Ψυχάρη.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO τον Ιανουάριο του 2015
σχόλια