Η Αριάν Λαμπέντ αφηγείται τη ζωή της στη LIFO Facebook Twitter
Υπάρχει μια ταινία που λατρεύω, οι Βοσκοί της Συμφοράς του Νίκου Παπατάκη. Είναι του 1967 και μου έκανε εντύπωση γιατί δεν μου θύμισε τίποτα απ' όσα είχα δει ως τότε. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχουν τέτοιες ελληνικές ταινίες. Φωτο: Πάνος Μιχαήλ/LIFO

Η Αριάν Λαμπέντ αφηγείται τη ζωή της στη LIFO

0

Οι γονείς μου είναι Γάλλοι και οι δυο, αλλά ταξίδευαν συνέχεια κι έμεναν σε διαφορετικές χώρες. Ο πατέρας μου είναι μαθηματικός κι η μητέρα μου καθηγήτρια Γερμανικών. Επειδή ήταν φιλέλληνες, μετακόμισαν στην Ελλάδα, έπιασαν δουλειά στο Ελληνογαλλικό Κολέγιο κι έτσι γεννήθηκα και εγώ εδώ. Ήταν τα πιο ωραία χρόνια της ζωής μου. Έχω πολύ όμορφες αναμνήσεις από τότε και γι' αυτό είμαι πολύ δεμένη με την Ελλάδα κι αποφάσισα να επιστρέψω αργότερα.

• Από την Αθήνα θυμάμαι έναν άσπρο παπαγάλο στον Εθνικό Κήπο που φώναζε συνέχεια «μαλάκα». Επίσης, θυμάμαι και μια ηλικιωμένη κυρία που έλεγε συνέχεια «φτου, φτου, φτου» και νόμιζα ότι έφτυνε πάνω μου.

Στην Αθήνα η ζωή είναι σκληρή αλλά και ξέγνοιαστη. Μου αρέσει που η αρχιτεκτονική είναι χαοτική, εκτός λογικής, και δεν θυμίζει καθόλου Ευρώπη. Δεν μου αρέσουν, για παράδειγμα, τα εκσυγχρονιστικά έργα που έγιναν για τους Ολυμπιακούς, προτιμούσα την προηγούμενη κατάσταση. Γι' αυτό μου αρέσει το Παγκράτι, με όλα αυτά τα μαγαζάκια που έχουν ξεμείνει από προηγούμενες δεκαετίες, και η οδός Βύσσης με τα πόμολα. Πάντως, στην Ελλάδα νιώθω πιο ήρεμη απ' ό,τι στη Σανζ Ελιζέ. Αυτό το χάος μού αρέσει.

• Στα έξι μου μετακομίσαμε στη Γερμανία, στο Φράιμπουργκ, μια μικρή γερμανική πόλη, και στα δώδεκά μου επιστρέψαμε στον τόπο καταγωγής των γονιών μου, την Μπουρζ, στη Γαλλία. Είναι μια πόλη που βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της Γαλλίας, δυο ώρες απ' το Παρίσι.

Ωραία, παλιά, ήρεμη, αλλά όταν είσαι έφηβος θέλεις να βρίσκεσαι μακριά από τέτοιες πόλεις. Μέχρι τα δεκαοκτώ έμεινα εκεί και μετά, νιώθοντας την ανάγκη να πάω όσο πιο νότια μπορώ, πήγα στη Μασσαλία και σπούδασα θέατρο. Εκεί γνώρισα την Αργυρώ Χιώτη και τη Νάιμα Καρμπαχάλ και ιδρύσαμε την ομάδα Vasistas.

• Όταν ήμουν στη εφηβεία άκουγα συνέχεια τους Noir Desir, μια γαλλική μπάντα των '80s, και Nirvana. Ήμουν λίγο γκραντζ τότε, ξέρεις, καρό πουκάμισα, σκισμένα τζιν και τέτοια. Επίσης, διάβαζα τα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ -λάτρευα ειδικά το ποίημα «La fontaine de sang»-, τις Εκλάμψεις του Ρεμπώ και τον Ξένο του Καμύ, αλλά το αγαπημένο μου βιβλίο όλων των εποχών, που το έχω συνέχεια μαζί μου και πάντα ανατρέχω σ' αυτό, είναι το Η ανάγκη μας για παρηγοριά του Στιγκ Ντάγκερμαν.

Είναι ένα βιβλίο που έγραψε ο Ντάγκερμαν πριν αυτοκτονήσει, πολύ μελαγχολικό, αλλά το βρίσκω ωραίο. Από ελληνικά συγκροτήματα μου αρέσουν οι Berlin Brides και οι Mary & Τhe Βoy. Και η Μαρινέλλα μου αρέσει πολύ.

• Από μικρή έβλεπα τη Σιλιβί Γκιγιέμ και τις άλλες σταρ χορεύτριες της εποχής κι έλεγα ότι θα γίνω χορεύτρια. Έκανα πολύ μπαλέτο από τα έξι μέχρι τα δεκαέξι, αλλά κάποια στιγμή είχα μεγάλο πρόβλημα, γιατί έπρεπε να διατηρήσω το σώμα μου σε μια ορισμένη κατάσταση για να συνεχίσω να χορεύω. Δεν μπορούσα να το κάνω, παρόλο που μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι πάνω στη σκηνή, και όταν σταμάτησα να χορεύω, ένιωθα ότι μου λείπει κάτι.

Έτσι, αποφάσισα να σπουδάσω θέατρο, αν και δεν μου άρεσε ποτέ πάρα πολύ. Μου άρεσε, όμως, που βρισκόμουν επάνω στη σκηνή. Και όταν γνώρισα την Αργυρώ κι αρχίσαμε να κάνουμε τα δικά μας πράγματα, που απαιτούσαν περισσότερο τη γλώσσα του σώματος και γενικότερα τη σωματική απόδοση παρά το κλασικό θέατρο, άρχισα να βρίσκω αυτό που μου αρέσει.

• Δεν ήθελα να κάνω σινεμά. Μου φαινόταν εντελώς διαφορετική δουλειά απ' το θέατρο και νόμιζα ότι δεν μπορούσα να την κάνω. Δεν ήμουν και ποτέ πολύ σινεφίλ. Μου άρεσαν, βέβαια, ο Γκοντάρ, γιατί είναι τέλειο να βλέπεις χαζές, όμορφες γυναίκες να λένε φιλοσοφικά πράγματα, και γενικότερα η γαλλική νουβέλ βαγκ, αλλά, ακόμα και τον ρόλο μου στο Attenberg, δεν τον κυνήγησα εγώ.

Με πήραν τηλέφωνο να πάω στην οντισιόν, είχα ακούσει και ότι είναι σούπερ ρόλος κι έτσι πήγα. Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία τα γυρίσματα. Ήμασταν δυο μήνες στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας κι ένιωθα ότι ήμουν εκεί όπου έπρεπε την κατάλληλη στιγμή. Μετά, ήρθε και το βραβείο στη Βενετία και μου έδωσε δύναμη να συνεχίσω στο σινεμά.

• Όταν πήρα το βραβείο, τρόμαξα πάρα πολύ. Δεν το περίμενα καθόλου. Λόγω της συναισθηματικής μου φόρτισης εκείνη τη στιγμή δεν τη θυμάμαι τη σκηνή και πολύ καλά. Ήταν λίγο, ξέρεις, «what the fuck» φάση και δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη για όλα αυτά τα φλας. Ανέβηκα να το παραλάβω και δεν ήξερα τι να πω. Ξέχασα να ευχαριστήσω και τον Ταραντίνο.

• Μετά ξεκίνησα να δουλεύω για τις Άλπεις. Λόγω του ρόλου μου ως αθλήτριας ρυθμικής γυμναστικής έπρεπε να κάνω εντατικές προπονήσεις. Για τρεις μήνες ξύπναγα κάθε μέρα κι έκανα ασκήσεις στο σπίτι μου. Δούλευα συνέχεια και δεν έβγαινα καν έξω. Εκεί που είχα σταματήσει το μπαλέτο γιατί δεν άντεχα άλλο αυτή την πίεση του σώματος, έπρεπε να κάνω κάτι παρόμοιο.

Πραγματικά, ήταν μια κόλαση. Βέβαια, όλη αυτή η πειθαρχία με βοήθησε και πνευματικά ώστε να φτάσω εκεί που έπρεπε για τον ρόλο μου, γιατί όλη αυτή η επίπονη διαδικασία σε κάνει να παίρνεις τα πράγματα πιο σοβαρά και να είσαι πιο αυστηρός με τον εαυτό σου.

• Οι Άλπεις είναι μια ταινία που σε χτυπάει κατευθείαν στο στομάχι. Είναι πολύ δυνατή, καθαρή και μοναδική: σε οδηγεί ακριβώς στον στόχο της, σε αυτό που θέλει να σου πει. Γυρίστηκε σχεδόν χωρίς καθόλου budget, παρόλο που ο Κυνόδοντας έφτασε μέχρι τα Όσκαρ. Αυτό είναι φοβερό. Εγώ ήρθα στην Ελλάδα επειδή μου άρεσε πολύ και ακόμα μου αρέσει. Με στενοχωρεί, όμως, να βλέπω καλλιτέχνες που δημιουργούν φανταστικά πράγματα απ' το τίποτα επειδή απλώς πιστεύουν πολύ σε αυτό που κάνουν και να δίνουν την ψυχή τους, ενώ δεν έχουν καμιά υποστήριξη.

Ακόμα και τη στιγμή που καίγονται τα πάντα πρέπει ν' αναγνωριστεί απ' το κράτος ότι στις τέχνες γίνεται κάτι θετικό. Όχι ότι είναι αρκετό αυτό, όταν επικρατεί γύρω μας το χάος, αλλά θα ήταν κάπως ανακουφιστικό. Πάντως, είμαι πολύ απαισιόδοξη για την κατάσταση στην Ελλάδα και γι' αυτό μόλις μετακόμισα στο Λονδίνο.

• Η παράσταση που ανεβάζουμε με τους Vasistas είναι το Spectacle, που το είχαμε ανεβάσει ξανά στο Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι, στο κτίριο του ΕΜΣΤ. Είναι ένα πολύγλωσσο παιχνίδι εξερεύνησης των μηχανισμών εκπαίδευσης και κοινωνικής συμπεριφοράς, που διακωμωδεί τα κοινωνικά μας αντανακλαστικά και στερεότυπα. Είναι ένα έργο πολύ φωτεινό και πολύ σκοτεινό ταυτόχρονα. Λέγεται Spectacle (θέαμα) γιατί θέλαμε να κάνουμε μια παράσταση χωρίς καθόλου θέαμα. Ένα αντι-θέατρο.

• Γενικά, δεν μου αρέσει πολύ το καθαρό θέατρο. Θέλω να βλέπω πράγματα που δεν μπορώ να προσδιορίσω τι είναι - να μην μπορώ να πω αν είναι χορός, θέατρο, installation. Γι' αυτό δεν θα πήγαινα, ας πούμε, να δω μια κλασική παράσταση Τσέχωφ. Και αυτό ψάχνω κι εγώ ως ηθοποιός. Γι' αυτό μου αρέσει και ο Καστελούτσι - η τελευταία του παράσταση που είδαμε στο Φεστιβάλ φέτος ήταν καταπληκτική.

• Υπάρχει μια ταινία που λατρεύω, οι Βοσκοί της Συμφοράς του Νίκου Παπατάκη. Είναι του 1967 και μου έκανε εντύπωση γιατί δεν μου θύμισε τίποτα απ' όσα είχα δει ως τότε. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχουν τέτοιες ελληνικές ταινίες.

• Στην Αθήνα η ζωή είναι σκληρή αλλά και ξέγνοιαστη. Μου αρέσει που η αρχιτεκτονική είναι χαοτική, εκτός λογικής, και δεν θυμίζει καθόλου Ευρώπη. Δεν μου αρέσουν, για παράδειγμα, τα εκσυγχρονιστικά έργα που έγιναν για τους Ολυμπιακούς, προτιμούσα την προηγούμενη κατάσταση. Γι' αυτό μου αρέσει το Παγκράτι, με όλα αυτά τα μαγαζάκια που έχουν ξεμείνει από προηγούμενες δεκαετίες, και η οδός Βύσσης με τα πόμολα. Πάντως, στην Ελλάδα νιώθω πιο ήρεμη απ' ό,τι στη Σανζ Ελιζέ. Αυτό το χάος μού αρέσει.

Οι Αθηναίοι
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Oι Αθηναίοι / «Περηφανευόμαστε ότι δώσαμε τα φώτα μας στον κόσμο, αλλά δεν κρατήσαμε ούτε ένα λυχναράκι»

Η αρχιτέκτονας και υπεύθυνη των Αρχείων Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη, Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, δεν λησμόνησε ποτέ στην πορεία της πως η μορφή ενός κτιρίου πρέπει να έχει χαρακτήρα, ειλικρίνεια και κλίμακα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Γεννήθηκε Σαν Σήμερα / Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αφηγείται τη ζωή του στη LIFO

Δημοσιογράφος, στιχουργός. Θα ήταν ευχαριστημένος αν, απ’ όλα τα τραγούδια του, έμενε στην ιστορία το τετράστιχο: «Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο, στην ανηφοριά».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Οι Αθηναίοι / Χρυσέλλα Λαγαρία: «Δεν είναι τόσο τρομακτικό το να είσαι τυφλός»

Η συνιδρύτρια και διευθύντρια της Black Light και συνδημιουργός της σειράς podcast της LiFO «Ζούμε ρε» δραστηριοποιείται ώστε οι ΑμεΑ να διαθέτουν ίσες ευκαιρίες και απεριόριστη πρόσβαση, δίχως στιγματισμούς και διακρίσεις. Και είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Lorenzo

Οι Αθηναίοι / Lorenzo: «Η techno σκηνή έχει γίνει χρηματιστήριο»

Γνώρισε την techno στη Φρανκφούρτη των αρχών των ‘90s. Ερχόμενος στην Αθήνα, όσο έβλεπε ότι ο κόσμος σοκαριζόταν με τις εμφανίσεις του, τόσο περισσότερο του άρεσε να προκαλεί. Ο θρυλικός χορευτής του Factory και ιδρυτής της ομάδας Blend είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Ελισάβετ Κοτζιά

Οι Αθηναίοι / «Τα πρώτα χρόνια λέγανε ότι τις κριτικές μου τις έγραφε ο πατέρας μου»

Η Αθηναία της εβδομάδας Ελισάβετ Κοτζιά γεννήθηκε μέσα στα βιβλία· κάποια στιγμή, τα έβαλε στην άκρη, για να ξανασυναντήσει τη λογοτεχνία μέσα από μια αναπάντεχη εμπειρία. Άφησε το οικονομικό ρεπορτάζ για την κριτική βιβλίου. Τη ρωτήσαμε γιατί το ελληνικό μυθιστόρημα δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στο εξωτερικό, και δεν πιστεύει πως για το ζήτημα αυτό υπάρχουν απλές απαντήσεις.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Πέθανε Σαν Σήμερα / Λούλα Αναγνωστάκη: «Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας»

Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας, που πέθανε σαν σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ
Αρετή Γεωργιλή

Οι Αθηναίοι / «Δεν θα σταματήσω να υπερασπίζομαι το δικαίωμα της γυναίκας να νιώθει ελεύθερη να εκφράζεται»

Η Αρετή Γεωργιλή γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα δώδεκα τελευταία χρόνια, αφότου άνοιξε το Free Thinking Zone, ζει εκεί και στην Αθήνα. Είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατιάνα Μπαλανίκα

Οι Αθηναίοι / Κατιάνα Μπαλανίκα: «Μέσα μου είμαι κουτάβι, γι’ αυτό και με πάταγαν όλοι»

Η ηθοποιός που αγαπήθηκε για τους κωμικούς της ρόλους έκανε μόνο δράμα στη σχολή. Θα ήθελε να ξαναπαίξει στην τηλεόραση αλλά βλέπει πως δεν θυμούνται τη γενιά της πια. Είναι ευγνώμων για τη ζωή της και την αφηγείται στη LiFO - γιατί είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μάριο Μπανούσι

Οι Αθηναίοι / Μάριο Μπανούσι: «Αν δεν εκτεθείς στη ζωή, δεν έχει νόημα»

Ο νεαρός σκηνοθέτης, που έχει ήδη μετρήσει διαδοχικά sold out, άρχισε να βλέπει θέατρο όταν μπήκε στη δραματική σχολή. Του αρέσει η ανθρώπινη αμηχανία, η σιωπή και η ησυχία τον γοήτευαν πάντα. Αν και δεν τα πάει καλά με τα λόγια, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
M. HULOT
Γιώργος Τσιαντούλας, ηθοποιός, σκηνοθέτης

Οι Αθηναίοι / «Γελάτε γιατί χανόμαστε, κάντε σεξ, ταξιδέψτε, διαβάστε και φάτε, φάτε, φάτε»

Ο πολυσυζητημένος πρωταγωνιστής της ταινίας «Το καλοκαίρι της Κάρμεν», Γιώργος Τσιαντούλας, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει στο Παγκράτι, διατηρεί θεατρική ομάδα στα Τρίκαλα, έχει παίξει σε παραστάσεις του Ρομέο Καστελούτσι και του Δημήτρη Παπαϊωάννου και τα πιο ριψοκίνδυνα πράγματα που έχει κάνει είναι «γαστρονομικοί συνδυασμοί σε λάθος στιγμή και λάθος ώρα».
M. HULOT
Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LIFO

Οι Αθηναίοι / Η Μαρινέλλα ειλικρινέστερη παρά ποτέ αφηγείται τη ζωή της όλη στη LiFO

Η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού μιλά για τις ανεξίτηλες συναντήσεις της πορείας της, για το πώς πήγε κόντρα στο ρεύμα της εποχής της, για μια ζωή χορτάτη. Δουλεύοντας επί 67 συναπτά έτη δεν ανέχεται να της πει κανείς «τι ανάγκη έχεις;».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Αγνή Πικιώνη: «Η Αθήνα έχει εξελιχθεί σ’ ένα μαζικό λούνα παρκ»

Οι Αθηναίοι / «Δυσκολεύονταν να με πλησιάσουν επειδή ήμουν η κόρη του Πικιώνη»

Η Αγνή Πικιώνη, κόρη του οραματιστή αρχιτέκτονα που είχε αφοσιωθεί στη λαϊκή αρχιτεκτονική, μιλά για τη ζωή της δίπλα σε εκείνον, που της έμαθε ότι «ένας απλός άνθρωπος μπορεί να φτιάξει κάτι σημαντικό». Αρχιτέκτονας και η ίδια, φρόντισε να διασώσει και να ταξινομήσει το έργο του. Τη θυμώνει η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική και πιστεύει ότι η Αθήνα έχει χάσει το στοίχημα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ