H Siouxsie Sioux (ή Suzan Janet Ballion, όπως είναι το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Chislehurst, ένα προάστιο του νοτιοδυτικού Λονδίνου, σε περιβάλλον που περιγράφει ως «σουρεαλιστικό». Η μητέρα της ήταν γραμματέας σε μια μεγάλη εταιρεία και ο πατέρας της αφαιρούσε δηλητήριο από επικίνδυνα φίδια σε ένα βιολογικό εργαστήριο. Από την εφηβεία της ήταν ένα μοναχικό πλάσμα που άκουγε Lou Reedκαι The Stoogesκαι χόρευε γυμνόστηθη στις τοπικές gay ντίσκο, ενώ πολύ γρήγορα άρχισε να ξεχωρίζει στη νεοεμφανιζόμενη πανκ σκηνή του Λονδίνου εξαιτίας της χαρακτηριστικής εμφάνισής της: εξωφρενικό glam, φετιχιστικά αξεσουάρ και έντονο μακιγιάζ.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έγινε μέλος των Contingent, της ομάδας των εφήβων που ακολουθούσαν φανατικά τους Sex Pistols σε κάθε τους εμφάνιση, όπου γνώρισε τον μπασίστα Steven Severin, τον συνιδρυτή του γκρουπ τους, των Siouxsie and The Banshees. Η παρθενική αυτοσχεδιαστική εμφάνισή τους ήταν στο περιβόητο Club 100 της Oxford Street, ενώ το πρώτο τους άλμπουμ, The Scream, κυκλοφόρησε το 1978. «Από τα χρόνια του πανκ θυμάμαι το κέφι που είχαμε» λέει, «το απρόβλεπτο και την άγνοια του τι επρόκειτο να συμβεί, που ήταν κάτι σπουδαίο. Θυμάμαι ότι ήμουν νέα κι αθώα, κι όλα ήταν για μένα πολύ συναρπαστικά. Δεν δίναμε μία για την καριέρα, ζούσαμε τη στιγμή και διασκεδάζαμε. Οι μουσικοί που προηγήθηκαν, ο Bowie κι οι Roxy Music, είχαν τεράστια επίδραση στη ζωή μου όταν ήμουν 14-15. Κι η μουσική ήταν πραγματικά ένα πάθος. Το περίεργο είναι ότι δεν την επέλεξα, μάλλον αυτή αποφάσισε να με κυριεύσει κι αυτό έγινε γνωρίζοντας ανθρώπους που έπαιζαν μουσική. Εκείνοι μου πρότειναν να δω τα σόου των Sex Pistolsκαι πάρα πολλές μπάντες όπως τους Subway Sect και τους Buzzcocks. Θα έλεγα ότι η εμπλοκή μου με τη μουσική ήταν μάλλον τυχαίο».
Το 1981 η Siouxsie με τον ντράμερ των Banshees, τον Budgie, έφτιαξε τους Creatures, με ήχο που βασιζόταν περισσότερο στα κρουστά, ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε με τους Banshees το εξαιρετικό ψυχεδελικό άλμπουμ A Kiss In The Dreamhouse, πειραματιζόμενη με νέους ήχους. Αυτό το χαρακτηριστικό την ακολουθούσε σε κάθε άλμπουμ, η αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης. Το μόνο που έμενε αναγνωρίσιμα δικό της ήταν η φωνή. Και το image. «Η εικόνα είναι διασκεδαστική για μένα» εξηγεί. «Πάντα με ενδιέφερε, αλλά δεν πιστεύω ότι από μόνη της είναι αρκετή για να πετύχεις κάτι. Χρειάζεται και το περιεχόμενο».
Το 1992 η Siouxsie μετακόμισε στη Γαλλία. «Είχα μπουχτίσει από τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να δουν μέσα απ' τα παράθυρα του ισογείου» λέει. «Νομίζω ότι είναι πολύ λυπηρός ο τρόπος που οι ποπ σταρ χρησιμοποιούνται από τα media, ενώ θα έπρεπε να γίνεται το ακριβώς αντίθετο. Φαίνεται ότι ελέγχουν αυτό που κάνουν και γιατί το κάνουν. Μισώ τα όρια που σου θέτουν τα media, η τηλεόραση, τα σόου με τις διασημότητες, το Βig Βrother κι όλα αυτά. Το βρίσκω ενοχλητικό και τρομερά βαρετό».
«Ακούω καινούργια πράγματα, μου αρέσουν η Peaches, η P.J. Harvey, οι Arcade Fire, αλλά ακούω κι αρκετή κλασική μουσική και παλιά σάουντρακ τελευταία. Αν είχα γεννηθεί στα ‘90s, δεν νομίζω ότι θα ήμουν στη μουσική βιομηχανία. Είναι όλα τόσο "κανονικά" πια και όλοι νομίζουν ότι έχουν κάτι να πουν».
«Έχω μετανιώσει για πολλά πράγματα που έχω κάνει, πάντα αισθάνομαι ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο» λέει, «συμβιβασμούς όμως δεν έκανα ποτέ». Το πρώτο προσωπικό άλμπουμ της, τοMantaray, κυκλοφόρησε πέρσι, έντεκα χρόνια μετά τη διάλυση των Banshees. «Μου ζητούσαν από πολύ νωρίς να φτιάξω ένα σόλο δίσκο» εξηγεί. «Δεν με ενδιάφερε όμως, δεν μπορούσα να πάρω τον εαυτό μου στα σοβαρά ως την "αρχηγό" ενός συγκροτήματος. Αυτό συνέβη όταν όλοι σταμάτησαν να απαιτούν και θεώρησα τη στιγμή σωστή. Ήταν σαν να ξανάρχιζα από την αρχή. Συνήθως τα άλμπουμ τα ηχογραφούσαμε σε ένα session, γι' αυτό χρειάστηκαν 5 διαφορετικά, επικεντρώθηκα περισσότερο σ' αυτό που έκανα». Μιλάει για το τραγούδι που έχει γράψει με τον Angelo Badalamenti για την ταινία The Edge of Love, που αναφέρεται στη ζωή του Dylan Thomas. «Επιστρέφω στο Λονδίνο την επόμενη εβδομάδα για την πρεμιέρα. Το απολαμβάνω το Λονδίνο περισσότερο τώρα που λείπω τόσο καιρό. Είναι εκεί οι πιο πολλοί φίλοι μου, αλλά δεν μου αρέσει αυτό το τεράστιο πλήθος...».
σχόλια