Λίγο καιρό μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933, μια τριαντάχρονη γυναίκα στο Βερολίνο άρχισε να βλέπει περίεργα και απόκοσμα όνειρα. Σε ένα από αυτά, όλες οι πινακίδες στην γειτονιά της είχαν αντικατασταθεί από αφίσες στις οποίες εμφανιζόταν μια λίστα από απαγορευμένες λέξεις. Η τελευταία λέξη στη λίστα ήταν το «Εγώ». Σε ένα άλλο όνειρο, βρισκόταν περιστοιχισμένη από διάφορους εργάτες και τεχνίτες – γαλατάδες, υδραυλικούς, εφημεριδοπώλες. Δεν ένιωσε περίεργα παρά μόνο όταν διέκρινε ανάμεσα τους και έναν καπνοδοχοκαθαριστή (στην οικογένειά της, η συγκεκριμένη ιδιότητα λειτουργούσε ως κωδική ονομασία για τα Ες-Ες λόγω της κατάμαυρης στολής τους). Ακολούθως, οι άντρες τις έδωσαν τους λογαριασμούς για την εργασία τους υψώνοντας το χέρι σε ναζιστικό χαιρετισμό και ψέλνοντάς της εν χορώ: «Η ενοχή σου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί».
Αυτά είναι δύο από τα εβδομήντα πέντε όνειρα που είχαν συγκεντρωθεί στην έκδοση «Το Τρίτο Ράιχ των ονείρων», ένα συναρπαστικό βιβλίο, το υλικό του οποίου είχε συγκεντρώσει η αθρογράφος Charlotte Beradt στη Ναζιστική Γερμανία από το 1933 ως το 1939. Δεν πρόκειται ούτε για επιστημονική μελέτη ούτε για ψυχαναλυτικό εγχειρίδιο, αλλά για ένα συλλογικό ημερολόγιο μιας σκοτεινής περιόδου. Το βιβλίο εκδόθηκε τελικά το 1966 στη Γερμανία [δύο χρονιά μετά το διάσημο βιβλίο της Χάννα Άρεντ «Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ»] και δύο χρόνια μετά κυκλοφόρησε και η μετάφρασή του στα αγγλικά, αλλά έκτοτε μοιάζει εξαφανισμένο και δεν έχει ανατυπωθεί ποτέ (παρά το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον διάφορων εκδοτών, ουδείς έχει μπορέσει να ανακαλύψει τα ίχνη των δικαιούχων κληρονόμων της Beradt).
«Αυτά τα όνειρα – αυτά τα ημερολόγια της βαθιάς νύχτας – προέκυψαν ανεξάρτητα από την συνειδητή θέληση των δημιουργών τους», γράφει στο βιβλίο η Beradt. «Ήταν σα να τους έχουν υπαγορευτεί από μια δικτατορία».
Το βιβλίο όμως αξίζει σίγουρα άμεση επανακυκλοφορία και όχι μόνο απηχεί τις σημερινές συνθήκες λαϊκισμού, εθνικισμού, ρατσισμού και παρακολούθησης που έζησε τόσο έντονα η συγγραφέας στα χρόνια του Ναζισμού αλλά επειδή δεν υπάρχει κάτι άλλο σαν κι αυτό στην ευρύτερη «φιλολογία του Ολοκαυτώματος».
«Αυτά τα όνειρα – αυτά τα ημερολόγια της βαθιάς νύχτας – προέκυψαν ανεξάρτητα από την συνειδητή θέληση των δημιουργών τους», γράφει στο βιβλίο η Beradt. «Ήταν σα να τους έχουν υπαγορευτεί από μια δικτατορία».
Η Charlotte Beradt (το γένος Aron) ήταν Γερμανοεβραία δημοσιογράφος, γεννημένη κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, αλλά μόνιμη κάτοικος Βερολίνου όταν ο Χίτλερ έγινε Καγκελάριος το 1933. Την ίδια χρονιά, της απαγορεύτηκε η δημοσίευση της δουλειάς της και κατόπιν συνελήφθη στο πογκρόμ κατά των κομμουνιστών που ακολούθησε την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Μετά την απελευθέρωσή της, ξεκίνησε αμέσως το έργο καταγραφής των ονείρων των συμπατριωτών της, που γίνονταν όλο και πιο σκοτεινά και παράξενα.
Μέχρι το 1939, είχε συγκεντρώσει γύρω στα τριακόσια όνειρα. Το πρότζεκτ εμπεριείχε μεγάλο ρίσκο καθώς ήταν ήδη σταμπαρισμένη από το καθεστώς. Εκείνη τη χρονιά αποφάσισε η Beradt να εγκαταλείψει το Βερολίνο για τη Νέα Υόρκη, προτού να είναι πολύ αργά, παίρνοντας μαζί τα ανήσυχα όνειρα συμπολιτών της, πολλοί εκ των οποίων δεν στάθηκαν εξίσου τυχεροί.
Το «Τρίτο Ράιχ των ονείρων» αποτελείται από έντεκα κεφάλαια που εκτός από τα όνειρα και τον σχολιασμό τους από τη συγγραφέα, περιλαμβάνουν επιγράμματα της Άρεντ, του Μπρεχτ και του Κάφκα. Όπως οι προφορικές ιστορίες που συνέλεξε η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς στη μεταπολεμική Σοβιετική Ένωση, το έργο αυτό αποκαλύπτει με ξεχωριστό τρόπο την επίδραση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στο συλλογικό ασυνείδητο. Τα όνειρα του βιβλίου αποκαλύπτουν πώς πολλοί Γερμανοί (Εβραίοι και μη) αναμετρήθηκαν βαθιά μέσα τους με την υποταγή στο καθεστώς, με την παράνοια και με τον αυτοοικτιρμό, ενώ στο «ξύπνιο» τους έκρυβαν αυτή την πάλη από τους άλλους αλλά και από τον εαυτό τους.
Όπως ο εργοστασιάρχης Κύριος Σ., ο οποίος έβλεπε στον ύπνο του ότι τον επισκέπτεται ο Γκέμπελς αλλά του ήταν αδύνατον όσο κι αν επίπονα προσπαθούσε, να υψώσει ναζιστικά το χέρι, μέχρι που γίνεται κομμάτια η ραχοκοκαλιά του. «Είναι τόσο συνταρακτικά ξεκάθαρο που φαίνεται σχεδόν χυδαίο», σχολιάζει η συγγραφέας, κάτι που μάλλον ισχύει και για ένα άλλο όνειρο στο βιβλίο: «Ονειρευόμουν ότι πλέον δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου, παρά μόνο σε πλαίσιο χορωδίας».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μελέτη των ονείρων νεαρών κυρίως γυναικών του Βερολίνου που έβλεπαν στον ύπνο τους τον Χίτλερ ή τον Γκέρινγκ ως ερωτύλους που έβαζαν χέρι σε κορίτσια στο σινεμά,δείγμα της νοσηρά ερωτικής «επιρροής του Ναζισμού σε μεγάλο τμήμα του γυναικείου πληθυσμού στη Γερμανία», όπως παρατηρεί η Beradt.
Πιο περίεργα ακόμα ήταν τα όνειρα γυναικών που έμοιαζαν να αναζητούν πάνω απ' όλα διέξοδο από τη μοίρα της νοικοκυράς και κοινωνική αναγνώριση. Σε μια τέτοια περίπτωση, μια γυναίκα η οποία έχει κατηγοριοποιηθεί ως Εβραία κατά το ένα τέταρτο, σύμφωνα με τη φυλετική νομοθεσία του καθεστώτος, βλέπει παρ΄ όλα αυτά στον ύπνο της ότι την κρατά από το χέρι ο Χίτλερ και κατεβαίνουν θριαμβευτικά μαζί μια πολυτελή σκάλα υποδοχής: «Κάτω μας περίμενε κόσμος, πιο πίσω έπαιζε μουσική μια μπάντα και ήμουν περήφανη κι ευτυχισμένη. Δεν τον πείραζε καθόλου τον Φύρερ μας να εμφανιστεί δημόσια μαζί μου».
Με στοιχεία από το New Yorker
σχόλια