Ο Robert Capa και το Ισραήλ
Ο Robert Capa στην υπηρεσία των θεμελιωδών μύθων του κράτους του Ισραήλ
από τον
Marc Lenot
(άρθρο στο blog Lunettes Rouges της εφημερίδας Le Monde)
Πριν ένα χρόνο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας αρκετά διαπρεπής κριτικός, ο AD Coleman, ανέλυσε και αποδόμησε τις διάσημες φωτογραφίες του Robert Capa από την απόβαση στη Νορμανδία. Αφετηρία του, μία πολύ πραγματολογική τεχνική έρευνα: πόση ώρα έμεινε στην παραλία, πόσα φιλμ και πόσες φωτογραφίες τράβηξε, αποδείξεις κατά της απίθανης εκδοχής που αποδίδει την εξαφάνιση των περισσοτέρων φωτογραφιών στην υπερθέρμανση, μια σειρά από στοιχεία που φαίνονται πλέον αδιαμφισβήτητα, Η ανάλυσή του, όπως και των Γάλλων που πήραν τη σκυτάλη, επικεντρώθηκε κατόπιν στην μεταγενέστερη δημιουργία του μύθου Capa, και δεν φαίνεται να χωράει εδώ αντίρρηση, αν εξαιρέσεις την κάπως υπερβολική για τα δεδομένα της (δικής μου) κοσμιότητας επιθετικότητα του λόγου. Αυτή η εξαιρετική αποδόμηση επέτρεψε την διερεύνηση του μύθου Capa που είχε ήδη κακοφορμίσει λόγω των αμφιβολιών που είχε εγείρει η διάσημη ισπανική του φωτογραφία. Αυτό δεν αναιρεί το ταλέντο του Capa και την συμβολή του στην φωτοδημοσιογραφία, αλλά ενισχύει μια δυσπιστία ως προς το πρόσωπό του και την κατασκευή του μύθου του.
Στην ουσία όμως, σ' αυτές τις συζητήσεις, επρόκειτο για θέματα προσφιλή στην κοινότητα των ιστορικών και των κριτικών της φωτογραφίας και της οπτικής κουλτούρας, που αφορούν την τεχνική και την κατασκευή του μύθου, χωρίς όμως να υπεισέρχεται η πολιτική διάσταση. Μου έκανε εντύπωση λοιπόν πως μία άλλη όψη του έργου του Capa δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον των κριτικών εκείνων που, αναζητώντας την αλήθεια, είναι τόσο πρόθυμοι να αποδομήσουν κάποιους μύθους και να αμφισβητήσουν κάποιες βεβαιότητες, αλλά αποφεύγουν να εμπλακούν σε ένα πολιτικό πεδίο, σίγουρα πιο επικίνδυνο, όπου θα είχαν να καταπιαστούν με μύθους πολύ πιο ισχυρούς.
Μεταξύ 1948 και 1950, ο Capa επισκέπτεται την Παλαιστίνη/Ισραήλ για να καλύψει την διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ισραήλ (ο Ben Gurion τον περίμενε να έρθει και να είναι έτοιμος για να τον φωτογραφίσει πριν αρχίσει τον ιστορικό του λόγο), τον πόλεμο και την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων στη νέα επικράτεια του Εβραϊκού κράτους, καθώς και την οικοδόμηση του κράτους αυτού. Θα το κάνει ως αντικειμενικός δημοσιογράφος, καταγράφοντας με τον πιο ουδέτερο τρόπο τα γεγονότα, τις μάχες, τις εξώσεις; Θα εργαστεί σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς κανόνες της φωτοδημοσιογραφίας (όπως αυτούς του Magnum του οποίου υπήρξε την ίδια χρονιά ιδρυτής); Θα ελέγξει τις πληροφορίες που του παρέχει το στρατόπεδο που τον υποδέχεται, και θα προσπαθήσει να συμπεριλάβει και τις απόψεις της άλλης πλευράς; Θα δείξει ένα κριτικό πνεύμα απέναντι σ' αυτούς που του παρέχουν βοήθεια και τον πλαισιώνουν, ή θα αρκεστεί (όπως, στις αρχές της φωτοδημοσιογραφίας, οι Fenton και οι Beato) να αναπαράγει μία μόνο όψη της σύγκρουσης; Με λίγα λόγια, θα δουλέψει σαν δημοσιογράφος ή σαν προπαγανδιστής;
Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα θέμα που είναι δύσκολο να προσεγγίσει κανείς, γνωρίζοντας το βάρος του λόγου της απέναντι πλευράς, των lobbies της, των διασυνδέσεων που διαθέτει στο πιο υψηλό επίπεδο των κρατών μας. 'Οποιος τολμήσει να το θίξει κινδυνεύει να ταράξει τα νερά, και να υποχρεωθεί να απολογηθεί απέναντι στην αιώνια κατηγορία του αντισημιτισμού -μία τόσο δοκιμασμένη τακτική- που συνεχώς εκτοξεύεται όταν αγγίζουμε αυτούς τους μύθους (και που σίγουρα θα εμφανιστούν στα σχόλια κάτω από το σημείωμα αυτό), με κίνδυνο να βλάψει την καριέρα του. Απ' όσο γνωρίζω, μόνο δύο αμερικανοί πανεπιστημιακοί, ο Andrew L. Mendelson και η C. Zoe Smith (καθηγητές δημοσιογραφίας και οι δύο -εκείνος στο Temple U κι εκείνη στην Missouri School- και όχι της ιστορίας της φωτογραφίας ή των οπτικών ερευνών (ίσως και να μην είναι τυχαίο) είχαν το θάρρος αυτό (σε ένα άρθρο στο περιοδικό Journalism Studies του 2006, μετά από μία πρώτη παρουσίαση σε ένα πανεπιστημιακό συνέδριο το 2002). Απ' όσο ξέρω, εδώ και 9 ή 13 χρόνια, κανείς δεν συνέχισε τις αναλύσεις τους στη Γαλλία (ενώ βιαστήκαμε να ενστερνιστούμε εκείνες του Coleman). Απ' όσο ξέρω πάλι, μόνο κάποιοι ισραηλινοί πανεπιστημιακοί είχαν το θάρρος να τις αναφέρουν (αλλά η αποφασιστικότητα των μαθητών του Ilan Pappé και της Ariella Azoulay απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία της χώρας τους δεν χρειάζεται αποδείξεις).
Τι λένε οι Smith και Mendelson; Θύμισαν καταρχάς κάποιες ευνόητες αρχές της δημοσιογραφικής ηθικής, την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα, την ουδετερότητα (ήδη από το 1936, "η φωτογραφία στον Τύπο πρέπει να αποφεύγει κάθε μορφή πλάγιας γνώμης", James C. Kinkaid), προσθέτοντας πως είναι πάντα σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη η θέση ("social location") του φωτογράφου σε σχέση με τα θέματά του, και πως η αντικειμενική υπόσταση της φωτογραφίας την καθιστά ιδιαίτερα αποτελεσματική στο να διαδίδει ή να ενισχύει μύθους. Στις αναλύσεις τους βασίστηκαν στις δημοσιεύσεις του Capa σε περιοδικά και βιβλία ανάμεσα στο 1948 και στο 1951, αφήνοντας κατά μέρος στη σημειολογική τους ανάλυση την καθαρά προπαγανδιστική ταινία The Journey που γύρισε ο Capa το 1950 για λογαριασμό της σιωνιστικής οργάνωσης The New York United Jewish Appeal, θεωρώντας σωστά πως δεν ανήκε στην κατηγορία του δημοσιογραφικού έργου (ωστόσο δεν εξέτασαν ισραηλινά αρχεία που θα είχαν αποφέρει σίγουρα ενδιαφέρουσες πληροφορίες). Παρουσιάζουν έπειτα μία περίληψη της ζωής του Capa, σημειώνοντας πως στη δεκαετία του '30 ο Endre Erno Friedmann αλλάζει το όνομά του σε Robert Capa (ένα όνομα όσο γίνεται λιγότερο αναγνωρίσιμο ως προς την ταυτότητα) για να κρύψει μεταξύ άλλων την εβραϊκή του καταγωγή), ενώ μετά τον πόλεμο αγκαλιάζει με θέρμη τη υπόθεση του σιωνισμού, επιλέγοντας να πάει στην Παλαιστίνη/Ισραήλ με δικά του έξοδα, χωρίς συμβόλαιο. Ας παρατηρήσουμε εδώ πως τραυματίστηκε στις 22 Ιουνίου του 1948 στο μηρό του (η μοναδική φορά, αν δεν απατόμαστε, πριν τον θάνατό του στην Ινδοκίνα), όχι από αραβική σφαίρα , αλλά στη διάρκεια της μάχης του Altalena ανάμεσα στην τρομοκρατική πολιτοφυλακή Irgun του Menahem Begin και τον ισραηλινό τακτικό στρατό. Θυμίζουν επίσης πως ένα άλλο ιδρυτικό μέλος του Magnum, ο George Rodger, ήταν επίσης παρών στην περιοχή, αλλά από την αραβική πλευρά (μιλούσε αραβικά): σε αντίθεση με τον Capa, ο Rodger δυσκολεύτηκε πολύ να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες του από τις εξώσεις των Παλαιστινίων και τις καταστροφές των χωριών τους, τις οποίες δέχτηκε μόνο ένα γερμανικό περιοδικό, καθώς, όπως εξηγεί ο ίδιος στο ιστορικό βιβλίο του Russell Miller για το Magnum (1999), "οι εκδότες των αμερικανικών περιοδικών ήταν σχεδόν όλοι τους Εβραίοι". Ο Capa άσκησε κριτική στον Rodger για την έλλειψη αντικειμενικότητάς του: σύμφωνα με την Carole Naggar, βιογράφο του Rodger, ο Capa δήλωσε πως "ο Rodger πήρε θέση, κάτι που ένας δημοσιογράφος δεν πρέπει ποτέ να κάνει". Ειρωνεία και/ή κακή πίστη...
Μέσα απ' αυτό το πλαίσιο, οι Mendelson και Smith παρουσιάζουν τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ βασίστηκε στην κατασκευή ενός μύθου που θα έπρεπε να εμφανιστεί σαν μία αντικειμενική ιστορία, συνδυάζοντας τρεις βασικούς μύθους (που συνεχίζουν εξάλλου να χρησιμοποιούνται στην σιωνιστική προπαγάνδα), και αναλύουν με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο οι φωτογραφίες του Capa υποστήριξαν και ενίσχυσαν τους μύθους αυτούς. Πρώτος μύθος: το Ισραήλ είναι ο υπερασπιστής του πολιτισμού (του δυτικού φυσικά), ενώ οι 'Αραβες είναι οι απολίτιστοι εισβολείς. Η νεοαποικιοκρατική αυτή αντίληψη είναι πολύ γνωστή και πάντα ενεργή. Στις φωτογραφίες του Capa δεν υπάρχουν σχεδόν 'Αραβες (αποτελούσαν ωστόσο την πλειοψηφία του πληθυσμού), και τα σπάνια δείγματα (μόνο τέσσερις αναγνωρίζονται) διακρίνονται από μακριά, ηττημένοι, αιχμάλωτοι, τραυματισμένοι, στερεοτυπικοί. Οι μόνοι 'Αραβες που έχουν την ίδια φωτογραφική μεταχείριση με τους Εβραίους ("ευγενή" πορτρέτα) είναι οι Δρούζοι της Γαλιλαίας, οι οποίοι μάχονταν στο πλευρό των Ισραηλινών. Κανένα αραβικό χωριό που καταστράφηκε ή που το άδειασαν από τον πληθυσμό του δεν φωτογραφίζεται, κανένα θύμα των σφαγών ή των βιασμών δεν είναι ορατό, ούτε και κανένα σημάδι από την εθνοκάθαρση που συντελείται.
Δεύτερος μύθος: ο Sabra, ο σκαπανέας και ηρωϊκός στρατιώτης. Κι εδώ, ο μύθος του νέου ανθρώπου είναι πασίγνωστος, αν και σήμερα ο μύθος ρέπει προς την υψηλή τεχνολογία ή την ανοχή απέναντι στην ομοφυλοφιλία ("pinkwashing"). Οι φωτογραφίες του Capa αρέσκονται να δείχνουν τους "ήρωες" αυτούς, τον χαμογελαστό στρατιώτη, τους αποφασισμένους εργαζόμενους, την ομαδική δουλειά, τη χαρά της ζωής, οτιδήποτε μπορεί να ενισχύσει την εικόνα του Sabra στους αντίποδες του Εβραίου του γκέτο. Πολλές από τις φωτογραφίες αυτές έχουν τραβηχτεί με ελαφρά contre-plongée, ενισχύοντας την ιδέα της δύναμης και της ευγένειας.
Τρίτος μύθος: Η Γη της Επαγγελίας. Για μια ακόμη φορά, η εκμετάλλευση των βιβλικών διηγήσεων από την σιωνιστική ιδεολογία είναι γνωστή, η διήγηση του λαού χωρίς γη σε μια γη χωρίς λαό, η επιστροφή του λαού της διασποράς (θα χρειαστεί να περιμένουμε τον Shlomo Sand για να αρχίσει η αποδόμηση κι αυτού του μύθου), και το αναφαίρετο δικαίωμα στη γη των "προγόνων". Οι φωτογραφίες του Capa (και οι λεζάντες του) δεν παύουν να επισημαίνουν τη σχέση αυτή με την Γη της Επαγγελίας, ενισχύοντας τον μύθο της επιστροφής και σκηνοθετώντας την αναζωογονητική επανοικειοποίηση της γης.
Συμπερασματικά, είναι σαφές πως για τους προαναφερόμενους συγγραφείς, το έργο του Capa συνέβαλε στη νομιμοποίηση της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ, και στην απονομιμοποίηση των αντιπάλων του, και κυρίως των Παλαιστινίων κατοίκων που εκδιώχθηκαν από τη γη τους. Οι φωτογραφίες του Capa εμφυσούν ζωή σε αφηρημένες έννοιες, και οδηγούν τον θεατή στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα πως η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ ήταν εγγεγραμμένη στην Ιστορία και ήταν αναγκαίο να επιτελεστεί. Η προβολή που κάνει των θεμελιωδών μύθων του κράτους ενσωματώνεται απολύτως στο ατέρμονο προπαγανδιστικό λόγο ("hasbara") που συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα.
Η ανάλυση των δύο ερευνητών επιτρέπει μια σημαντική σχετικοποίηση της υποτιθέμενης δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας, καταδεικνύοντας κυρίως την ευκολία με την οποία οι θεατές μπορούν να χειραγωγηθούν από τους φωτοδημοσιογράφους (και τους εκδότες επίσης, ένα θέμα που λίγο θίχτηκε σ' αυτήν την έρευνα), και σ' αυτό το πλαίσιο τσαλακώνει λίγο περισσότερο τον μύθο Capa μετά την Ισπανία και το Omaha Beach. Αλλά, πάνω απ' όλα, η περιορισμένη απήχησή της, παρά την διεισδυτικότητά της, δείχνει πόσο αυτοί που θα έπρεπε να είναι οι αποκωδικοποιητές μας, οι οδηγοί μας, οι ιστορικοί της τέχνης, οι ειδικοί στις οπτικές έρευνες, οι ερευνητές της δημοσιογραφίας, δυσκολεύονται (ή αρνούνται) να καταπολεμήσουν κάποιους μύθους του κυρίαρχου λόγου (σε αντίθεση με άλλους). Δυστυχώς...
Marc Lenot
(Lunettes Rouges/Le Monde, 13.10.2015)